Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Ο αγριόγατος πηγαίνει πάντα μόνος μυθιστόρημα της Τέτης Παγκάλου εκδόσεις Γαβριηλίδης πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/vivlioprotaseis-maios/


Ο αγριόγατος πηγαίνει πάντα μόνος
μυθιστόρημα της Τέτης Παγκάλου
εκδόσεις Γαβριηλίδης
πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/vivlioprotaseis-maios/




«Ο αγριόγατος διηγείται μια ιστορία που αρχίζει με έναν θάνατο και τελειώνει με έναν άλλον· μα όποιον θάνατο και να συναντήσει κανείς μέσα σ’ αυτές τις σελίδες, θα διαπιστώσει πως πάντα υπάρχει και η επόμενη μέρα: η μέρα οπότε και η ζωή ξαναπιάνει το νήμα της από την αρχή.»

(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Εύστοχη η παραπάνω αναφορά στη βασική έννοια που καθορίζει την ουσία της ζωής: τη συνέχεια. Η εναλλαγή των γεγονότων, η μυστική δύναμη που βοηθά την πορεία προς τα εμπρός, όποια εμπόδια κι αν έχουν στο ενδιάμεσο σωρευθεί, όποιες απογοητεύσεις κι αν έχουν απελπίσει τον άνθρωπο. Πάνω σ’ αυτή την ελάχιστη -πλην σημαντική- συνθήκη δομείται το μυθιστόρημα, αυτό το πολύπαθο λογοτεχνικό είδος, συχνά παρεξηγημένο κι ακόμη συχνότερα παραποιημένο ως προς τις βασικές του προδιαγραφές, τα εγγενή χαρακτηριστικά που το ξεχωρίζουν ως είδος. Το μυθιστόρημα, η σπουδαία και μεγάλη αφήγηση, είναι μια θέα προς τη ζωή, μια εσωτερική απεικόνιση των ηρώων (του κεντρικού αλλά και των περί αυτόν δευτερευόντων χαρακτήρων) με στοιχεία που απηχούν τη -δυνάμει-  διεύρυνση του δείγματος, ώστε να συμπεριλάβει όσο γίνεται περισσότερους ομοίως πάσχοντες και αναλόγως διαβιούντες – εδώ γίνεται μνεία στους αναγνώστες και οιονεί συμμέτοχους της γραφής.

Η Τέτη Παγκάλου, με τον «Αγριόγατο» μάς οδηγεί στην  αρχή του 19ου αιώνα, και αυτό από μόνο του είναι ικανό να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη/λάτρη της μεγάλης αφήγησης. Η αναφορά αυτή αξίζει, πιστεύω, να γίνεται κάθε φορά που ένας συγγραφέας αποφασίζει να συμφιλιωθεί με την απλή αλήθεια: δεν μπορεί να γραφεί αξιόλογο μυθιστόρημα εν μέσω κρίσης που να αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτήν θεματικά, καθόσον λείπει το βάθος χρόνου ως απαραίτητη συνθήκη για να εννοηθούν σωστά τα μεγέθη. Όσο επιλέγεται η στροφή σε προηγούμενες εποχές, ιστορικά αποδελτιωμένες πλέον και συνειδησιακά βιωμένες, τόσο θα συναντάμε έργα άξια λόγου. Όσο, αντιθέτως, θα προτιμάται η ευκολία της αποτύπωσης μιας ακόμη ρέουσας πραγματικότητας με ασαφή τα χαρακτηριστικά της, τόσο θα έχουμε ως αποτέλεσμα άνευρα έργα, αμήχανα και ατελή.  Επειδή όμως, όπως είναι φυσικό, δεν αρκεί η επιλογή του θέματος και η ικανή χρονική απόσταση  από τα ιστορούμενα, αξίζει να δούμε και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που χτίζουν μια αξιόλογη μεγάλη αφήγηση, όπως αυτή που εδώ εξετάζεται.

Αρχικά η εποχή που ιστορείται στον «Αγριόγατο» προσφέρεται για μια ενδιαφέρουσα πλοκή, καθόσον έχει πολλές και σημαντικές ιστορικές  αφηγήσεις που την αποδίδουν με σαφήνεια, ωστόσο λείπουν οι πιο προσωπικές ιστορίες, σαν να λέμε τα καθημερινά πρόσωπα πίσω από την επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Πώς ζούσαν την καθημερινότητά τους οι άνθρωποι, λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση; Πώς έβλεπαν την αναστάτωση της ζωής τους, που ανέτρεπε την ως τότε συνύπαρξή τους με τους αλλοεθνείς  και αλλόθρησκους – πλην όμως περιβεβλημένους με τη συνήθεια τόσων αιώνων συμβίωσης; Κι έπειτα, τα κατοπινά χρόνια, πώς διαμορφώθηκε η ζωή τους στον απόηχο της μεγάλης αλλαγής; Ο μυθιστοριογράφος που θα επιλέξει μια τέτοιου είδους αφήγηση γνωρίζει ότι εισέρχεται στο αδιόρατο (και αχαρτογράφητο)  τοπίο, πίσω από τις λέξεις της επίσημης ιστορίας.

Έπειτα οι ήρωες. Ο Αστέριος είναι ο κεντρικός ήρωας της αφήγησης, αν και συχνά έχεις την αίσθηση ότι μοιράζεται τα πρωτεία με την Ασήμω. Και τα δύο αυτά πρόσωπα, που θα μπορούσαν να είναι η ανθρώπινη φιγούρα του αγριόγατου του τίτλου, δίνονται με σαφή τα χαρακτηριστικά τους, εύκολα διακριτοί εν μέσω των υπολοίπων ηρώων.

«Θυμήθηκε, ήταν δεν ήταν τριών ετών και η Επιστήμη τον έβαλε σε μια κουρελού να κάτσει εκεί κοντά στον πυρομάχο, αυτή σαν κάτι να έπλενε, σαν κάτι να μαγείρευε, κάποια δουλειά έκανε τέλος πάντων, ζουζούλευε αυτός και την ενοχλούσε, για να τον ημερέψει λοιπόν του είπε ότι μπορεί να έρθει ο αγριόγατος και να τον πάρει, του είπε κάτι σαν ότι βγαίνει τη νύχτα για να βρει να φάει, αν δεν βρει μπορεί να φάει και τα παιδιά του ακόμα, δεν έχει αισθήματα, αν του τύχει και κάνα μωρό το κάνει μια χαψιά, δεν ντηριέται. Θυμάται επακριβώς τα λόγια της. Ο αγριόγατος πηγαίνει πάντα μόνος.»

Το βασικό μοτίβο κατόπιν. Η μοναξιά των προσώπων, μοναξιά που άλλοτε είναι μια αντικειμενική συνθήκη, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει ο ήρωας (η περίπτωση του ορφανού και σακάτη Αστέριου με τον κρυφό του έρωτα) και άλλοτε πρόκειται για επιλογή σκληρή αλλά άφευκτη, αν θέλει η ηρωίδα -η Ασήμω εν προκειμένω- να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις απομακρύνοντας (από φόβο για την αυτόνομη και δυναμική της παρουσία) τους άλλους.

Δίπλα σ’ αυτούς τους δύο ήρωες όλοι οι υπόλοιποι. Κάποιοι μυθοπλαστικά δημιουργήματα και κάποιοι αληθινά πρόσωπα της ιστορίας, όπως ο εμβληματικός για την Πελοπόννησο, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, «Γκενεράλης» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

«Είχε η Ασήμω ακούσει περιγραφές του Γκενεράλη κι όταν τον είδε αμέσως τον αναγνώρισε, ήταν ανάκοντος με μάτια ευθύβολα σαν τ’ αητού, με πρόσωπο μαυριδερό, δικαίως τον λέγανε με το παρατσούκλι ‘γύφτος’.»

Ο χειρισμός των ηρώων, ώστε να αποδίδεται με αληθοφάνεια ο χαρακτήρας τους θα πρέπει να προσμετρηθεί στα θετικά της γραφής της Παγκάλου. Όπως επίσης η χρήση της γλώσσας με τα στοιχεία της ντοπιολαλιάς (στο τέλος παρατίθεται χρήσιμο γλωσσάρι), που πλάθει ακόμη πιο αληθινούς τους χαρακτήρες και μεταφέρει τον αναγνώστη σε αυθεντικό σκηνικό της εποχής. 

Αξίζει να αναφερθεί η τεχνική της γραφής της, η επιλογή της Παγκάλου να αφήσει τα ιστορικά γεγονότα μόνον ως απόηχο πίσω από τα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται, δίνοντας έτσι τον χώρο στους ήρωές της για να διεκδικήσουν την προσοχή του αναγνώστη. Ο χειρισμός αυτός -προφανώς σκόπιμος- την αποτρέπει από το δέλεαρ να γράψει ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα, που να κινείται στο προσκήνιο, και την οδηγεί να αφηγηθεί την ιστορία από την πλευρά των αφανών ηρώων της καθημερινότητας, που νιώθουν να πέφτει πάνω τους η σκιά των μεγάλων πρωταγωνιστών ταυτόχρονα με το φορτίο της προσωπικής τους ζωής, δυσβάσταχτης συχνά από το βάρος των επιλογών των μεγάλων. Εδώ, στον χώρο της μυθοπλασίας, έχουν την ευκαιρία να στρέψουν το ενδιαφέρον στο πρόσωπό τους, στη δική τους ζωή, την πενιχρή και άδεια από ανδραγαθήματα που καταγράφει η επίσημη ιστορία. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι  ο ρόλος του μυθιστοριογράφου αναβαθμίζεται σε καταγραφέα (καθόλου υποτιμητικό αυτό) της αληθινής ζωής, αυτής που κινείται στο παρασκήνιο, που όμως έχει να δείξει τις άλλες ηρωικές πράξεις, της σκληρής και δύσκολης  επιβίωσης. Σε ρόλο αφηγήτριας παραμυθιού η συγγραφέας ξετυλίγει βήμα βήμα το υλικό της (χωρισμένο σε δύο κομμάτια, «Τα Πρώτα» από το 1814 και «Τα Ώριμα» από το 1842) και καθιστά τα πρόσωπα κυρίαρχα της εικόνας που πλάθει με τη φαντασία της.



Στο προηγούμενο μυθιστόρημά της («Μου λείπεται ύπνος») η Παγκάλου είχε επιλέξει μια ανάλογη τεχνική γραφής. Παρακολουθήσαμε εκεί την προσωπική ιστορία της ηρωίδας της να μπερδεύεται με τις εξελίξεις στον ελληνικό αλλά και στον ευρύτερο χώρο, από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1978. Μας είχε μεταφέρει στη μικρή κοινωνία ενός χωριού της ορεινής Κορινθίας με τα ιστορικά γεγονότα (δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η προσφυγιά του ’22, εμφύλιος, χούντα, μεταπολίτευση) να κυλούν στο φόντο της ζωής των κατοίκων. Στην ουσία ξανά έναν υπαινιγμό της ιστορίας είχαμε, όπως κι εδώ, στον «Αγριόγατο». Πρόκειται, λοιπόν, για συνειδητή επιλογή, αναγνωρίσιμο στοιχείο της γραφής της. Ταυτόχρονα συνιστά μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του μυθιστορήματος ως είδους, με ειλικρίνεια ως προς τις προθέσεις και με σεβασμό απέναντι στις προδιαγραφές του. Αποδεικνύει την εξέλιξη μιας γραφής που προχώρησε σε δυσκολότερα λογοτεχνικά τοπία σε σχέση με το προηγούμενο μυθιστόρημα, και έδωσε ένα αποτέλεσμα σαφώς αναβαθμισμένο ως προς τη θεματική του και ως προς τις τεχνικές αφήγησης. Αξιοπρόσεκτο από κάθε άποψη.



Διώνη Δημητριάδου

"νόμιζα για τον φόβο" Διώνη Δημητριάδου, μαζί με δύο φωτογραφίες απο την ταινία "Ο Φόβος" του Ρομπέρτο Ροσελίνι, 1954







νόμιζα για τον φόβο



πως κρύβεται σε θλιβερά κι υγρά υπόγεια

πως πλένεται στων δρόμων τα ρείθρα τα λερά

πως όλα τα νυχτερινά μονάχα συντροφεύει



και σάστισα σαν είδα


να ξεχειλίζει γύρω του το φως

να ρέουν μέσα του ποτάμια ορμητικά

της κάθε μέρας το ξύπνημα να παραστέκει



τότε εννόησα το σφάλμα



φόβος – εικόνα στερεότυπη

σαν κάθε τι δοσμένο κι έτοιμο

να φτιάχνει μοναχά σελίδες λογοτεχνικές

να γράφει σε ασπρόμαυρες ταινίες νουάρ


    να τον αντέχεις




όμως



τους ίσκιους τους λευκούς

τους ολοκάθαρους

γύρω και μέσα σου

πώς να τους φορτωθείς;



Διώνη Δημητριάδου



(φωτογραφίες από την ταινία του Ρομπέρτο Ροσελίνι «Ο Φόβος», 1954)




Κυριακή 29 Απριλίου 2018

«Η ζητιάνα της οδού Ερμού» διήγημα της Αρσινόης Βήτα μαζί με δύο φωτογραφίες του Lee Jeffries


«Η ζητιάνα της οδού Ερμού»

διήγημα της Αρσινόης Βήτα
μαζί με δύο φωτογραφίες του Lee Jeffries



         Κάθε πρωί, εκεί γύρω στις οκτώ, περνούσε από τον κεντρικό δρόμο της πόλης. Μαυροφορεμένη με μια μαντήλα να σκεπάζει τα λίγα άσπρα μαλλιά. Χαρακιές ανελέητες στο πρόσωπο μα τα μάτια διατηρούσαν μιαν ευγένεια, μιαν αξιοπρέπεια απαράμιλλη. Ρόζοι στα χέρια που πρόβαλλαν μέσα από τα ξεφτισμένα μανίκια κι ένα ζευγάρι σανδάλια στα γυμνά πόδια χειμώνα καλοκαίρι. Την ίδια ώρα  καθόταν στην ίδια γωνιά κατάχαμα έξω από ένα πολυσύχναστο κατάστημα. Δίπλα της μια σακούλα από αυτές που χρησιμοποιούν τα σούπερ μάρκετ διπλωμένη και κλεισμένη σφικτά. Εκεί την έβρισκε το βράδυ λίγο πριν κλείσουν τα φώτα του καταστήματος κι αδειάσουν οι δρόμοι.

      Συχνά κάποιος έσκυβε προς το μέρος της κι άφηνε στο ροζιασμένο χέρι ένα κέρμα. Εκείνη το έκλεινε στη χούφτα της και αναζητούσε τα μάτια του. Ένα ευχαριστώ αληθινό έβγαινε από την ψυχή της και σχήμα έπαιρνε στα χείλη της με ένα αδιόρατο χαμόγελο. Άλλος της πετούσε το κέρμα, άλλοι οι περισσότεροι της έριχναν μια γρήγορη ματιά και προσπερνούσαν αδιάφοροι. Μερικοί ούτε που την έβλεπαν, σκόνταφταν πάνω της, έβριζαν μέσα από τα δόντια τους για το εμπόδιο που στάθηκε στο δρόμο τους και τους χάλασε το σταθερό βηματισμό τους. Εκείνη δεχόταν κάθε αντίδραση με ηρεμία. Δεν μιλούσε, δεν αντιδρούσε μόνο άλλαζε λίγο θέση χωρίς να σκύψει το κεφάλι. Μέσα στη νύχτα έστριβε στη γωνιά του δρόμου και χανόταν. Κανείς δεν ήξερε από πού ερχόταν, πού έμενε, ποια ήταν. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει. Κανείς! Όλοι την ήξεραν σαν ''η ζητιάνα'' της οδού Ερμού. Ο οίκτος τους είχε βρει στο πρόσωπό της την έκφρασή του. Πάνω της κατέληγαν τα κύματα της δικής τους συναισθηματικής ανεπάρκειας. Οι σκέψεις τους έκαναν κύκλο απέχθειας γύρω από τη μαυροντυμένη φιγούρα. «Μακριά από μας», «τι ωραία που έχουμε το σπιτάκι μας, τη δουλίτσα μας» και σταυροκοπιούνταν ή γύριζαν με άνεση στη μιζέρια της δικής τους ζωής, στις ανασφάλειές τους και στην ατέλειωτη αδιαφορία τους. Δεν ήξεραν, δεν ήθελαν να μάθουν κλεισμένοι στον εγωκεντρικό μικρόκοσμό τους.



        Η ζητιάνα, η άστεγη, η ακαμάτρα. Άκουγε τη φωνή τους μέσα από τα μάτια τους, μέσα από το σώμα τους, που το διαχώριζαν σαν υπαρκτή πραγματικότητα από το δικό της. Το βράδυ στη μικρή καλύβα πλάι στη θάλασσα ο αέρας που περνούσε μέσα από τα καλάμια, η αντάρα των κυμάτων, η νηνεμία, η γαλήνη άλλες φορές, εξιστορούσαν τη δική της ζωή. Τότε μετρούσε τα κέρματα ένα ένα με προσοχή να μην της παραπέσει στην άμμο κανένα. Κι έπειτα τα δίπλωνε σε ένα πολυκαιρινό μαντήλι που ξεφτισμένα πάνω του είχε δυο γράμματα ‘‘Ε.Σ’’. Πάνω σε ένα στρώμα,  που το βρήκε πεταμένο δίπλα σε έναν σκουπιδοτενεκέ και το είχε  μεταφέρει με περισσή φροντίδα στο κατάλυμά της ξεκούραζε το λιγνό σώμα. Τα όνειρα ευθύς έρχονταν μέσα από τα σφαλιστά μάτια.

      Μια αυλή με πολλά λουλούδια μέσα σε πήλινες γλάστρες και παιδιά να παίζουν κυνηγητό χαρούμενα. Να μοσχοβολά το καλομαγειρεμένο φαγητό, να ακούγονται από μακριά οι νότες οι τρυφερές μιας λατέρνας. Η μητέρα να βγαίνει στο κατώφλι του σπιτιού με την ολοκάθαρη ποδιά να βάζει το χέρι αντηλιά και να παρατηρεί ένα ένα τα παιδιά. Το κοριτσάκι με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά τα μαύρα να νιώθει το βλέμμα της και να τρέχει να την αγκαλιάζει. Σαν μικρό χελιδόνι στη φωλιά ένιωθε εκεί. Ξάφνου σύννεφα πολλά μαζεύτηκαν, τα παιδιά έτρεξαν να κρυφτούν. Σκοτείνιασε,  κι ο τρόμος πήρε κάθε χαμόγελο της μικρής αυλής. Τα λουλούδια μαράθηκαν, στέρεψε το νερό κι έμεινε μόνο ένας κρίνος όρθιος στη μεγάλη γλάστρα, εκεί που στεκόταν η μητέρα στο κατώφλι με το χέρι της το ένα στο όμορφο πρόσωπο αντηλιά.


        Το όνειρο διαλύθηκε από το φύσημα του ανέμου που δυνάμωνε παρασύροντας στο διάβα του άμμο πολλή. Η μικρή καλαμένια καλύβα έτριξε μα αντιστεκόταν στη θέλησή του να την ισοπεδώσει.  Σηκώθηκε και συμμάζεψε τα λίγα υπάρχοντα σε μια σακούλα. Η αυγή ξεκινούσε το ταξίδι της στον ουρανό κι εκείνη τώρα περπατούσε στο δρόμο.  Άνοιγε δειλά την πόρτα του πρώτου αρτοποιείου. Πήρε ένα καρβελάκι  ψωμί, πλήρωσε με τα κέρματα που είχε στο μαντήλι της και με τα λίγα που έμειναν πήγε στο διπλανό  ανθοπωλείο κι αγόρασε ένα λευκό κρίνο. Έπειτα πήρε τη θέση της έξω από το κατάστημα έχοντας δίπλα της τώρα μια πλαστική σακούλα, έναν κρίνο κι ένα καρβέλι ψωμί διπλωμένο με ένα άσπρο χαρτί. Ήταν ήδη οχτώ το πρωί.



Αρσινόη Βήτα

(οι φωτογραφίες του Lee Jeffries)

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Ἔμαθα τό μυστικό του π. Σταύρου Τρικαλιώτη και μια φωτογραφία των: Deb Young και Francisco Diaz


Ἔμαθα τό μυστικό
του π. Σταύρου Τρικαλιώτη

και  μια φωτογραφία των: Deb Young και Francisco Diaz






Ἦρθε ἡ βροχή

κι ἀπόπλυνε τόν ρύπο

τόν ἐντός μου.





Τώρα μπορῶ

μέ δροσερές ἀνταύγειες

νά σ᾽ ἀντικρύσω.





Κλαίει τό πουλί

στή σιγαλιά τῆς νύχτας

παραδομένο.





Κι ἕνα παιδί

νανουρισμένο κοιμᾶται

ἀπό τά κύματα.





Ἀνοίγω φτερά

τῆς λησμονιᾶς στολίδια

γιά νέα ζωή.





Ἔμαθα τό μυστικό

πού κρύβουνε οἱ νότες

στό πεντάγραμμο.



 π. Σταύρος Τρικαλιώτης

(Φωτογραφία: Deb Young - Francisco Diaz, The New Girl)

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

«Θαμπή πατίνα» του Γιάννη Τζανετάκη (εκδόσεις Πόλις) η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Αποδυόπτεςhttps://apodyoptes.com/2018/04/22/i-dioni-dimitriadou-grafei-gia-tin-thampi-patina-tou-gianni-tzanetaki-apo-tis-ekdoseis-polis/


 «Θαμπή πατίνα»
του Γιάννη Τζανετάκη
(εκδόσεις Πόλις)
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Αποδυόπτεςhttps://apodyoptes.com/2018/04/22/i-dioni-dimitriadou-grafei-gia-tin-thampi-patina-tou-gianni-tzanetaki-apo-tis-ekdoseis-polis/




Ψάχνοντας τον ποιητή πίσω από τα ποιήματα



Μέσα σε κάθε ποίημα

είμαι εγώ



όπως στα φιλμ ο Χίτσκοκ



Δεν είναι πάντα εύκολο να δεις την εικόνα του ποιητή να αναδύεται μέσα από τους στίχους των ποιημάτων του. Συχνά υποκρύπτεται πίσω από  τριτοπρόσωπες αναφορές ή μέσα σε ένα δεύτερο πρόσωπο που μοιάζει να συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη, ωστόσο αφορά σε απόλυτη ευθεία διαδρομή τον ίδιο τον ποιητή, που απευθύνεται στον εαυτό του σαν σε καθρέφτη. Ο Γιάννης Τζανετάκης επιλέγοντας το πρώτο πρόσωπο στα περισσότερα ποιήματά του δίνει σ’ αυτά το ήθος μιας προσωπικής κατάθεσης, με όλο το βάρος που αυτή αναπόφευκτα εμπεριέχει. Έτσι, σκηνοθετώντας το ποίημα βρίσκει τη θέση τη δική του σ’ αυτό – ένα πέρασμα μπροστά από τον φακό, μια στιγμή που διαβάζοντας αρκεί για να αναγνωρίσεις τη φωνή του, το βίωμα το προσωπικό του. Αυτός, άλλωστε, αποδεικνύεται και ο πιο ασφαλής τρόπος για τη μέθεξη του αποδέκτη της ποίησης, του αναγνώστη, στα δρώμενα του ποιήματος.

Στη «Θαμπή πατίνα» ο Τζανετάκης φέρνει στην επιφάνεια της γραφής όσα από παλιά αποθηκευμένα μέσα του επιμένουν να δηλώνουν την παρουσία τους, ακόμα κι όταν οι άνθρωποι-φορείς τους έχουν από καιρό αποχωρήσει. Τόποι και αντικείμενα, εικόνες και σκηνές, αποσπάσματα μιας ζωής. Οι φίλοι της κυριακάτικης μπάλας, οι μαθήτριες τότε, οι γονείς που επιστρέφουν σαν σκιές, τα παιδιά του αλλοτινού χρόνου.

ποια από κείνα τα

παιδάκια του εξήντα



άραγε



σήμερα να ’χουν βγει

απ’ τη σειρά



Όλα σαν σκόνη που προδίδεται στο φως έτοιμα να διαλυθούν και να χαθούν, αν δεν προλάβει η λέξη να τα αιχμαλωτίσει μέσα στο ποίημα και να τους χαρίσει έτσι νέα ζωή. Χάρτινη όμως. Αυτή η λιτή και ολιγόλογη ποίηση έχει στιγμές σπαραγμού, που δεν ξεσπά σε συναισθηματικά πληθωρικά λόγια, αλλά προτιμά (με τη σοφία που μόνον οι καλοί ποιητές κατέχουν)  την υπόκωφη κραυγή, που φθάνει πιο βαθιά στο άλγος της απώλειας.

Κάτω απ’ την πέτρα

κι απ’ το χώμα



ό,τι έχεις μείνει

σε θέλω ακόμα



Η οδυνηρή απώλεια είναι που ενώνει όλα τα ποιήματα της συλλογής, καθώς υπογραμμίζεται η βίωσή της είτε εστιάζοντας στα πρόσωπα που έφυγαν είτε στις εικόνες που άρρηκτα είχαν δεθεί μαζί τους. Κλειστοί τόποι, δωμάτια νοσοκομείου, άδεια πλέον δωμάτια σπιτιού, αλλά και δρόμοι στενοί χωμάτινοι, δρόμοι βρεγμένοι από ξαφνική μπόρα, δρόμοι που άδειασαν από αγαπημένα πρόσωπα. Επιλέγω να δώσω εδώ ολόκληρο ένα ποίημα, που θαρρώ δείχνει το ύφος της γραφής του Τζανετάκη και την επιλογή των λέξεων, ώστε να δώσουν τα πολλαπλά σημαινόμενα με το ελάχιστο του σώματός τους:

Καμιά φορά κόβεται η ταινία



-σ’ ένα φιλί απάνω

σε μια μάχη-



τα παλαμάκια ανώφελα

οι φωνές



όπως μια Κυριακή



που αργούσε η μπομπίνα

απ’ τ’ άλλο σινεμά



γιατί είχε πέσει το παιδί

απ’ το μηχανάκι



και βγήκαμε όλοι

στη βρεγμένη Αριστομένους



με τις ομπρέλες μας

περίλυποι



μισοί



ξέροντας απ’ το διάλειμμα

το τέλος



Χαμηλόφωνη η ποίηση εδώ, τονίζει τη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου, προσφέρει τη συνειδητοποίηση του τετελεσμένου γεγονότος και την επίγνωση του αναμενόμενου άφευκτου. Στο εξώφυλλο του βιβλίου  ο ισορροπιστής συνοψίζει όλο το νόημα των ποιημάτων με το εύγλωττο της εικόνας. Η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι είσαι μόνος και εκτεθειμένος στη θέα των αμέτοχων πολλών, εσύ στο σχοινί με την ποθητή λεπτή ισορροπία. Θα μπορούσε αυτός να είναι και ένας ορισμός της ποίησης. Και θα ταίριαζε πολύ στον τρόπο που ο Γιάννης Τζανετάκης αντιμετωπίζει τα ποιητικά πράγματα.



Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Για πρώτη φορά οι "Μικρές εκδόσεις" στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης




Για πρώτη φορά
οι "Μικρές εκδόσεις"
στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης


Για πρώτη φορά στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης θα βρίσκονται και οι "μικρές εκδόσεις". Ο μικρός εκδοτικός οίκος με την ποιότητα στις επιλογές, τη γνώση και την αισθητική στα βιβλία που εκδίδει. Δείτε εδώ την ενδιαφέρουσα λίστα:

Ιστορίες του Νότου, Τίνα Κουτσουμπού

Με τη μέθοδο του υλοτόμου, Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη

Βηματισμοί, Μέρη Λιόντη

Η καμπανελλόπετρα, Αναστάσης Μαδαμόπουλος

Λέξεις απόκρημνες, Διώνη Δημητριάδου

Λόγχες και θηκάρια, Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Σκόρπια και άταχτα, Δημήτρης Μπούκουρας

Σταύρος Νιάρχος, Παρήνα Δουζίνα-Στειακάκη

Τα λουτρά της κόμισσας. Βαγγέλης Γαροφάλλου

Core 'ngrato, Άννα Καράκοντη

Stay tonight, Δημήτρης Φαρής

Διάττοντες, Δημήτρης Μπούκουρας

Κάτι να μείνει, Λίνα Ρόκου

Craftbook II Ετερότητα, συλλογικό έργο

Οθόνες, Σταμάτης Πάρχας

Φιμωμένος θυμός, Γιάννα Λάμπρου

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (ν.179) του περιοδικού Οδός Πανός με αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη και στον Τίτο Πατρίκιο


Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (ν.179)
του περιοδικού Οδός Πανός
με αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη
και στον Τίτο Πατρίκιο



Από το τεύχος αυτό θα βρίσκετε και τη στήλη μου:

Διαβάζοντας τους ποιητές (μικρά κριτικά σημειώματα). Στο τεύχος αυτό κριτικά σημειώματα για τους ποιητές:

Χρήστο Διαμαντή, Αντωνίνη Σμυρίλλη, Άννα Γρίβα, Λουκία Πλυτά, Παναγιώτη Ράμμη, Δήμητρα Κουβάτα, Πάνο Ιωαννίδη, Γρηγόρη Σακαλή, Ιωάννα Βαλσαμάρα, Περσεφόνη Τζίμα, Μάρθα Παπαδοπούλου και Αναστασία Πεπέ.

Η ύλη του τεύχους:
Oδός Πανός®
εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων
έτος 37o, τχ. 179 Ιούλιος-Σεπτέµβριος 2018
ΠEPIEXOMENA
Aφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη
Επιμέλεια Γιῶργος Πετρόπουλος
3 Σωκράτης Μελισσαράτος: Η Κοινωνική διάσταση της Ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη
13 Σωκράτης Μελισσαράτος: Ο Κώστας Καρυωτάκης και η εποχή του
21 Ιάκωβος Θήρας Καραμολέγκος: Ο ερωτικός Καρυωτάκης
32 Γιῶργος Πετρόπουλος: Ἡ θάλασσα στήν ποίηση τοῦ Κώστα Καρυωτάκη
36 Ιωάννης Φατούρος: Θάνατος και μελαγχολία στο έργο του Κώστα Καρυωτάκη
44 Γιῶργος Πετρόπουλος: Τό μεταφραστικό ἔργον τοῦ Κώστα Καρυωτάκη
47 Παναγιώτης Γούτας: Σαν τάφοι τ’ αδειανά σας τα κρεβάτια
50 Διονύσης Στεργιούλας: Κώστας Καρυωτάκης: Ένας απρόσμενος διάλογος
62 Γιώργος Μεταξάς: Στον αυτόχειρα της Πρέβεζας
***
63 Βασίλης Κοντόπουλος: Εδώ Βερολίνο
***
Aφιέρωμα στον Τίτο Πατρίκιο
Επιμέλεια Ντίνος Σιώτης
68 Συνέντευξη στον Ντίνο Σιώτη / 71 Παντελής Μπουκάλας
83 Ελένη Αντωνιάδου / 93 Αναστάσης Βιστωνίτης
95 Θωμάς Μπεχλιβάνης / 105 Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου
114 Γιώργος Χουλιάρας / 117 Κωνσταντίνος Μπούρας
122 Παναγιώτης Νούτσος / 126 Γιώργος Βέης
129 Χριστίνα Ντουνιά / 136 Αλέξης Ζήρας
143 Γιώργος Χρονάς
***
144 Γιάννης Αντωνόπουλος: Μία συνομιλία με τον Δήμο Μούτση
153 Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης: Τρία ποιήματα της αφροαμερικανίδας Georgia Douglas Johnson
157 Bασίλης Kοντόπουλος: Berlinale
162 Στέλλα Πριόβολου: Η γλώσσα στη ζωή μας
186 Αθήναιος Φιλίππου: Ο βίος του αγαπημένου μας παππού
191 Μπάμπης Ιμβρίδης: 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
199 Βιβλία. Γράφουν οι: Γιώργος Χρονάς, Αλέξανδρος Παν. Στεργιόπουλος, Κωνσταντίνος Μπούρας,
Στέλλα Πριόβολου, Φίλιππος Φιλίππου, Διώνη Δημητριάδου
208 Λέλη Μπέη: Γέννεση
214 Θέατρο. Γράφουν οι: Γιώργος Παπαγιανάκης, Κωνσταντίνος Μπούρας, Αθανάσιος Βαβλίδας
222 Παναγιώτης Θ. Μαυρίδης: Το τελευταίο μιάου
223 Γιώργος Ζώταλης: Ποντικοφάρμακα
224 Δευτέρα

Με τη Μέθοδο του Υλοτόμου ποιητική συλλογή της Γιώτας Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη από τις μικρές εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/me-ti-methodo-tou-ylotomou/


Με τη Μέθοδο του Υλοτόμου
ποιητική συλλογή
της  Γιώτας Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη
από τις μικρές εκδόσεις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/me-ti-methodo-tou-ylotomou/




μια πεινασμένη θλίψη όλα μας τα ποιήματα

Πώς γράφεται η ποίηση; Κι ας φαίνεται εύκολη στην απάντησή της η ερώτηση, δεν είναι. Κάποιοι θα πουν πως απαιτεί το χάρισμα εκείνο που μετουσιώνει τη σκέψη σε λέξεις· κι άλλοι θα κόπτονται για τα πολλά διαβάσματά τους που κάποτε τους έκαναν τη χάρη να τους μετατρέψουν εν μία νυκτί σε ποιητές. Όσοι ξέρουν σιωπούν μπροστά στη σκέψη που δεν τολμά να προχωρήσει πιο βαθιά. Αλίμονο! Η θλίψη η πεινασμένη (η εύστοχη συνύπαρξη των δύο λέξεων) είναι που παρακινεί τη γραφή αυτή. Γιατί ούτε από μόνη της η θλίψη είναι αρκετή, μα ούτε και η πείνα· όταν οι δύο αυτές εσώτερες συνθήκες συναντηθούν σε άρρηκτη (και συνεχώς ανατροφοδοτούμενη σχέση), τότε το έδαφος είναι έτοιμο να δεχθεί τη δημιουργία του ποιήματος – και πάλι χωρίς την απόλυτη βεβαιότητα του επιθυμητού αποτελέσματος. Πάντα στη θεώρηση μιας πιθανότητας βρίσκεται ο ποιητής· θα δέσει ο λόγος του με τη θλίψη του; Και είναι αυτή η ανασφάλεια που θα τον κατέχει κάθε φορά που θα μοιράζεται τα ποιήματά του με τον ξένο και απόμακρο αποδέκτη. Και θα θλίβεται αναπόφευκτα, κάθε φορά που θα ακούει την άλλη ερμηνεία, την εσωτερίκευση από τους άλλους της δικής του αφορμής που γέννησε το ποίημα. Ο αλλότριος πόνος είθισται να συντροφεύει τα δικά του ποιήματα προσανατολίζοντάς τα σε άλλη ανοίκεια κατεύθυνση. Το τίμημα της κοινοποίησης. Γνωρίζοντας απολύτως το μέγεθος του εγχειρήματος να ερμηνεύσει κανείς  όχι απλώς την ποίηση αλλά τον ξένο πόνο, προχωρώ σε μια ανάγνωση που μόνον ως προσωπική μπορεί να εκληφθεί.

Η ποίηση της Γιώτας επικοινωνεί μαζί μας μόνο στο πρώτο ενικό πρόσωπο, ακόμα κι όταν συναντάμε στα ποιήματά της εδώ κι εκεί κάποιο δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο – δεν μας ξεγελά η αποστασιοποίηση. Πάλι ένα «εγώ» αναδύεται στο φόντο. Η προσωπική της έτσι κατάθεση έχει τον χαρακτήρα μιας φωνής που εισέρχεται στο κάθε ποίημα με σκοπό να ακουστεί πρώτα από την ίδια, να την πείσει πως μια θλίψη εσωτερική ακόμα ζει και (διαρκώς πεινασμένη) θεριεύει ζητώντας τη λύτρωση μέσα από τη γραφή. Σ’ αυτό το τοπίο εισέρχεται και ο αναγνώστης ακολουθώντας τα βήματα των ποιημάτων. Η ποιήτρια δίνει και τη μέθοδο, του υλοτόμου, όπως θα τιτλοφορήσει και ένα ποίημά της και ολόκληρη τη συλλογή της. Και η ίδια στο οπισθόφυλλο θα διευκρινίσει:

Ο υλοτόμος:

Τον χρειάζεται το δάσος για να αναπνεύσει. Ρίχνεται στους κινδύνους των δυνατών ανέμων και παλεύει σε αντίξοες συνθήκες, εκτεθειμένος στην ύπαιθρο και στην απομόνωση. Αντιτάσσει δεξιότητες, μηχανικά μέσα, προσοχή και ψυχραιμία. Έχουν ανάγκη το τσεκούρι του οι συνάνθρωποί του.



Και να πώς εδώ ξεκάθαρα διαφαίνεται και ο ρόλος του ποιητή, στη διττή του υπόσταση: να έχει να αντιπαλέψει με τους δικούς του δαίμονες (σφοδρά απαιτητικούς και πεινασμένους για   πολλαπλασιασμό του πόνου και του πένθους) και ταυτόχρονα να νιώθει τη συνθήκη της αναπόφευκτης επικοινωνίας με όποιον θα θελήσει να εισέλθει στο δάσος των πελεκημένων δέντρων. Είναι ο μηχανισμός της λήθης που πελεκάει τα οδυνηρά κλαδιά που ζώνουν τον μέσα κόσμο, μήπως κι έτσι βρει τον δρόμο να συνεχίσει η ζωή, απτόητη θαρρείς από τα χτυπήματα της μοίρας. Είναι ταυτόχρονα η θλίψη που εγκαταβιοί στα απύθμενα του νου κι όλο ζητάει νέα τροφή για να μη σωθεί το δικό της το καντήλι ποτέ. Σ’ αυτό το τοπίο έρχεται το ποίημα να μιλήσει, κι όλο κραυγάζει να δούμε πίσω από τις λέξεις τον πόνο που το γέννησε.

Μας μέμφονται

για νοητικές ακροβασίες,

γιατί συχνά ο χρόνος μας

είναι πηγή αγωνίας

κι αποζητούμε να ραντιστούμε

με τη δροσιά της λήθης.

Θανατώνουμε τα κλαδιά του πόνου

περιχαράσσοντας τον θεριεμένο κορμό του

για να διακόψουμε την τροφοδοσία του.

Οι ελπίδες μας δεν καίγονται.

Ανοίγουμε, βλέπεις, ζώνες πυρασφάλειας

στο δάσος του μυαλού μας,

πλήθος ηλιαχτίδες χωρίς διαβατήριο

φτάνουν στις ρίζες μας.

Τις βαφτίζουμε «μηχανισμούς απώθησης».

Ανασαίνουμε!



Η ποίηση της Γιώτας ακροβατεί με μια λεπτή και επίφοβη ισορροπία ανάμεσα στη μέσα θλίψη -που ολοένα βαθαίνει και εδραιώνεται- και στη φωνή της ζωής που καλεί για μια σωτήρια λήθη. Μπαινοβγαίνει στους αρχαίους μύθους, φοράει τα προσωπεία των μυθικών πλασμάτων και μιλά με τη φωνή τους βρίσκοντας στη δική τους σοφία μια ομοιότητα ιαματική – για όσο αντέξει η φαρμακευτική δράση· άλλωστε γνωστή η καβαφική ρήση για το λιγοστό της ίασης,  ωστόσο επιθυμητής μέσα στην τραγικότητά της.

[…]

Οι χοροί του Φοίβου και του Βάκχου,

σαν υπάρχουν μέσα μας,

τροφοδοτούν τη σκέψη της μέρας μας:

Με φρυκτωρίες ανάβουν

το αναίτιο για τους άλλους

χαμόγελο της μέρας,

που παίρνει αμέσως θέση

στον κύκλο του νυχτερινού χορού.




Στο σημείο αυτό ίσως εγείρεται ένα ερώτημα: μια τόσο προσωπική στα χαρακτηριστικά της ποίηση ποια απήχηση μπορεί να έχει στον αποδέκτη της; Είναι που καλά κρατεί και η ιδεολογικά φορτισμένη θέση για τον κοινωνικό χαρακτήρα που δυνάμει καταξιώνει την ποίηση. Είναι και η εσωστρέφεια συχνά των ποιητών να αποτυπώνουν ένα μοναχικό ποιητικό υποκείμενο μέσα στους στίχους τους, που αδυνατεί να επικοινωνήσει με ό,τι βρίσκεται πιο έξω από τον στενό τους μικρόκοσμο. Απέναντι σε μια ανάλογη πραγματικότητα τι έχει να αντιπροτείνει μια ποίηση όπως αυτή που εδώ εξετάζεται απορρίπτοντας τον εγωκεντρισμό και την περιθωριοποίηση, ατοπήματα για τα οποία ελέγχεται ο ποιητής; Παραθέτω εδώ την εν συντομία και εν είδει ποιήματος Ποιητική της ποιήτριας:

Ποίηση:

Απόδοση τιμών στα ανθρώπινα πάθη.

Ακάνθινος σταυρός που προχωρά τα βάσανα του κόσμου.

Οι ανοιχτές αγκαλιές μιας μάνας για όλα τα παιδιά της.

Η διαμαρτυρία του Άδη για την ερήμωση του βασιλείου του.

Μια πεινασμένη θλίψη όλα μας τα ποιήματα.



Με τον τρόπο αυτό ενώνεται η μοναχή (από τη φύση της) φωνή του ποιητή με το δράμα του ανθρώπου· έτσι ο αποδέκτης κοινωνεί τη θέαση του κόσμου από την προνομιούχο θέση του ποιητή· το ένα ποίημα μεγαλώνει τη θλίψη του για να χωρέσει τη θλίψη και την κραυγή όλου του κόσμου. Μόνο που για να λειτουργήσει έτσι η ποίηση, πρέπει να είναι η φωνή της ειλικρινής, να πηγάζει η αφορμή της από την αυθεντική ανάγκη μετουσίωσης του πάθους σε λόγο. Το ποίημα δεν γράφεται με γνώσεις στιχουργικής· αυτή θα χρειαστεί για να κερδηθεί ο ρυθμός, να μη χαθεί η αρμονία. Ωστόσο, η αληθινή της ουσία βρίσκεται στη βίωση των στιγμών του χρόνου που παρήλθε, στη συσσώρευση της πείρας από μια ζωή που πασχίζει να ιστορηθεί, γιατί αλλιώς πεθαίνει. Πώς, λοιπόν, να απαντηθεί αλλιώς το αρχικό ερώτημα αυτού του σημειώματος; Μια πεινασμένη θλίψη είναι που κρατά τη γραφίδα και έτσι μόνο γράφονται τα αληθινά ποιήματα. Η ποιήτρια εδώ μας το έδειξε με τον πλέον εύγλωττο τρόπο.

Κοιτάζω τα πουλιά στο πέταγμά τους στο υπέροχο εξώφυλλο της Δήμητρας Κουλούρη.
Γλάροι που έχασαν το θαλασσινό τοπίο και βρέθηκαν στο σκοτεινό δάσος, τρομαγμένα από τον ήχο των υλοτόμων. Ζυγίζουν τα φτερά τους και μοιάζει αυτό το ζύγισμα με μια στροφή της Μοίρας, όπως η Άτροπος αιφνιδιαστικά αποφασίζει για το νήμα της ζωής. Μια συνομιλία με τα ενδότερα του βιβλίου.



Διώνη Δημητριάδου

Πώς μεταφέρεται στη σκηνή το πάθος μιας ζωής (για την παράσταση «Η Ευθαλία του Γαλατά») Ένα έργο στηριγμένο στο αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη "Φαχισέ Τσίκα", σε σκηνοθεσία της Ρέινας Εσκενάζυ και σε διασκευή της Νικολέττας Βλαβιανού, η οποία και πρωταγωνιστεί.


Πώς μεταφέρεται στη σκηνή
το πάθος μιας ζωής

(για την παράσταση «Η Ευθαλία του Γαλατά»)
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/i-eythalia-tou-galata/

Ένα έργο στηριγμένο στο αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη "Φαχισέ Τσίκα", σε σκηνοθεσία της Ρέινας Εσκενάζυ και σε διασκευή της Νικολέττας Βλαβιανού, η οποία και πρωταγωνιστεί.





Το στοίχημα για τον συγγραφέα, που καταγίνεται με την καταγραφή της αληθινής ζωής, είναι αν θα καταφέρει να αποδώσει με τον γραπτό λόγο όχι μόνον τα γεγονότα, τα στοιχεία που συγκροτούν μια  αφήγηση που να διαβάζεται σχεδόν σαν απτή πραγματικότητα, αλλά αν θα ακουστεί πίσω από τις λέξεις η κραυγή μιας παλλόμενης  από απόγνωση φωνής. Ως προς αυτό μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Θωμάς Κοροβίνης στο αφήγημά του «Φαχισέ τσίκα» έχει την απόλυτη επιτυχία.
Η φωνή της Ευθαλίας περνάει μέσα από τη δική του καταγραφή της αληθινής της ζωής, όπως την άκουσε ως προφορική μαρτυρία. Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς· ο Κοροβίνης έχει το χάρισμα να μεταφέρει με μια έξοχη αφηγηματική φωνή τους ζωντανούς χαρακτήρες του, κι έτσι να τους χαρίζει την αιωνιότητα μιας δεύτερης ζωής, λογοτεχνικής.

Ένα δεύτερο στοίχημα έχουμε από τη στιγμή που ένα τέτοιο βιβλίο μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή. Ο ήχος της φωνής αλλάζει δυνητικά μορφή, όπως κατ’ αναλογία θα γινόταν και σε μία κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας. Άλλοι οι κανόνες σε ένα χώρο, όπου κυρίαρχη καθίσταται η εικόνα, η κίνηση, η σκηνική παρουσία των προσώπων. Συχνά κινδυνεύει να χαθεί ο λόγος στον βωμό της εικόνας. Στην περίπτωση της μετατροπής της «Φαχισέ τσίκα» σε «Ευθαλία του Γαλατά» έχουμε την αρχική φωνή να περνάει στο θεατρικό σανίδι διατηρώντας την αυθεντικότητα που διέσωσε και όταν μεταφέρθηκε στον γραπτό λόγο. Το κύριο χαρακτηριστικό της παράστασης είναι η γνησιότητα της κραυγής που η ώριμη Ευθαλία βάζει στην αφήγησή της· παρακολουθείς την παράσταση και είναι σαν να διαβάζεις το βιβλίο με τη φαντασία σου. Αναπόφευκτα, αν πιάσεις πάλι στα χέρια σου το βιβλίο για μια δεύτερη ανάγνωση, θα έχεις στη σκέψη σου τις θεατρικές εικόνες. Ας θεωρηθεί, φυσικά, αυτό εμπλουτισμός του λόγου με εικόνα και αντιστρόφως.


Ακούμε τον  μονόλογο της Ευθαλίας, της ώριμης πόρνης που έζησε από τα παιδικά της χρόνια την ορφάνια, τον κατατρεγμό και τον εξευτελισμό. Παρακολουθούμε τη ζωή της από τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου σε μια παράλληλη πορεία με αυτήν του Ελληνισμού, με σκηνές που έγραψαν μέσα της βαθιά και την ωρίμασαν από πολύ νωρίς. Μια ζωή πλούσια σε ένταση και εμπειρίες, που σπάνια της χαμογέλασε και την παρέσυρε σε όνειρα που δεν έμελλαν να πραγματοποιηθούν. Κατέληξε στα μπορντέλα του Γαλατά, στην Κωνσταντινούπολη με βαλίτσες γεμάτες από μνήμες, φωτογραφίες και ανεπίδοτα γράμματα σε έναν αγαπητικό που την πρόδωσε. Με ένα νυφικό που δεν επρόκειτο ποτέ να φορέσει, σε ένα γάμο που ποτέ δεν επρόκειτο να γίνει. Μια ματαίωση η ζωή της όλη.

Η θεατρική διασκευή που επιμελήθηκε η Νικολέττα Βλαβιανού και η ευφυής σκηνοθεσία της έμπειρης
Ρέινας Εσκενάζυ λειτούργησαν ώστε οι εικόνες που εμπεριέχονται στην αφήγηση της Ευθαλίας να μεταφερθούν σαν εμβόλιμα στοιχεία (ήχου και κίνησης), που όχι μόνο δεν διακόπτουν τη ροή ενός χειμαρρώδους λόγου αλλά τον χρωματίζουν με τρόπο ώστε να αποκτά ο θεατρικός μονόλογος μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωντάνια. Έτσι γίνεται, για παράδειγμα, έστω και για λίγο, να μεταφερθεί το μοναχικό σκηνικό του μονολόγου σε ένα πολύβουο καμπαρέ. Να σημειωθεί εδώ η εξαιρετική συμβολή των συντελεστών στο τραγούδι και στην κίνηση, όλων αυτών που δίνουν την ψευδαίσθηση (απαραίτητη σε μια  σκηνική παράσταση) του πολυπρόσωπου τοπίου.


Ο ρόλος της Ευθαλίας ερμηνευμένος από τη Βλαβιανού προσφέρει ευχάριστη έκπληξη στον θεατή. Πληθωρική σκηνική παρουσία, λόγος χρωματισμένος κατάλληλα σε κάθε γύρισμα της αφήγησης να μεταπηδά από το υπόκωφο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό σε μια γνήσια τραγικότητα, που μόνον η καλή υποκριτική μπορεί να δώσει μεταφέροντας ταυτόχρονα τον θεατή στους χώρους της πολυτάραχης ζωής της – τους εξωτερικούς της δράσης αλλά και τους εσωτερικούς της ψυχής της.

Μας αρέσουν τα στοιχήματα που κερδίζονται στο όνομα της ποιότητας. Μια παράσταση που αξίζει να την παρακολουθήσει αυτός που αγαπά τα βιβλία και το θέατρο και δεν φοβάται τις εκπλήξεις.

Οι συντελεστές της παράστασης:

Κείμενο και μουσική επιμέλεια: Θωμάς Κοροβίνης. Σκηνοθεσία: Ρέινα Εσκενάζυ. Θεατρική διασκευή: Νικολέττα Βλαβιανού. Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδρομάχη Παπαδοπούλου. Σκηνικός χώρος: Αναστασία Αμβράζη. Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Κοστούμια: (σχεδιασμός - εκτέλεση) Δάφνη Τσακώτα. Κινησιολογία - Χορογραφία: Μόνικα Κολοκοτρώνη. Στον ρόλο της Ευθαλίας η Νικολέττα Βλαβιανού. Αφήγηση, μουσική και τραγούδι: Ελένη Καρβέλη, Ελεάννα Φινοκαλιώτη


Οι παραστάσεις κάθε Τετάρτη (στις 8 μ.μ.) και κάθε Πέμπτη (στις 9 μ.μ.) στο θέατρο Γκλόρια Μικρό, Ιπποκράτους 7, από τις 18 Απριλίου έως τις 31 Μαΐου.



Διώνη Δημητριάδου