Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

«Security»


Πώς ξεφύγατε πάλι από της μέσα φυλακής την επιτήρηση;
Πίστη πολλή έδωσα φαίνεται σε βλέμμα ξύλινο
ούτε που θα μας ξαναδείς ποτέ” υπόσχονταν
την ώρα που αποθήκευαν προσεκτικά  τον κάθε στίχο.
Μα στάθηκε αρκετή κάποια τυχαία ματιά
σε θάλαμο υποδοχής ψυχρού ιατρείου,
όταν φωτίστηκε στον τοίχο το ολοκίτρινο της ζωγραφιάς.
Σαν το παλιό το φως εκείνου του μεσημεριού
που αποκοίμιζε τα πάντα γύρω,
όμως με άσβηστα μάτια
γράφοντας τα άγραφα και κρύβοντας τα αληθινά
μονάχη αποτύπωνα τα σκόρπια λόγια  στο χαρτί
και είσαι αυτή την ώρα του μεσημεριού
ένας κόσμος ολόκληρος στα μάτια μου

Πρέπει αλήθεια όλη αυτή η αναλαμπή 
να βάφεται στο κίτρινο;

Γι’ αυτό σου λέω,
η φύλαξη δεν είναι βέβαιη.
Η αυτοπροστασία επιβάλλεται.

Διώνη Δημητριάδου

(εικόνα: Vincent Van Gogh, L’ heure de midi)



Ο μέσα χρόνος


Ο μέσα χρόνος



Παράξενη η πορεία που ακολουθεί ο μέσα χρόνος. Και άχρονοι οι χρόνοι του. Ανοίγεις κάποιο παλιό τετράδιο, βρίσκεις στίχους γραμμένους  κάποτε, δεν ξέρεις πότε γιατί ποτέ δεν κράταγες ταυτότητα των σκέψεων. Μιλάν ακόμη μέσα σου, νιώθεις να πάλλεται πίσω τους μια φυγή.

«Ένα μικρό παράπονο κρατώ, σαν το παιδί
που δε του τέλειωσαν το παραμύθι,
κι έμεινε ξάγρυπνο το τέλος να φαντάζεται.
Τώρα τις νύχτες αγκαλιάζω ένα φεγγάρι
που εσύ ποτέ σου δε θα δεις»

Και δεν μιλάς για τον παλιό τον πόνο ούτε για το ατελές κάποιων πραγμάτων. Με αυτά συμβιβάζεσαι. Δεν καταφέρνεις όμως καθόλου να συσχετίσεις τους στίχους με το πρόσωπο. Ίσως γιατί η μνήμη φθίνει. Ή πάλι γιατί όλα τα παλαιά σου φαίνεται πως μοιάζουν. Ωστόσο, είναι κάπως περίεργο να νιώθεις θλίψη για μια απρόσωπη πλέον απουσία. Εκτός αν οι στίχοι από ένα όριο χρονικό και πέρα αυτονομούνται και έτσι ελεύθεροι μπορούν να εκφράσουν εσένα σήμερα. Ως αναγνώστη πια.

Διώνη Δημητριάδου


Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Μια ‘ανάγνωση’
στην ποιητική συλλογή 

«Ζητήματα ύψους»

της Κυριακής Λυμπέρη,

από τις εκδόσεις «Τυπωθήτω-λάλον ύδωρ»






Η ποίηση είναι οπωσδήποτε ένα “ζήτημα ύψους”, τουλάχιστον για τον ποιητή που της δίνει πνοή με τη γραφή του αλλά και για τον αναγνώστη που μεταλαμβάνει την ανάσα αυτή. Ζαλιστικό το ύψος αυτό, γι’ αυτούς που είναι μαθημένοι να πατούν μόνο στα γήινα και απολύτως ερμηνεύσιμα. Αντιθέτως, δελεαστικό με όλον του τον κίνδυνο, γι’ αυτούς που αντέχουν «απρόσμενες παγίδες, θαύματα ερήμην».

Είναι αναμενόμενο ίσως μέσα σ’ ένα ποίημα να ανιχνεύεται μια δόση αυτοαναφορικότητας. Περίπου αυτό που ονομάζουμε “ποιητική” του κάθε δημιουργού, το χτίσιμο της δικής του οπτικής στην υπόθεση της γραφής. Η Κυριακή Λυμπέρη στα «Ζητήματα ύψους» παρουσιάζει -άλλοτε φανερά και άλλοτε πιο καλυμμένα- σχεδόν σε όλα τα 41 ποιήματα της συλλογής της αυτόν τον κόσμο στον οποίο κινείται η ποιητική σκέψη δίνοντας έτσι τη δική της εκδοχή για τα ποιητικά πράγματα. Μας προετοιμάζει ακόμη από τους πρώτους στίχους
«…
Και αν ακούσεις ουρλιαχτό,
να με πονάς, αλλά να μη ζητήσεις
να επιστρέψω αμέσως, ώρες που
με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ.
Μα όταν βγαίνω από εκεί,
πόσα κομμάτια ουρανού
μπορώ και θέλω να χαρίζω!»

Άγρια η ψυχή του ποιητή; Κάποιες φορές ναι. Πάντως με άγρια βότανα τροφοδοτούμενη. Αλλιώς δεν γίνεται να μεταδώσει αυτά τα κομμάτια ουρανού, αν πρώτα δεν έχει δοκιμαστεί στα πιο σκληρά μονοπάτια. Η ποίηση δεν γράφεται με χαρές και τραγούδια. Απαιτεί αίμα ψυχής. Όπως αυτό που φαίνεται να κυλά στις φλέβες αυτής της ποίησης.

Ο κόσμος του ποιητή έχει ουρανό, με την απαιτούμενη εξύψωση, έχει όμως και καταβύθιση σε υδάτινα τοπία, εκεί που σαν νέος δύτης (στα ίχνη εκείνου του αρχέτυπου της ποίησης του Ρίτσου) θα δεχτεί από τον πυθμένα όλα τα θαυμαστά
«Η μισή μου καρδιά είναι εδώ πέρα,
όταν ξεβράζει η φουσκοθαλασσιά
ρήματα, λέξεις και μαργαριτάρια

Η ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη μοιάζει να είναι ένα κομμάτι φυσικού κόσμου, σαν να βλάστησε όπως το δέντρο, να αναζητά την τροφή με το ένστικτο του ζώου, να καθοδηγεί τα βήματά της στο δάσος με την άνεση του θηρίου.
«Κι εγώ δέντρο που καίγομαι
και σβήνω τα φωτιές μου στα ποτάμια»

Αφήνεται να τη ρουφήξει «το κήτος ολόκληρο» σαν νέος Ιωνάς, γιατί μόνον έτσι
«πέστε μου,
δεν δίνεται ύστερα σαν χάρισμα η προφητεία

Μόνο που δεν έχει αυταπάτες. Στην περίπτωση της ποίησης, ο ποιητής δεν είναι ο Ιωνάς και το κήτος το έχει μέσα του, έναν δράκο-άγγελο.

«Ο δράκος μου κοιμάται
διαρκώς με το ένα μάτι ανοιχτό,
περιμένει τη κλήση μου τη σωστική,
στην αγωνία είναι πάντα έτοιμος

Έτσι λειτουργεί και το “φαρμακείο” των λέξεων, πάντα στα διανυκτερεύοντα, έτοιμο να δώσει τα δικά του γιατρικά στον πόνο των ανθρώπων. Μόνο που τα φάρμακα του ποιητή πρέπει να περάσουν από πολλές παγίδες των δρόμων για να φτάσουν να αποβούν ιαματικά. Και πρωτίστως θα πρέπει ο ποιητής να έχει παραδώσει την ψυχή του σαν νέος Φάουστ
«Γιατί πώς να μιλήσεις για την κόλαση σωστά,
εκ του μακρόθεν λέει δεν περιγράφεται».

Κατόπιν θα μπορεί κι αυτός να συνομιλεί με τους θεούς
«Όταν συχνάζεις πολύ
σε δώματα θεών
στην επιστροφή πάντα θα κουβαλάς
στο ρούχο σου λίγη
από των συμποσίων τη χυμένη αμβροσία,
παρέα για φθαρμένα απογεύματα,
εξαίσια μυρωδιά αθανασίας»

Διαβάζοντας την ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη έχω την αίσθηση του “όλου”, όχι μόνον ως συνολική εικόνα του κόσμου του ποιητή αλλά και ευρύτερα, ως αντίληψη που διακατέχει την ποιήτρια για το αδιάσπαστο του σύμπαντος. Μοιάζει εδώ να καταργείται εκείνο το καρτεσιανό περίφημο “cogito ergo sum” που οδήγησε τη σκέψη του ανθρώπου σε έναν ανελέητο κατακερματισμό σε σώμα και πνεύμα, σε σκέψη και σε ύλη, σε αντιμετώπιση της ζωής πάντα ως προς κάτι που την κατηγοριοποιεί και την καταδικάζει σε διάσπαση αέναη. Εδώ όλα δένουν, όλα υπακούουν στον εσώτερο ρυθμό που δίνει ο λόγος ο ποιητικός, που όλα τα ενώνει και τα βάζει να συμπλέουν μέσα στους στίχους. «Στα ύψη με το σώμα» θα μας προτείνει ανατρέποντας όλα τα περί κατώτατων ενστίκτων και ανώτερων πνευματικών ιδιοτήτων. Στα ύψη ανεβαίνεις με το όλον της ύπαρξής σου, επομένως και με το σώμα, ίσως κυρίως με αυτό, εφόσον με όχημα το σώμα βυθίζεσαι, ας πούμε, στον έρωτα, και τότε φτιάχνεις δυο τρεις στίχους από τους πιο ερωτικούς
«κι άμα λυθούν τα σπλάχνα,
αναβρύζουνε αρτεσιανά τα δάκρυα,
μερίζεται ο άρτος του γκρεμού».

Η ποιήτρια έχει επίγνωση της θέσης της στον κόσμο των ποιητών, ακόμη κι όταν καταχωρίζει τον εαυτό της στα «χειμαδιά»
«Ταγμένοι οι ποιμένες ν’ αγρυπνούν
και να σηκώνουν τα φορτία των άστρων
κι εγώ εδώ στα χειμαδιά
μαθαίνω την ψυχή μου

Αυτή, ωστόσο, η εκμάθηση ψυχής είναι που εκτινάσσει τον λόγο και από ένα απλό ψέλλισμα στίχων (που συχνά απαντάται στο λογοτεχνικό σύμπαν) τον μεταλλάσσει σε ώριμη ποιητική πρόταση, ικανή να μιλήσει στον αναγνώστη, κι έτσι να τεθεί σε λειτουργία η μετακένωση με τον γραπτό λόγο μιας εμπειρίας ζωής και μιας συνάμα ενδιαφέρουσας σκέψης.

Θέλω να κρατήσω για το τέλος αυτής της ανάγνωσης ένα μικρό θαύμα ποιητικού λόγου που συνάντησα σ’ αυτές τις σελίδες. Και το παραθέτω ολόκληρο καθόσον μόνον έτσι “ζωγραφίζει” την εικόνα του και την παραδίδει πλήρη

«Ένας Ινδός άγγελος,
με τα ανοιχτά σε έκταση
μαύρα χέρια του φτερά,
να συνοψίζει το απόγευμα
επί ποδηλάτου στην κατωφέρεια,
όχι την πτώση των αγγέλων
-ότι αυτός ποτέ δεν γνώρισε
της έπαρσης την αμαρτία-
μα τη λιγνή απελπισία που ζυγιάζεται
στην άκρη του φωτός,
μια τελευταία στιγμή πριν παραδώσει
το μόνο ιμάτιο που κατέχει-σώμα του
στο πουθενά»

Είναι εδώ που όλα είναι ένα: ο στίχος-λόγος, η εικόνα, το φως, το χρώμα, η μουσική, ακόμη -θα τολμούσα να πω- εκείνο το απίθανο ποδήλατο που μας το σύστησε πρώτος ο Εμπειρίκος για να δούμε την ίδια την ποίηση σαν ανάπτυξη του στίλβοντος χρωματισμού του. Μα έχουμε Ποίηση εδώ! Και τότε «ο θάνατος κοιτάζει απ’ έξω».

Διώνη Δημητριάδου





"Ύστερα" της Διώνης Δημητριάδου



Ύστερα





Όσο θυμάμαι θάλασσες,
ένα αντιφέγγισμα όλα τα γύρω
που βάφαν τα νερά τους πράσινα.
Κι όσο θυμάμαι πρόσωπα,
παιδιά χωμάτινα στους δρόμους
παιχνίδι χορτασμένα.

Μόνο που ύστερα
όλο το πράσινο το αίμα το κατάπιε
και τα παιδιά απόκαμαν
να κυνηγούν θαλασσινά πουλιά
και στήσανε παιχνίδι στο βυθό.


Διώνη Δημητριάδου

(εικόνα: Ο Χριστός της αβύσσου)

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Μια 'ανάγνωση' στη συλλογή μικροδιηγημάτων «Φόβος κανένας» του Γιάννη Φαρσάρη

Μια 'ανάγνωση' στη συλλογή μικροδιηγημάτων

«Φόβος κανένας» 

του Γιάννη Φαρσάρη 

από τις εκδόσεις “OPENBOOK



«Το σημαντικό είναι να εξαπλώσετε τη σύγχυση, όχι να την καταργήσετε». Με αυτά τα λόγια του Σαλβαδόρ Νταλί στην προμετωπίδα του βιβλίου σκέφτομαι πως κάπως με ανάλογο τρόπο-οδηγό θα πρέπει και να ξεκινήσει το διάβασμα. Κι αν περιμένει κανείς εδώ να χειραγωγήσει τις λέξεις και τα νοήματα του Γιάννη Φαρσάρη σε μια λογική σειρά, να βρει έστω έναν κοινό τόπο αναφοράς, ως είθισται στις συλλογές διηγημάτων, μάλλον θα διαψευστεί στην προσπάθειά του.
Αυτά τα ολιγόλογα μικρά πεζά έχουν τη δική τους λογική και απαιτούν από τον αναγνώστη και την ανάλογη αντιμετώπιση. Εξηγούμαι: ένα μικρό διήγημα (κάποιοι το ονομάζουν «ιστορία bonsai», ο συγγραφέας προτιμά τον όρο μικροδιήγημα και  με βρίσκει σύμφωνη) απλώς δεν προλαβαίνει να βάλει όλα τα πράγματα σε μια σειρά, δεν “τακτοποιεί” τον χώρο του. Αρκείται στις αναπνοές που παίρνει για να ζήσει με το μικρό του δέμας και στην αίσθηση δυνατής λογοτεχνίας που μεταδίδει στον αναγνώστη του. Για να το πετύχει οπωσδήποτε αυτό, στα εφόδιά του πρέπει να βρίσκεται αρχικά η έμπνευση που δημιουργεί μια ιστορία «εκ του μη όντος», που φτιάχνει το σκηνικό και την πλοκή, έπειτα πρέπει να κινηθεί μέσα του ο ήρωας. Ένας ήρωας που να μην ασφυκτιά μέσα στις ελάχιστες σελίδες ζωής που θα του δώσει ο συγγραφέας, αντιθέτως να δίνει την εντύπωση της μακροημέρευσης. Τέλος απαιτείται αυτή η ιδιαίτερη πνοή (στην ουσία εκπνοή) στο τέλος της ιστορίας, αυτή που θα σε κάνει να τη θυμάσαι και να την ξεχωρίζεις ανάμεσα σε τόσες άλλες που κυκλοφορούν φλύαρα στα διάφορα βιβλία. Θαρρώ πως ο Γιάννης Φαρσάρης έχει πετύχει στις προϋποθέσεις αυτές.

Έχουμε, λοιπόν, εδώ 29 μικρά τέτοια πεζά με προσωπικότητα, με αυτοδυναμία, με θάρρος και με θράσος ακόμη κάποια από αυτά, έτοιμα για αναμέτρηση με τον απαιτητικό αναγνώστη της διήγησης. Γιατί, να το πούμε κι αυτό, το διήγημα (πόσο μάλλον το μικρό σε έκταση) έχει το δικό του κοινό με μεγάλες απαιτήσεις μάλιστα. Δεν είναι εύκολη η μικρή φόρμα, καθόσον δεν έχει την πολυτέλεια της ανάπτυξης, όπως το μυθιστόρημα ή ακόμη και η νουβέλα, αλλά σε μικρό “πακέτο” οφείλει να προλάβει να συγκινήσει (με την έννοια της από κοινού κίνησης) τον αναγνώστη στον γρήγορο ρυθμό του συγγραφέα.

Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτό που δίνει και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή:
«Φόβος κανένας
Κι όταν ήρθε ο Πολύφημος στη σπηλιά, κάτσαμε δίπλα στη φωτιά και του διάβασα την Ιλιάδα
Τι όμορφη σύλληψη ιδέας. Για να αφήσουμε την εικόνα του Οδυσσέα να διαβάζει σαν παραμύθι στον κύκλωπα την προ-ιστορία του. Σαν να μας λέει εδώ ο συγγραφέας «όλα μέσα σ’ ένα παραμύθι είναι, γι’ αυτό λοιπόν φόβος κανένας» κλείνοντάς μας ταυτόχρονα συνωμοτικά αλλά και καθησυχαστικά το μάτι. Χρειάζεται μήπως κανείς ιδιαίτερη πλοκή εδώ;

Ή ακόμη και σ’ αυτό το ελάχιστο:
«Ο Ντίνος
‘Ντίνο’ με είπε χθες βράδυ, την ώρα που κάναμε έρωτα η γυναίκα μου. ‘Ντίνο;’ Τη ρώτησα, αλλά εκείνη δεν απάντησε, γιατί ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου νεκρή
Τα είπε όλα και με τον πιο εύστοχο τίτλο. Το σύντομο κείμενο πήρε την εκδίκησή του από το (συχνά απαντώμενο στη λογοτεχνία) φλύαρο.

Διάλεξα αυτά τα δύο εξαιρετικά σύντομα διηγήματα, κατά την άποψή μου πλήρεις ιστορίες, γιατί μέσα από τη συντομία τους φαίνεται καλύτερα τι σημαίνει ‘μικροδιήγημα’. Μέσα στα 29 αυτά μικρά του βιβλίου υπάρχουν φυσικά και μεγαλύτερα σε έκταση, τα οποία υπηρετούν με την ίδια πάντα λογική την έννοια του ελάχιστου, πλην σημαντικού.

Ο συγγραφέας επιλέγει το πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση, ίσως γιατί ταιριάζει περισσότερο στη  μικρή φόρμα, καθόσον το πρόσωπο μιλάει πιο εύκολα (εν είδει εκμυστήρευσης προς εαυτόν), βγάζει προς τα έξω τα εσώτερα αληθινά  και οδηγεί την ιστορία σε “λύση” πιο γρήγορα, όπως απαιτεί ο χρόνος του μικρού κειμένου. Δεν απαιτείται εδώ η παρέμβαση τρίτων προσώπων, η πλοκή ορίζεται από τον αφηγητή και σε έκταση και σε ρυθμό. Άλλωστε οι ιστορίες εκτυλίσσονται σε σύντομο διάστημα. Η τέχνη του συγγραφέα κατόρθωσε, ωστόσο,  μέσα σε κάτι λιγότερο από πέντε σελίδες στο ευρηματικό «Είκοσι δύο χρόνια χωρίς διακοπή» να χωρέσει μια ιστορία ζωής με τρεις σύντομους μονολόγους των εμπλεκόμενων προσώπων. Αξιοσημείωτο, πιστεύω, στην υπόθεση της μικροδιήγησης.


Στις περισσότερες ιστορίες κυριαρχεί το χιούμορ, αναμφίβολα συστατικό της προσωπικότητας του συγγραφέα, άλλοτε με απροκάλυπτο τρόπο και άλλοτε υποκρυπτόμενο σε λεπτομέρειες της σκηνής ή του λόγου. Έτσι αποκτά το μικροδιήγημα ακόμη ένα συνδετικό υλικό για να υφάνει την πλοκή. Μέσα από το χιούμορ, την ειρωνεία ή και τον αυτοσαρκασμό αναδεικνύεται η ιστορία, ο ρόλος των προσώπων και, φυσικά, η μοίρα και η τύχη, συχνό ‘φόντο’ σε μια λογοτεχνική απόπειρα γραφής.

Μια ανάσα είναι αυτά τα μικρά πεζά αλλά σε όλα προφταίνεις να δεις ξεκάθαρα τα κομμάτια του παζλ που συναποτελούν την κάθε ιστορία. Διαβάστε το «Δεν βιάζομαι» ή «Το παραφάρμακο» και αναρωτηθείτε αν χρειαζόταν έστω μια αράδα παραπάνω στην έκτασή τους. Το αριστουργηματικό «Μαύρο μανταρίνι», από την άλλη, στο οποίο χώρεσε όχι μόνο η ιστορία που παρουσιάζεται σε πρώτο πλάνο αλλά και ό, τι την καθόρισε σε δεύτερο πλάνο, σε άλλο χρόνο και τόπο, δίνοντας ταυτόχρονα με μοναδική ευαισθησία τον εσωτερικό κόσμο ενός μετανάστη. Εκεί που κάποια άλλα αναγνώσματα χρειάστηκαν πολλές σελίδες εδώ ήταν αρκετή η μυρωδιά και η γεύση ενός μανταρινιού για να κινητοποιηθεί όχι μόνο η νοσταλγία αλλά και να μπει σε κίνηση η απόφαση αλλαγής ζωής.

Έχει επομένως σημασία το ατακτοποίητο των ιστοριών που υπαινίσσεται ο λόγος του Νταλί; Μήπως όλα σε τελευταία ανάλυση δεν είναι ένας κόσμος συναποτελούμενος από μικρά-μικρά στιγμιότυπα που αποκτούν νόημα κάθε φορά που κάποιος κινητοποιείται μέσα από την εικόνα και τον λόγο που τους αναλογεί; Και τότε αυτή η παράδοξη ‘σύγχυση’ παίρνει άλλες διαστάσεις, δεν προξενεί πια ανησυχία ή φόβο, αντιθέτως βάζει σε κίνηση την πιο ουσιαστική “μέσα” όραση, και με οδηγό τη διαίσθηση υφαίνει τις απαραίτητες νοηματικές συνδέσεις. 

Άλλωστε, ο συγγραφέας πρόλαβε κι εδώ την όποια ένσταση: «Φόβος κανένας». Παίζοντας με τη λέξη μάς προτείνει τον Οδυσσέα με το παραπλανητικό του όνομα “ούτις-ου τις” για να μας πει τα παραμύθια του. Και αληθινά τα 29 αυτά μικρά πεζά αξίζουν να καθίσουμε να τα ακούσουμε.

Διώνη Δημητριάδου



Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

«Τα πρώτα»



Με την πρώτη κραυγή
εκείνη την αδούλευτη κι αμάθητη
σε δόλιους χρωματισμούς.
Κατόπιν με το πρώτο βλέμμα
το ανιχνευτικό πορείας
με όλο το αθώο της άγνοιας.
Κι ύστερα το πρώτο βήμα,
το διστακτικό,
σε σκαλοπάτια ολισθηρά
ψάχνοντας έδαφος  προσωπικό.

Τριγύρω αλαλάζοντας
οι καθοδηγητές του ορθού
να σε ωθούν ισοπεδωτικά
στο αναμενόμενο ίσωμα.
Άλλο τώρα που εσύ
όλο λοξοκοιτάς στο ανορθόδοξο,
το ελκυστικό κι απρόσμενο,
καταξιώνοντας το άγνωρο και αθώο
των πρώτων σκιρτημάτων.

Διώνη Δημητριάδου

(ο πίνακας του Γ. Ιακωβίδη «Τα πρώτα βήματα»)




Μια 'ανάγνωση' στη νουβέλα 

«Φιμωμένος θυμός»

της Γιάννας Λάμπρου,

από τις «Μικρές εκδόσεις»


Είναι η συμβατικά δομημένη κοινωνία με τις απαγορεύσεις της, τις επιταγές της (δυσανάλογες των επιθυμιών του μέσου ανθρώπου), τις πιέσεις της μέχρι ασφυκτικού αποκλεισμού που συνθλίβει το άτομο ή μήπως η προσωπική ιστορία του καθενός με τις ευθύνες που συμμαζεύει στο διάβα της, που οδηγεί τον άνθρωπο σε εσωτερική σύγκρουση, καταστροφική εντέλει; Με δεδομένο ότι δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί ο ιδιωτικός χώρος της αυτοσυνειδησίας από τον δημόσιο χώρο της κοινής έκθεσης, δύσκολα ομοίως μπορεί και να απαντηθεί το παραπάνω θεμελιακό οπωσδήποτε ερώτημα.

Στο πεζογράφημά της η Γιάννα Λάμπρου επιχειρεί με έναν καταιγιστικό τρόπο γραφής, που δεν σε αφήνει να ανασάνεις μέχρι να ολοκληρώσεις την ανάγνωση, όχι μόνο να προσεγγίσει το δισυπόστατο αυτής της πορείας αλλά και να προτείνει εμμέσως ένα είδος υπέρβασης του αδιεξόδου που δημιουργείται αναπόφευκτα.
Ο χώρος, απολύτως “καφκικός”, μια «ανθρώπινη γεωγραφία σε κάθετη κατανομή», μορφές και δομές κυριαρχίας που ανεβαίνουν σε έξι ορόφους, μια απίστευτη περιγραφή ιεραρχίας, σαν να λέμε από τα πιο ταπεινά κρουστά ως τον απόλυτο κυρίαρχο μαέστρο. Στα κατώτερα δώματα μια σωρεία απλών ανθρώπων-εργαλείων, με μόνη αρμοδιότητα την εξυπηρέτηση του κοινού μέσα σε μια ατμόσφαιρα «τυφλής εχθρότητας» με όλο το συνακόλουθο «μαράζι του στερημένου και το μίσος της ρίζας», που τρέφουν όσοι γνωρίζουν πως δεν ελπίζουν σε καμιά ανθοφορία του κορμού τους. Ανεβαίνοντας την κλίμακα οι «εκτός συναγωνισμού επιλεγμένοι» -κυνηγοί αυτοί- πρωταγωνιστές όπου μπορούν και όσο τους επιτρέπεται από τον “σκηνοθέτη” που καθορίζει ρόλους και συμπεριφορές. Φυσικά ευτυχισμένοι στα μάτια του πλήθους που αποκλεισμένο τους κοιτάζει.

Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, ο ήρωας Νικήτας, απλός μηχανικός, με όνειρο φυγής. Αλλά πώς; Στην υπηρεσία κι αυτός του «αιμοβόρου καπιταλιστή»  Ντηλ, «κυνική επιδερμίδα-φύλακας κωφάλαλου σώματος με μυρωδιά ληγμένης κονσέρβας» και του Ασίστοντηλ. Γυναικείες παρουσίες η στερημένη «ανύμφευτη της διαιώνισης, ανέστια της τρυφερότητας» Ερωλύπη, με σημαίνοντα ρόλο στη διοίκηση, η «δολίως όμορφη» Ρέα, να ισορροπεί ανάμεσα στην εύνοια του αφεντικού της και στην εχθρότητα που κρύβει γι’ αυτόν μέσα της. Ο απαραίτητος συνδικαλιστής “Τσε”, «μιλούσε για δικαιώματα εργαζομένων και εκμετάλλευση της πλουτοκρατίας, για –ισμούς και άλλες απαρχαιωμένες και δοκιμασμένες ενεχυριάσεις του ανθρώπου…Αυτοί οι θεωρητικοί…αμείλικτοι ανθρωπιστές είχαν ποτέ αγαπηθεί;».
Στην προσωπική ζωή του Νικήτα «πολλά ληγμένα κεφάλαια» γιατί τουλάχιστον αυτό το έχει καταλάβει: «στις χίλιες χειραψίες η μία τσακίζει. Στα εκατό βλέμματα ένα πυρπολεί. Στις χίλιες κινήσεις μία χαϊδεύει. Και μία τιμωρεί». Αυτή η μία τόσο διακριτή στη ζωή του δεν υπάρχει πια, η Μιρέλλα του, που πια μόνο με τη σκέψη επικοινωνεί μαζί της. Υπάρχει, όμως, ο Μύρωνας, ο φίλος. Από αυτούς που «όντας πυρπολημένοι δεν καταδέχτηκαν να φορέσουν τη στολή της λύπης, αλλά με δυνατά σαν κεραυνούς άλογα επέτρεψαν να καλπάζει ο νους, να ξεγελά τους δαίμονες στους γκρίζους καιρούς της αμφισημίας των απωλειών, των ενστίκτων». Ο Μύρωνας με τη δική του Έλσα κι αυτός, «το κουβάρι-Έλσα».

Ο Νικήτας και ο Μύρωνας, σε μια βραδιά αμοιβαίων εκμυστηρεύσεων, με τα απαραίτητα λόγια που η μακρόχρονη φιλία τους αφήνει να ειπωθούν, θα ξαναπερπατήσουν στον προσωπικό του δρόμο ο καθένας, σε απόπειρα ερμηνείας της φωτιάς που τους καίει και τους δύο, σε μια ανίχνευση λυτρωτικής οδού. Αυτό που ενδόμυχα ψάχνουν είναι περισσότερο μια επαναστατική πρόταση που θα τους απεγκλωβίσει από τον παραλογισμό της συμβατικής συνύπαρξης μέσα σε κόσμο που τους απανθρωποποιεί όλο και περισσότερο. «Παλιό, επαναστατικό. Ερωτικό. Τέλος πάντων, το ίδιο δεν είναι; -Ναι, ό,τι περιπολεί στον ουρανό τρελαμένο για φως, ό,τι δεν καταδικάζει τον άνθρωπο σε απερήμωση, ώσπου εξαντλημένος να ομογενοποιηθεί, ναι, είναι Επανάσταση».
Έτσι, μέσα από τον προσωπικό δρόμο του ο καθένας, ερμηνεύοντας την ιδιωτική του ιστορία σωστά, θα οδηγηθεί στη λύτρωση. Γιατί, αυτό που ευφυώς μας λέει εδώ η συγγραφέας είναι ότι αν δεν αναμετρηθεί  ατομικά ο καθένας με τις δικές του προσωπικές συντεταγμένες, αυτές που όρισαν τη ζωή του, δεν θα μπορέσει να επεκτείνει λυτρωτικά τον εαυτό του στον κοινό χώρο των συγκρούσεων και των συμφερόντων, δεν θα κατορθώσει να εισηγηθεί την επανάσταση, την αλλαγή των όρων ζωής. Θα είναι καταδικασμένος να συμπλέει, στην καλύτερη για την ανέλιξή του εκδοχή, με τους κάθε φορά ισχυρότερους ή να υποτάσσεται πάντα με τους όρους των άλλων σε μια επίπεδη ζωή, που όμως δεν θα μπορεί να υπερβεί ούτε κατ’ ελάχιστο την παράλογη διαστρωμάτωσή της.
Αυτή η προσωπική επανάσταση είναι που θα οδηγήσει τα πράγματα στη φυσιολογική τους θέση. Ο Νικήτας μπορεί να αφεθεί να αγκαλιάσει «φιγούρες που δεν πείραξαν τα φαντάσματα» μακριά από αυτούς που δεν τον ενώνει τίποτα κηρύσσοντας με τη στάση του την έν-σταση, την αντί-σταση, τη διά-σταση.

Ο «φιμωμένος θυμός», μια ολιγοσέλιδη πεζή γραφή για τον θυμό που εσωκλείεται στον καθένα "ζωντανό" ακόμη άνθρωπο. Με μια γλώσσα που αντιμάχεται κατά μέτωπο την πεζότητα, με περιγραφές που στοχεύουν ίσα κατ’ ευθείαν στο κέντρο των προσώπων δείχνοντας πως η συγγραφέας όχι μόνο ξέρει να δομεί τον λόγο της μέσα στα πλαίσια της ουσιαστικής συντομίας αλλά και γνωρίζει καλά τη λειτουργία των λέξεων, χρησιμοποιώντας πότε την κυριολεκτική και πότε τη μεταφορική τους σημασία. Απρόσμενοι συνδυασμοί συχνά αποδίδουν ορθότερα την ουσία των εννοιών, επίθετα που δίπλα στα ουσιαστικά καταξιώνουν ακριβώς τον χαρακτήρα τους, υπογραμμίζοντας αλλά και οριοθετώντας την ουσία των ονομάτων. Και μόνο στην επιλογή των ονομάτων των προσώπων να μείνουμε, θα δούμε πως σημαίνουν κάτι περισσότερο από την επιφανειακή τους δήλωση. Η γλώσσα εδώ δεν είναι διακοσμητική. Είναι καίρια στη χρήση της με σαφή επίγνωση του ρόλου της, δεν είναι απλώς ένας κώδικας επικοινωνίας· είναι ερμηνεία ταυτόχρονα αυτής της επικοινωνίας, μια υποβοήθηση της κατανόησης καταστάσεων που υποκρύπτονται και αναζητούν το λογικό νήμα που τις συνδέει.

«Ανιχνευτής του εξαίρετου», όπως ο ήρωάς της, η συγγραφέας εδώ με τις λέξεις της και τη σημασία τους, με τα νοήματα που ανιχνεύει πίσω από τα φαινόμενα, μας προτείνει ακριβώς αυτό: την εξαίρεση στον κανόνα. Την αντίσταση στη στάση ζωής που κοινώς επιχειρείται., όσο κι α αυτό συνιστά μια δύσκολη υπέρβαση. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε απαισιόδοξο και «μαύρο» το “καφκικό” τοπίο του βιβλίου της; Από κάποια οπτική οπωσδήποτε. Αλλά ας θυμηθούμε πως και ο Κάφκα υποδείκνυε τις ανοιχτές πόρτες, για όποιον φυσικά είχε τα μάτια να τις δει ανοιχτές και όχι θεόκλειστες, όπως φαινόντουσαν. Θέμα επιλογής; Όπως και κάθε τι άλλο, άλλωστε.


Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Όσο πιο απλά




Σε παραμύθι μέσα να ξυπνούσε
πόσο θα ‘θελε,
κι ας γνώριζε πως λίγο θα κρατήσει,
και ν’ άνοιγε μια νύχτα Χριστουγέννων το παράθυρο
να δει τα ανεξήγητα ερμηνευμένα όλα
με λόγια απλά, με εικόνες ταπεινές,
κι ας ήταν, λέει, να κράταγε στο χέρι του
ετούτη τη μικρή κατάλευκη νιφάδα
να δει τα σχέδια του αρχιμάστορα
λίγο πριν λιώσει υγρή στο χώμα.
Στο ξύπνημα της μέρας έπειτα
με αφέλεια να περιγελούσε
την πίστη του στα παιδικά μυθεύματα.


Διώνη Δημητριάδου

Κι εδώ μια μετάφραση στα αγγλικά από τον Robert Crist και τη Despina Crist


Would that he could


How much he would like to awake in a fairy tale,
though knowing how short it would be.
He would open the window one Christmas eve
and see the inexplicable explained
– all in simple words, with humble images.
Would that he could hold in his hand
a tiny pure-white snowflake
and behold the designs of the creator
just before it melts on the ground.
Then upon the break of day
he would lightheartedly mock his trust
in childhood fantasies.



Διώνη Δημητριάδου-- trans. Robert and Despina Crist

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Μια ‘ανάγνωση’ στην ποιητική συλλογή «Οθόνες» του Σταμάτη Πάρχα από τις «Μικρές εκδόσεις»

Μια ‘ανάγνωση’ 

στην ποιητική συλλογή 


«Οθόνες» 

του Σταμάτη Πάρχα

από τις «Μικρές εκδόσεις»




Διαβάζοντας τα ποιήματα του Σταμάτη Πάρχα σκεφτόμουν διαρκώς κινηματογραφικές σκηνές. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς τον λόγο που γινόταν αυτή η αυθόρμητη σύνδεση. Μετά ξαναγυρνώντας στο εξώφυλλο διάβασα (ουσιαστικά αυτή τη φορά) τον τίτλο «Οθόνες». Μα φυσικά, είπα. Πώς αλλιώς;
Ένας ορισμός της ποίησης, που τον προτιμώ από άλλους περισσότερο εμβριθείς, με απλότητα και ειλικρίνεια αποδίδει στην ποίηση την ιδιότητα της παρατήρησης και της αποτύπωσης στιγμών. Κι αυτό ακριβώς έχουμε εδώ. Με τη ματιά του “σκηνοθέτη” που εντοπίζει τα ενδιαφέροντα στιγμιότυπα, κυρίως αυτά που διαφεύγουν από τη προσοχή άλλων παρατηρητών, τα αιχμαλωτίζει για να τα αποδώσει συνθετικά στην οθόνη. Μ’ αυτή τη ματιά “του φακού” και ο ποιητής αποκόπτει από τη γύρω πραγματικότητα καρέ-καρέ τις εικόνες και τις ερμηνεύει με λόγο ποιητικό πεζόμορφο. Συχνά μπαίνει και ο ίδιος στο πλάνο, αφήνοντας το υπόλοιπο της ποιητικής ιδέας στον αυτοματισμό του υποσυνειδήτου, κατά τις επιταγές του υπερρεαλιστικού τρόπου γραφής, δημιουργώντας  πιο ευφάνταστο λόγο, όπως είναι αναμενόμενο.
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής αποτελούν παλαιότερες γραφές του Σταμάτη Πάρχα, που τώρα ευτύχησαν να συναντηθούν  με την προσεγμένη (ως τη λεπτομέρεια) έκδοση των «Μικρών εκδόσεων». Διακρίνεται μέσα τους η άποψη για τα ποιητικά πράγματα, ένα είδος “Ποιητικής” του συγγραφέα.
Εδώ η αφορμή της γραφής, το “γιατί” της μελαγχολίας:

«και τι φταίω εγώ που δεν μου φτάνει πως είσαι μια
φωνή απλά από τα παλιά μου, τι φταίω εγώ που δεν
μου φτάνει πως είσαι μοιρολόι στην καρδιά του χει-
μώνα, τι φταίω εγώ»

και εδώ ο ποιητής για την τέχνη του:

«έχω την τέχνη ν’ απολιθώνω με μια ματιά πάνω στην
σάρκα σου τα χρώματα της ίριδας»

ή εδώ το αυτοσχόλιο για τη γέννηση του ποιήματος:

«από αταίριαστες εικόνες που χωρίζουν
το όνειρο απ’ το θεματικά φτωχό σου απόγευμα»

Ο κόσμος των ποιημάτων αυτών είναι συχνά ασπρόμαυρος, όπως οι ταινίες που αγαπήσαμε:

«θα προτιμούσα τώρα να ‘χα αφήσει πίσω μου
ασπρόμαυρες διαφάνειες στα παράθυρα»
«κι εγώ σου λέω πως τα κοράκια σου τρώνε το συκώτι
λίγο-λίγο, ασπρόμαυρες σκηνές»

κι ας καταλήγουν ολοφώτεινοι οι στίχοι μέσα στη φωτιά που ρίχνονται:

«στο τέλος γίνεσαι παρανάλωμα»

τα πιο ουδέτερα χρώματα κυριαρχούν στο σκηνικό και στα μάτια των προσώπων:

«τραγούδια μας κόβουν τον δρόμο για τους τεχνητούς
παραδείσους της απόγνωσης, ζητιανεύουμε αλήθεια
θέλοντας και μη τον οίκτο του κόσμου
τον οίκτο μοναχικών ανθρώπων
που δεν τραβάνε πια κανέναν δρόμο μοναχικό
μένουν σε άδεια δωμάτια με γεμάτα τασάκια και κοιτά-
ζουν συνέχεια το παράθυρο»

Οι στίχοι συνοδεύονται και από ήχους, που δεν είναι μόνο οι μουσικές από τραγούδια, υπογραμμίζοντας μνήμες του ποιητή:

«…
γυρίζω το κεφάλι μου απ’ την άλλη
να βλέπω μόνο τις σαύρες που ξεπροβάλλουν τα κεφα-
λάκια τους πίσω από τους προβολείς
μην τις ξυπνάτε, τέτοια γλυκιά ώρα που βρήκαν» 
(εδώ μας έχει μεταφέρει όλη την ατμόσφαιρα  μυσταγωγίας που επιβάλλει ο Keith Jarrett στις συναυλίες του – άλλωστε μνήμη από μια τέτοια είναι και το ποίημα «Πιάνο»)

αλλά και φυσικοί ήχοι, όπως στο υπέροχο «Μόνο η μορφή της θάλασσας» που στίχο-στίχο ακούμε τον παφλασμό των κυμάτων που σκάνε στην ακτή:

«…
ποτέ, ποτέ δεν θα μπορέσεις να νιώσεις το που νιώθω
τώρα, τώρα που το νιώθεις, τώρα, τώρα τώρα που το
νιώθω να διαλύεται, ομίχλη αεροδρομίου»


Υπάρχουν στίχοι που σε αναγκάζουν να σταθείς περισσότερο αναγνωρίζοντας σ’ αυτή τη νεανική γραφή τη στόφα του αληθινού ποιητή:



«…
τιμωρήστε τους αδελφούς, τις αδελφές μας
τους γονείς μας, τα παιδιά μας, τους δολοφόνους μας
έναν-έναν, όσο ομολογούν την ενοχή όλων των αν-

θρώπων που ταξιδεύουν συνέχεια γύρω-γύρω απ’ το
άγαλμα της λεοπάρδαλης
(μνημείο πεσόντων σε κάποια χώρα που κοροϊδεύει
τους άρχοντές της)»

Και εδώ:

«προφητεύω σαν βαρκούλα που την λέμε Άγιο Νικόλα
έχω την γνώση που κυλιέται νυσταγμένη στο πάτωμα
έχω το τρίξιμο της γκιλοτίνας πάνω απ’ το κεφάλι μου
και την νταντεύω σαν νεογέννητο κουτάβι στην αγκα-
λιά μου»

Είναι μια ολόκληρη εποχή που μας θυμίζει ο ποιητικός κόσμος του Σταμάτη Πάρχα, εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’80, με εικόνες και ήχους (όπως αυτούς από τη ντισκοτέκ-έμβλημα των καιρών εκείνων), με την πένα του να ταξιδεύει, όπως κι ο ίδιος άλλωστε τότε, σε τόπους που θέλει ο ίδιος να θυμάται αποτυπώνοντάς τους στο χαρτί. Δεν παύει, λοιπόν, η ποίηση να είναι στην ουσία μια αποτύπωση στιγμών, περασμένων φυσικά από τη ματιά του ποιητή-δημιουργού που τις αλλοιώνει, τις ανατρέπει ή ακόμη και γεννά εκ του μηδενός τη νοητή συνέχειά τους.
Όπως λέει ο ίδιος:

«Στην υπηρεσία των ονείρων, στην υπηρεσία φα-
νταστικών σκηνών, σαν πίσω από ένα πέπλο ομίχλης,
κυματιστές σκηνές, κινηματογραφικά εφέ να δείχνουν
πως αυτές οι εικόνες δεν έχουν παρά μία πολύ έμμεση
κι αόριστη σχέση με την πραγματικότητα, πάει να πει
την πραγματικότητα όπως τουλάχιστον την ξέρουμε να
εκτυλίσσεται βαριεστημένη μέσα σε άδεια σπίτια χω-
ρίς έπιπλα, με πολύχρωμους τοίχους
Στην υπηρεσία της μυθολογίας, παλεύουμε ακόμα να
ξεδιαλύνουμε αντιφατικούς οιωνούς».

Στο εξώφυλλο ένας πίνακας της Δήμητρας Κουλούρη, ο οποίος «παραφράζει» τον Vincent van Gogh. Θα μπορούσε να εκληφθεί και ως σχόλιο των εικόνων που γεμίζουν τους στίχους του βιβλίου. Λέγοντας αυτό που θέλουν, ταυτόχρονα θυμίζουν ή συμπληρώνουν κάτι άλλο στη σκέψη του αναγνώστη, δημιουργώντας τους δικούς τους συνειρμούς σε μια μαγική σειρά, τόσο οικεία σε όποιον προσεγγίζει αυτό το είδος ποίησης, που σχολιάζει στιχουργώντας.

Τα ποιήματα αυτά, αν και γράφτηκαν τόσα χρόνια πριν, έχουν πράγματι μια «έμμεση κι αόριστη σχέση με την πραγματικότητα» όσο ανιχνεύονται μέσα τους εικόνες σημερινές. Αρκεί ο αναγνώστης εδώ να έχει την ευαισθησία να διαβάζει πίσω και πέρα από τις λέξεις και να ανακαλύπτει με απροσδόκητη συνάφεια τους εσωτερικούς συνδέσμους.



Διώνη Δημητριάδου