Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Είμαι όσα έχω ξεχάσει μια αληθινή ιστορία Ηλίας Μαγκλίνης εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


Είμαι όσα έχω ξεχάσει

μια αληθινή ιστορία

Ηλίας Μαγκλίνης

εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/magklinis-ilias-metaichmio-eimai-osa-echo-xechasei-dioni-dimitriadou






Η μνήμη επιστρέφει

Η ικανότητα της λογοτεχνίας να προσεγγίζει τα ιστορικά γεγονότα, και ενίοτε να επιχειρεί (με τον δικό της τρόπο) την ερμηνεία τους, την καθιστά συνοδοιπόρο της ιστορίας κατά μία απολύτως ιδιότυπη σχέση μαζί της. Κι αυτό γιατί δεν ενδιαφέρεται τόσο για τους πρωταγωνιστές κυρίαρχους των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, αλλά μπορεί να δει κάτω από την επιφάνεια των επώνυμων αναφορών και να ανιχνεύσει τις προσωπικές ιστορίες, τη ζωή και συμμετοχή όσων θα παραμείνουν ανώνυμοι για τους πολλούς, ωστόσο πάντοτε θα είναι οι πλέον σημαντικοί για τους οικείους. Ενδεχομένως μια τέτοια οπτική πάνω στα γεγονότα να έχει περισσότερη αξία στη ζωή και εξέλιξη των προσώπων απ’ ό,τι η καταγεγραμμένη επιστημονικά ιστορία.

Ο Ηλίας Μαγκλίνης στο πρόσφατο βιβλίο του ξεκαθαρίζει από τον υπότιτλο τι είναι αυτό που θα αφηγηθεί. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία· έτσι απομακρύνει το ενδεχόμενο της μυθοπλαστικής παρείσφρησης –μια συνθήκη ίσως αναπόφευκτη, όταν κάποιος στηρίζεται μεν σε αληθινά γεγονότα, ωστόσο πλέκει γύρω τους το αναγκαίο λογοτεχνικό «ψεύδος». Η μνήμη είναι συχνά αναξιόπιστη, όχι κατ’ ανάγκη με σκοπιμότητα απόκρυψης ή παραλλαγής των γεγονότων προκειμένου αυτά να ωραιοποιηθούν. Συχνά μας εξαπατά από τη δική της εγγενή αδυναμία να συγκροτήσει με την τωρινή συνείδηση έναν κόσμο πλήρη μέσα από όσα έχει αποθηκεύσει με την τότε κατάσταση γνώσης, επίγνωσης και συνειδητοποίησης. Όπως αλλάζει η εποχή εξωτερικά και αντικειμενικά, έτσι διαφοροποιείται και η αντίληψη που έχουμε για όσα μας περιβάλλουν και μας καθορίζουν.

[…] ήξερα ότι συχνά οι αναμνήσεις, η υπερμνησία, αυτή η υπετροφία της καταγραφικής μνήμης εμποδίζουν και δεν απελευθερώνουν τη μνήμη, σε αντίθεση με το πώς επιτελεί την ουσιαστική εργασία της το όνειρο, βαθιά μέσα στο άδηλο υποσυνείδητο, με τις αλλόκοτες διασυνδέσεις του.

Ο Ηλίας Μαγκλίνης θεωρεί πως μέσα στο παιχνίδι της μνήμης μπορεί να εισχωρήσει επιλέγοντας και καταγράφοντας όσα φαινόντουσαν ξεχασμένα και να δώσει έτσι μέσα από την ιστορία του πατέρα του όσα σκιαγραφούν την πορεία και τη δράση εκείνου αλλά αναπόφευκτα και τη δική του ζωή και σκέψη, ως συνέχεια φυσική.  Ποιος θα μπορούσε να αποδεσμευθεί από την αλυσίδα που τον δένει με τους προπάτορές του; Πώς θα γινόταν ποτέ να μην ανιχνεύσει μέσα στη δική του προσωπικότητα τα στοιχεία που του κληροδότησαν οι προηγούμενοι, είτε ως συνθήκες ζωής είτε ως ιδεολογία; Και αν η λογοτεχνική γραφή είναι το όχημα της μνήμης για να φέρει στην επιφάνεια το παρελθόν, τότε πράγματι έχει επιτελέσει το έργο της. Όσα κενά τοπία δεν ήταν κατορθωτό να παραμείνουν απρόσβλητα από τον χρόνο, που διαγράφει κατά βούληση, συμπληρώνονται από τις φωτογραφίες που καθίστανται ενίοτε πολύ εύγλωττες και συνεπικουρούν τη διαδικασία ανάδυσης των εικόνων, των συμπεριφορών, των γεγονότων.

Η ιστορία του πατέρα, λοιπόν, έρχεται στην επιφάνεια και καταγράφεται με τη μορφή αφήγησης πρωτοπρόσωπης του γιου. Κι όταν αυτός νιώθει πως η πεζότητα μιας αφηγημένης ιστορίας έχει την ανάγκη να μετουσιωθεί σε κάτι ακόμη πιο προσωπικό, τότε παρεμβάλλει μικρές εξομολογήσεις, πολλές με ποιητικό εκχύλισμα. Είναι ο ιδιότυπος τρόπος που εφευρίσκει προκειμένου να εισχωρήσει ο ίδιος στην ιστορία, όχι μόνον ως αφηγητής του παρελθόντος αλλά και ως παρουσία σημερινή που γράφοντας αφομοιώνει την αύρα της τότε εποχής, αγγίζει τα απόντα σώματα και μεταμορφώνεται – συνειδητά πλέον – σε φυσική συνέχεια του πατέρα.

Αυτός ο προσωπικός Παγκόσμιος Άτλας των νεφών μου
ο δικός μου εμφύλιος
ολόγραμμα ενός αόρατου σύμπαντος.

Τα χρόνια του Εμφυλίου και τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια είναι κυρίως το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν τα πρόσωπα· θα πάει όμως και πιο πίσω, στη Μικρασιατική εκστρατεία για να δει τη δράση του παππού, κατόπιν στα χρόνια της Κατοχής και θα εστιάσει στο κλίμα του Εμφυλίου και σε όσα ακολούθησαν. Ο παππούς του συγγραφέα, ο Νίκος Μαγκλίνης δολοφονείται  το 1944 από την αντίπαλη πολιτική μερίδα (την άλλη Ελλάδα). Ο Κώστας Μαγκλίνης, πατέρας του συγγραφέα,  θα φύγει από τον γενέθλιο τόπο, το Αγρίνιο, το 1947 για να εγγραφεί στη Σχολή Ικάρων. Μέσα του πολλά ερωτηματικά για τον δικό του πατέρα και τις συνθήκες της δολοφονίας του. Η δική του σιωπή (άγνοια ή σκόπιμη αποσιώπηση) θα περάσει και στον γιο. Μόνο που εκείνος θα ζητήσει κάποια στιγμή να μάθει. Και είναι τότε που ο πατέρας, βρισκόμενος λίγο πριν το κατώφλι του θανάτου, χρόνια μετά, θα θελήσει να μιλήσει. Έτσι, τα γεγονότα αρχίζουν να αποτελούν ψηφίδα την ψηφίδα ένα νόημα, τα κενά καλύπτονται, οι φωτογραφίες ξαφνικά αποκτούν φωνή, η ιστορία γράφεται.

Το ενδιαφέρον στο βιβλίο του Μαγκλίνη έγκειται περισσότερο σε δύο χαρακτηριστικά του, σχετιζόμενα με τις προεκτάσεις που δυνάμει παίρνει η ιστορία που αφηγείται.
Στην πρώτη περίπτωση, η ζωή του παππού και του πατέρα δεν αποτελούν στη συνείδηση του γράφοντος μόνο γεγονότα του στενού, κλειστού χώρου της οικογένειας αλλά ανοίγονται καλειδοσκοπικά μέσα σε ευρύτερους χώρους (γεωγραφικά και ιδεολογικά) έτσι που αποκτούν διαφορετικές διαστάσεις ως προς τη σημασία τους και βρίσκουν το αληθινό τους μέγεθος. Το γεγονός του θανάτου, για παράδειγμα, του παππού, μπορεί να είναι σημαδιακό και κομβικό για τον κύκλο της οικογένειας, καθώς καθορίζει την πορεία της από κει και πέρα. Ποια σημασία, όμως, έχει αν το δούμε μέσα στην εικόνα όλων των εγκλημάτων του Εμφυλίου στη σπαρασσόμενη Ελλάδα; Αλλά, ακόμη πιο πέρα, πόσο ατονεί το ίδιο ως γεγονός, αν το δούμε ενταγμένο μέσα στην ιστορία του πολέμου με τα συνακόλουθά του όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη ή και στον υπόλοιπο κόσμο που μετείχε σ’ αυτόν και πλήρωσε με το δικό του αίμα σε ανάλογες συνθήκες;


Στη δεύτερη περίπτωση, διαπιστώνει ο αναγνώστης διαβάζοντας πως η ιστορία της οικογένειας του Ηλία Μαγκλίνη δεν συνιστά μόνο μια αφήγηση ξένη γι’ αυτόν, στην οποία εισχωρεί με το αναγνωστικό δικαίωμα. Νιώθει πως η ανάγκη που ώθησε τον συγγραφέα να ερευνήσει τη ζωή των  προηγούμενων από αυτόν δεν είναι παρά μόνο η αφορμή για μια προσωπική ενδοσκόπηση, για μια καταβύθιση προς εαυτόν, και αυτή είναι μια πραγματικότητα που μας αφορά όλους. Όλοι συναντιόμαστε στον κοινό τόπο της σύνδεσής μας με την ιστορία των γονιών μας και των παππούδων μας, προκειμένου να βρούμε τη δική μας θέση όχι μόνο μέσα στην οικογένεια (αυτό είναι ένα πρώτο επίπεδο) αλλά και στον κόσμο ως ευρύτερη πραγματικότητα.

Η πεμπτουσία της παραπάνω διαπίστωσης παριστάνεται με τον καλύτερο τρόπο στην εικόνα του εξωφύλλου (λεπτομέρεια από το έργο του Anselm Kiefer, Die berühmten Orden der Nacht), που παριστάνει τον ημίγυμνο άντρα ξαπλωμένο κάτω από τον έναστρο ουρανό. Ο Μαγκλίνης σχολιάζοντας τον πίνακα μας μεταφέρει τη σκέψη του Kiefer και γράφει:

[ο νυχτερινός ουρανός] δεν είναι κατασκευή αλλά ιδέα, μια διαρκής υπενθύμιση του πόσων εκατομμυρίων χρόνων είναι η ηλικία του καθενός μας. Ο ουρανός έρχεται για να αποσυνθέσει κάθε έννοια γενεθλίων, μας τραβάει βαθιά πίσω, φτάνοντας έως και τον αφανισμό των δεινοσαύρων ακόμα, με τον τεράστιο μετεωρίτη που έπεσε στο Γιουκατάν, στον κόλπο του Μεξικού, και τους εξόντωσε. Η μνήμη της καταστροφής και η μνήμη της δημιουργίας, αυτή η αέναη εναλλαγή, η ανθρώπινη αντίφαση, με τον ίδιο τρόπο που ο νυχτερινός ουρανός είναι μια διαρκής έκπληξη και την ίδια στιγμή ένας διαρκής τρόμος.

Η αξία, επομένως, του βιβλίου δεν  έγκειται στην αφήγηση ακόμη μιας αληθινής ιστορίας μέσα στις πολλές (και αρκετές μάλιστα ενδιαφέρουσες) που διαβάζουμε συχνά. Είναι που ανακαλύπτεις μέσα της ταυτόχρονα τον έναν και το σύμπαν, τη μονάδα και το άπειρο, τη μυστική σύνδεση ανάμεσα στον μικρόκοσμο που ορίζουμε και στον ευρύτερο και αχανή χώρο που υπάρχει ερήμην μας και συχνά πέρα από τα όρια του συνειδητού. Κι έτσι όπως οι δύο αυτοί χώροι αποκτούν κέλυφος ορατό μέσω της λογοτεχνικής γραφής, νιώθεις πως μπορεί να λειτουργήσει και η μνήμη (ατομική και συμπαντική) προσφέροντας προνομιούχο θέα στη ζωή. Με γνώση των ορίων της καθώς και σαφή επίγνωση της αποσιώπησης, του εξωραϊσμού ή της υπερβολής που αναλόγως επιλέγει κάθε φορά που ερευνάς το δικό της τοπίο. Τη σεβόμαστε τη μνήμη, γιατί μας καθορίζει·  ακόμα και με το αντίθετό της, τη λήθη.



Διώνη Δημητριάδου


Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο Πάνος Ιωαννίδης Ο χορός της μέλισσας εκδόσεις Κέδρος με τον Πάνο Ιωαννίδη συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο

Πάνος Ιωαννίδης

Ο χορός της μέλισσας

εκδόσεις Κέδρος





με τον Πάνο Ιωαννίδη 
συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου



 - «για κάθε όψη υπάρχει και η σκιά της». Αυτό σκέφτεται ο ήρωάς σας, ιδιωτικός ντεντέκτιβ Πέτρος Ριβέρης, προβληματισμένος για την καθαρότητα των φαινομένων. Θα μπορούσε αυτή να είναι μια γενικότερη αρχή, πέρα από τα δεδομένα της ιστορίας σας;
Ναι, θα μπορούσε! Έχουμε μια δολοφονία, συγκεκριμένα τη δολοφονία του Αλέξανδρου Χρηστίδη, σημαίνοντος μέλους της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε αντιστασιακός επί δικτατορίας των συνταγματαρχών, πρωτοποριακός αιρετός της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ στη δύση της καριέρας του τόλμησε να υποστηρίξει δομές της κοινωνικής και της αλληλέγγυας  οικονομίας. Η χήρα του, αναθέτει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη να εξιχνιάσει τη δολοφονία του συζύγου της. Αυτός ψάχνει στο περιβάλλον του Χρηστίδη, το οποίο αποτελείται από προοδευτικούς και συντηρητικούς ευκατάστατους baby boomers της Θεσσαλονίκης. Όμως καθώς προχωράει στην έρευνά του, ανακαλύπτει κάποια ενδιαφέροντα κείμενα που έχουν γραφεί γι’ αυτόν και τον περιμένουν σε κεντρικά σημεία της πόλης. Πρόκειται για τη σκιά της έρευνάς του, η οποία συγκροτεί μια γενικότερη αρχή, όπως εύστοχα θέσατε, του νουάρ μυθιστορήματος. Κατά κανόνα, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, ή κάθε σημαίνον μπορεί να έχει περισσότερα του ενός σημαινόμενα.
 - Θελήσατε με το δεύτερο μυθιστόρημά σας να πείτε πολύ περισσότερα από όσα είθισται να απασχολούν ένα τυπικό νουάρ.  Είναι, ενδεχομένως, το έγκλημα ένα «όχημα» προκειμένου να καταθέσετε τις απόψεις σας πάνω σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία;
Σε κάθε περίπτωση, ναι. Το έγκλημα είναι το πρόσχημα και συχνά η αφορμή για να ερευνηθούν τα κενά που άνοιξαν με την τέλεσή του. Προφανώς και η εύρεση του δολοφόνου είναι το βασικό ζητούμενο. Όμως με ενδιαφέρει πρωτίστως το γιατί συνέβη ένα έγκλημα, και δευτερευόντως το ποιος το έκανε. Μελετώντας μέσα σε αυτά τα κενά, προκύπτουν οι κοινωνικές και κατ’ επέκταση οι πολιτικές διαστάσεις του. Πιστεύω ότι οι δικές μου απόψεις δεν ενδιαφέρουν το αναγνωστικό κοινό τόσο, όσο οι απόψεις των ηρώων, οι οποίοι έτσι συστήνονται στο έργο τέχνης.
 - Φυσικά το μεσογειακό νουάρ έχει εγγενή την κοινωνική διάσταση. Συνειδητά, λοιπόν, η επιλογή σας σ’ αυτή την εκδοχή αστυνομικής λογοτεχνίας;
Είναι συνειδητή επιλογή,  στο μέτρο που σε επιλέγει το ίδιο το είδος για να το υπηρετήσεις. Προσωπικά, αν δεν είχα διαβάσει Μονταλμπάν, Ιζζό και Καμιλέρι, μπορεί να έκανα κάτι άλλο. Όμως ήταν τόσο βαθύ το δέος, όταν γνώριζα το έργο αυτών των συγγραφέων, που ένοιωσα με τη μία ότι δημιουργικά ανήκω στο μεσογειακό νουάρ. Το μεσογειακό νουάρ είναι εκείνο το λογοτεχνικό υβρίδιο που ενώνει το κλασικό αστυνομικό αφήγημα με το μοντέρνο μυθιστόρημα προβληματισμού.
 - Εκπροσωπείτε μια γενιά που γεννήθηκε μέσα στη μεταπολίτευση και μόνον τον απόηχο μιας περισσότερο ηρωικής και επαναστατικής εποχής έχει γνωρίσει – κι αυτό μέσα από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων που συχνά αμφισβητούνται από τους νεότερους για την αλήθεια τους. Ωστόσο επιλέξατε να  οδηγήσετε τον χρόνο της ιστορίας σας εν μέρει πίσω σ’ εκείνη την εποχή. Η προσέγγισή σας είναι απότοκο μιας ιδεολογικής συγγένειας με το κλίμα εκείνων των χρόνων;
Έχω μεγαλώσει με τη μυθολογία της μεταπολίτευσης, πολιτική, λαογραφική και καλλιτεχνική. Οι αφηγήσεις των οικείων μου, φίλων μεγαλύτερων σε ηλικία από μένα, όπως και τα βιώματα των γονέων αρκετών φίλων μου, διαφώτισαν την αντίληψή μου. Προφανώς και έχω επηρεαστεί, συνειδητά και ασυνείδητα. Είναι καλό να υπάρχει κάτι τόσο σημαντικό πριν από εσένα· έχεις δηλαδή μια γερή παράδοση, στην οποία μπορείς να βασιστείς για να δημιουργήσεις και να βάλεις το δικό σου λιθαράκι. Όμως, όπως έγραψε ο Adorno: πρέπει να έχεις βαθιά μέσα σου την παράδοση για να τη μισείς σωστά. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι στα μάτια μου ο Άλέξανδρος Χρηστίδης και οι άνθρωποι που του μοιάζουν και ζουν μαζί μας, στα μάτια μου είναι θετικοί ήρωες. Και ας έχουν παρεκκλίνει στην πορεία για διάφορους λόγους. Δεν είμαι κριτής κανενός, είμαι συγγραφέας και γράφω αυτό που αντιλαμβάνομαι. Θεωρώ δε τον ιδεολογικό πόλεμο που δέχεται η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» ως απέλπιδα προσπάθεια νεοφιλελευθέρων και νεοφασιστικών κύκλων να σβήσουν τα σπουδαία ίχνη της στην Ιστορία. 


 - Να επιμείνω λίγο στο ίδιο θέμα. Η σημερινή γενιά πόσο απέχει ως προς την ιδεολογική καθαρότητα από τις προηγούμενες; 
Προφανώς μιλάμε για διαφορετικό ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Είμαι γεννημένος το 1978 και θυμάμαι πεντακάθαρα την πτώση του τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και ό,τι ακολούθησε. Η γενιά του Αλέξανδρου Χρηστίδη ήξερε ότι η εύρεση μιας αξιοπρεπούς εργασίας, ειδικά για το μορφωμένο κομμάτι της, ήταν κάτι το αυτονόητο και-ορθώς-πάλευε για τα υπόλοιπα και το κάτι παραπάνω. Η δική μου γενιά γνωρίζει, ότι με εξαίρεση τις λίγες θέσεις του δημοσίου τομέα, και τις ακόμα λιγότερες αξιοπρεπείς θέσεις του ιδιωτικού τομέα, η μετανάστευση γίνεται μονόδρομος. Η αλήθεια αυτή είναι πιο πικρή, δυστυχώς για το πιο μορφωμένο κομμάτι της. Χρεωθήκαμε επιλογές στις αποφάσεις των οποίων δεν συμμετείχαμε, με αποτέλεσμα η κρίση να πλήξει περισσότερο το μέλλον μας. Είναι δύσκολο να απαντήσω αν είμαστε ιδεολογικά πιο λαγαροί ή όχι. Θυμάμαι πάντως ότι στις πορείες φωνάζαμε για αξιοκρατία και δικαιοσύνη και ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός.
 - Στο βιβλίο σας,  εκτός από τα πρόσωπα, κυρίαρχη είναι και η παρουσία του χώρου – εν προκειμένω της Θεσσαλονίκης. Θα έλεγα μάλιστα πως είστε από τους ελάχιστους πεζογράφους που τοποθετούν τους ήρωές τους μέσα σε ένα σαφώς διαγραφόμενο χώρο, ως προς τη μορφή του και την ιστορία του. Συνειδητή επιλογή σας και αυτή;
Ναι, σαφέστατα. Κατά την άποψή μου η Θεσσαλονίκη είναι η πλέον μεσογειακή πόλη της χώρας. Είναι λιμάνι, είναι προσφυγούπολη και κυρίως έχει μια τρισυπόστατη ιστορία. Μέχρι την απελευθέρωσή της και την πυρκαγιά του 1917, διαβιούσαν ειρηνικά στους κόλπους της Έλληνες, Εβραίοι και Οθωμανοί. Μια βόλτα στα μνημεία της πόλης μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη μια άμεση γεύση της πολυδιάστατης ιστορίας της. Πέρα από όλα αυτά, δεν παύει να είναι η πόλη όπου πρωτοσυνάντησα τον βαθύτερο εαυτό μου, και δη τον συγγραφικό.  Και φυσικά εξακολουθώ να τον συναντώ παρατηρώντας τις μεταβολές που υφίσταται η πόλη. Είμαι βαθιά δεμένος με τη Θεσσαλονίκη, και από τις ομορφότερες στιγμές μου είναι να περπατώ μόνος ή με την καλή μου πάνω στο δέρμα της. Σκόπιμα συνεπώς τοποθετείται η ιστορία του Χορού της μέλισσας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα σημεία όπου αφήνονται τα κείμενα στον Πέτρο Ριβέρη, σχηματίζουν μια πολεοδομική κυψέλη μεταξύ τους. Εντός αυτής της κυψέλης βρίσκεται άλλωστε και το γραφείο του, και φυσικά η λύση του γρίφου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Χρηστίδη. Η Θεσσαλονίκη είναι κατά κάποιον τρόπο, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου.
 - Ας έρθουμε στις τεχνικές της γραφής σας. Πολυπρόσωπο το βιβλίο σας, όχι μόνο γιατί πολλά πρόσωπα κυκλοφορούν μέσα του αλλά κυρίως γιατί δανείζετε τη συγγραφική σας φωνή σε πολλά από αυτά για να μιλήσουν σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Τι εξυπηρετεί αυτή η επιλογή;
Όπως προείπα, ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από ένα έγκλημα, όχι για το έγκλημα αυτό καθ’ εαυτό. Στο μεσογειακό νουάρ σημασία έχει γιατί συνέβη ένα έγκλημα, και όχι τόσο ποιος το έκανε. Ο Πέτρος Ριβέρης αρχίζει και καταλαβαίνει τι συμβαίνει όταν διαβάζει τα πρωτοπρόσωπα κείμενα που έχουν γράψει τέσσερα νέα παιδιά σαν αυτόν. Η Κάλλια, ψυχολόγος με περιστασιακή απασχόληση, η Νάντια, γόνος μιας εκ των ισχυρότερων οικογενειών της πόλης, ο Αντρέας, λέκτορας πολιτικής οικονομίας και ο Γιάννης, άνεργος πατέρας δύο παιδιών, κρατάνε τις οκτώ κορυφές της κυψέλης εντός της οποίας συντελείται ο χορός της μέλισσας. Ήθελα να δώσω φωνή στη γενιά μου, που συχνά είτε δεν μπορεί, είτε δεν θέλει να μιλήσει ευθέως για όλα αυτά που της συμβαίνουν, τα οποία είναι μοναδικά, από ιστορική οπτική. Υπάρχει δηλαδή η τριτοπρόσωπη αντικειμενική αφήγηση με επίκεντρο τον ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη, που ερευνά στο περιβάλλον του νεκρού και από την άλλη πλευρά η αλήθεια των τεσσάρων νέων: μιας ψυχολόγου που τραγουδά ερασιτεχνικά, μιας πάμπλουτης δικηγόρου που δεν μπορεί όμως να τεκνοποιήσει, ενός νέου πανεπιστημιακού και ενός ανέργου πατέρα δύο παιδιών.
 - Ο εγκιβωτισμός μιας δεύτερης ιστορίας  μέσα στην αρχική ίσως ξαφνιάζει και φαίνεται να λειτουργεί παράπλευρα με την κύρια, ωστόσο ο αναγνώστης σας σελίδα τη σελίδα ανακαλύπτει την άρρηκτη σχέση των δύο. Πράγματι μοιάζει να ακολουθεί η πλοκή σας ένα γεωμετρικό σχέδιο, όπως είπατε. Με αφορμή αυτό να σας ρωτήσω αν σχεδιάζετε λεπτομερώς την ιστορία σας πριν τη γράψετε.

Οι αφηγήσεις των τεσσάρων νέων, συνιστούν τις αιχμηρές γωνίες της κυψέλης και η κυρίως ειπείν ιστορία τον πυρήνα της. Ήθελα να γράψω για τον φόνο της μεταπολίτευσης, ο οποίος εκφράζεται μυθιστορηματικά με τη θανάτωση του Αλέξανδρου Χρηστίδη. Δολοφονείται από έναν άγνωστο που εισβάλλει στο κτήμα του ντυμένος μελισσοκόμος, τη μέρα που αυτός γιορτάζει το εφάπαξ του. Και ήθελα συνάμα πίσω από τα στερεότυπα και τις μυθολογίες αυτής της περιόδου της ελληνικής ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας γεννήθηκα, μεγάλωσα και ωρίμασα, να γράψω για την ανθρώπινη, την πολύ ανθρώπινη αλήθεια. Που συχνά δεν φαίνεται, παρά στο έμπειρο ή στο πονεμένο μάτι.Σχεδίασα δύο ιστορίες που γίνονται στην πράξη μία και αυτό λαμβάνει χώρα μέσα από ένα εξίσου τραγικό γεγονός που δένει αμετάκλητα και οριστικά τις ζωές των τεσσάρων νέων. Σ’ αυτό βοήθησε και η φοβερή πολεοδομία της Θεσσαλονίκης, όπως σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Έμπραρ.
- Συνεχίζοντας την προηγούμενη ερώτηση, δεν σας κατευθύνουν καθόλου στην εξέλιξη της πλοκής οι ήρωες σας, ώστε να τους ακολουθήσετε εσείς στις «επιλογές» τους; Δεν σας ξαφνιάζουν ποτέ; Σκέφτομαι τα λόγια του Παμούκ, με τα οποία προλογίζετε το βιβλίο σας: Μόνο το αστυνομικό μυθιστόρημα, που ακόμα και ο συγγραφέας του δεν θα ξέρει ποιος είναι ο δολοφόνος, θα μπορούσε να διαβαστεί.
Τα λόγια του Παμούκ οριοθετούν επί της ουσίας την κοινωνική διάσταση που λαμβάνει εδώ και λίγες δεκαετίες το νουάρ μυθιστόρημα. Γιατί μας λένε ότι ακόμα και ο συγγραφέας που γράφει ένα νουάρ μυθιστόρημα βρίσκεται, όπως ο κάθε συγγραφέας άλλωστε, σε μια κατάσταση αναζήτησης. Λογοτεχνικής, αλλά και του εαυτού του ίδιου του εαυτού του. Όταν ξεκίνησα να γράφω τον Χορό της μέλισσας, δεν γνώριζα τον δολοφόνο. Μου αποκαλύφθηκε στη συνέχεια. Το ίδιο και οι υπόλοιποι ήρωες, τους όποιους προσπαθώ να καταλάβω και να τους παρουσιάσω όπως είναι, ανεξαρτήτως αν τους συμπαθώ ή όχι. Υπάρχουν ήρωες φοβερά χειριστικοί όπως είναι π.χ. ο Αντρέας Γεωργιάδης, ο οποίος μου μοιάζει πολύ, αλλά όφειλα να τον περιορίσω, και ήρωες ήσυχοι και σπουδαίοι όπως είναι ο Ορέστης Σκάμανδρος, στον οποίο θα ήθελα να αφιερώσω περισσότερο χρόνο, αλλά η πορεία της αφήγησης δεν με άφηνε. Θέλω να πω ότι πάνω από όλα είναι το έργο τέχνης και η ελλειπτική του πορεία στον χρόνο, και όχι τι θέλουν να πουν οι ήρωες. Οφείλω σε τελική ανάλυση να είμαι όσο περισσότερο μπορώ αποστασιοποιημένος από αυτούς, με έναν μπρεχτικό τρόπο. Και ας είναι πολύ δύσκολο, γιατί όταν γράφω, είναι σαν να ζω και να αναπνέω μαζί τους.  
 - Γράφετε χρησιμοποιώντας ευφυώς και αξιοποιώντας σύμβολα – άλλα πιο εμφανή και άλλα που απαιτούν μια πιο προσεκτική αποκρυπτογράφηση από τον αναγνώστη. Θέλετε να μας μιλήσετε για τη λειτουργία τους στην ιστορία σας;
Απίστευτη ερώτηση! Τα σύμβολα που χρησιμοποιώ έρχονται και με βρίσκουν αυτά μέσα από τα ίδια μου τα βιώματα. Τότε η σημασία του καλλιτεχνικού μου μηνύματος χρησιμοποιεί τη μορφή και τα περιεχόμενά τους για να χτιστεί το έργο τέχνης. Σίγουρα, η μέλισσα και ο χορός της, μαζί με την κυψέλη λένε κάποια πράγματα για την ιστορία, ως τέτοια. Όπως λένε και τα τραγούδια που λειτουργούν ως μικρά προοίμια στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, αλλά και οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης όπου διαδραματίζεται το έργο. Πιστεύω ότι χωρίς τα σύμβολα δεν υπάρχει τέχνη. Δίχως να είμαι και ο πλέον αρμόδιος για τις αστυνομικές σειρές που σαρώνουν στις μέρες μας, υστερούν του φιλμ νουάρ γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Δεν χρησιμοποιούν σύμβολα ως δραματουργικούς αρμούς της αφήγησης.


 - Ο κύριος ήρωάς σας, ο ντεντέκτιβ Ριβέρης, σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο σας, αποκτά πλέον πληρέστερη εικόνα και γίνεται αναγνωρίσιμος στις αντιδράσεις του και στις σκέψεις του – βοηθά σ’ αυτό και η χρήση του εσωτερικού μονολόγου. Θα ήθελα να μας τον περιγράψετε και, αν δεν παρεμβαίνω αυθαιρέτως στο συγγραφικό σας εργαστήρι, να μας πείτε αν κάτι από τον εαυτό σας έχει η μυθοπλαστική του περσόνα.
Ο Πέτρος Ριβέρης έχει δύο όψεις όπως οι περισσότεροι εξ ημών. Από τη μία πλευρά είναι ένας συνηθισμένος τύπος που σκέφτεται και ζει όπως ένας οποιοσδήποτε common sense. Από την άλλη είναι μια εναλλακτική περσόνα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, ένας αρνητής της καθεστηκυίας τάξης και συνάμα περιηγητής και παρατηρητής των αλλαγών της πόλης. Έφυγε από την Ελλάδα στα χρόνια της φούσκας για βιοποριστικούς λόγους ακολουθώντας το ένστικτο του λαγωνικού του και έγινε ιδιωτικός ντετέκτιβ στη Ρώμη. Γύρισε στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης ακολουθώντας τη συμβία του Αύρα Συκουτρή, όταν εκείνη εκλέχθηκε λέκτορας συγκριτικής λογοτεχνίας σε ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο. Βαθιά μέσα του πιστεύει ότι ο άνθρωπος αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό που βιώνει, αλλά εκφράζει την πεποίθησή του με πράξεις παρά με λόγια. Και τούτο διότι έχει βιώσει την απώλεια στο πετσί του από τα γεννοφάσκια του: είναι ο μοναδικός επιζήσας ενός τροχαίου δυστυχήματος στο οποίο σκοτώθηκαν ο πατέρας και η, έγκυος στην αδελφή του, μητέρα του. Αν μου μοιάζει σε κάτι είναι σίγουρα η μοναχικότητά του, καθώς έχει σπουδαίους φίλους αλλά όχι παρέες. Επίσης αμφότεροι λατρεύουμε το εναλλακτικό ροκ και το σινεμά, ενώ το θαλασσινό νερό μας ηρεμεί· αυτόν περισσότερο καθώς είναι ερασιτέχνης δύτης.

 - Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει το βιβλίο σας ξεχωριστό και ιδιαίτερο εστιάζοντας στο πρωτότυπης «κοπής» έγκλημα, με το οποίο ξεκινά η ιστορία σας. Πώς νομίζετε ότι μπορεί να ανανεωθεί το τοπίο της αστυνομικής λογοτεχνίας –που είναι πολύ αγαπητή και πάλι στην εποχή μας αλλά όχι πάντοτε τυχερή στις γραφές που την υπηρετούν;Εννοώ φυσικά εκτός από τη χρήση πρωτότυπων ευρημάτων όπως το δικό σας.
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Πιστεύω ακράδαντα πως η αστυνομική λογοτεχνία είναι πριν απ’ όλα λογοτεχνία και μετά όλα τα υπόλοιπα. Παράλληλα θεωρώ ότι το νουάρ, και ειδικότερα το μεσογειακό νουάρ, είναι το σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα έχοντας στοιχεία από το νεωτερικό μυθιστόρημα προβληματισμού και το λαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα, για να θυμίσω τον σπουδαίο διαχωρισμό του Ουμπέρτο Έκο. Η ανανέωση μπορεί να γίνει μέσα από την εντατική μελέτη αυτών των ειδών -ίσως λίγο περισσότερο της μεγάλης λογοτεχνίας- και της χρήσης νέων εκφραστικών μέσων. Δεν είναι τυχαίο που επέλεξα συνειδητά να χρησιμοποιήσω τον εγκιβωτισμό ως βασικό εκφραστικό μέσο, όπου τα τέσσερα νέα παιδιά μάς μιλάνε για τους ίδιους αποκαλύπτοντας παράλληλα πτυχές της δολοφονίας του Αλέξανδρου Χρηστίδη.
 - Το γεγονός ότι συγγραφείς όπως εσείς ανανεώνετε και εξελίσσετε την αστυνομική λογοτεχνία διευρύνει το κοινό που τη διαβάζει; Θα μπορούσε ενδεχομένως «Ο χορός της μέλισσας» να ενδιαφέρει και κάποιον αναγνώστη που ποτέ δεν επιλέγει την αστυνομική πλοκή;
Προφανώς το αναγνωστικό κοινό μας είναι εκείνο που διαβάζει αστυνομική λογοτεχνία. Η ανανέωση του είδους, όπως υπηρετείται από όσους και όσες προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κάτι νέο, συμβάλλει στην προσέλκυση νέων αναγνωστών. Έχω τη χαρά να ακούω θετικά σχόλια για τον Χορό της μέλισσας και από αναγνώστες που δεν διαβάζουν εντατικά αστυνομική λογοτεχνία. Μου έχουν πει, μάλιστα, ότι δεν γνώριζαν πολλά από το είδος και πως ο Χορός της μέλισσας τους παρακίνησε να ασχοληθούν περαιτέρω.
 - Και μια που στη συνομιλία μας αναφέρθηκε ο όρος «αστυνομική λογοτεχνία», τι θα είχατε να πείτε σε όσους αμφισβητούν τη λογοτεχνικότητα μιας αστυνομικής ιστορίας;
Αν έχει εδραιωθεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος στην Ελλάδα με την σφοδρή οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, αυτό είναι το ελληνικό νουάρ. Προσωπικά ξεκίνησα με ένα διήγημα το «Η γυναίκα από τη Ζυρίχη», που διακρίθηκε το 2013 στον 1ο διαγωνισμό της ΕΛΣΑΛ. Τότε οι φωνές αμφισβήτησης ήταν αρκετές· πλέον έχουν λιγοστέψει και αρκούνται σε αρχετυπικά σχόλια περί παραλογοτεχνίας. Θα τους πρότεινα να μας διαβάσουν και να συναντηθούμε μετά να συζητήσουμε λογοτεχνικά.
 - Εκτός από την πεζογραφία έχετε υπηρετήσει και την ποίηση με αξιόλογες γραφές. Αν μου επιτρέπετε, όμως, θαρρώ η κλίση σας είναι περισσότερο προς τη μυθοπλασία, ίσως γιατί έχετε ταλέντο στην ανάπτυξη μιας ιστορίας και όχι στη συμπύκνωσή της – κάτι που παραπέμπει αφενός στη μικρή φόρμα, που δεν την  επιλέγετε, αλλά και στον ποιητικό λόγο. Ισχύει αυτό;
Μου λείπει συχνά η ποίηση, ιδιαίτερα όταν αναζητώ τις πιο αλήτικες λέξεις των γραπτών μου. Όμως ναι, έχετε δίκαιο, η μεγάλη φόρμα με ενδιαφέρει περισσότερο. Φρονώ ότι η συγγραφή συνιστά μια δομική διαδικασία όπου η συνθετική ικανότητα διαδραματίζει καίριο ρόλο. Ως γνωστόν, το μυθιστόρημα συνιστά μια τοιχογραφία της κοινωνίας που ζούμε και των ανθρώπων που την περιβάλλουν. Θέλω να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα και ο Πέτρος Ριβέρης είναι η κατάλληλη λογοτεχνική μου περσόνα για να τα εκφράζει όλα αυτά. Άλλωστε ο ντετέκτιβ μου έχει δραστηριοποιηθεί για χρόνια στο εξωτερικό και έχει λύσει πολλές υποθέσεις και εκεί. Αργά ή γρήγορα θα γράψω, χρησιμοποιώντας όμως τη μικρή φόρμα του διηγήματος, για τις περιπέτειες του στην Ευρώπη.
- Βάζετε σε κάποια κεφάλαια του βιβλίου σας ως moto στίχους από τραγούδια ή από ποιήματα. Κατά κάποιο τρόπο κατευθύνουν τον αναγνώστη να διεισδύσει ευκολότερα στις πτυχές της ιστορίας σας ή πρόκειται μόνο για επιλογές αισθητικής; Εύστοχες, όμως, σε κάθε περίπτωση.


Τα τραγούδια που χρησιμοποιούνται στις αρχές των κεφαλαίων των αφηγήσεων των τεσσάρων παιδιών, έχουν διττό σκοπό. Από τη μια πλευρά, λειτουργούν ως σινιάλα κατανόησης του χαρακτήρα τους -ένα για τον καθένα- και από την άλλη ως σημαίνοντα της αφήγησης, κυρίως μέσω των στίχων τους. Κανένας ήρωας μυθιστορήματος δεν μπορεί να σταθεί μόνος τους, χωρίς να γίνεται κατανοητός από τους υπόλοιπους. Και για την ιστορία, τα τραγούδια που ακούγονται είναι τα εξής: Πίσω από τα καθημερινά πράγματα-Αφροδίτη Μάνου (Κάλλια), Endless Sleeper-The Raveonettes (Νάντια), Suburban war-Arcade Fire (Αντρέας) και Something must break-Joy Division (Γιάννης).
 - Ήδη δύο ιστορίες με τον Ριβέρη. Να περιμένουμε τη συνέχεια; Η ερώτησή μου στην ουσία αφορά όχι τόσο την επινόηση μιας νέας αστυνομικής ιστορίας (λέτε άλλωστε πως τον προορίζετε ως ήρωα σε πεζά μικρής φόρμας) αλλά την προσωπικότητα του Ριβέρη και την αντοχή της σε παραπέρα συγγραφική επεξεργασία στο πλαίσιο νέου μυθιστορήματος. Προσωπικά θεωρώ πως δεν τον έχετε ακόμη «εξαντλήσει».
Ναι έχετε δίκιο, υπάρχουν περιπέτειες να δράσει και υποθέσεις να επιλύσει. Ήδη έχει μπλέξει σε μια νέα υπόθεση, που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη και πάλι, λίγο μετά τα capital controls. Σχετικά με την αντοχή του, στο σινάφι των λογοτεχνικών ντετέκτιβ, όνειρό μου είναι να μεγαλώνω μαζί του και να καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο μας παρέα. Η ελληνική κοινωνία είναι τόσο περίπλοκη που πάντοτε υπάρχουν φαινόμενα και γεγονότα που χρήζουν έρευνας και μελέτης, πέρα από αυτό που διακρίνεται στην επιφάνειά της. Επίσης η ελληνική γλώσσα παραείναι ρέουσα για να σταματήσει να τον συγκινεί με τα σήματα και τα σύμβολά της.
 28 Νοεμβρίου 2019



Ο Πάνος Ιωαννίδης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1978. Το 2014 κυκλοφόρησε ηλεκτρονικά την ποιητική συλλογή "Ποιήματα της στιγμής και άλλες ουτοπικές ιστορίες" ενώ το 2016 εκδόθηκε το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο "Τα μωρά της Αθηνάς" (εκδ. Πηγή). Το διήγημά του "Η Γυναίκα από τη Ζυρίχη", διακρίθηκε στον πρώτο διαγωνισμό της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας το 2013. Είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών. Ζει στη Δράμα με τη σύντροφό του και τον γιο τους.
Έργα:
(2019) Ο χορός της μέλισσας, Κέδρος
(2017) Λοκομοτίβα, Το Δόντι
(2016) Τα μωρά της Αθηνάς, Εκδόσεις Πηγή


Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Auguste Rodin Για την Τέχνη Μετάφραση Αλέξανδρος Αδαμόπουλος




Auguste Rodin




Για την Τέχνη



Μετάφραση Αλέξανδρος Αδαμόπουλος










…Η εποχή μας είναι εποχή μηχανικών και βιομηχάνων, όχι όμως καλλιτεχνών.

Στη σημερινή ζωή ψάχνουμε τη χρησιμότητα. Προσπαθούμε  να βελτιώσουμε υλικά την ύπαρξή μας. Η επιστήμη ανακαλύπτει κάθε μέρα τρόπους για να τρέφει, να ντύνει ή να μεταφέρει ανθρώπους. Κατασκευάζει με οικονομικά μέσα, κακά προϊόντα για να δίνει στον περισσότερο κόσμο νόθες απολαύσεις.

Είναι αλήθεια πως έχει επιφέρει πραγματικές βελτιώσεις στην ικανοποίηση όλων  των αναγκών μας.

Όμως το πνεύμα, όμως η σκέψη, όμως το όνειρο;

Δεν τίθεται θέμα πλέον: η Τέχνη είναι νεκρή.

Η Τέχνη είναι η βαθιά ενόραση. Είναι η ευχαρίστηση του πνεύματος που διεισδύει μέσα στη φύση και ανιχνεύει εκεί το πνεύμα από το οποίο αυτή η ίδια τρέφεται. Είναι η χαρά της διάνοιας που βλέπει καθαρά μέσα στο σύμπαν και που το αναδημιουργεί φωτίζοντάς το με συνείδηση.

Η Τέχνη είναι η πιο εξαίσια αποστολή του ανθρώπου, διότι είναι η άσκηση της σκέψης που πασκίζει να κατανοήσει τον κόσμο και να το κάνει κατανοητό.

Σήμερα όμως η ανθρωπότητα νομίζει ότι μπορεί να παρακάμψει την Τέχνη.

Δε θέλει πια να διαλογίζεται, να στοχάζεται, να οραματίζεται. Θέλει τη φυσικήν απόλαυση μονάχα. Οι υψηλές και οι βαθιές αλήθειες, της είναι αδιάφορες. Της φτάνει να ικανοποιεί τις σωματικές ορέξεις της.

Η σημερινή ανθρωπότητα είναι κτηνώδης× δεν έχει τι να τους κάνει τους καλλιτέχνες»…



*   *   *

 


…Στις αρχές του περασμένου αιώνα όλ’ αυτά… Γύρω στο 1910.


Έχουν στοιχειώσει μέσα μου, και νικώντας το φόβο πως δεν είμαι άξιος να ασχοληθώ με τέτοια κείμενα· τόσο βαριά και μεγάλα, δίνω τις πρώτες σελίδες του βιβλίου αυτού όπου υπάρχει η «Διαθήκη» του Auguste Rodin, γιατί πιστεύω ολόψυχα πως πρέπει ν’ ακούγονται  και να ξανακούγονται  τα λόγια αυτά.


Μια φωτογραφία× όσο χίλιες λέξεις, λένε.


Είναι όμως και κάποιες λέξεις που αξίζουν όσο χίλιες φωτογραφίες η κάθε μια. Ας τις ακούσουμε.


Με σεβασμό, με αγάπη. Με ανοιχτή καρδιά.




 


 


©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

Auguste Rodin ‘Διαθήκη’

ISBN 960-325-582-3 εκδόσεις ΑΓΡΑ

 


 






               







 











Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2019-2020 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΖΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΜΑΣ; Η ΖΑΡΙΑ του Peter Straughan




ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2019-2020

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΖΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΜΑΣ;



Η ΖΑΡΙΑ

του Peter Straughan

(Mαύρη Κωμωδία)



Πρεμιέρα: Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019 στις 21.15

Kάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21.15



Ο Peter Straughan είναι βραβευμένος με ΒΑFΤΑ, υποψήφιος για OSCAR και  για πολλές άλλες διεθνείς διακρίσεις για σενάριά του. Η ΖΑΡΙΑ  (αγγλικός τίτλος BONES=τα κόκκαλα, τα ζάρια), θεατρικό του έργο γραμμένο το 2002, μάς μεταφέρει σε ένα καταχρεωμένο πορνοσινεμά,  στο Gateshead, μια ασήμαντη πόλη  της κεντρικής Αγγλίας, την δεκαετία του ’60.

Εκεί, τέσσερις losers, οι δύο αδέλφια-ιδιοκτήτες και οι άλλοι δύο υπάλληλοί τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν καψωμένο γκάνγκστερ που έχει έρθει καρφωτός στο σινεμά παραμονή Χριστουγέννων πιστεύοντας πως εκεί θα βρει επ’ αμοιβή ερωτική συντροφιά. Με την άφιξή του, ο ένας από τους αδελφούς, ελαφροΐσκιωτος και φαντασιόπληκτος καθώς είναι,  πιάνει τον γκάνγκστερ όμηρο και ονειρεύεται να πάρει λύτρα για την απελευθέρωσή του. Με αυτό το τρελό σενάριο πιστεύει πως θα λύσει το οικονομικό πρόβλημα όλων τους και της επιχείρησης βάζοντας και τους υπόλοιπους τρεις μέσα σε αυτή του την φαντασίωση. Έτσι πυροδοτείται ένα σπαρταριστό παιχνίδι γάτας / ποντικού για πέντε που θυμίζει άλλοτε ασπρόμαυρες γκανγκστερικές ταινίες, άλλοτε κωμικές ταινίες του βωβού και έχει ένα απροσδόκητο και αιματηρό τέλος.    



Το έργο παρουσιάζεται σε μετάφραση Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου,  σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά και με τους ακόλουθους συντελεστές:

Βοηθός Σκηνοθέτη: Σπύρος Σιακαντάρης

Σκηνικά: Αρετή Μουστάκα 

Κοστούμια: Αρετή Μουστάκα-Χριστίνα Πανοπούλου

Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Αγιαννίτης 

Φωτογραφίες: Ιάσονας Κονταίος

Γραφιστικά: Γιώργος Γιαννίμπας

Παίζουν οι ηθοποιοί: Μάριος Δερβιτσιώτης, Μανώλης Κλωνάρης, Γιώργος Μπανταδάκης, Αλέξανδρος Νταβρής, Τάκης Παρασκευόπουλος  



Eυχαριστούμε την Ρουμπίνη-Γεωργία Χονδρουδάκη για τη βοήθειά της στις πρόβες,  την Διονυσία Κωνσταντίνου για το μακιγιάζ της φωτογράφισης και τον Τάσο Κοσμίδη για τα trailer της παράστασης

Από 14 Οκτωβρίου 2019,  κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21.15

Τιμές εισιτηρίων: 12€ (κανονικό), 10€ (μειωμένο), 5€ (ατέλεια)



Διάρκεια 80 λεπτά 





ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ:

Τηλεφωνικά στο 210-5242211 & Ηλεκτρονικά στο www.aggelonvima.gr



ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ

Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια (πίσω από το Εθνικό Θέατρο Τσίλλερ)




Θέα Ακρόπολη μυθιστόρημα Λουκία Δέρβη εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Θέα Ακρόπολη

μυθιστόρημα

Λουκία Δέρβη

εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/thea-akropoli/





ένα ξενοδοχείο κεντρικός ήρωας της ιστορίας



Θα μπορούσε να γράψει ο Μάκης άλλο ένα βιβλίο και για τους πελάτες του ξενοδοχείου, για τις μακρινές χώρες απ’ όπου έρχονταν, για τις παραξενιές, τα γούστα, τα χούγια τους, για όσους γνώριζε καλά και όσους έβλεπε μία φορά μόνο, για την αγάπη τους για την Αθήνα, τον ενθουσιασμό στα μάτια τους μόλις έφταναν στο ξενοδοχείο, τη χαλαρή τους διάθεση ή το άγχος όσων έρχονταν για δουλειές. Για το πιο συναρπαστικό επάγγελμα στον κόσμο, το δικό του επάγγελμα. Την πραγματική του αγάπη στην οποία μπορούσε να βασιστεί ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του.
Ο Μάκης Ιγγκλέσης, ρεσεψιονίστ στο πεντάστερο ξενοδοχείο-κόσμημα της Αθήνας. Το επινοημένο για χάρη της μυθοπλασίας Athens Excelsior, στην πλατεία Συντάγματος, φυσικά με θέα στην  Ακρόπολη. Κι αυτός, στενά δεμένος μαζί του, να το βλέπει και να το ζει όχι μόνον ως επαγγελματική δραστηριότητα αλλά ως χώρο, στον οποίο αποκτά η ζωή του μια υπόσταση σημαντική. Γύρω του, πέρα από τους πελάτες που η προσωπική τους αίγλη συνταιριάζει με τη χλιδή του ξενοδοχείου, όλοι οι εργαζόμενοι, άλλοι σε ξεχωριστές θέσεις και άλλοι στην αφάνεια, όλοι όμως απαραίτητοι στο πόστο τους ο καθένας, προκειμένου τα πάντα να λειτουργούν με την ακρίβεια ενός ρολογιού.
Η δεκαετία του ’90 στις αρχές της· μια εποχή ευμάρειας που ίσως προμήνυε την επερχόμενη κατάρρευση για όποιον μπορούσε να δει κάτω από την επιφανειακή ανάπτυξη που στηριζόταν σε σαθρά θεμέλια. Η μεταβατική δεκαετία από τη μεταπολίτευση στα χρόνια της κρίσης. Με την τρομοκρατία ακόμη να επιλέγει τα θύματά της αλλά και με τις παράπλευρες απώλειες να αμαυρώνουν την όποια ιδεολογική της ταυτότητα. Η δολοφονία του Θάνου Αξαρλιάν από τη «17 Νοέμβρη», στις 14 Ιουλίου του 1992 είναι το γεγονός που θα συνταράξει την ελληνική κοινωνία. Θα ξαφνιάσει όμως και τους πελάτες και εργαζόμενους του πολυτελούς ξενοδοχείου – τόσο κοντά τους μια απειλή λοιπόν, τόσο μετέωρη η ασφάλειά τους, τίποτα στην πραγματικότητα δεν μπορεί να τους προστατεύσει, ούτε η χλιδή του περίκλειστου κόσμου μέσα στον οποίο ζουν; Με το γεγονός αυτό θα ξεκινήσει η ιστορία της Λουκίας Δέρβη, που αυτή τη φορά επέλεξε τη μεγάλη φόρμα για την αφήγησή της.   
Πράγματι πρόκειται για μυθιστόρημα, γιατί έχει τις προδιαγραφές του περιεχομένου καθώς και την τεχνική της γραφής του για να κατηγοριοποιηθεί στη μεγάλη φόρμα – κι ας μην ξεπερνούν οι σελίδες του τις διακόσιες. Η πλοκή στρέφεται γύρω από τον προβαλλόμενο τεχνηέντως ως κεντρικό ήρωα, τον Μάκη Ιγγλέση, που κατέχει την πιο υπεύθυνη θέση από όλους τους εργαζόμενους: ταυτόχρονα ο επικεφαλής του προσωπικού αλλά και το κύριο πρόσωπο με το οποίο έρχονται σε επαφή οι πελάτες. Θα μπορούσε έτσι όλο το βιβλίο να γραφεί μέσα από τη δική του πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ωστόσο η Δέρβη επέλεξε η ίδια τη φωνή του παντογνώστη αφηγητή δίνοντας έτσι την ιδέα της συνολικής εποπτείας στον πολυπρόσωπο χώρο του ξενοδοχείου. Οι υπόλοιποι ήρωες, γύρω από τον κεντρικό, συστρέφονται όπως οι διαδοχικές αναταράξεις του νερού μιας λίμνης σαν πέσει μέσα της μια πέτρα – πιο ξεκάθαρες όσο είναι κοντά στην αφορμή, φθίνουσες όσο απομακρύνονται. Η καμαριέρα Θέκλα, «βασίλισσα» του πολυτελούς ορόφου, που αλλάζει κάθε τόσο τους πίνακες στα δωμάτια για να νιώθει πως παρεμβαίνει  στην αισθητική αλλά και στη ζωή του ξενοδοχείου, είναι η πιο κοντινή φιγούρα στον Μάκη – ενδιαφέρουσα ως χαρακτήρας, θα μπορούσε να σηκώσει πάνω της ακόμα και τον κεντρικό ρόλο. Αντιλαμβάνομαι πως χρησιμοποιώ κατά κάποιο τρόπο μια ορολογία θεατρική, η οποία αβίαστα προκύπτει μέσα από το φροντισμένο σαν σκηνικό θεατρικού έργου μυθοπλαστικό τοπίο. Βοηθάει σ’ αυτό και η «σκηνοθετική» συγγραφική φωνή με τη μηδενική εστίαση και τη συνολική εποπτεία, κατανεμημένη στα πρόσωπα της ιστορίας. Τα πρόσωπα αυτά (το καθένα στο μέτρο που του αναλογεί λόγω ιδιότητας, άλλοι δευτεραγωνιστές, άλλοι τριταγωνιστές) διαγράφονται ως χαρακτήρες με ξεκάθαρα στοιχεία προσωπικότητας – άλλη μια απαραίτητη προϋπόθεση για να μιλήσουμε για μυθιστόρημα. Με τις ανασφάλειές τους, τα μυστικά τους, τις αντιδικίες τους, τις αντιπαλότητες και τις φιλίες τους. Αλλά και με την προσωπική τους ζωή, που προσπαθούν να την αφήνουν έξω από τους τοίχους του ξενοδοχείου, χωρίς πάντοτε να το κατορθώνουν. Ωστόσο,  η τόσο διαφορετική ζωή στον χώρο της δουλειάς τους, η τεράστια απόσταση που χωρίζει τον ιδιωτικό τους χώρο από το χλιδάτο περιβάλλον του Athens Excelsior και τους επιφανείς πελάτες του, δεν γίνεται να μην παρεισφρήσει στην ψυχολογία τους και να τους δώσει την εντύπωση (έστω και για λίγες ώρες) πως «συγκατοικούν» μαζί τους στον λαμπρό αυτό ναό φιλοξενίας.
Αυτή η τελευταία παρατήρηση δίνει, νομίζω, και ένα διαφορετικό, πολύ ενδιαφέρον, περιεχόμενο στη ιστορία του βιβλίου: Η πλοκή του δεν χαρακτηρίζεται από σημαντικές ανατροπές, από αιφνίδιες αλλαγές σε καταστάσεις, από εξάρσεις ή καταβυθίσεις· περισσότερο μοιάζει να κυλά μέσα σε μια καθημερινότητα, που τη διαταράσσουν οι νέες αφίξεις πελατών ή οι αναχωρήσεις τους. Αυτό το στοιχείο, που θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί μειονέκτημα της γραφής, καταλήγει το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό του και θεωρείται φυσικά πλεονέκτημα. Στην πραγματικότητα δεν είναι κάποιο από τα πρόσωπα της ιστορίας (ας πούμε ο Μάκης) που κατέχει τον κεντρικό ρόλο. Είναι το ξενοδοχείο που διεκδικεί για τον εαυτό του, εν είδει προσώπου, τη θέση αυτή. Όχι μόνο γιατί δεσπόζει με το μέγεθος και το εκτόπισμά του ως οικονομικό, και ιδεολογικό ακόμη, βάρος στην κοινωνική ζωή. Κυρίως αυτό ισχύει, αν δούμε τον τρόπο που κατορθώνει να μεταλλάσσει τους ανθρώπους του σε διαφορετικές περσόνες, όσο ασκεί πάνω τους την καταλυτική του επίδραση. Σαν να έχουν ανώτερη υπόσταση όταν βρίσκονται μέσα του και να ξαναβρίσκουν τον αληθινό τους εαυτό, το πραγματικό τους μέγεθος, όταν απομακρύνονται. Το Athens Excelsior, έτσι, ως κεντρικό «πρόσωπο» της ιστορίας, μοιάζει να έχει ψυχή, να συντονίζει τους ανθρώπους του τον καθένα στον ρόλο του, λειτουργώντας απέναντί τους ως το πραγματικό αφεντικό τους, αυτό στο οποίο λογοδοτούν αν ανταποκρίθηκαν στο μέγεθος και την αξία του ονόματός του ή, αντίθετα, αν με τις απροσεξίες τους ή την ανικανότητά τους το πρόσβαλαν και τότε θα πληρώσουν. Κάτω από μια τέτοια οπτική ανάγνωσης, φυσικά και η πλοκή μπορεί να περιοριστεί στην καθημερινότητα, χωρίς εναλλαγές, ακριβώς γιατί η σταθερή ρουτίνα της ζωής στο ξενοδοχείο είναι αυτή που του δίνει την ασφάλεια και τη μακροημέρευσή του.
Μια διαφορετική, λοιπόν, πρόταση για τη μυθιστορηματική γραφή προτείνει εδώ η Λουκία Δέρβη, ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη. Ο τίτλος, άλλωστε, αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το περιεχόμενο του βιβλίου. Η υπέροχη θέα στην Ακρόπολη είναι που προσφέρει στο πολυτελές ξενοδοχείο την ιδιαίτερη αίγλη του. Όλα τα άλλα έρχονται να υπηρετήσουν τη θέση του και να το αναγάγουν σε ξεχωριστό και αληθινά πολυτελές κατάλυμα μιας επίπλαστης στην ουσία ζωής.
Το Athens Excelsior ήταν ένα μικρό χωριό τριακοσίων πενήντα κατοίκων-υπαλλήλων, ένας μικρόκοσμος.

Διώνη Δημητριάδου