Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Για τα «Αιρετικά Παραμύθια» της Άι Ογκάουα (εκδόσεις Βακχικόν) γράφει η Μαρία Τοπάλη Η πρώτη δημοσίευση στην Καθημερινή της Κυριακής (17-8-2020)


Για τα «Αιρετικά Παραμύθια» της Άι Ογκάουα 
(εκδόσεις Βακχικόν)
γράφει η Μαρία Τοπάλη
Η πρώτη δημοσίευση στην Καθημερινή της Κυριακής (17-8-2020)
ΑΪ ΟΓΚΑΟΥΑ
Τα αιρετικά παραμύθια
Ανθολόγιο ποιημάτων
Ανθολόγηση - Μετάφραση: 
Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου
εκδ. Βακχικόν





Ποίηση των φτωχών, των κολασμένων, των αδιάγνωστων




Κόρη μητέρας αφρικανικής καταγωγής και βιολογικό παιδί ενός Ιάπωνα (τον οποίο δεν φαίνεται να γνώρισε ποτέ), με καταγωγή την οποία η ίδια μυθολογούσε ως πολυεθνική - πολυφυλετική, η Αμερικανίδα Αϊ Ογκάουα ή απλώς «Αϊ» (1947-2010) αποτελεί μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση στην παγκόσμια ποίηση. Αν η υπερβολή, η θραύση των ηθικών και συναισθηματικών ορίων, η ακραία πρόκληση δεν σας ασκούν έλξη, τότε η ιδιότυπη ποιήτρια δεν θα αποτελέσει κατάλληλο ανάγνωσμα. Υπάρχει, όμως, στ’ αλήθεια κανείς που, έστω και ανομολόγητα, δεν κρυφοκοιτάζει με την άκρη του ματιού του προς την κόλαση, ιδίως όταν η θέασή της προσφέρεται ανώδυνα, στην οικονομική συσκευασία ενός ποιήματος;

Δολοφόνοι και αιμομείκτες, παιδεραστές και βιαστές, αποξενωμένοι εραστές που ανήκουν στα εξαθλιωμένα κατώτερα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά μαζί και κάποιες διασημότητες με τραγική μοίρα, που συμπληρώνουν το άλλο μισό του (αμερικανικού) μύθου, πρωταγωνιστούν σε πρώτο πρόσωπο στα ποιήματά της. «Αισθάνομαι ότι ο δραματικός μονόλογος ήταν η φόρμα στην οποία γεννήθηκα για να γράφω και την αγαπώ τόσο παθιασμένα, ή ίσως πιο παθιασμένα, από όσο αγάπησα ποτέ μου άνδρα», έλεγε η ποιήτρια.

Η περιδιάβαση στο έργο της στην υπό συζήτηση εκτενή ανθολογία, με περισσότερα από 50 ποιήματα από όλο το χρονικό φάσμα των δημοσιεύσεών της (ξεκινώντας από τη συλλογή «Σκληρότητα» (1973) και φθάνοντας στο εύγλωττο «Δεν παραδίνομαι» (2010), που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον), δικαιώνει τούτο το εκφρασμένο πάθος. Ανάμεσα στους «καταραμένους» πρωταγωνιστές της ξεχωρίζει ο ινδιάνικης καταγωγής πεζοναύτης Αϊρα Χέιζ, γνωστός από τη «στημένη» φωτογραφία κατά τη μάχη του Ιβο Τζίμα ανάμεσα σε Αμερικανούς και Ιάπωνες, που πέθανε από το αλκοόλ και την κατάθλιψη. Η Αϊ του αφιερώνει το ποίημα «Δεν μπορώ να πάρω μπρος», κλείνοντας με στίχους γενικής εφαρμογής σε πολλούς από τους αδιέξοδους ήρωες των ποιημάτων της: «Περνάω το τζιν και τις δικαιολογίες από το χέρι στο στόμα,/ αλλά είμαι εγώ. Είμαι εγώ./ Είμαι η μόνη βρόμικη συνήθεια/ που δεν μπορώ να κόψω».

Στο τελευταίο ποίημα («Το χρονικό του καρκίνου») το ποιητικό εγώ μοιάζει να ταυτίζεται με το πραγματικό, διαβαίνοντας ηθελημένα τις πύλες του μαρτυρίου. Η αφηγήτρια περιγράφει τον θάνατό της από καρκίνο, του οποίου αρνήθηκε τη διάγνωση και την ιατρική αντιμετώπιση. Τα βιογραφικά σημειώματα της Αϊ κάνουν λόγο για θάνατο από τις επιπτώσεις ενός καρκίνου που δεν διαγνώσθηκε.

Από τα έργα του Μπρεχτ μέχρι το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» του Σαββόπουλου γνωρίζουμε πως όταν τα «αποβράσματα» της κοινωνίας παίρνουν τον λόγο, η καθαρτική λειτουργία της τέχνης είναι (τουλάχιστον) διπλή. Αφενός, στοιχειοθετείται αντικειμενικά μια έμμεση ή άμεση καταγγελία των κοινωνικών συνθηκών που τα γεννά. Αφετέρου, απονέμεται υποκειμενικά, στον καθένα μας, το μερίδιο των σκοτεινών ταυτίσεων που του αναλογεί, για να ανακουφίσει την ψυχή του. Αλλά, βέβαια, καμία από τις λειτουργίες αυτές της τέχνης δεν δικαιώνεται απλώς και μόνο επειδή καταγγέλλει ή επειδή αποφορτίζει το ανθρώπινο σκότος. Χρειάζεται –θα ακουστεί περίεργο ή οξύμωρο– ομορφιά: καλλιτεχνική ομορφιά. Μονάχα έτσι η τέχνη, εν προκειμένω η ποιητική, δικαιώνεται.

Η Αϊ βραβευμένη ποιήτρια έχει την ομορφιά με το μέρος της ακόμη και όταν πραγματεύεται αποτρόπαια θέματα. Η ομορφιά του δραματικού μονολόγου της δημιουργείται με ελάχιστες λέξεις. Και ιδού: ατμόσφαιρα, χαρακτήρες, κορύφωση! Οι αναγνώστες του Καβάφη θα αναγνωρίσουν εύκολα την τεχνική. Ενας στοιχειώδης υπομνηματισμός θα βοηθούσε την αναγνώστρια/τον αναγνώστη να παρακολουθήσει με λιγότερα ερωτήματα αυτά τα υψηλής θερμοκρασίας ποιήματα.

Μαρία Τοπάλη

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Δύο ποιήματα του Κώστα Μοναστήρα


Δύο ποιήματα
του Κώστα Μοναστήρα



 Καιόμενος έλατος

Τον έτρωγε η φωτιά
Καιόμενος μεγάλος
Πέρασε πάνω του
το (αερο)πλάνο,
του ’ριξε θάλασσα
Τον έκαψε τ’ αλάτι
Καιόμενος δίχως
μια φλόγα
στα σωθικά του
να τον κάμει στάχτη
Αλλά έσβησε όρθιος
Τι να μολογάς τώρα…
Ποιο είναι το καλύτερο;

Δυο μικροί
λαγοί  
στη ρίζα του,
αντρόγυνο,
έγιναν στιφάδο
απ’ τη φωτιά,
το μπόλικο αλάτι
και τ’ αγριοκρέμμυδα˙
αυτά που τα βάζουνε στην (ξύλινη, την ελάτινη)
πόρτα,
την πρωτοχρονιά,
για καλή τύχη
οι ταγοί…





Το κόψιμο
Να ’κοβα μόνο τα βουνά
Ν’  ανέβαινα στα πλάγια
Να ’χω τον ήλιο γκαρδιακό
και το ελάτι φίλο
Να στάλιαζα στον ίσκιο του,
φίλος που με προσέχει
Και να ’ρθει
ύστερα η βραδιά
τον έλατο να κόψω
Να κάψω τα κλωνάρια του
στις φλόγες να τον δώσω
Να μου ζεστάνει το νερό
με τη φωτιά να λούσω,
να λούσω το κορμάκι μου,
γιατ’ έχ’ απάνω γλέντι
Εβγήκε η Πούλια ζωντανή
κι θέλω να την φτάσω
—πρωί να ξεπουλιάσω
Σαν  έβγω απ' την αγκάλη της
στον ήλιο να φωλιάσω
—τον ήλιο πώς να κόψω;—,
γιατί έχει στάχτες καταγής
κι ο έλατος με καίει.


Ο Κώστας Μοναστήρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Πατήσια, προλαβαίνοντας τις τελευταίες αλάνες. Εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι μαθητές του έχουν εκθέσει τα καλούδια του μυαλού τους πολλές φορές. Αυτή είναι η πρώτη δική του έκθεση στο κοινό (το όφειλε στους μικρούς γραφιάδες). Οφείλει, επίσης, πολλά στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και στους ανθρώπους του που τον δίδαξαν και τον υποστήριξαν.
Έργα:
Υέτιος στίχος, Έναστρον, 2018
Ηλιοτριβείο, LIBRON Εκδοτική, 2016


Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Χαμένη Εδέμ του Γρηγόρη Σακαλή (φωτογραφία: Γουόρεν Ρίτσαρντσον, "Ελπίδα για μια νέα ζωή")


Χαμένη Εδέμ

του Γρηγόρη Σακαλή

(φωτογραφία: Γουόρεν Ρίτσαρντσον, "Ελπίδα για μια νέα ζωή")




Σ’ ένα επίγειο παράδεισο
μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν
άμα εκλείψει η απληστία
και επικρατήσει η ολιγάρκεια
τα αγαθά φτάνουν για όλους
και περισσεύουν
όμως το μάτι του ανθρώπου
δεν χορταίνει
το χέρι που αρπάζει
δεν κουράζεται
η συκοφαντία κι η αδικία
καταστρέφουν ζωές
κι έτσι οι λίγοι
παίρνουν τα πολλά
η φτώχεια και η πείνα
είναι η μοίρα των λαών
παιδιά αρρωσταίνουν και πεθαίνουν
όταν οι πλούσιες χώρες
καταστρέφουν αγαθά
για να μη πέσουν οι τιμές.

Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» και «Θαμμένος στην Άμμο», από τις εκδόσεις Πλανόδιον, τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars και τις συλλογές «Κυτίο κρυφών ονείρων» και «Άχρονη μετάβαση» από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» κυκλοφορεί σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.



Κυκλοφoρεί το περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 188 ‛Oδός Πανός® εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων έτος 39o, τχ. 188, Οκτώβριος-Δεκέµβριος 2020


Κυκλοφoρεί το περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 188
‛Oδός Πανός®
εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων
έτος 39o, τχ. 188, Οκτώβριος-Δεκέµβριος 2020



ΠEPIEXOMENA

Σελίδες για την
Κάρεν Μπλίξεν
Επιμέλεια Εύα Στάμου
3 Εύα Στάμου: Κάρεν Μπλίξεν, φωτοσκιάσεις της ζωής και του έργου της
12 Έφη Φρυδά: «Θα σε αναγνωρίσω από τη μάσκα που φοράς» Κάρεν Μπλίξεν (1885-1962)
18 Κλεοπάτρα Λυμπέρη: Η γιορτή της Μπαμπέτ: Αναζητώντας το «πνευματικό» (Κάρεν Μπλίξεν - Γκράμπιελ Άξελ)
27 Σωτήρης Σουλιώτης: Η διαχρονικότητα της Κάρεν Μπλίξεν
31 Δημήτρης Ι. Καραμβάλης: Η περίπτωση Κάρεν Μπλίξεν

***
38 Αντώνης Διαμαντής: Κείμενο του Ευγένιο Μπάρμπα
41 Ανδρέας Λαμπέτης: Αποχαιρετισμός στην Ασπασία Παπαθανασίου
42 Βασίλης Κοντόπουλος: Εδώ Βερολίνο
46 Μάρκος Φ. Δραγούμης: Σημειώσεις ενός μελομανούς
50 Σίμος Ιωσηφίδης: Ο ΝΤΙΣΤΕΓΚΕ(Σ) ΑΣΤΟΣ. Δύο λόγια για τον Κώστα Μπέζο (1905-1943)
58 Μάριος Π. Μπέγζος: Κώστας Ταχτσής: Ένθεος Άθρησκος συγγραφέας
63 Άννα Πετροπούλου: Θάλαμοι ίασης
64 Θανάσης Θ. Νιάρχος: Σελίδες ημερολογίου
69 Αντώνης Χατζημωυσής: Τέσσερα ποιήματα
70 Γιώργος Κανόνης: Ενσυναίσθηση
72 Πολύνα Γ. Μπανά: Σκηνές από έναν ακόμη γάμο
74 Τάσος Α. Γκέκας: Ο Καλλιεργημένος νέος εν καιρώ πανδημίας
80 Τάσος Α. Γκέκας: Ψυχοπομπός
82 Τάσος Α. Γκέκας: ΠΙΒΟΤ
83 Τάσος Α. Γκέκας: Τι ακριβώς φοβάμαι
83 Από τις εφημερίδες
84 Αλέξανδρος Π. Στεργιόπουλος: Συνέντευξη από τον Τηλέμαχο Μουδατσάκι. Η ερμηνεία είναι μεγάλο στοίχημα
89 Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης: Ανθρώπινα βάσανα και πόνοι. Αρμονία και σύγκλιση Άρθουρ Σοπενχάουερ και Άλφρεντ Κούμπιν
94 Βαγγέλης Αλεξόπουλος – Διώνη Δημητριάδου: Ένα ποίημα της Αμερικανίδας Ai Ogawa (1947-2010) σε πρώτη δημοσίευση στην ελληνική γλώσσα
98 Κώστας Θ. Ριζάκης: η πλέον γριφώδης αρπαγή
100 Στέλλα Πριόβολου: Φυσική απόσταση από τους συνανθρώπους μας, εγγύτητα στις ψυχές μας
102 Από τις εφημερίδες
103 Γιάννης Πανούσης: Το αστυνομικό μυθιστόρημα: θεραπεία ψυχής ή ηθικολογία πράξεων;
122 Μπάμπης Ιμβρίδης: 22o – διαδικτυακό – Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

132 Βιβλία. Γράφουν οι: Διώνη Δημητριάδου, Αλέξανδρος Παν. Στεργιόπουλος, Θανάσης Θ. Νιάρχος, Δημήτρης Λαζάρου, Γιάννης Σ. Καργάκος, Κωνσταντίνος Μπούρας, Νόνη Σταματέλου, Ευσταθία Δήμου, Αντρέας Πολυκάρπου, Μαρία Σγουρίδου, Γιώργος Χρονάς
170 Τα βιβλία μας, του 2019-2020
184 Γιώργος Ζώταλης: Ποντικοφάρμακα
186 Σόνια Ζαχαράτου: Μια επιστολή.
188 Παναγιώτης Κάλκος: Το Ποτήρι του Κυρίου
189 Δευτέρα
190 Τα 4 τεύχη μας του 2020 – 185, 186, 187, 188

Υπάρχει στα βιβλιοπωλεία:
Πολιτεία
Ιανός (Αθήνα, Θεσσαλονίκη)
Πρωτοπορία (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα)
Πατάκης
Αχιλλέας Σίμος
Ελευθέριος Τζανακάκης
Κέντρο του Bιβλίου (Θεσσαλονίκη)
Μαλλιάρης (Θεσσαλονίκη)
Κεντρί (Θεσσαλονίκη)
Βιβλιοπωλείο Οδός Πανός, Διδότου 39 και Ιπποκράτους
106 80 Αθήνα, τηλ 2103616782
e-mail: chronas@otenet.gr
και όπου ζητηθεί με αντικαταβολή.
Διανομή του περιοδικού Οδός Πανός, σε μία εβδομάδα, μόνο στην Αττική από το ΑΡΓΟΣ Α.Ε.
στους κεντρικούς πάγκους εφημερίδων.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Δύο ανέκδοτα ποιήματα της Πολύνας Μπανά μαζί με δύο φωτογραφίες του Alessio Mamo


Δύο ανέκδοτα ποιήματα της Πολύνας Μπανά
 μαζί με δύο φωτογραφίες του Alessio Mamo


Απαγόρευση κυκλοφοράς ελέω κορωνοϊού 
(20 Μέρες μετά)

Μόλις ξεμύτισα,

η πόλη μου (;),
άδεια και γυμνή απ’ τους ανθρώπους της,
βίαια με χτύπησε στο πρόσωπο,
με την αναφυόμενη ασχήμιά της.

Όργιο αντιπαροχής
(και "αρπαχτής")
του ’60,
μαρκαρισμένη ανεξίτηλα
από τους φτωχοδιάβολους-εργολάβους της,
φαντάζει, πλέον, ό,τι και πάντοτε ήταν:
πρόχειρα στημένο σκηνικό
με κτίρια κακοφορμισμένα,
ριγμένα πλάι πλάι,
που ασφυκτιούν,
όπως ακριβώς οι ζωές όσων τη διαβιούν.

Τώρα, καθώς τα μάγια λύθηκαν
κι αποκαλύφθηκε η αλήθεια,
πείτε μου, βρείτε μου,

-έστω και με τη μορφή οδηγιών 
της Γεν. Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας-

πώς, όταν τελειώσουν όλα αυτά,
θα επιστρέψω στα σπλάχνα της
και θα συνεχίσω να την κατοικώ;

Αυτό, κανένα φάρμακο δεν τ’ αναστρέφει.


Κλειστόν μέχρι νεοτέρας*


Μη χτυπάτε στην πόρτα μου.

Δε γνωρίζω πότε θ’ ανοίξω πάλι.

Τη ρουτίνα την ξέρετε: 
μπείτε στη σειρά και στοιχηθείτε.

Όταν έρθει η ώρα, 
θα προσλάβω, στην είσοδο, ξανά
τον αγαπημένο μου πορτιέρη
και θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας.


Ο αριθμός είναι, όπως πάντα,
αυστηρά περιορισμένος:
2-3 καλεσμένοι

(το πάρτι είναι πριβέ).


*  και όχι λόγω κορωνοϊού. Απλή, τυχαία συγκυρία.

 Πολύνα Μπανά

Η Πολύνα Γ. Μπανά γεννήθηκε το 1968, στη Δράμα, όπου και κατοικεί. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής καθώς και του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (ΜΑ) στην Τοπική και Περιφερειακή Ανάπτυξη και Αυτοδιοίκηση. Είναι δικηγόρος και, συγχρόνως, νομική σύμβουλος του Δήμου Δράμας.  Ασχολείται συστηματικά, με την ιδιότητα της προέδρου του πολιτιστικού σωματείου «Σύλλογος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας», επί σειρά ετών, με τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων και δράσεων. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων» (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, α΄ έκδοση: Ιούνιος 2017, β΄ έκδοση: Νοέμβριος 2017). Συμμετέχει στην ανθολογία «Τα Ποιήματα του 2017» [επιμέλεια: Ηλίας Κεφάλας & Κωνσταντίνος Β. Μπούρας, εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων]. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε ιστολόγια. 













Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Ο τόπος Annie Ernaux μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr


Ο τόπος
Annie Ernaux
μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη
εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/14749-o-topos



Δεν σπανίζουν οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις τόσο από νέους όσο και από καταξιωμένους συγγραφείς. Κάποια εσωτερική ανάγκη ωθεί σε μια συχνά επώδυνη επιστροφή ή σε μια αποκαλυπτική αλήθεια μέσα από τις προσωπικές καταγραφές. Εν προκειμένω, λοιπόν, η Ernaux δεν πρωτοτυπεί. Ωστόσο, είναι ο τρόπος που προσεγγίζει το προσωπικό της παρελθόν, που καθιστά το δικό της αυτοβιογραφικό αφήγημα ξεχωριστό. Ερευνά μέσα από τις μνήμες της την απόσταση που τη χώριζε πάντοτε από τον πατέρα της και φέρνει στην επιφάνεια μια πραγματικότητα που χωρίς να παύει να είναι δική της και να την αφορά, ταυτόχρονα υπογραμμίζει έναν κοινό τόπο. Λιτότητα στην αφήγηση, απομάκρυνση από συγκινησιακά φορτισμένη γλώσσα. Ένας τρόπος να αφηγηθείς το παρελθόν αποδίδοντας τις συνθήκες που το καθόριζαν τότε, χωρίς να τις προδώσεις μέσα από την οπτική του παρόντος.

Αν θέλω να εξιστορήσω μια ζωή υποταγμένη στην ανάγκη, δεν δικαιούμαι να υιοθετήσω μια καλλιτεχνική προσέγγιση ή να αποπειραθώ να φτιάξω κάτι το «καθηλωτικό», το «συγκινητικό». Θα συγκεντρώσω τα λόγια, τις χειρονομίες, τα γούστα του πατέρα μου, καθώς και τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του· κοντολογίς, όλα τα αντικειμενικά σημάδια της ύπαρξής του, μιας ύπαρξης που τη μοιράστηκα κι εγώ.

Όχι λυρικές αναπολήσεις, όχι θριαμβευτική επίδειξη ειρωνείας. Αυτός ο ακύμαντος τρόπος γραφής μού ταιριάζει εκ φύσεως, είναι το ύφος που χρησιμοποιούσα όταν έγραφα άλλοτε στους γονείς μου για να τους λέω τα σημαντικά νέα. (σσ. 24-25)

Μια αναπαράσταση του βιωμένου παρελθόντος, που καθόρισε την προσωπικότητά της μέσα στα όρια που η ίδια το αποδεχόταν. Γιατί η αλήθεια είναι πως είχε από πολύ νωρίς αποστασιοποιηθεί από την αισθητική και τον ιδεολογικό κόσμο του οικογενειακού περιβάλλοντος. Όταν στην αρχή του αφηγήματος την βρίσκουμε στην πρώτη της επιτυχή απομάκρυνση από τις προδιαγραφές των οικογενειακών βλέψεων να κρατά στο χέρι της το χαρτί που θα της επιτρέψει να εργαστεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως καθηγήτρια, δεν έχουμε καμία αυταπάτη πως διαχωρίζεται εντελώς από τη ζωή του εργάτη πατέρα και την ηθική που αυτή υπαγορεύει για τα όρια που πρέπει κανείς να θέτει στις φιλοδοξίες του. Η μόρφωση δεν θεωρείται αγαθό, καθώς στερεί από το νεαρό άτομο τη δυνατότητα να εργαστεί χειρωνακτικά από νωρίς και να βοηθήσει τον αγώνα της οικογένειας για επιβίωση. Αλλά και το άνοιγμα του ορίζοντα έξω από τα στενά πλαίσια της ελεγχόμενης ζωής στην επαρχία μόνο απειλή θα μπορούσε να θωρηθεί ειδικά για μια νεαρή γυναίκα. Το γεγονός ότι ο πατέρας, κατά υπέρβαση και αυτός των προδιαγεγραμμένων ορίων του ως εργάτης, στήνει μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, λειτουργεί ακόμη πιο αρνητικά στην αποδοχή της απόφασής της να διαχωρίσει την πορεία της. Θα έπρεπε να κατορθώσει μια αυθεντική υπέρβαση της ίδιας της φύσης του προκειμένου να κατανοήσει τη λογική της κόρης του. Η έννοια της «καλλιέργειας» γι’ αυτόν είναι συνυφασμένη με τη γη, η άλλη έννοια της λέξης, που είχε σχέση με το πνεύμα, του ήταν άχρηστη. (σ. 34) Οπότε η απόσταση μεγαλώνει και οι όποιες παιδικές μνήμες προσέγγισης των δύο ατονούν δραστικά.
Με αφορμή τον θάνατο του πατέρα της, όταν η ίδια είναι στη ηλικία των σαράντα τριών χρόνων (το αφήγημα γράφτηκε το 1983), θα επιχειρήσει την επιστροφή  στην απλότητα μιας ξεχασμένης ζωής μέσα από τις διηθημένες μέσα της μνήμες. Μια προσπάθεια απόσεισης των ενοχών της; Ίσως η ανάγκη να κατανοήσει τη διαφορετική λογική ανοίγοντας ένα ρήγμα (έστω μικρό) στον διαμορφωμένο ιδεολογικό της κόσμο για να εισχωρήσει η άλλη οπτική; Καθόλου τυχαία στην προμετωπίδα του βιβλίου η φράση του Jean Genet: Je hasarde une explication: écrire c’est le dernier recours quand on a trahi. Δηλαδή: Αποτολμώ μια εξήγηση: η γραφή είναι το τελευταίο καταφύγιο γι’ αυτόν που έχει προδώσει. Αν νιώθει ότι πρόδωσε τον κόσμο στον οποίο ανήκε, τότε το αφήγημα αυτό λειτουργεί εξιλεωτικά. Η γραφή ως καταφύγιο τελευταίο, όταν όλοι οι δρόμοι επικοινωνίας έχουν εξαντλήσει τα περιθώριά τους. Κι ας μην έχει πλέον την ευκαιρία ο πατέρας να διαβάσει το κείμενο της κόρης του – ή ίσως κυρίως γι’ αυτό· πάντοτε μοναχική συνθήκη η γραφή, ανοίγει τη θέα της στους άλλους χωρίς να έχει καμία απολύτως σημασία η δική τους πρόσβαση, η δική τους μέθεξη, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Όπως θα πει η ίδια:

Ίσως γράφω γιατί δεν είχαμε πια τίποτε να πούμε ο ένα στον άλλον. (σ.79).

Η αναγνωστική πρόσληψη του αφηγήματος θα μπορούσε να σταματήσει εδώ, στο επίπεδο των πολύπλοκων οικογενειακών σχέσεων, ή έστω στη σχέση (την έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερη) της κόρης προς τον πατέρα. Ωστόσο, η Σοφία Νικολαΐδου, που προλογίζει το βιβλίο, δίνει μια ακόμη ενδιαφέρουσα θεματική παράμετρο, την οποία άλλωστε επιλέγει ως θέμα και στο πρόσφατο βιβλίο της «Το χρυσό βραχιόλι» (εκδόσεις Μεταίχμιο). Παραλληλίζει με την περίπτωση της Ελλάδας υπογραμμίζοντας πως το βιβλίο της Ernaux φέρνει στον νου μια οικεία ιστορία:

Μέσα στον 20ο αιώνα η Ελλάδα άλλαξε. Τα εργατόπαιδα έγιναν δικηγόροι και τα αγροτόπαιδα γιατροί. Τα παιδιά του χωριού ήρθαν στην πόλη. Ξέφυγαν απ’ τη φτώχεια, ένα πτυχίο έδινε δουλειά. Πανεπιστήμιο σήμαινε οικονομική εξασφάλιση, κοινωνική ανέλιξη και σιγουριά ότι η ζωή τραβάει μπροστά.

Στο αφήγημα όμως της Ernaux δεν έχουμε ακόμη (ή έστω δεν έχουμε στην περίπτωση του δικού της περίγυρου, οικογενειακού αλλά και ευρύτερα κοινωνικού στη γαλλική επαρχία όπου μεγαλώνει) τη συνειδητή αποδοχή της πνευματικής καλλιέργειας και της πανεπιστημιακής μόρφωσης ως αξιών· η τοπική κοινωνία ανθίσταται σθεναρά στην άλωση του αξιακού της συστήματος από ξενόφερτες (όπως πιστεύει) ιδέες. Έτσι, η περίπτωσή της αποκτά ιδιαίτερη αξία, καθώς έπρεπε να συγκρουστεί με το οικογενειακό σύστημα στερεότυπων αντιλήψεων (καθοδηγούμενο από τον πατέρα και υποστηριζόμενο εν σιωπή από τη μητέρα) προκειμένου να καθορίσει η ίδια το πλαίσιο των επιδιώξεών της. Δεν ανταποκρινόταν σε κανένα πρότυπο, σε καμία φιλοδοξία του στενού και του ευρύτερου περίγυρου. Και, όταν επιλέγει να θυμηθεί την ιστορία του πατέρα της, στην πραγματικότητα ανιχνεύει εκείνο το παλαιό δικό της πρόσωπο, σ’ εκείνη την άλλη, τη διαφορετική ζωή, την τόσο απόμακρη από την τωρινή της:

Ενόσω έγραφα τούτο το βιβλίο, διόρθωνα επίσης γραπτά, έφτιαχνα υποδείγματα εκθέσεων, γιατί γι’ αυτό με πλήρωναν. Ένα παιχνίδι ιδεών που μου προκαλούσε την ίδια εντύπωση με την έννοια της «πολυτέλειας», ένα αίσθημα εξωπραγματικού, μια επιθυμία να κλάψω. (σ. 106)

Συγκρατημένη γραφή, όπως αρμόζει σε μνήμες που εγκιβωτίζουν και αποκαλύπτουν θεμελιακές συγκρούσεις και προσωπικά θαρραλέα βήματα στον Τόπο αλλά και έξω απ’ αυτόν. Ο Τόπος είναι ο χώρος αλλά και η θέση μας σ’ αυτόν ή ως προς αυτόν. Γιατί ο Τόπος βρίσκεται μέσα μας, στον τρόπο που μας επηρεάζουν πράγματα και πρόσωπα, στη διάθεσή μας να τον βιώσουμε, ακόμα κι αν είναι να τον ξεπεράσουμε.
Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.

Διώνη Δημητριάδου

Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν Άπαντα τα ποιήματα μετάφραση: Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν
Άπαντα τα ποιήματα
μετάφραση: Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου
εκδόσεις Βακχικόν



η δύναμη της ποιητικής γλώσσας

H Μπάχμαν πάλευε με την ανεπάρκεια της γλώσσας, κυνηγώντας εκείνο που δεν μπορούσε να εκφραστεί. «Εάν είχαμε τη λέξη», δήλωσε το 1959 σε μια ομιλία, «εάν είχαμε γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα». Πίστευε ότι η ποιητική γλώσσα είχε τη δυνατότητα να επεκτείνει τα σύνορα της επικοινωνίας, παρ’ ότι η ίδια είχε χάσει πια την πίστη της στην ποίηση ως μέσο. (από την Εισαγωγή της Έμμα Γκάρμαν, μετάφραση: Αλέξανδρος Τσαντίλας).
Μπορούν άραγε οι λέξεις να γεφυρώσουν τα χάσματα επικοινωνίας που δημιουργούν οι πολιτικές συνιστώσες κάθε εποχής, οι κοινωνικές συνθήκες αλλά και οι προσωπικές επιδιώξεις, οι αντιθέσεις, τα ποικίλα συμφέροντα; Κι αν η δυναμική τους γίνει αποδεκτή, είναι άραγε η ποίηση ο ιδανικός  τρόπος να επιλυθούν όλα τα παραπάνω προβλήματα που καθιστούν συνήθως την επικοινωνία ατελέσφορη ή και επικίνδυνη στην ασυνεννοησία των προσώπων; Είναι μεγάλη η συζήτηση γύρω από τον καθορισμό του ρόλου της ποίησης, κυρίως ως προς τη σκοπιμότητα που ενδεχομένως εμπεριέχει, την αποτελεσματικότητά της μέσα στο κοινωνικό σώμα/αποδέκτη, την έμμεσα εισηγητική της παρέμβαση στις εξελίξεις (πολιτικές κυρίως), την ικανότητά της να αποτελέσει ένα τρόπον τινά μανιφέστο, πολύτιμο «εγχειρίδιο», που με την πύκνωση του λόγου να μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός εξελίξεων και δυναμικών αλλαγών. Αλλά –από την άλλη πλευρά– εγείρεται η αποστομωτική ίσως θεωρία, που αρκείται ευφυώς στον αισθητικό χαρακτήρα της ποίησης αλλά και της τέχνης γενικότερα, που έχει από μόνη της, πέρα από την οποιαδήποτε σκοπιμότητα, τη δυναμική να διεγείρει συνειδήσεις ωθώντας σε νέες μορφές δημιουργίας μέσω της ενσυναίσθησης. Είναι, λοιπόν, ο ποιητικός λόγος μια δύναμη προωθητική των εξελίξεων, ως ανάλυση των συνθηκών, ως επισήμανση των εγγενών προβλημάτων, ως πρόταση τελικά μιας ανατροπής; Μια απόλυτη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, όχι μόνο γιατί τα ποιητικά μέσα είναι συχνά δύσκολα για μια απρόσκοπτη επικοινωνία, όσο γιατί από την ίδια την ποίηση εκφράζεται μια αμφισβήτηση ως προς τη δυνατότητα μετατροπής του κόσμου των σκοπιμοτήτων και των συμβάσεων σε κόσμο των φυσικών αξιών.
Η ποίηση της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, θα μπορούσε να είναι απόδειξη για την αποτελεσματική λειτουργία των λέξεων, παρ’ όλη την  ειρωνεία που αποπνέει η αποστασιοποίηση της από τον ποιητικό λόγο σχετικά νωρίς· παύει πλέον να εκδίδει ποιήματα, χωρίς όμως, όπως αποδείχθηκε από τα σωζόμενα χειρόγραφά της, να γράφει ποίηση.
Στην πρόσφατη έκδοση των ποιημάτων της, στη σημαντική για τα ποιητικά πράγματα σειρά των εκδόσεων Βακχικόν «Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο», σε προσεγμένη καλή μετάφραση από την ποιήτρια Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, έχουμε την ευκαιρία να δούμε όλη την πορεία της Μπάχμαν από τα πολύ νεανικά χρόνια ως την τελευταία της έκδοση αλλά και τα ανέκδοτα ανολοκλήρωτα έργα της. Ιδανικά, έτσι, μπορούμε να εκτιμήσουμε παράλληλα με τις τεχνικές της που εξελίσσονται μέσα στα χρόνια την ιδεολογική της ανέλιξη, πολύ ενδιαφέρουσα επίσης, όπως και την άποψή της για τη λειτουργία των λέξεων, που αποτελεί καρπό των φιλοσοφικών της αναζητήσεων και των επιδράσεων που δέχθηκε τόσο από τον Χάιντεγκερ, τις απόψεις του οποίου για την κατανόηση του «Είναι» σύντομα εγκατέλειψε, όσο (κυρίως) από τον Βιτγκενστάιν. Η απελευθέρωση των λέξεων από το τυπικό περίβλημα του ορισμού των εννοιών, η δυναμική τους να βοηθούν την επικοινωνία πολλαπλασιάζοντας το νόημά τους και διαφοροποιώντας το κατά περίπτωση χάριν της απρόσκοπτης συνεννόησης αλλά και εξαιτίας της, έδωσαν στην ποίησή της τον ιδιαίτερο χαρακτήρα απογειώνοντας την παραμικρή λέξη ώσπου να συναντήσει το επιθυμητό σημαινόμενο.
Στις πρώιμες γραφές της διαβάζουμε:

Αναρωτιέμαι όλες τις ώρες χιλιάδες φορές,
Από πού μου ήρθε τούτη η αίσθηση του φορτίου,
Τούτος ο αμβλύς επαναλαμβανόμενος βαθύτερος πόνος…
(Αναρωτιέμαι)

Ήδη έκδηλη η συνειδητοποίηση πως πρέπει να αντιμετωπίσει το βάρος που φέρει μέσα της, να οδηγήσει σε γόνιμη έκφραση τον βαθύτερο πόνο. Αρχή της ποιητικής πορείας, κι ας μην έχει φτάσει ακόμη η ώρα της κοινοποίησης, του μοιράσματος του ποιητικού λόγου.
Από τα ποιήματα της περιόδου 1948-1953 ξεχωρίζω τους στίχους αυτούς:

Είμαι παιδί του μεγάλου φόβου μπροστά στον κόσμο,
που αιωρείται μέσα στην ειρήνη και τη χαρά,
[…]
Είμαι το Σκέφτομαι-ολοένα-τον-θάνατο.
(Πίσω από τον τοίχο)

Αποδίδουν με άριστο τρόπο πώς σκέφτεται ένα κορίτσι που γεννήθηκε μέσα σε ναζιστικό περιβάλλον (ο πατέρας της ανήκε στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα), που ένιωσε τη φρίκη της γερμανικής εισβολής στην πατρίδα της την Αυστρία (η μνήμη μου ξεκινάει από την ημέρα εκείνη – από αυτή την πρώιμη θλίψη, θα πει) και κατανοεί στη συνέχεια πόσο αμφίβολη είναι η ειρήνη και πόσο διαβρωτικός των συνειδήσεων εξακολουθεί να είναι ο φασισμός, με όποιο πρόσωπο εμφανίζεται.

Στην πρώτη ποιητική της συλλογή, «Ο Δανεισμένος χρόνος» (Die gestundete Zeit), 1956, θα είναι ξεκάθαρη στο ομώνυμο ποίημα: 

Έρχονται πιο σκληρές μέρες

Και αλλού:

Όπου ο ουρανός της Γερμανίας μαυρίζει τη γη,
ο αποκεφαλισμένος της άγγελος αναζητά έναν τάφο για το μίσος
και σου δίνει τη λεκάνη της καρδιάς
Ακόμα δεν πήγε μεσημέρι, μέσα στη στάχτη
απλώνεται το σίδερο, πάνω στο αγκάθι
είναι υψωμένη η σημαία, και πάνω στα βράχια
πανάρχαιου ονείρου
παραμένει από εδώ και στο εξής
σφυρηλατημένος ο αετός…
(Νωρίς το μεσημέρι)

Οι λέξεις αποκτούν όλο και περισσότερο βάρος, ολοένα εμφανίζονται και πιο πολυσήμαντες, η ποίηση της Μπάχμαν αποκτά περιεχόμενο, η πολιτική της σκέψη (κι ας αμφισβητήθηκε από την κριτική της εποχής της) χωρίς να κραυγάζει δηλώνει εναργής.
Στη δεύτερη ποιητική της συλλογή, «Επίκληση στη Μεγάλη Άρκτο» (Anrufung des Grossen Bären), 1956, εγκατεστημένη πλέον στη Ρώμη, θα μιλήσει για τη διαρκώς διογκούμενη αίσθηση του ανικανοποίητου, αποξενωμένη από την πατρίδα και σε μια αδιέξοδη σχέση πάθους με τον Πάουλ Τσέλαν.

Κάτω από έναν ξένο ουρανό
σκιές τριαντάφυλλα
σκιά
πάνω σε μια ξένη γη
ανάμεσα στα τριαντάφυλλα και τις σκιές
μέσα σε ένα ξένο νερό
η σκιά μου
(Σκιές τριαντάφυλλα σκιά)

Και αλλού: Λύτρωσέ με! Δεν μπορώ άλλο να πεθαίνω. (Τραγούδια της φυγής ΧΙΙΙ)

Κάτω από τον τίτλο «Καλύτερο κόσμο δεν γνωρίζω» στο βιβλίο περιλαμβάνονται και τα λεγόμενα ανέκδοτα/αποκηρυγμένα ποιήματα, που τα αδέλφια της Μπάχμαν εξέδωσαν μετά τον θάνατό της. Πρόκειται για ποιήματα που γράφτηκαν στη Ζυρίχη, στο Βερολίνο, στη Ρώμη, στο διάστημα από το 1962 ως το 1964, ίσως και πιο μετά. Παρατίθενται και σκαναρισμένα τα χειρόγραφα των ποιημάτων αυτών με τις προσθήκες τις διορθώσεις και τις διαγραφές της ποιήτριας, γεγονός που δείχνει την ανολοκλήρωτη μορφή τους. Παράλληλα φαίνεται και ο τρόπος που δούλευε τα ποιήματα της ψάχνοντας την τελική μορφή που θα την ικανοποιούσε. Στο ποίημα που έδωσε τον τίτλο σ’ αυτή τη συγκέντρωση των ανέκδοτων ποιημάτων διαβάζουμε: Όποιος καλύτερο κόσμο γνωρίζει, ας βγει μπροστά. Μια πρόκληση για μια νέα μορφή ενός κόσμου με πολλαπλά τραύματα, ακόμη περισσότερες ενοχές και την υποψία πως οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδο.
Μια έκδοση που μας αποκαλύπτει την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν μέσα από την ποιητική της διαδρομή, μια παράλληλη πορεία δίπλα στην πεζογραφική της δουλειά, πολύ διαφωτιστική για τη σταδιακή ωρίμαση της σκέψης της.

Διώνη Δημητριάδου