Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Μεγίστη πατρίδα της Αγγελικής Γιαννοπούλου


Μεγίστη πατρίδα

της Αγγελικής Γιαννοπούλου




Το καλοκαίρι πευκοβελόνες και όστρακα
ανακατεμένα με την άμμο
τα κύματα, της θάλασσας λένε τις ιστορίες
στον ίσκιο της κληματαριάς στρωμένο είναι τραπέζι
με όλα της γης τα όμορφα φερμένα
μοσχοβολάει το ζυμωτό ψωμί και στάζει το λεμόνι
σε νιόβγαλτους απ' τη θάλασσα αχινούς
υγρά ηλιοβασιλέματα να λούζονται φεγγάρια
ευχές να υψώνονται πολλές στον ουρανό
να γυρίζουνε στη γη μαζί με πεφταστέρια
αγάντα οι βαρκούλες οι δυο με τα μικρά πανιά τους
μικρά ταξίδια λάτρεψαν μικρά τα όνειρά τους
κι αγνάντεψαν καταμεσής της χώρας τα σπιτάκια
κατάλευκα με γιασεμιά και βουκαμβίλιες γύρω.

Είναι μικρή η χώρα μου μα σαν την καίει ο ήλιος
παίρνει μεγέθη μυθικά κι ο κόσμος τη θαυμάζει
κι εκείνη στρέφει ταπεινά το βλέμμα στους ανθρώπους
με ελιές κι αμπέλια και κρασί ευφραίνει την καρδιά τους
τους ψιθυρίζει μυστικά τη γη τους να φροντίζουν
να ’χουν μελτέμια στην ψυχή να γλυκοαρμενίζουν
με όλους τους καιρούς να στέκονται γενναίοι
να ’χουν καρδιά πλέρια και ψυχή και νόηση
να ξέρουν να παλεύουν
με τα θεριά που χίμηξαν να φάνε απ’ τους καρπούς της,
να κουρελιάσουν την ψυχή, να σαλέψουνε το νου της.

Παράδεισος είναι ο τόπος μου που θρέφει καλοκαίρια
από μακριά ακούγονται οι ήχοι της καμπάνας
ξεχασμένοι
στο μικρό νησί στη μέση του πελάγους.



Η Αγγελική Γιαννοπούλου γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε ελληνική φιλολογία, ψυχολογία και ιστορία της τέχνης. Εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος. Άρθρα της, δοκίμια, ποιήματα και διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε ιστοσελίδες: Homo Universalis, Thessaloniki Art and Culture, Fractal, Με ανοιχτά βιβλία, AlfaVita. Είναι παντρεμένη και έχει τρεις γιους. Από τις εκδόσεις Αρμός κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο «Λέξεις στο φως».





Όσο πιο μακριά από το σπίτι διηγήματα Γιώργος Παυλόπουλος εκδόσεις Στερέωμα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Όσο πιο μακριά από το σπίτι
διηγήματα
Γιώργος Παυλόπουλος
εκδόσεις Στερέωμα
 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal




Παράξενα ξενοδοχεία που χαμογελούν

Πόσες διαφορετικές εκδοχές έχει η πρόσληψη μιας απλής φαινομενικά φράσης, ωστόσο με έντονη συναισθηματική φόρτιση; Όσο πιο μακριά από το σπίτι. Κάποιος ανακαλύπτει την έννοια του χρέους κρυμμένη πίσω από τις λέξεις: πόσο μακριά από το σπίτι οφείλει να βρίσκεται κανείς; Κάποιος άλλος κατευθύνει την ερμηνεία του στο μέτρημα της απόστασης, στο πόσο πρέπει να απομακρύνεται κανείς από το σπίτι. Ή μήπως η ουσία βρίσκεται στο πώς αισθάνεται κανείς, πόσο μακριά χρειάζεται να νιώθεις μακριά από το σπίτι. Όλοι συμφωνούν στο μέγιστο δυνατό της απόστασης: όσο γίνεται πιο μακριά. Αυτό το ευφυές παιχνίδι των λέξεων, όπως παρουσιάζεται στην ιστορία που δανείζει τον τίτλο της σε όλη τη συλλογή, δίνει τη βασική ιδέα που διατρέχει όλα τα διηγήματα. Ίσως, μάλιστα, να μην απέχει από την πραγματικότητα η εικασία ότι ήταν αυτό το διήγημα που προκάλεσε την επινόηση των υπολοίπων. Αρχικά η διάθεση της φυγής από τα στενά πλαίσια μιας συνήθειας που καταντά βασανιστική, ακριβώς γιατί σε απομακρύνει από το απρόοπτο και το ανοίκειο – τόσο αναγκαία συνθήκη ζωής για να αναιρεθεί η ισοπεδωτική ομοιομορφία. Από την άλλη η επιθυμία να νιώσεις την προσωρινότητα, την ουδέτερη κατάσταση μακριά από τις κάψουλες νοσταλγίας, όπως  εύστοχα χαρακτηρίζονται τα σπίτια. Αυτές οι διαφορετικές εκδοχές της απόστασης από το σπίτι, όλες συγκεντρωμένες στο τίτλο του παράξενου ξενοδοχείου, παραπέμπουν κατ’ αναλογία στα υπόλοιπα ξενοδοχεία των διηγημάτων του Παυλόπουλου. Κάθε ένα και ένα μεταποιημένο συγγραφικά όνειρο, με τη μυθοπλασία να συντρέχει κάθε επιθυμία, αλλά και κάθε παραδοξότητα να μεταπλάθεται σε πραγματικότητα για τους ενοίκους. Είναι οι επιθυμίες που διαμορφώνουν την οικειοποίηση του καινοφανούς και του παράλογου εντάσσοντάς το στο πεδίο των αληθινών πραγμάτων.
Ο Γιώργος Παυλόπουλος, σε ρόλο επινοητή αρχικά, παρατηρητή και καταγραφέα κατόπιν, σκηνοθετεί τις ιστορίες του στήνοντας τα σκηνικά σε χώρους πολύ απομακρυσμένους από τη λογική πρόσληψη. Το πρώτο ξάφνιασμα έρχεται με τις ονομασίες των ξενοδοχείων, που τα καθιστούν πρωταγωνιστές υπονοώντας από μόνες τους μια ιστορία πίσω από την ιστορία, τον αρχικό πυρήνα που αντέχει μέσα στον χρόνο για να εγκιβωτίζει μέσα του τις περιστασιακές παρουσίες των πελατών. Στο επινοημένο συγγραφικά σύμπαν του Παυλόπουλου συνυπάρχουν τα πιο παράξενα υλικά κατασκευής που δομούν τα πιο απίθανα κτήρια, ταυτόχρονα επικοινωνούν μέσα από τις σελίδες οι πιο απίστευτοι θαμώνες/πελάτες των πιο παράδοξων απαιτήσεων ή των πιο απλών αναγκών – πώς βολεύεται, για παράδειγμα,  κάποιος σε ένα ξενοδοχείο-σπιρτόκουτο;
Οι ιστορίες του Παυλόπουλου, οι με τόση τέχνη και λεπτουργία υφασμένες, δεν αποσκοπούν σε κοινωνικά μηνύματα και συνειρμικές παραπομπές στην καταρράκωση των ανθρωπίνων σχέσεων, όπως με μια επιπόλαιη ανάγνωση μπορούν ίσως να ερμηνευθούν. Περισσότερο εδώ αναγνωρίζεται μια ελεύθερη ιδεολογικών δεσμεύσεων περιδιάβαση στις δυνατότητες της γραφής με πρόθεση να ξεφύγει από τα τετριμμένα μιας ξεπερασμένης ή έστω κατά κόρον δουλεμένης θεματικής, προκειμένου να διαφανεί το ευφάνταστο τοπίο της λογοτεχνίας, τόσο ακόμη αδιάβατο από τους νεότερους συγγραφείς.  Ακόμη κι αν οι ιστορίες αυτές δεν είχαν το θετικό πρόσημο μιας περίτεχνης, προσεγμένης γραφής, θα άξιζε την προσοχή μας και μόνον η θεματική τους. Εδώ, όμως, συνυπάρχει η επινοητικότητα του συγγραφέα με την πολύ ενδιαφέρουσα μορφή.
Η αίσθηση διαχρονικότητας διατρέχει τις ιστορίες. Τα ξενοδοχεία είναι διαρκώς εκεί, να περιμένουν τους πελάτες τους, τους πιστούς των μετακινήσεων και των προσωρινών διανυκτερεύσεων, ακόμη κι αν κάποια προορίζονται για μια απρόσμενη κατεδάφιση· παραμένουν στη μνήμη ή, καλύτερα, στο ενδιάμεσο της ασταθούς πραγματικότητας και του υπαρκτού ονείρου. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη λογοτεχνική αλήθεια, όπως αυτή ενισχύεται με το όσο το δυνατόν ισχυρότερο ψεύδος; Η ρεαλιστική αληθοφάνεια χρειάζεται το υπερβατικό, το φανταστικό στοιχείο. Γνωστή και η άποψη του Ντοστογιέφσκι: Το ψέμα σώζει το ψέμα («Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1877).
 Οι εναλλαγές και οι αιφνιδιασμοί –με την πλοκή συχνά να απουσιάζει και τη γραφή να περιορίζεται μόνο μέσα στην περιγραφή ανθρώπων και πραγμάτων ή με τον αφηγηματικό ιστό να προχωράει χωρίς ίχνος περιπέτειας– δημιουργούν το ευφάνταστο ελκυστικό τοπίο για τον αναγνώστη, που θα πρέπει επιπλέον να αρκεστεί στο ελάχιστο σώμα των διηγημάτων· μικρή  φόρμα επέλεξε σ’ αυτό το βιβλίο του ο συγγραφέας. Αξίζει εδώ ένα σχόλιο, καθώς ο Παυλόπουλος ξεκίνησε με τρία μυθιστορήματα για να καταλήξει στη μικρή φόρμα, ακολουθώντας έτσι μια αντίστροφη πορεία από ό,τι συνηθίζεται. Επαληθεύει, έτσι, το γεγονός ότι η γραφή στην ουσία είναι μία, με διαφορετικές μορφές, και δεν αποτελεί η κάθε μία από αυτές πέρασμα για την άλλη. Καταφέρνει με τον τρόπο που χειρίζεται τη μικρή φόρμα να κερδίσει τον αναγνώστη μέσα τον ελάχιστο χρόνο ανάγνωσης που αναλογεί στις μικρές του ιστορίες. Στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα) μένουν απαρατήρητα, ή χωρίς ιδιαίτερη σημασία, μικρά συγγραφικά ατοπήματα· η μικρή φόρμα δεν συγχωρεί λάθη και αστοχίες. Δύσκολη, επομένως, η επιλογή για τον συγγραφέα που δοκιμάστηκε με επιτυχία ήδη τρεις φορές στο μυθιστόρημα με ιστορίες πλήρεις. Κι αν στο πρώτο του μυθιστόρημα «300 βαθμοί Κέλβιν το απόγευμα» (Αλεξάνδρεια 2007)* πήγε πίσω στο τέλος του 19ου αιώνα και στην άκρη του κόσμου, στην Αρκτική θάλασσα, στο δεύτερο, τον «Ατμό» (Κέδρος 2011)** ήρθε πιο κοντά στα ευρωπαϊκά πράγματα για να αναζητήσει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο παρηκμασμένο (πολιτικά και κοινωνικά) περιβάλλον και στην εσωτερική διάβρωση των προσώπων. Στο τρίτο του βιβλίο, «Το όριο και το κύμα» (Ποταμός 2014) έδειξε τη φυσική συνέχεια των προηγούμενων γραφών του αποδεικνύοντας πως η αληθινή του έλξη ήταν προς τον μεταιχμιακό εκείνο χώρο, όπου συναντιέται η ασφυκτική κοινωνική πραγματικότητα με την ατομική βούληση, το κομβικό σημείο της συνειδητοποίησης του ασύμπτωτου ανάμεσα στον πόθο για εξήγηση και στη σιωπή του σύμπαντος. Ήταν, επομένως,  αναμενόμενη η στροφή στο διήγημα, προκειμένου να αποτυπώσει πολλαπλές όψεις αυτής της (καφκικής σε θεματική σύλληψη) επεξεργασίας της θεωρίας του παραλόγου, όπως τη συνέλαβε και την ανέλυσε ο Αλμπέρ Καμύ. Τα 36 διηγήματα έδωσαν την ευκαιρία να ερευνηθεί ο κόσμος της παράλογης συνύπαρξης από διαφορετικές οπτικές γωνίες, άλλοτε με κωμικούς και άλλοτε με πιο δραματικούς τόνους – σε κάθε περίπτωση όψεις του τραγικού. Τα ξενοδοχεία των διηγημάτων είναι ζωντανές αποδείξεις για την αυθαίρετη αλλά ευεργετική ερμηνεία του κόσμου, έξω από κοινωνικές συντεταγμένες, παραδοσιακές δεσμεύσεις, στερεοτυπικές ιδεολογικές κατασκευές. Οι άνθρωποι που διαμένουν στα ξενοδοχεία αυτά περιπαίζουν τη μία και μοναδική αλήθεια των πραγμάτων, χαμογελώντας για τη θρασύτητά τους, όπως ακριβώς και τα «άψυχα» κτήρια που τους φιλοξενούν.
Στο ξενοδοχείο με το όνομα Αν στρίψει η βίδα είναι μόνο αυτό το υποθετικό Αν που διαφοροποιεί το σκηνικό από το απόλυτο και βεβαιωμένο του Χένρυ Τζέιμς «Το στρίψιμο της βίδας». Στο ξενοδοχείο με το όνομα Το μαύρο εμβατήριο μεταμορφώνεται ο ελεγειακός τόνος του Γιόζεφ Ροτ του «Εμβατηρίου Ραντέτσκυ» σε πικρή πραγματικότητα αποσύνθεσης υλικών και ανθρώπων. Στο ξενοδοχείο με το όνομα Οι λέξεις των ποιητών κυρίαρχη η φιγούρα του θυρωρού, σαν να έχει βγει από τις σελίδες της «Δίκης» του Κάφκα, είναι εκεί για να φυλάει το κτίσμα και τους ποιητές, που γράφουν ο καθένας ένα ποίημα χωρίς ποτέ να αναφέρουν τη λέξη ξενοδοχείο, αδιαφορώντας για τον χώρο που τους περιβάλλει. Μόνον εκείνος, ο μη ποιητής, θα θεωρήσει χρέος του (μα και ποθητή ελπίδα) να γράψει κάποτε ένα ποίημα, φυσικά εκτιμώντας όπως του αξίζει το οίκημα που τον φιλοξενεί· ένα ποίημα με τη λέξη ξενοδοχείο. Στο ξενοδοχείο με το όνομα Ο ελληνικός τοίχος περνάει μέσα από τις τρεις και κάτι σελίδες του όλη η κακοδαιμονία της ελληνικής πραγματικότητας από αρχής σύστασης του ελληνικού κράτους ως την τωρινή κρίση – μάλλον ό,τι πιο σύντομο μα και πιο εύστοχο έχει γραφεί ποτέ γι’ αυτό το θέμα. Στο έξοχο διήγημα Οι γελαστές κυρίες δεν είναι τόσο η διακειμενικότητα που επιτυγχάνει ο Παυλόπουλος με τις «Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» του Όττο Νικολάι ή με τις θαλασσινές γραφές του Τζόζεφ Κόνραντ, όσο η αυθύπαρκτη οντότητα των ζωγραφισμένων γυναικείων μορφών, ικανών να αποτελέσουν θέμα μιας ιστορίας:



Οι Γελαστές κυρίες είναι ένα αναπαλαιωμένο πανδοχείο στις όχθες του ποταμού Φρόυκ, το οποίο χαρακτηρίζεται πλέον ως πανδοχείο δύο αστέρων. Πρόκειται για ένα κτίσμα χωρίς ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και η μόνη ενδιαφέρουσα πινελιά είναι τα τέσσερα ζωγραφισμένα γυναικεία πρόσωπα στα παραθυρόφυλλα του δευτέρου ορόφου. Τα πρωινά, όταν οι ένοικοι αερίζουν τα δωμάτιά τους, τ’ ανοιχτά παραθυρόφυλλα κοιτάζουν προς τη θάλασσα. Δεν πρέπει να φανταστεί κανείς γυναίκες που χαμογελούν από τα βάθη της καρδιάς τους, πρόκειται μάλλον για ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα. (σ.22)
[…]
Γυναίκες και παραθυρόφυλλα ατενίζουν τη θάλασσα με την οποία πάλεψε ο Τζόζεφ Κόνραντ στη νιότη του. (σ.24)

Αν ο Γιόζεφ Ροτ θέλησε να καταγράψει τις περιπλανήσεις του στην Ευρώπη των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα από χώρα σε χώρα εστιάζοντας στα διάφορα ξενοδοχεία που τον φιλοξένησαν θεωρώντας τον εαυτό του πολίτη των ξενοδοχείων (Joseph Roth, «Τα χρόνια των ξενοδοχείων», Άγρα 2019), δίνοντας ταυτόχρονα την εν εξελίξει εικόνα της Ευρώπης του μεσοπολέμου, ο Γιώργος Παυλόπουλος άφησε χωρίς ταυτότητα τον χώρο και τον χρόνο στα διηγήματά του. Έτσι, απρόσκοπτα, έξω από τοπικούς ή χρονικούς περιορισμούς, λειτουργούν οι ιστορίες του ανάμεσα στο ψεύδος και στην αλήθεια, το όνειρο και την πραγματικότητα, χαρίζοντας την αισθητική απόλαυση μιας πρωτότυπης γραφής σε θεματική επιλογή και μορφολογική επεξεργασία.

 



*Μέρος του μυθιστορήματος «300 βαθμοί Κέλβιν το απόγευμα» δημοσιεύθηκε σε αμερικάνικη λογοτεχνική επιθεώρηση.
**Το μυθιστόρημα «Ατμός» βρίσκεται στη μόνιμη συλλογή των βιβλιοθηκών Yale, Harvard, Princeton και Columbia.

Διώνη Δημητριάδου

Η θάλασσα Μιχάλης Μακρόπουλος εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


Η θάλασσα
Μιχάλης Μακρόπουλος
εκδόσεις Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress




επιστροφή στη θάλασσα

Μια ιστορία που αντλεί την προμετωπίδα από το κείμενο της Αποκάλυψης (Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι, Αποκάλυψις Ιωάννου, 21,1) προϊδεάζει για τοπίο δυστοπικό, που να αγγίζει τις παλιές προφητείες δημιουργώντας μια υπόρρητη ανησυχία για την πιθανότητα ανατροπής των ως τώρα δεδομένων. Αρκεί η λογοτεχνία να λειτουργεί ως μια εν δυνάμει πραγματικότητα, όσο αντιβαίνει η συγγραφική αρχική ιδέα ακριβώς την υπάρχουσα. Και εδώ έγκειται η αξία μιας γραφής, όπως αυτή του Μιχάλη Μακρόπουλου, που έχει δοκιμαστεί με επιτυχία στην παραποίηση της εικόνας του κόσμου που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, προκειμένου να οδηγήσει την ανάγνωση σε νέα πρόσληψη του τοπίου, επινοημένου πλέον.
Εν προκειμένω: τι συμβαίνει όταν το λιώσιμο των πάγων (υπαρκτό γεγονός με τις επαπειλούμενες συνέπειες) αποκαλύπτει έναν αρχαίο μετεωρίτη, που υπομονετικά περίμενε να σπείρει τον όλεθρο στη γη με τον κυοφορούμενο μέσα του ιό;

Είπαν πως ήταν ένας ιός, γιατί δεν ήξεραν πώς ν’ αποκαλέσουν αυτό που είχε ταξιδέψει με το μετεωρίτη ως τη Γη και ύστερα περίμενε κοιμισμένο μες στους πάγους, πότε θα έλιωναν. (σ.36)

Η γη ερημώνει, το ανθρώπινο είδος αφανίζεται. Μια μετάλλαξη σειράς γονιδίων κάνει τη φυσική επιλογή: λιγοστοί όσοι θα επιβιώσουν. Πρέπει, όμως, να δημιουργήσουν ένα νέο τόπο κατοικίας, υπόγειο, μια πλασματική, τεχνητή ατμόσφαιρα (και ζωή). Το μόνο που τους συνδέει με το φυσιολογικό «πριν» της ζωής τους είναι η μνήμη, με όσα επιλεκτικά και διηθημένα στο ζοφερό παρόν, μπορεί να διατηρήσει. Έχει, άραγε, σημασία μέσα σε όλα τα ενθυμήματα η μνήμη της θάλασσας; Το ζωογόνο στοιχείο, η υγρή πραγματικότητα, τόσο μακρινή πλέον. Αλλά και η υγρή θηλυκότητα, ικανή να τροφοδοτήσει τη ζωή και να δημιουργήσει νέα.
Καθόλου τυχαία η αφήγηση ανήκει σε ένα κορίτσι, που αποφασίζει είκοσι χρόνια μετά να επιστρέψει στο γήινο τοπίο, για να δέσει τις μνήμες της με τα απομεινάρια του παρελθόντος. Μια αναζήτηση της ενηλικίωσης, που δεν έχει συντελεστεί ακόμη. Να δει το σπίτι της ή ό,τι απέμεινε από αυτό· άδειο από ανθρώπινες παρουσίες, αφού μόνον αυτή μπόρεσε να διασωθεί από την καταστροφή που αφάνισε την οικογένειά της.  Πιο πολύ, όμως, να δει τη θάλασσα, που τη φαντάζεται όπως και τότε τη φανταζόταν· δεν την είχε δει ποτέ:

Ο πατέρας μου όλο έλεγε πως θα μας πήγαινε να τη δούμε μα ποτέ δεν τα κατάφερνε. Μ’ άρεσε πιο πολύ έτσι, που μπορούσα να τη βλέπω με το νου μου. (σ.16)

Σημαδιακό το απολίθωμα του αμμωνίτη που πήρε μαζί του το κορίτσι όταν εγκατέλειψε το σπίτι και τους δικούς της για να σωθεί στον υπόγειο νέο κόσμο. Μία σύνδεση με το θαλάσσιο τοπίο, μια υπόσχεση επιστροφής και αναζήτησης. Η ανάγκη να ενωθεί η θηλυκή της ύπαρξη με το υγρό αρχέγονο στοιχείο, θηλυκό και αυτό. Στην ιστορία του Μακρόπουλου η αρσενική παρουσία είναι ελάχιστη, και οπωσδήποτε δεν εστιάζει σ’ αυτήν η συγγραφική πρόθεση. Γυναικεία υπόθεση φαίνεται λοιπόν να είναι, ωστόσο η στροφή στο θηλυκό στοιχείο εγκιβωτίζει μέσα της την καταστροφή και την αναγέννηση, το σκοτάδι και την ελπίδα ταυτόχρονα για όλο το ανθρώπινο γένος. Σε όλη την ιστορία σπαρμένα τα σύμβολα της συγγραφικής ιδέας, προκαλούν την αναγνωστική πρόσληψη, ώστε να ενωθούν τα δύο μισά σε ένα, να προκύψει η αποκωδικοποίηση. Ο κόσμος μας, όπως τον γνωρίζουμε, καταστρέφεται οδηγούμενος σταδιακά στη φθορά, στην ανεπάρκεια των μέσων ζωής, στην αυτοκατάργησή του. Το κλειδί που θα ανοίξει την πόρτα του εγκαταλελειμμένου σπιτιού στην έρημη πόλη μπορεί να βρίσκεται πίσω από το παντζούρι, όμως, στην πραγματικότητα περιμένει (σκουριασμένο) στον βυθό της θάλασσας. Πρέπει να καταδυθείς, να το ψάξεις και να το φέρεις στην επιφάνεια. Καμία επιστροφή δεν είναι εύκολη, καμία ωρίμαση, καμία ενηλικίωση δεν χαρίζεται χωρίς τίμημα. Όσα φέρεις μαζί σου από το παρελθόν αναδύονται με τη δική τους αυτονομία από τη λήθη· δεν είναι πάντοτε τα πιο σπουδαία, είναι, όμως, αυτά που χρειάζεται η μνήμη για να λειτουργήσει ξανά. Έτσι, το κορίτσι μόνον αχνά θυμάται τη μορφή του πατέρα της, κι όμως θυμάται στιγμές (ασήμαντες;) από τη μητέρα της, όπως το αργό και προσεκτικό ξεφλούδισμα ενός φρούτου και το λέκιασμα του τραπεζομάντιλου. Ποιος εγγυάται ότι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή είναι και τα πιο εντυπωσιακά; Το νήμα της επιστροφής πλέκεται από τα πιο ταπεινά υλικά. Και τελικά, αυτό που ποτέ δεν είχε χαρεί (ούτε καν αντικρίσει), η θάλασσα, συνιστά τον πιο διακαή πόθο, που την ωθεί στο ταξίδι προς τα πίσω και προς τα πάνω.

Η ζωή είναι απλή. Κι όταν η λογοτεχνική γραφή μπορεί να καταγράψει αυτή τη σπουδαία απλότητα και να την εντάξει στο πανανθρώπινο σκηνικό που επινοεί, τότε η αξία της είναι ξεχωριστή. Ο Μακρόπουλος διακρίνεται από μια ευαισθησία απέναντι στην προβληματική συνύπαρξη του ανθρώπου με το περιβάλλον, που ο ίδιος κατακρεουργεί μη αναλογιζόμενος τις συνέπειες. Κι αν γράφει τις ιστορίες του με το βλέμμα πότε πίσω στην παράδοση και πότε στο αμφίβολο μέλλον, παρακινεί έτσι κι αλλιώς σε έναν αναλογισμό τον αναγνώστη του. Κι αν συχνά τα τοπία του θυμίζουν «επιστροφές», όπως τις ξέρουμε από τα πλάνα του Ταρκόφσκι, είναι γιατί μια κοινή θεματική επιλογή τούς διακρίνει, με τη μνήμη να καθίσταται ταυτόχρονα οδυνηρή μα και σωτήρια, με τα σκηνικά τους να αποπνέουν και τη θλίψη των απολεσθέντων αλλά και την αμυδρή ελπίδα που γεννά η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Η ηρωίδα της ιστορίας με τη σκόπιμη ανωνυμία της (δεν κατονομάζεται πουθενά, αν και η φίλη της, με την οποία επιχειρούν το ταξίδι της επιστροφής,  έχει όνομα) λειτουργεί η ίδια ως σύμβολο για την  κατακτημένη ζωή, για τη θαρραλέα επιλογή. Τα λόγια της Αποκάλυψης στην προμετωπίδα του βιβλίου έχουν τώρα μια δυνητική συνέχεια, εντελώς προσωπική για τον καθένα που εισχωρεί συνειδητά στο σκηνικό της ζωής: η θάλασσα μπορεί να μην υπάρχει πλέον στην προφητική αποκαλυπτική εικόνα, ωστόσο μπορεί να ανακαλυφθεί εκ νέου – με όποια μορφή θέλουμε να προσδώσουμε σ’ αυτό το μείζον σύμβολο της ιστορίας του Μακρόπουλου. Πάντοτε μια επιστροφή είναι προσωπική υπόθεση, όπως και το τι εννοείται ως επιστροφή.

Δεν αποτόλμησα να κατέβω βαθιά, αλλά από μέρα σε μέρα μπορούσα να κρατάω όλο και περισσότερο την αναπνοή  μου. Ώσπου έφτασα ένα πρωί ως τον πυθμένα, όπου ήταν το χάλασμα ενός σπιτιού […] έκλεισα γύρω από κάτι το χέρι  μου κι ανέβηκα στην επιφάνεια ξανά.[…] στη χούφτα μου κρατούσα ένα σκουριασμένο κλειδί. (σ.72-73)

Στο εξώφυλλο (Στον Άι-Γιάννη με κύμα, φωτογραφία του συγγραφέα) ένα θαλασσινό τοπίο προκλητικό στην αναταραχή του. Όσο και η ιστορία του βιβλίου.

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

Ανώνυμη κριτική για την ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου "Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος" (ΑΩ εκδόσεις) Η πρώτη δημοσίευση στο Vakxikon.gr


Ανώνυμη κριτική 
για την ποιητική συλλογή 
της Διώνης Δημητριάδου 
"Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος" 
(ΑΩ εκδόσεις)
Η πρώτη δημοσίευση στο Vakxikon.gr

Παίρνοντας στα χέρια μου το βιβλίο της Διώνης Δημητριάδου «Ευτυχισμένος Σίσυφος» εκδόσεις ΑΩ, 2019, εκπλήσσομαι ευχάριστα από τη συνοχή των ποιημάτων, από την ετερότητά τους σε σχέση με δεκάδες άλλα που κυκλοφορούν στις μέρες μας και κυρίως γιατί η ποιήτρια δεν χαλαλίζει μελάνι και χαρτί για να αποτυπώσει κάτι που δεν αφορά κανέναν άλλο.


Εδώ οι στίχοι είναι δυνατοί, μεστοί και γεμάτοι από αυτό που λέμε έκσταση της στιγμής, λεκτική μαγεία, εικονοπλασία αφήνοντας πίσω τους βαθιά αποτυπώματα. Στίχοι που σε κάνουν κοινωνό με το μαρτύριο του Σίσυφου ο οποίος δεν είναι άλλος από εσένα αναγνώστη που καλείσαι να σηκώσεις το βάρος μιας κατάρας που σού όρισαν άλλοι.

Ναι, η ποίηση της Δημητριάδου είναι ένας καθρέφτης που μέσα τους βρίσκεις αυτά που κρύβεις κάτω από τόνους ψεύτικης ευτυχίας. Το χέρι της ποιήτριας μαζεύει τα ψήγματα της χαράς που βαυκαλίζεις και στα ρίχνει κατάμουτρα αφήνοντάς σε έντρομο μπροστά στα πόδια ενός Σίσυφου ευτυχισμένου.

Ευτυχισμένου γιατί σήκωσε ανάστημα σε ξένους προς την ανθρώπινη ψυχή θεούς πληρώνοντας ένα τίμημα. Και όσοι πληρώνουν ένα τίμημα σε αυτή τη ζωή δεν μπορεί παρά να είναι ευτυχισμένοι αφού έκαναν μεν αυτό που τους απαγόρευσαν αλλά και αυτό όμως που τους υπαγόρευσε μια ζώσα συνείδηση.

σε τούτο το ατέλειωτο παιχνίδι
ανάμεσα στον πόθο για ερμηνεία
και στην παράλογη σιωπή
ο Σίσυφος περιγελά την τάξη αυτού του κόσμου

Ένα υπαρξιακό κενό, μια υπαρξιακή αγωνία για τα ανθρώπινα αλλά και για την ίδια τη ζωή διαπερνά τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής με το ποιητικό νυστέρι της ποιήτριας να ανατέμνει κάθε κομμάτι του «συνεκτικού» ανθρώπινου σώματος και της «ομοούσιας» με το θείο ψυχής.

Άνθρωποι και Θεοί μιας άλλης οντότητας δίνουν τη θέση τους σε ένα μαρτυρικό Σίσυφο που περνά από το εδώ και το τώρα αναζητώντας λύτρωση για το μαρτύριο του. Για το μαρτύριο της ίδιας της ευτυχίας του σε έναν κόσμο σαθρό, σε ένα θεϊκό «ιδεώδες» εκδικητικό και σε μια φύση που σπέρνει τη δική της τιμωρία μεταξύ της ανθρώπινης και της θείας δικαιοσύνης.

Κάτι σαν το μαρτύριο της Φραγκογιαννούς στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη η οποία τιμωρείται μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης γιατί τόλμησε να παίξει με το μέλλον των άλλων ανθρώπων και να σπείρει το θάνατο σε μιαν κοινωνία θανάτου.

μικροί θεοί
στο μπόι του ανθρώπου
του μόχθου προλετάριοι
εργάτες της ζωής
μακριά σειρά αργοβάδιστη
στους λερωμένους δρόμους.

Γυμνός ο Σίσυφος . Αφημένος να ξεχαστεί στο δικό του μαρτύριο, την ώρα που τα ανθρώπινα μαρτύρια διασκεδάζουν τους Θεούς αφημένους στην πλήξη τους και στη μανιώδη καθαρότητά τους. Τι, όμως, θα μπορούσε να αναζητήσει ο Σίσυφος; Τι άραγε θα μπορούσε να ψάξει ένας γυμνός άνθρωπος για να ακουμπήσει το δικό του μαρτύριο παρά έναν άλλο άνθρωπο να του σηκώσει την πέτρα που κουβαλά και να ντύσει τη γύμνια του που τον θέτει εκτός θεϊκού και ανθρώπινου νόμου.

μικροί θεοί
στο ανθρώπινο ύψος
να ακουμπάς στη σκέψη τους
θεός κι εσύ για λίγο.

Ο Σίσυφος της Δημητριάδου είναι γυμνός. Δεν περνά το κατώφλι του Νόμου, δεν αγγίζει την τιμωρία που θα μπορούσαν να του επιβάλουν μικρόψυχοι Θεοί. Απογυμνωμένος από τα θεία και τα ανθρώπινα στέκεται σαν ένα σφάγιο, σαν ένας θεράπων τράγος που ακολουθεί την τιμωρία για τα κρίματα ολάκερης της φυλής και ολάκερου του κόσμου.

Τοπίο ξερό ξαναγεννιέται
φτύνει κατάμαυρο κουκούτσι
και ξεγελά με χρώματα γαλάζια
σε σκοτεινούς καιρούς ομνύει
σταυροκοπιέται ο νους θολώνει

Πώς μπορεί κάποιος να σταθεί μπροστά σε αυτούς τους στίχους αμέτοχος από τον πόνο που κουβαλούν; Κι από κάτω να χάσκει μια μνήμη. Μια μνήμη του καθρέφτη που σηκώνει το βάρος της ύπαρξης έτοιμος να μας φτύσει για το γήρας που έφτασε χωρίς να ολοκληρώσουμε ζωή σ’ αυτήν την εξορία που μας όρισαν για γη. Ένας καθρέφτης που έχει μνήμη και θυμάται το είδωλό μας όπως κι αν το αλλοιώνουμε, όπως κι να το ντύνουμε. Ένας καθρέφτης από τον οποίο και δεν μπορείς να κρυφτείς…

αλάθητος καθρέφτης
έτοιμος να μας φτύσει
γιατί έχει μνήμη.

Και είναι και μια μνήμη- λεπίδα που πετσοκόβει το μέλλον και μας αφήνει αγκυλωμένους και κυρτωμένους στο παρελθόν. Σε χρόνους παρακείμενους και σε παρελθοντικούς σε μιαν πατρίδα, όμως, δική μας. Μιαν πατρίδα χωρίς πατριδοκάπηλους, χωρίς σκοτεινά σημεία, χωρίς παραφουσκωμένους ήρωες. Μιαν πατρίδα δική σου και δική μου που δεν μπορεί να είναι καμιά άλλη παρά η ίδια η ποίηση…

μια μονάχη πατρίδα
να επιστρέφουμε σ΄ αυτήν
συνειδητά επαναπατριζόμενοι.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Ερωτική αγωγή Μάνος Κοντολέων εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr


Ερωτική αγωγή
Μάνος Κοντολέων
εκδόσεις Πατάκη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr



Είναι άραγε η Ερωτική αγωγή ένα βιβλίο μόνο για άντρες; Σε μια πρώτη εντύπωση μοιάζει η ιστορία του Χρήστου Βαλλή και του γιου του Άρη, που καλύπτει όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, να αφορά την ανδρική οπτική απέναντι στον έρωτα ως ένστικτο αρχικά, ως συνειδητή πράξη κατόπιν, ως αγωγή που περνάει από γενιά σε γενιά. Πόσο εφικτός, ωστόσο, είναι ο διαχωρισμός του ερωτικού τοπίου, και πόσο διαφορετική είναι η πρόσληψή του από τα δύο φύλα; Μέσα από στερεοτυπικές αντιλήψεις που καθορίζουν δεσμευτικά τις συμπεριφορές και τα ιδεολογικά πλαίσια που με τη σειρά τους τις υποστηρίζουν (εμφανής η διαλεκτική σχέση), χτίζεται η διαπαιδαγώγηση και εξασφαλίζεται η διαιώνιση των κοινωνικών σχημάτων, που αφορά και τα δύο φύλα αδιακρίτως, με συγκλίνουσες και αποκλίνουσες διαδρομές, σε κάθε περίπτωση αλληλοσυμπληρούμενες. Ο έρωτας, άρρηκτα δεμένος με τις κοινωνικές ανακατατάξεις, αποτελεί τον καθρέφτη στον οποίο διαφαίνεται η απογείωση και η προσεδάφιση, η υπέρβαση ή η συγκαταβατική αποδοχή των ορίων. Η ερωτική πράξη δημιουργεί απελευθερωμένα άτομα δίνοντας την ώθηση που απαιτείται για την ποθητή αποδέσμευση. Η προβληματική αποδοχή, από την άλλη, του ερωτικού ενστίκτου και η αποσιώπησή του υποτάσσει ακόμη πιο ταπεινωτικά στις έξωθεν δεσμεύσεις. Όσο για τον εικοστό αιώνα, που αποτελεί τον καμβά της ιστορίας, αυτός κι αν έχει να δείξει ανατάσεις και καταβυθίσεις, επαναστάσεις και οικτρές διαψεύσεις.
Η ερωτική αγωγή πρωτοεκδόθηκε το 2003. Ο Μάνος Κοντολέων θέλησε τότε να κάνει την ανασκόπηση του προηγούμενου αιώνα, εκεί στο κατώφλι του καινούργιου. Και εστίασε στο ερωτικό τοπίο, προκειμένου μέσα από το διάφανο γυαλί των ερωτικών συμπεριφορών να αναδειχθεί η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα μιας εποχής που έθρεψε τις προσδοκίες για να αποδεχθεί κατόπιν την αποτυχία του ονείρου. Αν θέλουμε να μείνουμε μόνο στα ελληνικά δεδομένα, διαβάζοντας το βιβλίο έρχεται στον νου ο ερωτικός Καραγάτσης, στον «Γιούγκερμαν» (πρωτοεκδόθηκε το 1938) αλλά και ο «Μεγάλος Ανατολικός» του Εμπειρίκου, γραμμένος στο διάστημα 1945-1951 που είδε το φως της έκδοσης πολύ αργότερα. Γραμμένα και τα δύο αυτά έργα μέσα στην εποχή στην οποία τοποθετούν τις ιστορίες τους, αποτελούν κατεξοχήν αποτυπώσεις του ερωτικού στοιχείου ως βασικού δείκτη κοινωνικής τοποθέτησης. Γι’ αυτό αρκούνται στη μυθοπλασία και αφήνουν την πλοκή και τη διατύπωση των συναισθημάτων των ηρώων τους να  δώσουν το στίγμα των καιρών. Ο Κοντολέων, γράφοντας με την ολοκλήρωση του αιώνα για όσα έχουν προηγηθεί, δεν μπορεί να αρκεστεί μόνον στην πλοκή, γιατί στόχος του δεν είναι άλλη μια ευφάνταστη ιστορία ερωτικού περιεχομένου αλλά μια δοκιμιακή προσέγγιση του έρωτα με την κάλυψη της μυθοπλασίας. Γι’ αυτό νιώθει την ανάγκη από τη θέση του παντογνώστη αφηγητή με τη μηδενική εστίαση να παρέμβει κάθε φορά που η ιστορία του χρειάζεται επεξηγήσεις, κάθε φορά που αισθάνεται ότι πρέπει, ξεφεύγοντας από το αφηγηματικό πλαίσιο, να δώσει το χρονικό στίγμα της δικής του εποχής και να θεωρήσει εν συνόλω την ερωτική αγωγή των παλαιότερων χρόνων με την επιρροή που άσκησε στις μετέπειτα γενιές. Μια προκλητική μείξη των δύο ειδών – αν φυσικά ενδιαφέρει εδώ η καταχώριση της λογοτεχνικής γραφής σε κατηγορίες. Προκλητική και η γραφή του οπωσδήποτε. Πώς αλλιώς, όμως, να μιλήσεις για την αίσθηση του έρωτα –εδώ με την πιο σωματική του διάσταση– αν θέλεις να αποδώσεις τον τρόπο που καταλαμβάνει όλο το είναι σου χωρίς να επιτρέπει ικανό χώρο για συναισθηματικές αναλύσεις και ρομαντικές ερμηνείες; Ο έρωτας, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Κοντολέων, είναι γήινος, όλος σάρκα και αίμα, γι’ αυτό έξοχος στην πληρότητά του. Νομίζω ότι η επιλογή της γλώσσας και φυσικά το ύφος της γραφής προσδίδουν στην ιστορία του βιβλίου τη ρεαλιστική αληθοφάνεια, τόσο απαραίτητη για να λειτουργήσει η όποια μυθοπλασία. Αν η βασική ιδέα καλυπτόταν πίσω από αυτοπεριορισμούς χάριν μιας επίπλαστης και υποκριτικής κοσμιότητας, θα είχαμε ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα, άνευρο και ανούσιο εν τέλει. Η καλή γραφή λειτουργεί και με τη θεματική της αλλά και με τα πολύτιμα μορφολογικά χαρακτηριστικά της, που αποδεικνύονται καθοριστικά για την ποιοτική της αποτίμηση.
Η ίδια η ιστορία, που καλύπτει δύο γενιές ερωτικής μύησης και διαπαιδαγώγησης, είναι από μόνη της ικανή να δώσει την ταυτότητα των χρόνων που αποτελούν το αφηγηματικό της φόντο. Ταυτόχρονα αποδίδει την ψυχοσύνθεση του άρρενος, στον τρόπο που εκλαμβάνει τον κόσμο ως θεωρητικό «ζωτικό του χώρο» τοποθετώντας το θήλυ σε θέση υποδεέστερη κοινωνικά, απογειώνοντάς το σε αντικείμενο του πόθου του, ένα απαραίτητο «συμπλήρωμα» της κοινωνικής του καταξίωσης και (κυρίως εδώ) της ερωτικής του επιβεβαίωσης. Παρακολουθούμε τον πατέρα, τον Χρήστο Βαλλή, στην κοινωνική του ανέλιξη από το ορεινό χωριό της Ηπείρου και τα ύποπτα σπίτια του έρωτα στα Γιάννενα του 1930 στα σαλόνια της Αθήνας του μεσοπολέμου, στην Κυψέλη της αστικής διαμόρφωσης. Σπουδές που του ανοίγουν τον ορίζοντα για μια αξιοπρεπή επαγγελματική αποκατάσταση επιτρέποντάς του παράλληλα να κατακτήσει τον άλλο τρόπο ζωής που ονειρεύεται, μέσα από έναν πλούσιο γάμο. Η γραφή, εξυπηρετώντας την αρχική ιδέα, εστιάζει στην ερωτική ορμή του Βαλλή, την εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας που του παρέχεται από τον νέο τρόπο διαβίωσης, προκειμένου να διαμορφώσει τη συνειδητή ερωτική ταυτότητα· μια επιβεβαίωση του ανδρισμού του, μια επαλήθευση της παντοδυναμίας του αρσενικού. Χρέος του, ωστόσο, είναι  να μυήσει στην ερωτική διαδρομή τη «συνέχειά»  του, τον γιο του, ώστε να μη χαθεί ό,τι με κόπο πολύ έχει κερδηθεί από τον ίδιο. Ο Άρης, βέβαια, ανήκει στην επόμενη γενιά. Αν δεχθούμε ότι οι εποχές επηρεάζουν δραστικά τον τρόπο που προσλαμβάνεται ο κόσμος από τη συνείδηση, τότε έχει (παράλληλα με τις γονιδιακές καταβολές και την αναπόφευκτη αρχικά πατρική εικόνα προς μίμηση) και μια δική του οπτική. Πώς θα δεχθεί (την αδιανόητη για την ηλικία του) γνώση ότι ο πατέρας του έχει ερωτική ζωή; Πώς θα συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η ερωτική του ζωή αφορά την αδελφή της πρόωρα χαμένης μητέρας του; Πόσο περισσότερο, αν η θεία του είναι στην πραγματικότητα η γυναίκα που τον μεγάλωσε;  Θα διεκδικήσει και αυτός μια πρόωρα ώριμη ερωτική συμπεριφορά ακολουθώντας τις υποδείξεις του πατέρα. Η Φρόσω, πρώην οικιακή βοηθός αλλά και ερωμένη του Χρήστου Βαλλή, τώρα πλέον μυημένη στον έρωτα επί πληρωμή, θα αναλάβει την ερωτική διαπαιδαγώγηση του γιου στην πράξη. Η διαδοχή ετοιμάζεται. Ο πατέρας θα φροντίσει και για την οικονομική αποκατάσταση του γιου, καθιστώντας τον ιδιοκτήτη οίκων ανοχής – καθόλου δεν ξαφνιάζει φυσικά η επιλογή μιας τέτοιας επένδυσης. Όταν οι Βαλλήδες εποπτεύουν το τοπίο με αυτές τις ιδιοκτησίες τους,  έρχεται στον νου η εικόνα του Γιούγκερμαν, του ήρωα του Καραγάτση, όταν αντικρίζει από ψηλά την πόλη που φιλοδοξεί να κατακτήσει. Η διάθεση κοινή, όλα θα παραμερίσουν μπροστά στην ανδρική ισχύ· το σημαινόμενο ίδιο κι ας διαφέρει το σημαίνον.

Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα αυτού του σημειώματος: Είναι άραγε η «Ερωτική αγωγή» ένα βιβλίο μόνο για άντρες; Θεωρώ ότι η θεματική εστίαση αφορά, όπως αποδεικνύεται, την ανδρική οπτική, επιμένοντας στην πολυγαμική φύση του άρρενος, όπως εύσχημα μέσα στους αιώνες «καταξιώθηκε» κοινωνικά αλλά και ιδεολογικά. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να υποστηρίξει με σοβαρότητα την πραγματική ισχύ ενός τέτοιου ιδεολογήματος. Η ανθρώπινη φύση είναι πολυγαμική, και αυτό αφορά τα δύο φύλα, όσο αυτά έχουν το σθένος να αποσείσουν τις κοινωνικά ισχύουσες στερεοτυπικές αντιλήψεις. Θα είχε ενδιαφέρον, επομένως, να δούμε μια ιστορία γραμμένη από την αντίπερα όχθη, το άλλο μισό της εικόνας, γεγονός που θα αποδείκνυε ότι η θεωρία της ανδρικής ισχύος είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα (παντοδύναμο βέβαια) στηριγμένο εν πολλοίς στη  ερωτική συμπεριφορά. Ο Μάνος Κοντολέων στη δική του ιστορία, κάθε φορά που παραμερίζει την ανδρική φιγούρα για να εισχωρήσουν οι γυναικείες, δεν επιτρέπει ανάλογες με την παραπάνω θεωρήσεις. Η γυναικεία παρουσία στο βιβλίο του είναι πάντοτε παρακολούθημα του άντρα, συχνά εξάρτημα της εικόνας του, εργαλείο της ηδονής του· και όταν αποκτά την ανεξαρτησία της, αυτή πάντα συνδέεται με την παραχώρηση που επιτρέπει η δική του καταλυτική μορφή.

Το έργο της Βιρτζίνια Γουλφ «Ένα δικό σου δωμάτιο» θα ήταν ένα από τα ευαγγέλια του φεμινιστικού κινήματος, αλλά αν η Τζένη ήθελε τον δικό της χώρο δεν ήταν για να μπορεί εκεί μέσα να κρύψει τις όποιες άλλες προσωπικές της εκφράσεις, μα πολύ απλά και με πατροπαράδοτη αντιφεμινιστικότητα τα εξωσυζυγικά της ατοπήματα. (σ. 240)

 Επομένως, η «Ερωτική αγωγή» είναι αρχικά ένα βιβλίο που αφορά τους άνδρες, τουλάχιστον (υποθετικά) ως προς τη συγγραφική πρόθεση. Ωστόσο, αποδεικνύεται ένα βιβλίο πολύ ενδιαφέρον για τη γυναικεία αναγνωστική πρόσληψη, καθώς επιβεβαιώνει όσα εκ της πείρας γνωρίζει η γυναίκα, αλλά και όσα υπονοεί ως ανδρική θεώρηση του κόσμου. Με άλλα λόγια όσα σπάνια ομολογούν οι άνδρες στο άλλο φύλο, όσα απλώς αφήνουν να εκμαιευθούν από τα συμφραζόμενα των λέξεων και των συμπεριφορών. Συν τοις άλλοις ένα απολαυστικό βιβλίο και ως πλοκή και κυρίως ως μορφή. Σωστή και η επιλογή για επανέκδοση, γιατί μπορεί να παρουσιάζει τη διαμόρφωση της ερωτικής ζωής του εικοστού αιώνα, ωστόσο ο σχολιασμός του συγγραφέα αγγίζει τον σημερινό απόηχο, με ομοιότητες στα σημεία με το τωρινό τοπίο αλλά και με ουσιαστικές διαφορές. Ο ίδιος στο σημείωμά του στην τωρινή έκδοση επισημαίνει ίσως τη σημαντικότερη διαφοροποίηση:

[ο 20ος αιώνας] μια εποχή η οποία ξεκίνησε από τη θεοποίηση του Έρωτα και τελείωσε με την αντίστοιχη θεοποίηση του Ερωτισμού· που απαρνήθηκε τη γλώσσα των σωμάτων και μεταπήδησε σ’ εκείνη των ειδώλων· που η Όραση παραμέρισε τις άλλες αδελφές της – την Όσφρηση, την Ακοή, τη Γεύση, την Αφή… Κυρίως αυτή. (σ.523).

Ποιος θα διαφωνήσει ότι όσα γράφει εδώ ισχύουν σήμερα; Αλλά και ποιος σοβαρά θα υποστηρίξει ότι η ερωτική εικόνα, όπως, περιγράφεται εδώ, αφορά μόνο τον ανδρικό πληθυσμό;

Διώνη Δημητριάδου

"Ο αληθής λόγος της ποίησης" Η Ευσταθία Δήμου γράφει για τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο», ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου, ΑΩ εκδόσεις Η πρώτη δημοσίευση στο Literature.gr


"Ο αληθής λόγος της ποίησης"

Η Ευσταθία Δήμου γράφει 

για τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο», 

ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου, 

ΑΩ εκδόσεις

Η πρώτη δημοσίευση στο Literature.gr




Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου, που κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά την πρώτη, Λέξεις Απόκρημνες (Μικρές εκδόσεις, 2017), φέρει τον αναπάντεχο και ανατρεπτικό τίτλο Ο ευτυχισμένος Σίσυφος.  Η ανατροπή, βεβαίως, βασίζεται και προκύπτει από την χρήση του επιθετικού προσδιορισμού «ευτυχισμένος», αντί του «δυστυχισμένος», όπως θέλει και παρουσιάζει την μορφή του Σίσυφου ο αρχαιοελληνικός μύθος, η γνωστή ιστορία της παραδειγματικής του τιμωρίας από τους θεούς και της καταδίκης την οποία υπέστη να ανεβάζει συνεχώς και επαναλαμβανόμενα έναν βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, στον Κάτω Κόσμο. Πέρα όμως από την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο τίτλος και, συνεπώς, το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής διαλέγεται και με το περίφημο έργο του Albert Camus, Ο μύθος του Σισύφου, στο οποίο επίσης πλάθεται ένας διαφορετικός από τον μυθικό Σίσυφος, ένα σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας, μία μορφή που περιφρονεί τους θεούς, αγαπά τη ζωή και μισεί τον θάνατο. 

Ευθύς εξ αρχής, λοιπόν, η ποιήτρια αποκαλύπτει τη βαθιά, εσωτερική σχέση των ποιημάτων της με τα ανθρώπινα και, συνεπώς, τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό τους. Από αυτόν ακριβώς τον προσανατολισμό προκύπτει και μία θυμοσοφική διάθεση και τάση, έκδηλη κυρίως στα μικρότερης έκτασης ποιήματα, αλλά ακόμα και σε μεμονωμένους στίχους. από μοναχικό αγκίστρι/ κρεμάστηκε η ζωή/ πότε παλεύει ν’ απαγκιστρωθεί/ πότε ηρεμεί και περιμένει. Η ιδιαιτερότητα του τίτλου συνοδεύεται και από μια ιδιαιτερότητα στην δόμηση του βιβλίου που αποτελείται από πέντε ομάδες ποιημάτων, τριάντα πέντε στο σύνολό τους, τα οποία «προλογίζονται» ή έπονται ενός μικρού αφηγηματικού κειμένου η έκταση του οποίου, κατά κανόνα, δεν ξεπερνά τη μία σελίδα. Το στοιχείο εκείνο που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η πλήρης απουσία τίτλων στα ποιήματα, επιλογή που ενδεχομένως καταδεικνύει τη βούληση της ποιήτριας να παρέχει την απαιτούμενη ελευθερία στον αναγνώστη, ώστε να προσδιορίσει και να νοηματοδοτήσει ο ίδιος το ποιητικό κείμενο, αλλά και να δηλώσει την θεώρηση των ποιημάτων της ως ενιαίου, αδιαίρετου και ομοιογενούς συνόλου και όχι απλώς και μόνο ως τη συνύπαρξή τους εντός των σελίδων της συλλογής. Κοντά στην απουσία των τίτλων, θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και την πλήρη – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων – απουσία σημείων στίξης στα ποιήματα, στοιχείο που διαμορφώνει ένα πλαίσιο συνάφειας με την ποίηση και την ποιητική των υπερρεαλιστών ποιητών και ενισχύει το αίσθημα ελευθερίας του αναγνώστη ο οποίος καλείται να εμπνευστεί ο ίδιος τις παύσεις και τον σχολιασμό που σε αντίθετη περίπτωση θα υπηρετούσε και θα αναδείκνυε η χρήση της στίξης. 
Τα πέντε πεζά αφηγηματικά κείμενα της συλλογής διακρίνονται, στο επίπεδο της έκφρασης, για την λιτή, ρέουσα γλώσσα τους, τον εξομολογητικό τους τόνο και το ανεπιτήδευτο ύφος τους, ενώ στο επίπεδο του περιεχομένου για την αποδόμηση και την απομυθοποίηση που επιχειρούν να προκαλέσουν, για μία διάθεση δηλαδή και τάση προσγείωσης και συνειδητοποίησης της αλήθειας της ζωής, όσο πικρή ή δυσάρεστη κι αν είναι αυτή. Η αποδόμηση αυτή πραγματοποιείται με έναν ευθύ και ευθύβολο τρόπο και δεν αφήνει περιθώρια για υπεκφυγές και απλοποιήσεις ή για λείανση των αιχμηρών όψεων της ζωής. Μια φωτογραφία, τραβηγμένη λίγο πιο παλιά, σε κοιτάζει και σου κλείνει το μάτι. Εν προκειμένω, στρέφεται εναντίον σου βρίσκοντας επιτέλους τον στόχο. Η αποδόμηση και η απομυθοποίηση αυτή που πραγματοποιείται στα εμβόλιμα πεζά κείμενα της συλλογής, εντοπίζεται σαν τεχνική και μέθοδος και στα ποιήματα, μόνο που εδώ προσλαμβάνει μία διαφορετική χροιά και προέκταση. Γίνεται παραμυθία. Η πτυχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη με τη φύση και τη λειτουργία της ποίησης, ως τέχνης αυτής καθεαυτής, που, ανεξάρτητα από τον προσανατολισμό της ποιητικής σκέψης, έχει πάντοτε σαν στόχευση την ανθρώπινη συνθήκη, την προβολή μιας εκδοχής και ενός οράματος για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Στα ποιήματά της αυτά, η Δημητριάδου ρέπει προς μια φιλοσοφική θεώρηση του τρόπου με τον οποίο στήνεται και λειτουργεί ο άνθρωπος και ο κόσμος του και, μέσα από αυτήν την θεώρηση, οδηγείται στην αποδοχή και την απαντοχή του. Αρκετοί από τους στίχους των ποιημάτων αυτών έχουν έναν χαρακτήρα αποφθεγματικό που συνυφαίνεται στενά με την κοσμοθεωρητική θέση και άποψη της ποιήτριας. σε τούτο το ατέλειωτο παιχνίδι/ ανάμεσα στον πόθο για ερμηνεία/ και στην παράλογη σιωπή/ ο Σίσυφος περιγελά την τάξη αυτού του κόσμου/ με μιαν απλή εξίσωση/ «οδός άνω κάτω μία και ωυτή» Η φιλοσοφική διάθεση της ποιήτριας ανοίγεται και ακολουθεί βασικά δύο κατευθύνσεις. Άλλοτε δηλαδή μετατρέπεται σε ενδοσκόπηση και απολογισμό, σε μία ποιητική αναμέτρηση με τα θέματα της παρουσίας και της απουσίας, της μνήμης και της λήθης, της ζωής στο άστυ. όταν οι άλλοι βλέπανε/ τα στρογγυλά φεγγάρια/ εμείς λυγίζαμε το σώμα μας/ να δούμε λίγο φως/ πίσω από όρθιες συρμάτινες αντένες// εμείς τις αγαπήσαμε τις πόλεις/ γιατί μας δίναν πάντοτε/ τα πιο αληθινά μεγέθη. Άλλοτε πάλι η διάθεση αυτή προσλαμβάνει έναν συμβουλευτικό τόνο και μετατρέπεται σε ένα είδος διδαχής ή παραίνεσης με στίχους που, κάποτε, ανακαλούν την καβαφική συμβουλευτική ποίηση και ποιητική, μέσα, μάλιστα, από μία περίεργη αντιστροφή. Έτσι ο γνωστός από το ποίημα του Καβάφη «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» στίχος πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο έρχεται ασυναίσθητα στην αναγνωστική συνείδηση διαβάζοντας την αντίστροφη εκδοχή του στο ποίημα της Δημητριάδου. γι’ αυτό σου λέω/ κρατήσου μακριά απ’ το παράθυρο/ έξω φυσά και θα σκορπίσουν όλα Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ποιήτρια καταπιάνεται με τα θεμελιώδη ζητήματα της ομορφιάς, του έρωτα, της φθαρτής φύσης του ανθρώπου, του σώματος της ύλης και του «σώματος» των λέξεων μορφοποιημένων σε ποίηση, τεχνουργώντας ποιήματα που δονούνται εμφανώς από ένταση και πάθος και που διαμορφώνουν ένα ευρύ πεδίο προσδοκιών, συνδέσεων, συσχετισμών και συνειρμών με ζητήματα και ερωτήματα πανανθρώπινα, αλλά και επικαιρικά, όπως για παράδειγμα το προσφυγικό. παράνομα σκιρτήματα/ κατατρεγμένοι ποταμοί/ στο απόκρημνο του εδάφους/ άθλια προσφυγάκια/ κοιμούνται όπου βρουν/ τσιμπολογώντας αποφάγια/ του ήθους των σεπτών/ στα σκοτεινά και τ’ άφεγγα/ για πάντα προγραμμένα. 
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα η Δημητριάδου μετατρέπει τη γραφίδα της σε νυστέρι της σύγχρονης πραγματικότητας, εντάσσεται δηλαδή στη συγχρονία και ανατέμνει τις συνθήκες του κοινωνικού βίου, κυρίως, όμως εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ακολούθησαν διαφορετικές πορείες και στάσεις ζωής, διαμορφώνοντας ο καθένας το δικό του ιδανικό και βάζοντας το δικό του στίγμα μέσα στη συγχρονία και τη διαχρονία. κάποιους που αράξανε ανένταχτοι/ κι άλλους που μέσα σε εκούσιες φυλακές/ ποδοπατήθηκαν μα τίποτα δεν αρνήθηκαν. Πρόκειται για την κοινωνική πτυχή ή πλευρά της ποίησής της, μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στον βαθμό που αποκαλύπτει και στηρίζει την εκδοχή που θέλει την Ποίηση να αποτελεί μία Πράξη, μια πράξη κοινωνικής μέριμνας και ευθύνης. Για μια φορά μονάχα/ να βάλουμε στους στίχους μας/ των άλλων την κραυγή/ που αδύναμη σε λίγο σβήνει/ τότε ίσως να είμαστε ποιητές/ για τούτη την πολύτιμη στιγμή/ που γίναμε η φωνή των άλλων. Στο άκρο αυτής της στάσης βρίσκεται η αυτοκριτική που αποτολμά η ποιήτρια στον ίδιο της τον εαυτό και σε όλους όσοι έχουν την ίδια ιδιότητα, αυτή του ποιητή. Πρόκειται για μια εξαιρετικά θαρραλέα αντιμετώπιση που προκρίνει τον αυτοέλεγχο ακόμα και σε βάρος της ίδιας της τέχνης, μια στάση που προϋποθέτει την αποδοχή του ενδεχομένου καταδίκης της ποίησης από τη στιγμή που αυτή δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και των περιστατικών. κάπου μακριά ξωμάχοι της γραφής γεννιούνται/ κι εμείς εδώ ακόμα στιχοπλέκουμε κανόνες/ άστοχες ρίμες και στεγνούς αφορισμούς/ αδύναμοι να αγγίξουμε τη φλέβα της ζωής 
Το ζήτημα της ποίησης, της θέσης και του ρόλου του ποιητή απασχολεί την Δημητριάδου σε έναν κύκλο ποιημάτων που δεν είναι ακριβώς ποιήματα ποιητικής, αλλά ποιήματα προοπτικής ή καλύτερα προοπτικών που ανοίγει η συγκεκριμένη μορφή τέχνης. Στην ουσία, η ποιήτρια προσπαθεί να διερευνήσει την λειτουργία και τη στόχευση της τέχνης της, την αποστολή της μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα, ακόμα και την ίδια τη φύση των λέξεων ως πρώτη ύλη της δημιουργίας ή την ιδιοσυγκρασία του ποιητή ως δημιουργού και καλλιτέχνη. ποιητική αδεία/ ή αλλιώς/ θρασύς – ευτυχώς – ο ποιητής/ προτίμησε γυμνόπους να διαβεί/ το απροσπέλαστο (κι ας το ’ξερε)/ τραχύ του θαύματος Είναι από τις λίγες, ίσως, φορές που μια ποιητική συλλογή κατορθώνει παρά το, εκ των πραγμάτων και εκ φύσεως, μικρό της μέγεθος να αγγίξει και να θίξει μια τόσο ευρεία και ενδιαφέρουσα ποικιλία θεμάτων και θεματικών. Δεν είναι όμως μόνο τα θέματα που ποικίλουν και διαφοροποιούνται. Είναι ακόμα ο τόνος, το ύφος, η διάθεση, ακόμα και ο ρυθμός που συνέχει και συγκροτεί κάθε ποίημα ξεχωριστά. Άλλοτε εξομολογητικός, φιλοσοφικός, απολογητικός και άλλοτε κριτικός, καυστικός, διερευνητικός ο ποιητικός λόγος και η ποιητική έκφραση της Δημητριάδου προσφέρει και προσφέρεται για μία ενδιαφέρουσα μελέτη του πολυκύμαντου και της πολυμορφίας της γλώσσας του ίδιου ποιητικού υποκειμένου. 
Πέρα όμως από την αισθητική και αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει η συγκεκριμένη ποικιλομορφία τόσο στο επίπεδο των σημαινομένων, όσο και των σημαινόντων, εκείνο που προεξάρχει στην συγκεκριμένη συλλογή είναι η αίσθηση μίας κίνησης ή, καλύτερα, κινητοποίησης της ποιήτριας, αλλά και του αναγνώστη, προς την κατεύθυνση της εγρήγορσης και της αφύπνισης, αλλά και προς την κατεύθυνση μιας πιο ρεαλιστικής αντίληψης του ανθρώπου και του κόσμου. Εδώ ακριβώς έγκειται η επιτυχία του εγχειρήματος της Δημητριάδου. Γιατί η ποίησή της, χωρίς να χάνει ή να μειώνει την λογοτεχνικότητα και τη την ποιητικότητά της, δεν απομακρύνεται από την πραγματικότητα και την αλήθεια, αλλά κατορθώνει να παραμείνει γήινη, ανθρώπινη, αληθινή, ουσιαστική.

Ευσταθία Δήμου