Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

«Ο Σαλαμίνιος Πέτρος Αν. Φουρίκης» (1878-1936) Ανάλεκτα Επιμέλεια της έκδοσης: Πέτρος Ι. Φιλίππου-Αγγέλου εκδόσεις ΑΩ η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/biografies/filippou-aggelou-i-petros-ao-petros-an-fourikis-o-salaminios-archaiologos-istorikos-laografos-glossologos


«Ο Σαλαμίνιος Πέτρος Αν. Φουρίκης»


(1878-1936)


Ανάλεκτα


Επιμέλεια της έκδοσης: Πέτρος Ι. Φιλίππου-Αγγέλου


εκδόσεις ΑΩ
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/biografies/filippou-aggelou-i-petros-ao-petros-an-fourikis-o-salaminios-archaiologos-istorikos-laografos-glossologos





Μια έκδοση που έχει ως θέμα τον Πέτρο Φουρίκη, αρχαιολόγο, ιστορικό, λαογράφο και γλωσσολόγο, διευθυντή του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρουσα και ως ενδελεχής αναφορά στην πολυσχιδή δραστηριότητα του Σαλαμίνιου διανοούμενου αλλά και ως επίπονη και πολύχρονη εργασία του Πέτρου Φιλίππου, του ανθρώπου που με πολύ μεράκι συνέλεξε το υλικό και μας το παρουσιάζει σ’ αυτήν την πολύ φροντισμένη μορφή. Το ενδιαφέρον εστιάζεται ομοίως στη θεματική του βιβλίου αυτού, καθόσον παρουσιάζεται (με τη συνδρομή πληθώρας κειμένων και την παράθεση αρβανίτικων παραμυθιών και τραγουδιών) η συμβολή του Φουρίκη στη μελέτη της ιστορίας και της γλώσσας των Αρβανιτών. Ο Φουρίκης είναι ο πρώτος που έθεσε τις βάσεις για τη νεότερη Αλβανολογία (Αρβανιτολογία) μελετώντας την ιστορία των Αρβανιτών στην Ελλάδα. Αξίζει εδώ να παραθέσουμε την άποψή του για ένα θέμα που ίσως προξενήσει σήμερα αντιδράσεις, κυρίως από κάποιους που ηθελημένα ή όχι αγνοούν τις ρίζες των Αρβανιτών:

[…]δεν δύναται να ολοκληρωθή η επί του μεσαιωνικού Ελληνισμού ποικίλη έρευνα, εάν δεν μελετηθή επιμελώς και λεπτομερώς παν το αφορών εις τους γείτονας λαούς και ιδία τον Αλβανικόν, μεθ’ ου ο Ελληνικός επί μακρούς αιώνας συνέζησε, συνηγωνίσθη, συνεδουλώθη και συνηλευθερώθη, έτι δε συζή και θα συζήσει.


Η παραπάνω διαπίστωση, η οποία ενσωματώνεται στον Πρόλογο του επιμελητή της έκδοσης Πέτρου Ι. Φιλίππου-Αγγέλου, προλαμβάνει πιθανές ενστάσεις αναγνωστών, οι οποίοι έχουν κληρονομήσει και αφομοιώσει στη συνείδησή τους στερεότυπες αντιλήψεις περί διαχρονικής ομοιογένειας του ελληνικού έθνους. Εν προκειμένω θα ήταν εύστοχο να πούμε πως η παρούσα έκδοση συμβάλλει τα μέγιστα στην  άρση μιας εσφαλμένης ιδέας ή μάλλον ιδεοληψίας.

Ο επιμελητής της έκδοσης είχε να επιτελέσει ένα τεράστιο και δύσκολο έργο ερχόμενος αντιμέτωπος με ένα ποικίλο και αταξινόμητο αρχείο, από το οποίο έπρεπε να επιλέξει όσα θα έδιναν την πλήρη εικόνα του Φουρίκη χωρίς να αφήσει έξω καμία από τις ενασχολήσεις του πάνω στο θέμα, καμία ερευνητική πορεία που ακολούθησε, κανένα σημαντικό στοιχείο που αυτός πρώτος έφερε στο φως με τη μελέτη του. Έτσι το βιβλίο, αφού πληροφορήσει εισαγωγικά αλλά εκτενώς  τον αναγνώστη για το βιογραφικό του Φουρίκη, τις σπουδές του και τα έργα του (συμπεριλαμβανομένων εδώ και των καταλόγων πολλών εργασιών του δημοσιευμένων και μη αλλά και βιογραφιών και αφιερωμάτων στο έργο του) χωρίζεται σε δύο μέρη:

Αδημοσίευτες Εργασίες – Μελέτες (πρόκειται για το μεγαλύτερο μέρος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται Ομιλίες, Μελέτες, και ένα πολύτιμο Αρχείο τραγουδιών και παραμυθιών σε αρβανίτικη γλώσσα, με πολύ χρήσιμη την ελληνική μετάφραση παραπλεύρως, Γιατροσόφια, καθώς και πλούσιος κατάλογος με Τοπωνύμια της νήσου Σαλαμίνος).

Δημοσιευμένες Μελέτες (εδώ συμπεριλαμβάνεται η ενδιαφέρουσα μελέτη για την προέλευση του εθνικού ονόματος Αρβανίτης καθώς και κάτι μοναδικό: ένα παράδειγμα κλίσης ρήματος στην αρβανίτικη διάλεκτο).

Παραθέτω εδώ απόσπασμα από κείμενο του Πέτρου Φουρίκη αναφερόμενο στο εθνικό όνομα Αρβανίτης, ενδεικτικό της άοκνης προσπάθειάς του να καταρτισθεί από την Ακαδημία Αθηνών ένα αρχείο εθνικών και τοπικών ονομάτων της βυζαντινής περιόδου, το οποίο θα έριχνε φως στην ποικιλομορφία της  σύστασης του ελληνικού πληθυσμού:

[…]Μέχρι τούδε επιστεύετο ότι το όνομα των Αρβανιτών ή Αλβανών ήτο εξ αρχής δηλωτικόν του όλου έθνους. Εκ της συστηματικής όμως ερεύνης των κατά την Νέαν Ήπειρον, ως μετωνομάσθη το μεγαλύτερον μέρος της αρχαίας Ιλλυρίας, προκύπτει ότι φυλή τις, πιθανόν ιλλυρική, κατοικήσασα την μεταξύ Δίβρης και Αχρίδος ορεινή συστάδα, ωνόμασεν αυτήν Άρβανα. Τους κατοίκους της περιοχής ταύτης οι Βυζαντινοί, από Μακεδονίας δια της Εγνατίας οδού εισερχόμενοι εις την Νέαν Ήπειρον, γνωρίσαντες πρώτους, ωνόμασαν Αρβανίτας. Το όνομα συν τω χρόνω εξετάθη εφ’ όλου του ομογλώσσου λαού, του κατοικούντος τα ενδότερα της νέας Ηπείρου εν αντιθέσει προς τους Έλληνας κατοίκους των παραλίων. Βραδύτερον δ’ εξ επιδράσεως του ονόματος των παρά τον Καύκασον Αλβανών (Αλβανόν όρος, Αλβανία χώρα, Αλβανοί κάτοικοι) εισήχθη υπό των λογίων ο όρος Αλβανός –ία. Η κατά την βυζαντινήν λοιπόν περίοδον  αναζήτησις λαού υπό το γενικόν όνομα Αλβανοί, ως και η από μόνης της μνείας του ονόματος αυτών εξάρτησις της θεωρίας περί μετακλήσεως ή αυθορμήτου καθόδου Αλβανών εις τας ελληνικάς χώρας, είναι σφάλμα βασικόν, δυνάμενον ν’ αγάγη, όπως και ήγαγεν, εις μακράν πάσης αληθείας κείμενα ιστορικά και εθνολογικά συμπεράσματα.


Διαβάζοντας το εξαιρετικό αυτό βιβλίο κάνω κάποιες σκέψεις. Πόσο διαφορετικοί θα ήμασταν, αν δεχόμασταν ως φυσική αυτήν την ευτυχή πολυμορφία της ελληνικότητας, όπως και τη συνακόλουθη ικανότητα του ελληνικού χώρου να αφομοιώνει ομαλά τα αλλότρια στοιχεία, που οι συγκυρίες κατά καιρούς έφερναν σε επαφή με τα γηγενή. Ένα όμορφο συνονθύλευμα που δεν σε αφήνει να υπεραίρεσαι για τη μοναδικότητά σου, που σε διαπλάθει με την ιδέα ότι η συνεισφορά των διαφορετικών στοιχείων είναι που γεννά πολιτισμό άξιο λόγου. Κι όμως συναντάμε ακόμη εκείνους που υπεραμύνονται της τάχα καθαρότητας της φυλής κι ας προδίδει το επίθετό τους την προέλευσή τους. Εθνικιστικά κατάλοιπα που καλά κρατούν ακόμη κι εμποδίζουν τη σκέψη να δει καθαρά. Έχοντας για πολλά χρόνια εργαστεί σε περιοχή της Αττικής με το αρβανίτικο στοιχείο κυρίαρχο, έζησα την αρνητική στάση των κατοίκων απέναντι σε νεοαφιχθέντες αλβανικής καταγωγής. Αλλά και το ξάφνιασμά τους, όταν γινόταν η υπενθύμιση της αλβανικής ρίζας του δικού τους πατρογονικού ονόματος. Υποβάθμιζαν έτσι την αξιοθαύμαστη πολιτισμική τους αφομοίωση στην ελληνική εθνική ταυτότητα στο όνομα της ύπαρξης μιας τάχα ανέκαθεν ελληνικότητας, φυσικά με την ιστορία τεκμηριωμένα να τους διαψεύδει. 
Ο Πέτρος Φουρίκης με τα κείμενά του, την πεποίθησή του για τις φυλετικές ρίζες του αρβανίτικου στοιχείου θα ήταν μια αποστομωτική απάντηση απέναντι σε κάθε εθνικισμό κούφιο νοήματος. Αυτό και μόνον καθιστά το έργο του θεματικά σύγχρονο και επίκαιρο.

Μέσα σ’ αυτόν τον καλαίσθητο τόμο διαβάζουμε την προφορική παράδοση αυτού του λαού που έσπειρε στον ελληνικό χώρο τραγούδια, παραμύθια, παραδόσεις, θρύλους, τοπωνύμια και ονόματα πατρικά. Και όλα αυτά έδεσαν με τα υπόλοιπα που συνιστούν τον ελληνικό πολιτισμό, που κι αυτά στον καιρό τους κάποιοι από κάπου τα έφεραν. Η πολύ προσεκτική δουλειά του Φουρίκη με τη συλλογή του πρωτογενούς υλικού αλλά και του σημερινού επιμελητή για την  επεξεργασία αυτού του υλικού κατόρθωσε να αποδώσει την προφορικότητα με μια γλώσσα ανάμεικτη (γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου μαζί με αλβανικό-λατινικό αλφάβητο) για να προφερθούν σωστά ακουστικά τα σύμφωνα που απουσιάζουν από την ελληνική γλώσσα. Έτσι έχουμε το ορθό ακουστικό αποτύπωμα της αρβανίτικης γλώσσας, κάτι σπάνιο και πολύτιμο, αφού πλέον ελάχιστα μιλιέται και μόνον από τους γεροντότερους:

Θε μου τε τε πρίcheτε βάρκα


τε τε μπίνεϊχ ντράσα ντράσα


(Θε μου να σου σκορπιζόταν η βάρκα


να σου γινόταν σανίδα σανίδα)




Και τα υπέροχα παραμύθια! Ποιος δεν τα έχει ακούσει στις πολλές παραλλαγές τους να ιστορούνται σε άλλα μέρη, με τις λάμιες, τις νεράιδες, τα βασιλόπουλα και τις βασιλοπούλες, το Κακό και το Καλό να αντιπαλεύουν, και τόσα άλλα μοτίβα της προφορικής παραμυθητικής/παρηγορητικής λαϊκής φωνής; Από μόνα τους ένας  πολιτισμός γνήσιας λαϊκής ψυχής.
Ο επιμελητής της έκδοσης Πέτρος Ι. Φιλίππου-Αγγέλου 

Στο σύνολό της μια εκδοτική πρόταση ιδιαίτερης αξίας. Όχι μόνον για το πλήθος των πληροφοριών, το υλικό που παρατίθεται, τη σκιαγραφούμενη φυσιογνωμία ενός εν πολλοίς άγνωστου διανοούμενου, που η θέση του θα έπρεπε να είναι ανάμεσα στους μέγιστους για την ερευνητική και την πρωτότυπη επιστημονική εργασία. Κυρίως η αξία της είναι μεγάλη, γιατί τολμά να δώσει μια θεώρηση της αρβανίτικης συμβολής στη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας κρατώντας ιστορικά τεκμηριωμένη την άποψη για την προέλευση των Αρβανιτών, χωρίς αυτό να μειώνει καθόλου την αξία της φυλετικής αυτής πρόσμειξης με τα υπόλοιπα στοιχεία που συναποτελούν το ελληνικό σημερινό «πρόσωπο». Αν πρέπει να δούμε την παράδοση στο σύνολό της για να την εκτιμήσουμε ορθότερα, τότε πώς μπορεί ποτέ να λείπει μία από τις ρίζες της;  Σ’ αυτήν την κατεύθυνση οι γλωσσικές καθώς και οι εθνολογικές μελέτες του Πέτρου Φουρίκη ήταν ευχής έργο που είδαν το φως τόσα χρόνια μετά τον θάνατο του άοκνου αυτού διανοητή. Κυρίως γιατί, όπως σημειώνει ο επιμελητής του τόμου Πέτρος Φιλίππου-Αγγέλου, καταπιάνεται με θέματα που ήταν παντελώς, και πιθανόν όχι τυχαία, παραμελημένα, όπως ήταν τα θέματα των Αρβανιτών στην Ελλάδα.



Διώνη Δημητριάδου






"Το μνημόσυνο" μυθιστόρημα του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου εκδόσεις βακχικόν (η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/to-mnimosyno/)


"Το μνημόσυνο"

μυθιστόρημα


του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου

εκδόσεις βακχικόν
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/to-mnimosyno/)




πώς ιστορείται το νόστιμον ήμαρ;

Πόσες ιστορίες χωρούν μέσα σε μία αφήγηση; Και πώς δένουν η μία με την άλλη χωρίς να καταστρατηγείται η αυτονομία της καθεμίας; Στο «Μνημόσυνο», το πρώτο βιβλίο του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου, η κεντρική ιστορία, που κινεί τα νήματα για να εκδιπλωθούν οι υπόλοιπες, είναι στην πραγματικότητα ένα σύντομο οδοιπορικό μνήμης (διαρκεί τέσσερις μόλις ημέρες) με αφορμή ένα θλιβερό γεγονός. Ο ήρωας επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο του Ηλία, του παιδικού του φίλου,  για το μνημόσυνο. Θα συναντήσει εκεί τους παλιούς του φίλους, και όλο αυτό θα μπορούσε απλώς να καταγραφεί σαν ακόμα μια απόπειρα συγγραφική, που θεματικά στρέφεται γύρω από το πανάρχαιο «νόστιμον ήμαρ». Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πράγματα έχουν αλλιώς.

Ο ήρωας δεν θα επιχειρήσει (εκών άκων) μόνο ένα ταξίδι μνήμης, άλλωστε αυτό θα ήταν αναπόφευκτο γι’ αυτόν που επιστρέφει με όποια αφορμή (πολύ περισσότερο για ένα μνημόσυνο που από μόνο του καλεί σε μνημονικές παλινδρομήσεις) στον τόπο που έζησε τα νιάτα του. Στη διάρκεια αυτών των τεσσάρων ημερών θα ανασυνθέσει τη ζωή του ως τώρα, θα έχει πολλές αφορμές για να σκεφθεί, θα δει τον χρόνο να γράφει πάνω στους φίλους του, θα συνειδητοποιήσει τη δική του παράλληλη πορεία.

Στάθηκα διστακτικός έξω από ένα καφέ της πλατείας. Πίσω από τα τζάμια του, οι πωλήτριες σέρβιραν κι έδιναν ρέστα. Μια μελαχρινούλα, φορώντας την ποδιά του καταστήματος, χαμογέλασε σε έναν πελάτη και κάτι του είπε. Κανένας ήχος όμως δεν εξερχόταν και ήταν σαν να παρακολουθώ βουβή ταινία ή τη ζωή ενός ενυδρείου.

Ποιος είναι μέσα, ποιος είναι έξω; φιλοσόφησα.

Δεν είναι όμως αυτό που προσέχεις τόσο σ’ αυτή την αφήγηση. Η έκπληξη έρχεται από αλλού.

Ο συγγραφέας έχει εγκιβωτίσει στην κεντρική αφήγηση ιστορίες που συναντά τυχαία στο ταξίδι του, όπως αυτές τον βρίσκουν πρόθυμο ακροατή. Έτσι θα ακούσει έναν αθέλητο δολοφόνο να μιλά για την ενοχή που τον βαραίνει και να ζητά απ’ αυτόν να του βρει ελαφρυντικά με τη γνώση και την πείρα που έχει αποκομίσει τόσα χρόνια ως δικηγόρος.

Μα πώς, εσύ ως δικηγόρος θα έχεις ακούσει κι άλλες εξομολογήσεις δολοφόνων, κι ήθελα να βρεις ελαφρυντικά στη δική μου.

Αλλά θα βρεθεί και μπροστά  σε συζητήσεις που θα ξεκινήσουν από μικρές νύξεις και θα εξελιχθούν σε φιλοσοφικού χαρακτήρα αναμετρήσεις με οικείους αλλά και με τυχαίους συνομιλητές. Έτσι, θα πάρει μέρος σε μια πολύ υψηλή σε επίπεδο κουβέντα γύρω από την ευθύνη του συλλογικού υποκειμένου στις πολιτικές εξελίξεις με ένα χασάπη, ο οποίος έχει μεταλλαχθεί σε λάτρη της ανάγνωσης από ένα σημαδιακό και ανερμήνευτο γεγονός.

Ένα πρωί, πριν από δύο χρόνια, πηγαίνοντας ν’ ανοίξει το χασάπικο, κι ενώ βάδιζε αμέριμνος στον δρόμο, του ήρθε κατακέφαλα από τον ουρανό ένα βαρύ και ογκώδες βιβλίο – 570 σελίδων, χωρίς να υπολογίσουμε τα εξώφυλλα.

Αλλά και το κλίμα του μνημόσυνου θα πυροδοτήσει μια σειρά τοποθετήσεων/εκ βαθέων εξομολογήσεων από τους φίλους που μαζεύτηκαν για να θυμηθούν τον νεκρό Ηλία. Οι συγκρουόμενες πεποιθήσεις γύρω από τη φύση της ζωής και το μυστήριο του θανάτου είναι και από τις πλέον ενδιαφέρουσες μέσα στο βιβλίο.

Η ζωή είναι ρυθμισμένη προς την αθανασία. Διότι, αν δεν βλέπαμε πως πεθαίνουν δίπλα μας, δεν θα σκεφτόμασταν ότι θα σταματήσει η ύπαρξή μας. Πάρτε για παράδειγμα τις πεταλούδες: αν τους λέγαμε πως σε τρεις ημέρες θα πεθάνουν, τι θα γινόταν; Φυσικά θα τους καταστρέφαμε τη ζωή: ούτε πετάγματα ούτε χρώματα ούτε τίποτα, μόνον κατάθλιψη και ψυχίατροι και μεταφυσική και θεολογία.


Η διαδικασία επιστροφής δεν είναι ποτέ απλή υπόθεση. Ίσως χρειάζεται την αρωγή πολλών και διαφορετικών υπομνήσεων (κάποιες μπορεί να φαίνονται τυχαίες) μέσα από τις οποίες αυτός που επιχειρεί τον νόστο θα νιώσει τα ίχνη, τις εικόνες που έχουν αποθηκευθεί στον νου, θα αγγίξει τον δικό του πόνο μέσα από τον αλλότριο. Άλλωστε ένα πλέγμα αναμνήσεων άμεσων και έμμεσων είναι η βιωμένη ζωή, κι έτσι όπως ξετυλίγεται το κουβάρι της αναγνωρίζεις κομμάτια και αποσπάσματα του εαυτού σου μέσα από τη ζωή των άλλων. Και το Μνημόσυνο διαβάζεται σαν μια διαφορετική εκδοχή «μυθιστορήματος»*, με τις εμβόλιμες αφηγήσεις να σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τον κεντρικό ήρωα, και τα υπόλοιπα πρόσωπα να τονίζουν το καθένα με την παρέμβασή του τη μοναχική ουσιαστικά πορεία του ήρωα προς την επώδυνη αυτογνωσία.

Να μια αλήθεια: τα πράγματα έχουν συναισθήματα· δηλαδή αντανακλαστικά συναισθήματα, αυτά που προκαλούν σε εμάς καθώς τα αντικρίζουμε. Αυτή είναι η ψυχή των πραγμάτων: η χαρά τους είναι η δική μας χαρά· το ίδιο και τα δάκρυά τους: Lacrimae rerum.

Η χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση είναι σύμφωνη απολύτως με τη θεματική του βιβλίου, κι έτσι αυτός ο νόστος επιτυγχάνεται με αμεσότητα. Γιατί ο καλύτερος τρόπος να αφηγηθείς την αίσθηση που σου δίνει η επιστροφή, κυρίως το άλγος της (που κρύβεται μέσα στη λέξη νοσταλγία), είναι να δώσεις σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση την επαφή με τα πρόσωπα και τα πράγματα. Έτσι δείχνεις και την παρουσία των προσώπων, όπως φθίνει και αλλάζει μέσα στον χρόνο, αλλά και τη σκληρή υπενθύμιση της απουσίας, όπως γράφει πάνω στα πράγματα που μένουν εκεί σαν σκληρές μνημονικές παρουσίες. Η μνεία του εμβληματικού ποιήματος του Πορφύρα Lacrimae rerum αποδίδει ακριβώς τη θλίψη των άψυχων πραγμάτων, όταν αυτά έχουν αναπόφευκτα ενσωματώσει τη θλίψη για την απουσία των ανθρώπων.

Διαβάζοντας το «Μνημόσυνο» σκέφτομαι την αφορμή που γεννά ένα βιβλίο. Φυσικά και δεν μπορούμε να την ξέρουμε, καθόσον αυτή αφορά τον δημιουργό και μόνον αυτόν. Εμείς ως αναγνώστες  εικασίες κάνουμε και κάποτε τυχαίνει να συμπέσουμε στη εκτίμησή μας για την αρχή του συγγραφικού νήματος, άλλοτε πάλι όχι, χωρίς αυτό να έχει καμία απολύτως σημασία για το ίδιο το έργο και τον δημιουργό του. Έτσι, ως αναγνώστρια αυθαιρετώ (κι ελπίζω να μην ασελγώ επί του έργου) λέγοντας ότι ίσως είναι αναμενόμενο στο πρώτο του έργο ο γράφων να επιθυμεί να ενσωματώσει ποικίλες σκέψεις και βαθείς προβληματισμούς του, που σωρεύονται με τα χρόνια της συγγραφικής άπνοιας, δένοντας όλο αυτό το υλικό με την ιστορία του. Απολύτως κατανοητό αυτό. Βέβαια αυτά τα εμβόλιμα κείμενα ίσως εγκυμονούν τον κίνδυνο να χαθεί η σειρά της πλοκής, να χάσει η βασική ιστορία τη μοναδικότητά της. Σημαντικό αυτό αν συμβεί, ιδιαίτερα σε ένα μικρής έκτασης αφήγημα, εκεί που η κάθε λέξη έχει το βάρος της και που η οικονομία της γραφής αποτελεί συγγραφική αρετή.  Αλλά και αξιοσημείωτο όταν δεν συμβεί, όπως εδώ στο βιβλίο του Κωνσταντόπουλου. Γιατί εδώ ο συγγραφέας κατορθώνει να συνδέσει ομαλά αυτό το (από τη φύση του) πρόσθετο υλικό με την πλοκή και έχοντας  την αίσθηση του «αναγνωστικού χρόνου» το σταματά την κατάλληλη στιγμή. Οι εμβόλιμες αυτές αφηγήσεις αξιοποιούνται στο ενδιάμεσο στη σκέψη του ήρωα, δίνοντας έτσι την αίσθηση του αφομοιωμένου στην πλοκή υλικού.

Με τα παραπάνω νομίζω πως γίνεται φανερό ότι η γραφή του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου είναι τουλάχιστον αξιοπρόσεκτη, αν όχι σημαντική, ιδιαίτερα ως πρώτη συγγραφική κατάθεση.  Με προσεγμένη γλώσσα, αίσθηση του ρυθμού της αφήγησης, με παράλληλη αίσθηση του χιούμορ εκεί που χρειάζεται για να αποφορτισθεί μια βαριά λόγω γεγονότος ατμόσφαιρα, καταφέρνει να κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Αυτά που σε κάποιον άλλον, λιγότερο ταλαντούχο, θα ήταν τα «βαρίδια» της γραφής, εδώ αναδεικνύονται σε προτερήματα.

* Η λέξη μυθιστόρημα μπήκε σε εισαγωγικά, γιατί θεωρώ πως έχουμε περισσότερο στα χέρια μας μια νουβέλα, ως θέμα και ως επεξεργασία του θέματος. Ο ένας ήρωας, η σύγχρονη ιστορία, η ψυχογράφηση του κύριου προσώπου, η στοιχειώδης πλοκή, τα δευτερεύοντα πρόσωπα απλώς να συνεπικουρούν. Μια νουβέλα που αποδεικνύει ότι αυτό το είδος μπορεί να ξεφύγει από τα τετριμμένα τα σχετικά με την έκταση της αφήγησης και να υπερασπίσει τον εαυτό του ως είδος ξεχωριστό επί της ουσίας των χαρακτηριστικών του. Το μυθιστόρημα είναι μια πιο πολύπλοκη (αλλά και πολύπαθη συγγραφικά και εκδοτικά) ιστορία.



Διώνη Δημητριάδου

Ἀναμνήσεις  (ποίημα) π. Σταύρου Τρικαλιώτη και δύο φωτογραφίες του Μahmoud Merjan


Ἀναμνήσεις

 (ποίημα)

π. Σταύρου Τρικαλιώτη

και δύο φωτογραφίες του Μahmoud Merjan




Ἀναμνήσεις μιᾶς ζωῆς

χτυποῦν ἐπικίνδυνα

-τά βράδια-

τή ραγισμένη πόρτα.



Σάν μαχαίρι

μέ κόψιμο γλυκό

εἰσχωροῦν ὕπουλα

σέ βάθη ἀπροσπέλαστα.



 Τά μάτια μου στέρεψαν

ἀπ᾽ τήν ἀγρύπνια,

δέν ἔχω τίποτα

νά τίς φιλέψω.




Παίρνουν τόν δρόμο

τοῦ γυρισμοῦ

ἄπραγες.

Ἔμαθα δά

τόσο καιρό τά

τερτίπια τους

Καί… θωρακίστηκα!



Ὅμως τίς φοβᾶμαι πολύ

Γιατί ἔρχονται

Κάποτε κάποτε

ἐκδικητικές

κι ἀναζητοῦν σημεῖα μας

ἀδύναμα

γιά νά πάρουν

τή ρεβάνς.

π.Σταύρος Τρικαλιώτης
     Ἁγία Παρασκευή

24 / 11 / 2017

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Φωνές από χώμα νουβέλα της Κωσταντίας Σωτηρίου εκδόσεις Πατάκη


Φωνές από χώμα

νουβέλα

της Κωσταντίας Σωτηρίου

εκδόσεις Πατάκη
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/6-vivlioprotaseis-dekemvrios-2017/)




Πώς μπορεί να ορισθεί η ιστορική αλήθεια; Ποια φωνή μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη, προκειμένου να αποδοθεί με όλη την αλήθεια του το γεγονός ή το απλό συμβάν που μετεξελίσσεται σε αφορμή μιας σειράς συνταρακτικών και καθοριστικών γεγονότων για την ιστορική συνέχεια; Όσο βρισκόμαστε μέσα στον χρόνο της τέλεσης των γεγονότων, είναι εξαιρετικά δύσκολο (αν όχι απίθανο) να εξοικονομηθεί το αυστηρό πλαίσιο της εξέτασης του πραγματικού γεγονότος. Όσο απομακρυνόμαστε από αυτό και ο χρόνος λειτουργεί ιαματικά για τις αιμάσσουσες πληγές, είμαστε σε θέση πιο ψύχραιμα να αποδώσουμε -με την αρωγή της ιστορικής επιστήμης- την αλήθεια των πραγμάτων. Ωστόσο, η επιστημονική ιστορική μελέτη πάλι αφήνει το περιθώριο ενός σκεπτικισμού, απομακρυνόμενη από μια μονοσήμαντη (δογματική αναπόφευκτα) εκδοχή και ερευνώντας διαρκώς τα νέα στοιχεία που δυνάμει θα αναιρέσουν το πόρισμα ως τότε. Ειδικά για την πρόσφατη ιστορία, της Κύπρου εν προκειμένω και του Κυπριακού Ζητήματος, θα λέγαμε ότι πολλά ακόμα παραμένουν ανοιχτά στην έρευνα και πολλά θα έλθουν ακόμα στο φως, ενισχύοντας, εμπλουτίζοντας ή ίσως ανατρέποντας όσα τώρα εμφανίζονται ως η Ιστορία.

Η εισαγωγή αυτή θεωρώ πως είναι αναγκαία, γιατί η Κωσταντία Σωτηρίου με το πρόσφατο βιβλίο της «Φωνές από χώμα» συνεισφέρει στη συνολική εικόνα μιας υπόθεσης που ακόμα ζωντανή θα πρέπει να θεωρείται. Η ερώτηση, φυσικά, αν η λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα, την ικανότητα ή και τη νομιμότητα να διαδραματίσει τον ρόλο της συνεισφοράς στην ιστορική έρευνα, ας εκληφθεί ως εύλογη αλλά ταυτόχρονα ας υπερκερασθεί. Συχνά βλέπουμε να μπορεί να αποδοθεί με τον καλύτερο τρόπο αν όχι το γεγονός το ίδιο (αυτό ας το αφήσουμε στους ιστορικούς), έστω ο απόηχός του, το απότοκο του γεγονότος, όπως διυλίστηκε μέσα στο μυαλό και στην ψυχή των ανθρώπων. Ακόμα καλύτερα, μπορούμε να δούμε τη σκέψη των απλών ανθρώπων, όταν νιώθουν να βρίσκονται στο περιθώριο της ιστορίας, δηλαδή στο περιθώριο της ζωής τους της ίδιας. Και πολλές φορές αυτή η σκέψη που αποκομίζουμε, όπως καταγράφηκε μέσα από τη λογοτεχνική μετάπλασή της, είναι πολύτιμη, καθαρή γνώση, απλή και αυθεντική εκτίμηση των γεγονότων της ιστορίας.

Αυτό συμβαίνει και με το βιβλίο της Σωτηρίου. Το θέμα της νουβέλας είναι ένα ιστορικό γεγονός, τα διακοινοτικά γεγονότα τον Δεκέμβρη του 1963 που οδήγησαν στη διαίρεση της Λευκωσίας σε δύο τομείς, τον ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό τομέα με τη λεγόμενη  «Πράσινη Γραμμή», η οποία το 1974 επεκτάθηκε και χώρισε τα ελεύθερα από τα κατεχόμενα εδάφη, μέχρι το 2003 που έγινε μερική άρση του περιορισμού διακίνησης μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος του νησιού. Η συγγραφέας θα χειριστεί το θέμα αυτό από την πλευρά των γυναικών, καθόλου τυχαία φυσικά η επιλογή. Οι δεκατρείς γυναίκες θα καταθέσουν η καθεμία τον δικό της μονόλογο, που αποτυπώνει κομμάτια των γεγονότων μέσα από τη δική της μαρτυρία. Οι δώδεκα είναι Ελληνοκύπριες και η μία Τουρκοκύπρια, η πόρνη Τζεμαλιγιέ. Αυτή μαζί με τον αγαπημένο της Ζεκή έγιναν με τον θάνατό τους η αφορμή για το κακό που ακολούθησε. Η αφήγησή της εναλλάσσεται με τις μαρτυρίες των δώδεκα γυναικών, που (αξιοσημείωτο αυτό) μιλούν σε κυπριακή διάλεκτο, χαρίζοντας έτσι την αληθοφάνεια στην ιστορία. Η αφήγηση της Τζεμαλιγιέ είναι γεμάτη από έρωτα για τον Ζεκή αλλά ταυτόχρονα και  επίγνωση για την περιθωριοποίησή της από την κοινωνία της υποκρισίας, που δεν μπορεί να ανεχθεί μια πόρνη να προσβάλλει τα χρηστά της ήθη. Σιγά σιγά θα ενστερνισθεί και τις ακραίες απόψεις του αγαπημένου της (ας θεωρηθεί αυτό συνέπεια και του ερωτά της για τον Ζεκή αλλά και της βίωσης του περιθωρίου) και θα μεταμορφωθεί σε νεοφώτιστη φανατική των εθνικιστικών αντιλήψεων για διχοτόμηση του νησιού:

«... μου σφίγγει με τα δάκτυλα τα δόντια μου, μάσησε μου λέει τις λέξεις σου Τζεμαλιγιέ, φάε να χορτάσεις και με κοιτάζει ύστερα με αγωνία να μην τις φτύσω, με κοιτάζει να δει κι εγώ καταπίνω την Volkan και την Taksim και την Anavatan, καταπίνω τις λέξεις μου επειδή ο Ζεκή με ταΐζει μαζί με τα νέα γράμματα αγάπη».



Ο Ζεκή και η Τζεμαλιγιέ θα πυροδοτήσουν τα αιματηρά επεισόδια του Δεκέμβρη του 1963. Ο Ζεκή θα αρνηθεί έλεγχο του αυτοκινήτου του από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς, η Τζεμαλιγιέ θα επιτεθεί με «όπλο» την κατακόκκινη ψηλοτάκουνη γόβα της (έτσι κι αλλιώς αυτή ήταν σκάνδαλο):

 «Η πουτάνα! Τζιείνη ήταν η πρώτη που επυροβόλησε. Η Τούρτζισσα. Εφόρεν κάτι ψηλά παπούτσια κότσινα, με κολανούδι στο πλευρό, ποτζιείνα που φορούσαν οι πουτάνες, οι τίμιες οι γεναίτζιες εν φορούν κότσινα παπούτσια».

Οι δώδεκα γυναίκες, που θα παρεμβάλλονται στην αφήγηση της Τζεμαλιγιέ, θα ιστορούν η καθεμιά τη δική τους οπτική και την αλλαγή που έφερε στη ζωή τους η ταραχή αυτή που ξέσπασε. Όλες με μικρές λεπτομέρειες θα δώσουν την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, άθυρμα στις επιλογές των μεγάλων, που φυσικά καθόλου δεν ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα μεγέθη, που τολμούν να παρεισφρήσουν στον πολιτικό τους χάρτη. Αυτές οι καταθέσεις θα φωτίσουν και μια άλλη πλευρά της ζωής, μια άλλη οπτική, αυτή των γυναικών που βιώνουν πάνω τους τη βία των ανδρικών επιλογών, πρώτα μέσα στο σπίτι τους και κατόπιν στο ευρύτερο πλαίσιο της ζωής τους. Στερεότυπες αντιλήψεις, εθνικισμοί, διαξιφισμοί, ανόητες και μονόφθαλμες πολιτικές, πόλεμοι και διχασμοί, όλα πάνω τους αφήνουν το σημάδι τους. Κι αυτές στο περιθώριο να μην μπορούν να δουν ότι απέναντι τους, αντίπαλη, δεν είναι η πόρνη Τζεμαλιγιέ. Απέναντί τους βρίσκονται (και πάντα θα βρίσκονται με διαφορετικό προσωπείο) τα συμφέροντα των μεγάλων. Κι αυτές πολύ μικρές και ασήμαντες δεν θα κατανοούν τον δικό τους ρόλο.

«Έµαθα την τέγνη να µεν αθθυµούµαι. Γιατί εν τέγνη, μηάλη. Τζιαι να µε αξιώσει ο Θεός ώσπου να πεθάνω να µάθω τζιαι την τέγνη του να ξηχάνεις. Αλλά τζιείνον λαλούν εν το πιο δύσκολο, εν πιο µεγάλη τέγνη να ξεχάνεις. Εγιώ µόνο να µεν θυµούµαι έµαθα Για τούτον τζιαι δεν μιλώ».

Αν  μιλούσαν, όμως; Ποια μορφή θα είχε ο κόσμος; Μας προβληματίζει η Σωτηρίου, ευτυχώς. Η Τζεμαλιγιέ, η  Τούρτζισσα, η πόρνη, όπως τη θέλουν οι άλλες, με την  ανοιχτή καρδιά να μπορεί να δει πιο καθαρά:

«Σε αυτή τη γειτονιά τη  μικρή, που συνυπάρχουν ο Θεός των χριστιανών και ο δικός μας ο Αλλάχ, εμένα και τις άλλες γυναίκες του κερχανέ κανένας δεν μας αγαπά, κανένας Θεός δεν μας ξέρει και δεν μας ζητά και το έχουμε μάθει πια καθαρά, αλλά έρχονται κάποιες στιγμές που ο κάθε Θεός, αγνοώντας ακόμα και τις δικές του προσταγές, μας καλεί, οι καμπάνες χτυπάνε δυνατά τις Κυριακές, ο μουεζίνης με καλεί να γονατίσω στο χαλί να προσευχηθώ…»

Έτσι είναι. Υπάρχουν αυτά που χωρίζουν τους ανθρώπους (ταπεινά τα κίνητρά τους) αλλά και αυτά που τους ενώνουν (δίκαια και σωστά αλλά δυσδιάκριτα συχνά). Και αυτά τα δεύτερα δεν τα καταγράφει η επίσημη ιστορία. Μόνο προσωπικές μνήμες τα διασώζουν, όταν καταλαγιάσει το μίσος και η μικροπρέπεια. Τότε κάποιοι αναλογίζονται τα αληθινά μεγέθη:

«Η Τουρκού που μας έδιαν φαΐ πουπάνω που τον φράκτην, τζιείνη που μας έδιαν τες κουφέττες τζιαι τα αθάσια που το ττέλλιν. […] Εν ημπόρεσα να πάω στην κηδεία. Είπαν, είσσιεν πάρα πολύν κόσμον. Έπιαν με που το σσιέριν η μάνα μου τζιαι επήαμαν στην εκκλησιά τζιαι ανάψαμε της ένα τζιερί. Άψαμεν έναν τζιερί για την ψυσσιήν της. Της Τζεμαλιγιέ».


Η νουβέλα της Κωσταντίας Σωτηρίου, εκτός από μια αναγνωστική πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία -με τη ζωντανή και ρέουσα γλώσσα και την εναλλαγή των αφηγήσεων- προσφέρει και μια «ανάγνωση» της Ιστορίας. Και, φυσικά, προστίθεται αυτό το θετικό πρόσημο και στη δική της τέχνη της γραφής αλλά και στον ιδιάζοντα ρόλο (απρόσμενα καλοδεχούμενο) ως βοηθητικό της Ιστορίας, που αναλαμβάνει η Λογοτεχνία.



Διώνη Δημητριάδου

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

«Λογοτεχνική φράση της χρονιάς» Περιοδικό  Literature.gr


«Λογοτεχνική φράση της χρονιάς»

Περιοδικό  Literature.gr



Ο θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων με την επωνυμία «Λογοτεχνική Φράση της χρονιάς» (The Literature.gr Phrase of the Year Prize) θεσπίστηκε τον Δεκέμβριο 2015 από το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr.

To Literature.gr υλοποιεί αυτόν τον θεσμό στοχεύoντας στην αναζήτηση τρόπων για την προώθηση της λογοτεχνίας καθώς και την ανάπτυξη, διάδοση και προβολή των ελληνικών γραμμάτων μέσα από το έργο των σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών αλλά και τη γνωριμία του αναγνωστικού κοινού με τη νεωτερική σκέψη των ξένων λογοτεχνών.

Καθώς η λογοτεχνία κατείχε πάντα μια εξέχουσα θέση στο χώρο του πολιτισμού και από κάθε λογοτεχνικό βιβλίο υπάρχει, ενίοτε, κάποια φράση που μπορεί αυθύπαρκτα να σταθεί και να εντυπωθεί στον αναγνώστη, ώστε να κινητοποιήσει νέες πνευματικές δυνάμεις, ο σκοπός της θέσπισης αυτού του Βραβείου είναι η προώθηση αποφθεγματικών ρήσεων, όσων εξακολουθούν αυτόνομα να σηματοδοτούν την κινητοποίηση αυτή  και μετά το τέλος της αναγνωστικής διαδικασίας.

Τα Βραβεία απονέμονται στον λογοτέχνη του οποίου η αυτόνομη φράση αντανακλά αυτό ακριβώς το πνεύμα και προωθεί την ποιοτική αναγνωστική εμπειρία.

Στο πλαίσιο αυτό: 

Το Βραβείο «Literature.gr Ελληνική Λογοτεχνική Φράση της Χρονιάς» απονέμεται στον έλληνα λογοτέχνη που μια φράση από το πόνημά του προτάθηκε και διακρίθηκε.

Το Βραβείο «Literature.gr Ξένη Λογοτεχνική Φράση της Χρονιάς» απονέμεται στον  ξένο λογοτέχνη που μια φράση από το πόνημά του ξεχώρισε και διακρίθηκε.



Για το 2016

Το  «Literature.gr Βραβείο Ελληνικής Λογοτεχνικής Φράσης της Χρονιάς 2016» απονέμεται στον κ. Μιχάλη Μοδινό.  Η τιμώμενη αυτόνομη φράση «Η μακρόχρονη συνήθεια του να ζεις σε κάνει ανίκανο να αντιμετωπίσεις τον θάνατο» είναι από το βιβλίο του με τίτλο «Εκουατόρια», Εκδόσεις Καστανιώτη.




Το «Literature.gr Βραβείο Ξένης Λογοτεχνικής Φράσης της Χρονιάς 2016»  απονέμεται στον κ. Άντονυ Μάρρα.  Η τιμώμενη αυτόνομη φράση «Με ποια προσευχή ο τελευταίος άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος;» είναι από το βιβλίο του με τίτλο «Ο τσάρος της αγάπης και της τέκνο»,  σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, Εκδόσεις Ίκαρος.

"Το μάτι και η νύχτα" Θραύσματα από την Ποιητική του Δημήτρη Λεοντζάκου  εκδόσεις Νεφέλη


"Το μάτι και η νύχτα"

Θραύσματα από την Ποιητική

του Δημήτρη Λεοντζάκου

 εκδόσεις Νεφέλη




6.

Η ποίηση είναι μια χαμένη υπόθεση. Όχι επειδή έχει

χαθεί απ' τον κυρίαρχο λόγο σήμερα. Αντιθέτως. Για

αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να υποτεθεί.

Να κατασκευαστεί ως υπόθεση.



Η υπόθεση λοιπόν της ποίησης, με την αυστηρά

λογική, μαθηματική έννοια του όρου.



7.

Η ποίηση μας αφήνει αγνώριστους.

Άλλωστε της είμαστε παντελώς άγνωστοι.



9.

Πρέπει να δώσουμε ξανά στην ποίηση τα πραγματικά

της ονόματα. Τρεις τρομερές μορφές ανατέλλουν στις

πύλες  των ορίων του κόσμου.



Το Ακατανόητο. Το Αγέννητο. Το Τρομερό.



10.

Ποίημα είναι ο τελευταίος, ο πιο απελπισμένος τρόπος

να σωπάσουμε, να αποσπάσουμε κάτι απ' τον κόσμο.  

Αποσπάει τον κόσμο, είναι ένα θραύσμα το ποίημα.





Δημήτρης Λεοντζάκος

(από την ποιητική συλλογή "Το μάτι και η νύχτα", εκδόσεις Νεφέλη)

So long, Marianne / Ποιήματα στη Μαρία του Σταύρου Σταυρόπουλου εκδόσεις Σμίλη  Νοέμβριος 2017


So long, Marianne / Ποιήματα στη Μαρία

του Σταύρου Σταυρόπουλου

εκδόσεις Σμίλη

 Νοέμβριος 2017




[Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα.  Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής. Έτσι όπως είναι συνήθως οι ζωές των ανθρώπων. Μου έγραψε: «Μέσα στο άρωμα των ματιών σου είδα να σβήνουν οι τελευταίες ανάσες των Θεών». Την έλεγαν Μάριαν, Μαριάννα, Μαίρη,  Μαρίλια, Μαίριλυν, Μαριλού, Μαριάμ, Μαρία. Αλλά μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο κόσμος. Μετά εξαφανίστηκε.]

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

"Τα αρμυρά ποτάμια" του Τάσου Σ. Μάντζιου και μαζί ένας ανατρεπτικός πίνακας του Σύρου Αμπντάλα αλ Ομάρι


Tα αρμυρά ποτάμια

του Τάσου Σ. Μάντζιου




Ενθουσιώδες

και πυκνό το ακροατήριο

αποθεώνει τον ηγέτη

-στου λόγου πάνω την κορύφωση-

που μες στη γενναιοδωρία του

θάλασσες πάλι τάζει γλυκές

και αρμυρά ποτάμια



(Οι πλαστογράφοι της ελπίδας

ποτέ δεν θα χαθούν.

Πάντα θα βρίσκουν ν’ ακουμπάν

σε υποζύγιες πλάτες,

όσο από της κοινωνίας το σχολειό

αντί περήφανοι αητοί

θ’ αποφοιτούν

σκυφτοί πελάτες)



Τάσος Σ. Μάντζιος
(ο ανατρεπτικός πίνακας είναι του Σύρου Αμπντάλα αλ Ομάρι)

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Συνάντηση με τον Μιχάλη Μοδινό στη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής


Την Πέμπτη, 23 Νοεμβρίου 2017, στη δεύτερη για τη φετινή περίοδο συνάντηση με συγγραφέα στη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής, υποδεχθήκαμε τον Μιχάλη Μοδινό και συζητήσαμε μαζί του το μυθιστόρημά του «Εκουατόρια».
Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που κράτησε πάνω από δύο ώρες και μας οδήγησε στα βάθη της Αφρικής για να αναζητήσουμε τις πηγές του «μυθικού» ποταμού Νείλου αλλά και να γνωρίσουμε, χάρη στον χαρισματικό αφηγητή, το πείραμα της ουτοπικής κοινωνίας  Εκουατόρια. Μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία.

Το ραντεβού μας ανανεώνεται για την Πέμπτη, 21 Δεκεμβρίου, στις 6 το απόγευμα. Μαζί μας θα είναι η Ούρσουλα Φωσκόλου για να συζητήσουμε το βιβλίο της «Το Κήτος», εκδόσεις Κίχλη.












Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Διώνη Δημητριάδου: «Καλύτερα να πούμε ότι το ήθος του ποιητή φαίνεται μέσα στην αγωνία του. Δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις» Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη


Διώνη Δημητριάδου:

«Καλύτερα να πούμε ότι το ήθος του ποιητή φαίνεται μέσα στην αγωνία του. Δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις»

Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Fractal  http://fractalart.gr/diwni-dimitriadou-interview/)








Με αφορμή τις «Απόκρημνες λέξεις» η Ασημίνα Ξηρογιάννη συνομιλεί με τη Διώνη Δημητριάδου για όλα: για την ποίηση και την μετάφρασή της, για την αγωνία και το ήθος του ποιητή, για το ελληνικό λογοτεχνικό τοπίο και την ποίηση σήμερα, για το διαδίκτυο και φυσικά για τις «Απόκρημνες λέξεις».



–Κυρία Δημητριάδου, συζητάμε  εδώ με αφορμή τις «Απόκρημνες λέξεις» και όχι μόνο. Θα σας πάω λίγο πίσω, να ρωτήσω πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία με την ποίηση; Επιρροές, ερεθίσματα, λογοτεχνικά πρότυπα ίσως.

Διαβάσματα πολλά θα βρείτε πίσω από όποιον με σοβαρότητα καταθέτει στο χαρτί τη γραφή του. Στην περίπτωσή μου αυτό ισχύει. Όχι, δεν έγραφα πάντοτε, και οπωσδήποτε δεν έγραφα ποίηση πάντοτε. Δεν μιλώ, όπως καταλαβαίνετε, για στιχάκια που όλοι κάποτε σκαρώσαμε. Αυτά ήταν παιχνίδια και μόνον. Κάποια στιγμή οι λέξεις προτιμούν τη μεταφορικότητά τους και τη συμπύκνωση νοημάτων. Έτσι από τον πεζό μεταβαίνεις στον  ποιητικό λόγο. Διαβάσματα όμως πολλά. Ελληνικά και ξένα. Και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Είναι ίσως αναπόφευκτο να αγαπάς κάποιους ποιητές περισσότερο, και αγαπώντας τους κάποτε να πατάς πάνω στον δρόμο τους. Πρότυπα, όμως, όχι. Γιατί ο καθένας απέναντι σ’ αυτό που γράφει είναι μόνος του. Συχνά απελπιστικά μόνος του.



–Στις «Απόκρημνες λέξεις» μού δίνετε την αίσθηση ότι προσπαθείτε να ανιχνεύσετε από  τι υλικά είναι φτιαγμένα τα ποιήματα, καθώς και  να δώσετε το στίγμα μιας Ποιητικής… Διακρίνω κιόλας έναν δοκιμιακό χαρακτήρα στα ποιήματα…

Ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας και εύστοχη. Αγαπώ πολύ τον δοκιμιακό λόγο και φοβάμαι ότι πολλά από τα γραπτά μου  καταλήγουν να τον θυμίζουν. Αυτό κυρίως μου συμβαίνει στα πεζά που γράφω, ίσως όμως να ανιχνεύεται δοκιμιακός λόγος και στα ποιήματα. Δεν έχει όρια η γραφή μάλλον. Ο κάθε ποιητής μιλά για την ποιητική του με άμεσο, όπως εγώ, ή με έμμεσο τρόπο. Και όταν γίνεται αυτή η προσέγγιση στο «πώς» και το «γιατί» της ποίησης, όλο αυτό θα μπορούσε να έχει στοιχεία δοκιμιακά. Ο ρυθμός όμως και η εσωτερική μουσική των στίχων ξεχωρίζουν τα δύο είδη. Όσο για τα υλικά των ποιημάτων, αυτά δεν μπορεί παρά να είναι, τουλάχιστον για μένα, γήινες αφορμές, αυθεντικές συγκινήσεις, χαμηλοί τόνοι και μια μελαγχολία, που δεν βγαίνει από καμιά ρομαντική διάθεση αλλά από τη σκέψη και τις αισθήσεις ζώντας μέσα σε κόσμο πολύπαθο (εννοώ εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο).


  -Είναι ένα βιβλίο για την αγωνία της γραφής  και το ήθος του   ποιητή!


Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Καλύτερα να πούμε ότι το ήθος του ποιητή φαίνεται μέσα στην αγωνία του. Δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Η αγωνία αυτή ξεκινά  από την αρχική ιδέα και φθάνει ως την ολοκλήρωσή της. Γράφεις και σκίζεις, διαγράφεις και διασώζεις κομμάτια κι αποσπάσματα. Και όταν όλα αυτά κάποτε δέσουν σε ένα όλον, τότε αρχίζει η άλλη αγωνία, της έκθεσης προς τα έξω. Ο ποιητής εκτίθεται. Εκεί το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι αυτό που έγραψες είναι κομμάτι του εαυτού σου, κι ας μην το κατανοήσει κανείς. Άλλωστε για τον κάθε αναγνώστη υπάρχει και διαφορετική προσέγγιση του ποιήματος. Μια «πρόταση» κάνει ο ποιητής, και ίσως κι αυτό να υποδεικνύει το ήθος του.



-Η έκδοση είναι δίγλωσση. Πείτε μου λίγο σχετικά με τους μεταφραστές και την εργασία τους.

Ένα ερώτημα διαχρονικό είναι αν η ποίηση μεταφράζεται. Πώς, δηλαδή, θα μεταφερθεί σε μια άλλη γλώσσα που έχει τους δικούς της ρυθμούς, έχει τις δικές της ανάσες. Θεωρώ, λοιπόν, πως γίνεται, αρκεί αυτός που μεταφράζει να είναι ποιητής ο ίδιος, ώστε να δώσει την αίσθηση της ποίησης στο κείμενο. Έτσι προκύπτει ένα νέο ποίημα που θυμίζει το αρχικό, όμως είναι καινούργιο. Ευτύχησα ως προς αυτό, γιατί οι δύο εξαιρετικοί μεταφραστές μου βλέπουν έτσι την ποίηση και τη μετάφρασή της. Ο καθηγητής RobertCrist, θεωρητικός της λογοτεχνίας, κριτικός και ποιητής ο ίδιος, έχοντας μεταφράσει Γιώργο Χειμωνά και Άρη Αλεξάνδρου, μου έκανε τη μεγάλη τιμή να ασχοληθεί με τα δικά μου ποιήματα. Δίπλα του η Δέσποινα Λαλά – Crist, λογοτέχνις, και λάτρης της ποίησης. Και οι δύο ξεκίνησαν να μεταφράζουν για το κέφι τους, και όταν είδαμε το αποτέλεσμα, είπαμε: γιατί όχι; Έτσι προέκυψε αυτή η πολύ προσεγμένη αισθητικά δίγλωσση έκδοση από τις Μικρές εκδόσεις του Σταμάτη Πάρχα.



-Μπορεί να είναι επικίνδυνες οι λέξεις;

Κάθε λέξη εμπεριέχει τον κίνδυνο της κατανόησής της πέρα από συμβατικότητες και ελάχιστες συμφωνημένες ερμηνείες. Άρα μπορείς να τις χαρακτηρίσεις «Απόκρημνες». Για παράδειγμα, ποιον κίνδυνο μπορεί ποτέ να έχει η λέξη τραπέζι; Απολύτως χρηστικού χαρακτήρα λέξη. Ωστόσο ο κώδικας επικοινωνίας κατορθώνει να σπάσει τα πλαίσια της χρήσης του στα χέρια ενός ποιητή, και τότε η λέξη απογειώνεται:

«Το ψωμί είναι στο τραπέζι

το νερό είναι στο σταμνί

το σταμνί στο σκαλοπάτι

δώσε του ληστή να πιει»



θα πει ο Ιάκωβος Καμπανέλης και αμέσως άλλο το νόημα που βγάζει η λέξη, άλλη η προέκτασή του. Οι λέξεις είναι όμορφες με τον κίνδυνο που έχουν.



-Χρειάζεται ο δημιουργός στην ποίηση να μπαίνει με βλέμμα καθαρό και αθώο;

Βασική προϋπόθεση αυτή, ώστε να βρίσκει τον αποδέκτη του. Νομίζω ότι το ψέμα στο ποίημα αποκαλύπτεται, φαίνονται οι  μιμήσεις, οι αντιγραφές και τα προσποιητά αισθήματα. Ο ποιητής δεν κάνει χειρωναξία, δεν δείχνει τεχνικές. Θα μου πείτε, βέβαια, ότι έχουμε και βραβευμένη τέτοια ποίηση και μάλιστα με μεγάλες τιμές. Ε, ναι. Τι να κάνουμε; Ίσως το ψέμα, το καλοδουλεμένο, να είναι καμιά φορά ισχυρότερο της αθωότητας.



-Σε ποιους ανήκει η ποίηση;

Σε όλους αυτούς που δέχονται την πρόκληση/πρόσκλησή της. Δεν θα έλεγα ότι ανήκει στον ποιητή της, μια που το κάθε έργο από τη στιγμή της δημιουργίας του αποκόπτεται από τον δημιουργό του (άρα και τη θνητή του αφορμή) και ανοίγεται αυτόνομο σε κάθε πιθανή συνάντηση με μια διαφορετική ερμηνεία. Από τη στιγμή που θα διαβάσεις ένα ποίημα και κάτι θα σου πει εσένα προσωπικά, είναι πλέον κτήμα σου, προσωπική σου υπόθεση που αντιστοιχεί στα δικά σου βιώματα. Η μαγεία της ποίησης είναι αυτή.



-Θα ήθελα ένα σχόλιό σας για το ελληνικό λογοτεχνικό τοπίο.

Πληθωρική παραγωγή και από παλαιότερους και από νεοεμφανιζόμενους. Δύσκολη η επιλογή, αν δεν έχεις τα κριτήρια τα αισθητικά. Νομίζω, όμως, ότι μετά από μια περίοδο σύγχυσης που έδωσε την ευκαιρία στην παραλογοτεχνία να έρθει στην επιφάνεια και να επιπλεύσει με ψεύτικο μανδύα λογοτεχνικό, ξεκαθαρίζει το τοπίο. Βλέπω πολλά αξιόλογα βιβλία και σε ποίηση και σε πεζογραφία. Ο χρόνος θα δώσει σε κάποια το βάρος που τους αναλογεί. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι όλη αυτή η δραστηριότητα προκύπτει εν μέσω γενικότερης κρίσης. Και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η λογοτεχνική παραγωγή από μικρούς εκδότες που προσέχουν πολύ τις επιλογές τους αλλά και την αισθητική των εκδόσεών τους.  Ένα εξώφυλλο, για παράδειγμα, μπορεί να συνοψίσει όλο το βιβλίο. Δείτε την εξαιρετική φωτογραφία της Χριστίνας Καραντώνη. Μια «απόκρημνη» εικόνα στις «Λέξεις απόκρημνες».



-Ποιο το μέλλον της ποίησης;

Πάντα θα υπάρχουν καλοί ποιητές μέσα στην ειλικρίνειά τους, ταυτόχρονα όμως πάντα θα γράφονται στιχάκια που καμία σχέση δεν θα έχουν με τον ποιητικό λόγο και άλλα πάλι ευπώλητα και σκοπίμως δυσνόητα. Αντίστοιχα πάντα θα υπάρχουν αναγνώστες της ποίησης που θα ανιχνεύουν την ιδιαίτερα αξιόλογη φωνή, αλλά και πάντα κάποιοι που θα πέφτουν στην παγίδα του ευτελούς σπουδαίου. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο η ποίηση θα υπάρχει και θα προκαλεί. Ως λόγος ιδιαίτερων αξιώσεων στις καλές  της στιγμές θα προσφέρει μοναδικές συγκινήσεις. Ίσως για λίγους. Αλλά, πότε τα ξεχωριστά πράγματα χαρακτηρίζονταν από μαζικότητα;



-Τι είναι Ποίηση εν τέλει;

Ξέρετε, κάποιοι διαφωνούν με αυτό το κεφαλαίο γράμμα στην ποίηση. Θεωρώ ότι εννοείτε μια ποίηση αυθόρμητη ως αρχική ιδέα, κοπιαστική πολύ ως καταγραφή και αθώα ως τελική κατάθεση. Με αυτή την ποίηση συντάσσομαι, και λέω πως με τα χαρακτηριστικά αυτά δίνει τις καλύτερες στιγμές της. Γιατί, αν εννοούμε μια προσχεδιασμένη ευκολία ενδεδυμένη με την πονηρή σκοπιμότητα, τότε καλύτερα να απέχουμε απ’ αυτήν.



-Ποια η γνώμη σας για τα λογοτεχνικά βραβεία;

Αναπόφευκτα λειτουργούν διαφημιστικά για τα βιβλία και τους συγγραφείς, με τη λογική συχνά του marketing, και αυτό οπωσδήποτε έχει την αρνητική του πλευρά. Κυρίως αν πίσω απ’ αυτά διαφαίνεται η σκιά ενός κυκλώματος οικείων και ευνοουμένων. Αν πάρουμε την πιο αθώα εκδοχή τους, δεν είναι κακό να επιβραβεύεται μια λογοτεχνική προσπάθεια, ιδιαίτερα αν πρόκειται για νέα πρόσωπα που έχουν την ανάγκη μιας ώθησης. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο αληθινός κριτής της αξίας είναι ο αναγνώστης, όσο βέβαια καταφέρνει να μην επηρεάζεται από την ιδιότυπη «τρομοκρατία» των επωνύμων.



-Τo νόημα της Κριτικής!

Θίγετε, φοβάμαι, ένα πολύ ευαίσθητο θέμα. Γράφοντας εγώ η ίδια κριτικές βιβλίου, γνωρίζω και τη δυσκολία της καλής κριτικής αλλά και τις πολλές παγίδες που κρύβει. Με τον όρο «καλή κριτική» δεν εννοώ την ευνοϊκή σε καμία περίπτωση. Ούτε όμως και την εμπαθή και χαιρέκακη, την υπερφίαλη και εγωπαθή. Πιστεύω ότι ένας καλός κριτικός έχει δύο χαρακτηριστικά: γνώση του αντικειμένου και αγάπη για τη λογοτεχνία. Έτσι μπορεί να δώσει τη θέση του ξεκάθαρη, να εμπλουτίσει το γνωστικό πεδίο του αναγνώστη, να λειτουργήσει ως δρόμος μεσολαβητικός ανάμεσα σ’ αυτόν και στο βιβλίο. Άλλωστε μια κοινή αγάπη τους ενώνει, αναγνώστη, συγγραφέα και κριτικό.



  -Θα σας δίνω λέξεις, θα μου δίνετε σκέψεις:

Θάλασσα:

Ολόκληρη μέσα μας.



Φωτιά:

Ίσως η αρχή και το τέλος των πάντων.



Φύση:

Μέσα της μικραίνουμε όμορφα.



Kαβάφης:

Το σύμπαν των λέξεων και των πράξεων. Μια «σωματική» ποίηση.



Δρόμος:

Ανοιχτή πορεία, απρόβλεπτη στις στροφές.



Παιδί:

Ο εαυτός μας κάποτε. Τον αγνοούμε στο μεγαλύτερο κομμάτι του.



Παίγνιο:

Ένα παιχνίδι που μας εμπαίζει.



Ελλάδα:

Το άφευκτο ένδυμά μας σε ό,τι κάνουμε και σε ό,τι είμαστε.



Γλώσσα:

Πολύμορφος κώδικας, εύπλαστος όσο και δεσμευτικός.



Κόκκινο:

Επικίνδυνο όσο και όμορφο.



Λύπη:

Αναπόφευκτη αίσθηση, ωστόσο συχνά γενεσιουργός δύναμη, αφορμή  δημιουργίας.



Ελύτης:

Θα μπορούσε η ποίηση και χωρίς αυτόν, η Ποίηση όμως όχι.



Μάσκα:

Η ποικιλία των μορφών μας σε μια συμβατική εναλλαγή. Όταν απελευθερωθούμε από αυτές γινόμαστε αληθινοί.



Θέατρο:

Η ενδιαφέρουσα όψη των πραγμάτων. Υποδυόμαστε ποιούντες ήθος.



-Λογοτεχνία και Διαδίκτυο…

Αμφιλεγόμενος ο ρόλος του διαδικτύου στην υπόθεση της λογοτεχνίας. Ελεύθερη καθώς είναι η δημοσίευση, κυκλοφορούν τα πάντα, από τα πιο σπουδαία πράγματα ως τα ευτελή. Μπορείς να έρθεις σε επαφή με τη λογοτεχνική πληροφορία (ας μου επιτραπεί ο όρος) απρόσκοπτα και δωρεάν. Από κει και πέρα επιστρατεύονται τα κριτήρια αισθητικής προκειμένου να ξεδιαλύνεις το αξιοπρόσεκτο. Θα έλεγα ότι η πληθώρα των κειμένων αλλά και η εύκολη πρόσβαση σ’ αυτά δίνουν το θετικό πρόσημο, κατά τη γνώμη μου, στη σχέση της λογοτεχνίας με το διαδίκτυο.



-Διαβάζονται αλήθεια από τον κόσμο όλα αυτά τα λογοτεχνικά περιοδικά σήμερα;

Μιλάτε, υποθέτω και για τα ηλεκτρονικά και για τα έντυπα. Από όλους σίγουρα όχι. Αυτό ίσχυε πάντα. Γνωρίζουμε ότι το κοινό της λογοτεχνίας έχει τους δικούς του ρυθμούς και τις δικές του συνήθειες, συχνά εμμονικές. Τα έντυπα περιοδικά εξακολουθούν να έχουν τους πιστούς αναγνώστες τους, που τα αναζητούν κάθε δυο ή τρεις μήνες στα βιβλιοπωλεία. Όσο για τα ηλεκτρονικά, αυτά διαβάζονται περισσότερο ευκαιριακά, έχουν περιστασιακούς αναγνώστες και οπωσδήποτε λιγότερους πιστούς ακολούθους. Δεν πειράζει, όμως, καθόλου αυτό. Το διαδίκτυο υπακούει σε μια άλλη ταχύτητα πρόσληψης της πληροφορίας. Πιστεύω ότι εν τέλει κάτι μένει.



-Θα ήθελα να θέσετε η ίδια ένα ερώτημα και να το απαντήσετε με τον δικό σας τρόπο!

Ζώντας πάντα μέσα σε πόλη, ιδιαίτερο χώρο πολυσύχναστο και γι’ αυτό αγαπημένο, και αντλώντας από εικόνες δικές της, θέτω ένα ερώτημα που αφορά τις πόλεις και τον «κόσμο» τους:

Χαμογελούνε άραγε οι πόλεις; / Συνήθως θλίβονται σαν τις θυμόμαστε.  / Γεμάτες οι βαλίτσες τους λιγάκι κοντοστέκονται / διστάζοντας πλάι σε γκρίζα παροπλισμένα τραίνα. / Κι οι δρόμοι τους γεμάτοι από πατημασιές / ανθρώπων που απόκαμαν / χαζεύοντας του χρόνου τη ροή. / Μα σαν ανοίγονται στο φως τα παιδικά τα μάτια / αχόρταστα ακόμη από εικόνες / σ’ ένα μικρό μειδίαμα αφήνονται οι πόλεις. / Ίσως αυτός να είναι ο ρόλος τους. / Την εκλεκτή συγγένεια να θυμίζουν / ανάμεσα στην προσμονή και στη φυγή.

(η συνέντευξη παραχωρήθηκε στην Ασημίνα Ξηρογιάννη για το blog varelaki και αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Fractal)