Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Δύο ποιήματα του Bertolt Brecht με θέμα την αμφιβολία σε μετάφραση/απόδοση από τα Γερμανικά της Διώνης Δημητριάδου η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/bertolt-brecht/



Δύο ποιήματα του Bertolt Brecht
με θέμα την αμφιβολία
σε μετάφραση/απόδοση
από τα Γερμανικά
της Διώνης Δημητριάδου
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/bertolt-brecht/



Επειδή η ποίηση προκαλεί, ερευνά, αμφισβητεί, ακόμα και για την ίδια τη δύναμή της αμφιβάλλει.



Εγκώμιο στην αμφιβολία (απόσπασμα)



Ας είναι παινεμένη η αμφιβολία!
    Συμβουλή σας δίνω, να χαιρετάτε με χαρά αλλά και προσοχή αυτόν

που την κουβέντα σας τη μελετά σαν να ’ταν κάλπικη δεκάρα!

Πώς θα ’θελα να είστε συνετοί και να μη δίνετε τον λόγο σας

με τόση σιγουριά.

Την ιστορία διαβάστε και δείτε

σε άτακτη φυγή ανίκητες στρατιές.

Παντού να καταστρέφονται τα αχάλαστα τα κάστρα,

κι ακόμη σαν αφήναν το λιμάνι

τα αναρίθμητα καράβια της Αρμάδας

πόσο εύκολα τα μέτραγες στον γυρισμό.

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος

σε απρόσβατου βουνού την κορυφή,

και της ατέλειωτης θάλασσας το τέλος άγγιξε ένα πλοίο.

Α, πόσο όμορφα σείετε το κεφάλι

μπροστά σε αδιάσειστες αλήθειες!

Α, πόσο του γιατρού γενναία η φροντίδα

για τον χαμένο, απελπισμένο ασθενή!

Μα η ωραιότερη αμφιβολία απ’ όλες

είναι όταν οι απελπισμένοι και φοβισμένοι

σηκώνουν το κεφάλι

και πια στων καταπιεστών τη δύναμη

καθόλου δεν πιστεύουν.



Lob des Zweifels



Gelobt sei der Zweifel! Ich rate euch, begrüßt mir

Heiter und mit Achtung den

Der euer Wort wie einen schlechten Pfennig prüft!

Ich wollte, ihr wäret weise und gäbt

Euer Wort nicht allzu zuversichtlich.



Lest die Geschichte und seht

In wilder Flucht - die unbesieglichen Heere.

Allenthalben Stürzen unzerstörbare Festungen ein und

Wenn die auslaufende Armada unzählbar war

Die zurückkehrenden Schiffe

Waren zählbar.



So stand eines Tages ein Mann auf dem unbesteigbaren Berg

Und ein Schiff erreichte das Ende des

Unendlichen Meeres.



O schönes Kopfschütteln

Uber der unbestreitbaren Wahrheit!

O tapfere Kur des Arztes

An dem rettungslos verlorenen Kranken!



Schönster aller Zweifel aber

Wenn die verzagten Geschwächten den Kopf heben und

An die Stärke ihrer Unterdrücker

Nicht mehr glauben!





Αν μείνουνε τα πράγματα ως έχουν



Μα είστε χαμένοι,

αν μείνουνε τα πράγματα ως έχουν.

Φίλος σας είναι η αλλαγή

και σύμμαχός σας η αντίφαση.

Απ’ το μηδέν κάτι πρέπει να κάνετε.

Κι οι κραταιοί όμως μηδαμινοί να γίνουν.

Διώξτε αυτό που έχετε

και κάνετε δικό σας

αυτό που σας αρνήθηκαν.



Wenn das bleibt, was ist



Wenn das so bleibt, was ist,

seid ihr verloren.

Euer Freund ist der Wandel.

Euer Kampfgefährte ist der Zwiespalt.

Aus dem Nichts müsst ihr etwas machen.

Aber das Großmächtige soll zu nichts werden.

Was ihr habt, gebt auf

und nehmt euch

was euch verweigert wird.



Bertolt Brecht



(μετάφραση/απόδοση από τα Γερμανικά: Διώνη Δημητριάδου)




Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Ο ιατροδικαστής ή Στη μνήμη της Έλλης Λαδά Κώστας Λεϊμονής εκδόσεις Κριτική, 2018 ένα βιβλίο και μια παράσταση



Ο ιατροδικαστής

ή 
Στη μνήμη της Έλλης Λαδά


Κώστας Λεϊμονής

εκδόσεις Κριτική, 2018




ένα βιβλίο και μια παράσταση



Το βιβλίο

Ένας ιατροδικαστής, ο οποίος έχει καταβάλει κόπο να χτίσει την επαγγελματική του πορεία, αναλαμβάνει να καταθέσει πόρισμα σχετικά με τον ξαφνικό θάνατο της φίλης του, διάσημης ογκολόγου και προέδρου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Έλλης Λαδά, λίγες μέρες αφότου εκείνη ανακοινώσει μια σπουδαία ιατρική ανακάλυψη σχετικά με τη θεραπεία του αιώνα. Ωστόσο, βρίσκεται αντιμέτωπος με υψηλόβαθμα πρόσωπα που, λόγω συμφερόντων, ασκούν πίεση, προσπαθώντας να αλλοιώσουν τη γνωμάτευση. Ο ιατροδικαστής αντιστέκεται υπερασπιζόμενος τις δικές του αρχές και ορθώνοντας το ανάστημά του μπροστά στους εκφοβισμούς και τις απειλές της εξουσίας. Θα τα καταφέρει;

Ο ιατροδικαστής έρχεται να ψιθυρίσει «είμαι κι εγώ μαζί σου» στον πολίτη που αδικείται, στον «κουρασμένο σκυφτό ανθρωπάκο» που προσπαθεί να τα βάλει με το «τέρας» του Μάνου Χατζιδάκι, στον ιδιώτη που προσπαθεί να κρατήσει νόμιμα και χωρίς «λαδώματα» την επιχείρησή του, στον πιστό που απογοητεύεται από ρητορικές μίσους ορισμένων εκκλησιαστικών εκπροσώπων, στον φοιτητή που αρνείται να κολλήσει κομματικές αφίσες για να γίνει μια μέρα υπουργός, στον απατημένο σύζυγο που φοβάται από ανασφάλεια να χωρίσει, στον πολιτικό εκείνο που φοβάται να πει την αλήθεια και υποκύπτει σε εκβιασμούς, στον μετανοημένο φίλο που διστάζει να πει συγγνώμη. Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί; Ανάγκη για μια «σπρωξιά», μια αφύπνιση συνείδησης, ώστε να γίνει η αρχή. Οι μεγάλες χιονοστιβάδες τις περισσότερες φορές ξεκινούν από ένα μικρό αεράκι.
(από το Σημείωμα του συγγραφέα)
Ο Ιατροδικαστής κάνει τομή στη νεοελληνική πραγματικότητα, τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά μας. Τέμνει τη διαπλοκή, τη διαφθορά και τη συναλλαγή.
(από το Σημείωμα του σκηνοθέτη  Παντελή Παπαδόπουλου)

"Στον κόσμο, κύριέ μου, δεν κυβερνά η δικαιοσύνη. Ανέκαθεν δηλαδή... Δεν το έχετε αντιληφθεί τόσο καιρό; Γιατί δεν το παραδέχεστε; Μόνο αν φορέσουμε και οι ίδιοι ουρά, θα κατορθώσουμε να επιβιώσουμε σε αυτή τη σύγχρονη ζούγκλα. Η Έλλη δεν τα κατάφερε. Κακώς, για μένα. Θα έπρεπε να επιμείνει. Ακόμα και μια φλόγα από λιωμένο κερί μπορεί να σπάσει το σκοτάδι. Η φλόγα ακολουθεί πάντα αυτούς που υπομένουν, αυτούς που επιμένουν, αυτούς που πονούν, αυτούς που κοπιάζουν, αυτούς που προδίδονται, αυτούς που αγαπούν. Μην τρέξετε να κυνηγήσετε τους λόγους του χαμού της πλέον. Αν θέλετε να ζήσετε αξιοπρεπώς, πρέπει να ξεχάσετε την αξιοπρέπεια."
Ένας ιατροδικαστής καλείται να καταθέσει γνωμάτευση για τον ξαφνικό θάνατο της φίλης του και διάσημης ογκολόγου, Έλλης Λαδά. Έρχεται, όμως, αντιμέτωπος με συμφέροντα που προσπαθούν να κάμψουν την πίστη του στις αρχές του.
(από το οπισθόφυλλο)

Ο συγγραφέας

Ο Κώστας Λεϊμονής γεννήθηκε το 1986 στην Παιανία Αττικής. Είναι δικηγόρος με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου. Ξεκίνησε να γράφει νουβέλες και μυθιστορήματα από τα είκοσί του. Κάνει την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία το 2013 με τη δημοσίευση του διηγήματος Μια υπενθύμιση στο περιοδικό Νέα Εστία. Τον επόμενο χρόνο τιμάται από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών με το Βραβείο Διηγήματος για το Αμαρτίες ανθρώπων παιδεύουσι φαντάσματα και το Βραβείο Δοκιμίου για το Ελπίδα υπό αίρεση. Την ίδια χρονιά κερδίζει το Βραβείο Διηγήματος «Αντώνης Σαμαράκης» με το έργο του Η αλλαγή της σκυτάλης, το οποίο κυκλοφορεί σε ανθολογία από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το 2016 αποσπά το Βραβείο Θεατρικού Έργου από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το έργο του Εκτός ύλης. Έχει συνεργαστεί με έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά δημοσιεύοντας άρθρα και διηγήματα (Νέα Εστία, Φρέαρ, Εντευκτήριο, Μomentum, bibliotheque.gr, Το Βήμα, Athens Voice, Manifesto κ.ά.). Από το 2012 διατηρεί το λογοτεχνικό ιστολόγιο Scripta manent: Το ειδύλλιο της έμπνευσης με τον Οίστρο –

Η παράσταση
Το έργο «Ο ιατροδικαστής ή Στη μνήμη της Έλλης Λαδά», του Κώστα Λεϊμονή, βασισμένο σε μια ιδέα της Πολυτίμης Μαχαίρα, σκηνοθετεί  ο Παντελής Παπαδόπουλος, από τον Οκτώβριο του 2018 στο θέατρο Αλκμήνη.

Λίγα λόγια για το έργο: Ένας Ιατροδικαστής, αναλαμβάνοντας μία ιδιαιτέρως σοβαρή υπόθεση, βρίσκεται αντιμέτωπος με υψηλόβαθμους φορείς της διαφθοράς. Καθένας από αυτούς, λόγω δικών του ανομολόγητων συμφερόντων, ασκεί πίεση, προσπαθώντας να αλλοιώσει την γνωμάτευση. Οι πυλώνες δομής της δυτικής κοινωνίας και η θυσία κάθε αξιακού συστήματος…. στον βωμό συμφερόντων…


Πληροφορίες: Συγγραφέας: Κώστας Λεϊμονής. Σκηνοθεσία : Παντελής Παπαδόπουλος. Σκηνικά - Κοστούμια : Πολυτίμη Μαχαίρα. Πρωτότυπη Μουσική : Ραφαήλ Πυλαρινός. Φωτισμοί : Mανώλης Μπράτσης.

Ερμηνεύουν οι: Χάρης Σώζος, Χρήστος Ευθυμίου.

Φιλική Συμμετοχή: Πόπη Τσαπανίδου. Σχεδιασμός Αφίσας :Φίλιππος Νικόλας Μπάρλας. Τρέιλερ : Κώστας Γεραμπίνης. Παραγωγή :EIG PRODUCTIONS. Καλλιτεχνική Διεύθυνση - Οργάνωση Παραγωγής : Πολυτίμη Μαχαίρα. Φωτογραφίες: Γιώργος Μαρινάκης.

Θέατρο Αλκμήνη

(Αλκμήνης 8, Κάτω Πετράλωνα)




Το τελευταίο αντίο Βασίλης Βασιλικός εκδόσεις Διάπλαση η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10849-to-teleutaio-antio


Το τελευταίο αντίο

Βασίλης Βασιλικός

εκδόσεις Διάπλαση

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10849-to-teleutaio-antio




η απαθανάτιση του πένθους

Δεν ήθελε παρηγοριές και συλλυπητήρια. Ο χαμός του δεν χρειαζόταν λόγια. Με την καινούργια αμπάρα που γυάλιζε σταυρωτή πάνω στην πόρτα, νόμισε πως ήταν ένας φυλακισμένος. Όπως ήταν πραγματικά, σε μια φυλακή, ως τώρα οι δυο τους. Του έλειψε ο σύντροφος, ο συγκρατούμενος. Τον εκτέλεσαν το πρωί κι αυτόν τον καταδίκασαν να ζήσει στο εξής χωρίς ταίρι.

Πώς τροφοδοτεί τη γραφή η απώλεια; Η βίωση του εσωτερικού κενού, αυτού του πένθους που δεν «συνομιλεί» με τους άλλους, που δεν έχει στην ουσία ανάγκη την παρουσία της συλλυπητήριας συνδρομής τους, είναι μια απολύτως προσωπική υπόθεση. Και σαν τέτοια επιλέγει μόνον τη συνδρομή της γραφής, με την αίσθηση (ή το ένστικτο τάχα;) πως αποτελεί έναν τρόπο να απαθανατιστεί η απολεσθείσα μορφή, να δοθεί μια παράταση, λίγος χρόνος ακόμη στη «ζωή» της μη ζωής. Ωστόσο, η σωστική λέμβος της γραφής στην πραγματικότητα χωράει μόνον τον επιβαίνοντα συγγραφέα. Το δικό του πένθος είναι που καταγράφεται και έτσι απαθανατίζεται, η προσωπική του ανάγκη να μιλήσει εις εαυτόν για τη συντριπτική απώλεια που βιώνει. Αν από τη στιγμή που γράφεται κάτι αυτονομείται και ταξιδεύει σε αλλότριους κοινωνούς/αποδέκτες της γραφής, είναι κάτι που αποδεικνύεται εγγενές χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας. Και ως προς αυτή την εκδοχή «συμπαράστασης» ή αναγνωστικής σύμπλευσης, το προσωπικό πένθος δεν μπορεί τίποτα να κάνει.
Οι παραπάνω σκέψεις αφορούν την επανέκδοση από τις εκδόσεις Διάπλαση του βιβλίου του Βασίλη Βασιλικού «Το τελευταίο αντίο». Ένα βιβλίο που δύσκολα το κατατάσσεις σε μια κατηγορία (η τωρινή έκδοση το ονομάζει μυθιστόρημα, το 1980 όμως βραβεύτηκε στην κατηγορία Διήγημα – βραβείο που δεν αποδέχθηκε ο συγγραφέας). Ο τίτλος του, σαφέστατος στην οδυνηρή αλήθεια του, αντλείται από απόσπασμα της ιστορίας:
Ήρθες και ξάπλωσες στα πόδια μου, το τελευταίο εκείνο μεσημέρι, ήσυχα, αδιαμαρτύρητα, τρυφερά. Μου είπες χωρίς φωνή το τελευταίο αντίο. Μ' αποχαιρέτησες, με το σώμα σου. Μόνο που εγώ δεν το κατάλαβα τότε. Κοιμήθηκες λίγο απ' την άλλη μεριά της καρδιάς σου. Αυτό ήταν το τελευταίο μας αγκάλιασμα. Η τελευταία φορά που τα σώματά μας αγγιχτήκαν. Δεν είπες τίποτα. Μ' αποχαιρέτησες με τον τρόπο σου, ευγενικά, ωραία. Το λογικό σου δεν έπιανε το μήνυμα για να μου το εκφράσεις. Μα ούτε σου άρεσαν οι μελοδραματισμοί. Ένα βαθύ ευχαριστώ μου είπε το κορμί σου, που είκοσι χρόνια άλλη δεν γνώρισε απ' την αγκαλιά μου.
Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει πως τα 21 κεφάλαια του βιβλίου είναι μικρά διηγήματα με κοινή θεματική αναφορά – με κάποια να στηρίζουν την «πλοκή» τους γύρω από τον θάνατο της συντρόφου του συγγραφέα και κάποια άλλα να απομακρύνονται με τη μεταφορικότητά τους, ενισχύοντας όμως το καθένα με τη δική του ιδιαίτερη «φωνή» την εσωτερική και βαθύτερη θεματική τους σχέση. Εγώ θα προτιμήσω την εκδοχή του μυθιστορήματος. Με τα κομμάτια της ενδιαφέρουσας γραφής να ποικίλλουν ως προς τη μορφή, τα πρόσωπα, τους αφηγηματικούς τρόπους. Με τη σκέψη πως το μυθιστόρημα ως είδος επιτρέπει ίσως τις πολλαπλές μεταμορφώσεις του, αρκεί να διατηρεί τις ελάχιστες συνιστώσες που το κατατάσσουν στην κατηγορία αυτή. Με συνδετικό ιστό για να τα ενώνει την αίσθηση του άχθους που φέρεται τους ώμους του πάσχοντος υποκειμένου, τη βαθιά μελαγχολία του πένθους που προσπαθεί να εσωτερικευθεί ακόμη περισσότερο με τη γραφή – και όχι να εκτονωθεί ή να βρει κοινό τόπο με τους αναγνώστες. Με τη μνήμη να φέρνει στην επιφάνεια σκηνές, εικόνες, κινήσεις, πρόσωπα από την εποχή της καθημερινότητας, που τώρα εκτιμάται η αξία της· η αιφνίδια ανατροπή του σκηνικού διαφοροποιεί και τον τρόπο που ερμηνεύεται ο κόσμος, αξιολογεί με άλλα κριτήρια (κατ’ ανάγκη αποκτηθέντα) και ιεραρχεί τις προτεραιότητες. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των νέων δεδομένων η απόσυρση από τις κενές κοινωνικότητες, τις ανούσιες φλυαρίες. Η απομόνωση στον χώρο από τον οποίο τώρα η παρουσία αποκομμένη μεταλλάχθηκε σε επώδυνη απουσία. Εκεί που τα αγαπημένα χρηστικά αντικείμενα, πράγματα προσωπικά -πλούσια ή ευτελή αδιάφορο- υπαινίσσονται βασανιστικά τη δική τους μετάλλαξη σε άχρηστα. Εδώ έρχεται το εξώφυλλο με τη λιτή αλλά εύγλωττη εικόνα (έργο του Βασίλη Κουτσογιάννη): ένα ρούχο ριγμένο στην καρέκλα. Αφημένο πρόχειρα, ακριβώς γιατί κάποιος πρόκειται να το φορέσει σε λίγο. Μέσα στη σιωπηλή του αχρηστία πλέον, άδειο από το σώμα που έντυνε, συμπάσχει με το υποκείμενο που γράφει. Η σιωπή κυρίαρχη στο σπίτι.
Δηλαδή τι κουράγιο να κάνω, σκεφτόταν καθώς έβγαινε απ’ την εξώπορτα και προχωρούσε προ τη στάση του λεωφορείου. Αυτά τα σακάκια της με σκότωναν. Δεν υπάρχει πια. Ό,τι και να λέω για να την αναστήσω, όσο κι αν τη σκέφτομαι, τα πράγματα είναι αμείλικτα. Μιλούν καλύτερα απ’ όλους, λεν την αλήθεια. Οι άνθρωποι είναι όλο ψευτοπαρηγοριές. Υπομονή. Κουράγιο. Ο χρόνος, θα συνηθίσεις… τα πράγματα δεν έχουν ευτυχώς λαλιά. Κι υποδηλώνουν ακριβώς εκείνο που τους λείπει: τον κάτοχό τους.
Η μορφή που απουσιάζει είναι η ίδια σε όλα τα μέρη του βιβλίου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Σκέφτομαι πως η αποσπασματικότητα που διατρέχει το βιβλίο ίσως ήταν η μόνη επιλογή που είχε ο συγγραφέας θέλοντας να αποδώσει (για τη δική του διάσωση και μόνο) το βάθος του κενού, στο οποίο βρέθηκε· κυρίως τη μοναξιά ου σ’ αυτό το απύθμενο βάραθρο. Γράφει με όποιον τρόπο έχει κάθε στιγμή πρόσφορο, γνωρίζοντας καλά πως η αφορμή της γραφής είναι μία, το πρόσωπο που τον ταλανίζει πλέον με τη σιωπή του είναι ένα. Αλλά και το πένθος είναι δικό του· δεν γίνεται να το μοιραστεί με κανέναν. Θυμάται τα δικά της λόγια και βρίσκει πως στοχεύουν τον ίδιο:
«Καθένας πονάει μόνος του», του είχε πει πέρυσι, ένα τέτοιο βράδυ. «Τη χαρά τη μοιράζεσαι. Τον πόνο δεν μπορείς να τον μοιραστείς».
Στο «Τελευταίο αντίο» ο Βασιλικός έχει απαθανατίσει το πένθος του. Το πρόσωπο που χάθηκε το φέρει μέσα του με την αναπόφευκτη επίδραση του χρόνου πάνω του· η γραφή αδυνατεί να το αποδώσει πιστά, όμως αιχμαλωτίζει μέσα της τη θλίψη της απώλειας. Ίσως γι’ αυτό και το βιβλίο συγκινεί διαχρονικά διαφορετικούς αναγνώστες, πέρα από τη γνώση των πραγματικών γεγονότων. Η βίωση του πένθους μοναχικά και αδυσώπητα είναι κοινός τόπος, κοινή μοίρα των ανθρώπων. Η λογοτεχνία έρχεται συχνά να υπογραμμίσει αυτή τη διαπίστωση.

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Το μπαλκόνι Θεοχάρης Παπαδόπουλος μαζι με μια φωτογραφία της Sylvia Plachy


Το μπαλκόνι


Θεοχάρης Παπαδόπουλος 
μαζι με μια φωτογραφία της Sylvia Plachy





Ώρες κοιτάζω το απέναντι μπαλκόνι.
Κάγκελα υψώνονται μπροστά μου.
Κάγκελα στο μπαλκόνι μου,
κάγκελα στο απέναντι μπαλκόνι.
Μια φυλακή κατάντησε η ζωή μας.
Βράδιασε κι ακόμα περιμένω.
Απέναντι κοιτάζω συνεχώς,
μέσα απ’ τα κάγκελα,
γυρεύω μια ματιά σου
ν’ απελευθερωθώ.



Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1978. Γιος του ποιητή Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου. Σπούδασε στη σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του τμήματος Λογιστικής στο ΤΕΙ Χαλκίδας, και ζει στην Αθήνα. Ασχολείται με την ποίηση από τα παιδικά του χρόνια. Έχει πληθώρα δημοσιευμάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα βουλγαρικά και τα πακιστανικά (ουρντού). Έχει λάβει μέρος σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Έκανε την πρώτη του δημοσίευση το 1993, ενώ κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τα παράταιρα το 1997. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Είναι μέλος του Ομίλου για την Unesco Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδας. Είναι μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς. Είναι ιδρυτικό μέλος του Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας. Γράφει κριτικές βιβλίων στο περιοδικό Vakxikon.gr, και παρουσιάζει βαλκανική ποίηση στο περιοδικό Αιολικά Γράμματα. Η τελευταία του ποιητική δουλειά εκδόθηκε από τον Μανδραγόρα (Ζηλεύω τα βράχια, 2018)

Η φωτογραφία της Sylvia Plachy





                



             














Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Στη Διαλεκτική της Αρμονίας Μίκης Θεοδωράκης Κώστας Γουλιάμος από τις εκδόσεις Gutenberg (αποσπάσματα)



Στη Διαλεκτική της Αρμονίας

Μίκης Θεοδωράκης

Κώστας Γουλιάμος

από τις εκδόσεις Gutenberg
(αποσπάσματα)






Μια έκδοση που την προσέχεις, πριν προχωρήσεις στο περιεχόμενο, πρωταρχικά από την αισθητική της. Στο εξώφυλλο το έργο του Χρήστου Μποκόρου «Φωτεινή Χαρακιά», Κύπρος, 2012. Στο εσώφυλλο η ξυλογραφία του Α. Τάσσου «Μίκης Θεοδωράκης», 1978. Το βιβλίο αφορά έναν διάλογο ανάμεσα στον Μίκη Θεοδωράκη και στον πρύτανη του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου Κώστα Γουλιάμο. Διάλογος που κράτησε περίπου τρίμηνο, μέχρι να αποτυπωθεί η ουσία του σ’ αυτή την ξεχωριστής αξίας έκδοση. Η ουμανιστική σκέψη του Θεοδωράκη προβαλλόμενη στο ζοφερό τοπίο της σημερινής κρίσης οδηγείται στη διατύπωση της θέσης του για τη Συμπαντική Αρμονία και τη Μοναδικότητα του Εσωτερικού Κόσμου.
Διαβάστε εδώ αποσπάσματα:

Από πολλές απόψεις, ο ενδογενής στοχασμός του Θεοδωράκη βρίσκεται επακριβώς στους αντίποδες του φονταμενταλισμού της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης, αλλά και του παραληρήματος κάθε μορφής κτητικού ατομικισμού. 
(από την εισαγωγή του Κώστα Γουλιάμου, σελ.15)


Ψυχή είναι η ιδιότητα του ανθρώπου να γεννά πνευματικά έργα, χάρη στα οποία νικά τον θάνατο. Από τον φόβο του θανάτου ως την κατάκτηση της αθανασίας προσμετράται η αγωνιώδης προσπάθεια του ανθρώπου να μπορέσει  να γίνει άξιος της ‘δωρεάς της ζωής’!
Σήμερα, με την επικράτηση της λογικής επί της ψυχής, οδηγηθήκαμε μπροστά στο χάος. Όμως πιστεύω ότι πλησιάζει η ώρα της ψυχής. Αυτού του γρανιτένιου βράχου που η φύση δώρισε αποκλειστικά στον άνθρωπο.
Πότε και πώς θα γίνει αυτό δεν το γνωρίζω. Έχω όμως εμπιστοσύνη στην πανούργα φύση που ξέρω ότι γνωρίζει καλά πώς να προστατεύει τα έργα της. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η δωρεά της ικανότητας να κάνει όνειρα για το μέλλον του, πράγμα άγνωστο στο ζωικό βασίλειο, θα οδηγήσει κάποτε τον άνθρωπο σε ατραπούς που δεν μπορεί σήμερα να συλλάβει η πεπερασμένη λογική του. Αυτή θα είναι η στιγμή της οριστικής απογείωσής του από το ζωικό βασίλειο και η είσοδός του στη σφαίρα της αρμονίας, δηλαδή η τελική του νίκη επί του χάους, το τέλος της νηπιακής ηλικίας της ανθρώπινης παρουσίας επάνω στον πλανήτη Γη, της παρουσίας του ανθρώπου, του μοναδικού, του εκλεκτού μέσα στον αχανή χώρο όλων των Γαλαξιών που απαρτίζουν τη Συμπαντική Δημιουργία.
(Μίκης Θεοδωράκης, σελ. 29)


[…] η πτώση του  μορφωτικού επιπέδου στην εποχή μας είναι γενική.
Το ίδιο αμόρφωτος είναι ο εργάτης και ο υπάλληλος με τον σύγχρονο πλουτοκράτη, τραπεζίτη, επιστήμονα, βουλευτή, υπουργό και πρωθυπουργό!
[…]
Ίσως οι νεότερες γενιές κάποτε να αποδειχθούν περισσότερο ώριμες, πιο υπεύθυνες και πιο ικανές από τη δική μας γενιά. Για τον λόγο αυτόν απαντώ πρόθυμα στις μεστές από κάθε άποψη ερωτήσεις σας, με τη  αίσθηση ότι θέτω ένα SOS σε μια άδεια μπουκάλα και τη ρίχνω μέσα στο άγριο πέλαγος της φυλής των ανθρώπων.
(Μίκης Θεοδωράκης, σελ. 49, 50)


Ο Θεοδωράκης έχει συλλάβει το δράμα της ήττας του πολίτη. Έχει με οξύνοια διαγνώσει ότι το μεταδημοκρατικό μόρφωμα της καπιταλιστικής κρίσης επιτίθεται –όσο ποτέ άλλοτε στη ιστορία του ανθρώπινου είδους– στην  ίδια την κοινωνία, κλιμακώνοντας μεταξύ άλλων την απαξίωση και απομείωση κάθε κοινωνικού συμβολαίου.
(Κώστας Γουλιάμος, από το Επίμετρο, σελ. 78-79)

(αποσπάσματα από το βιβλίο « Στη Διαλεκτική της Αρμονίας
Μίκης Θεοδωράκης - Κώστας Γουλιάμος, εκδόσεις Gutenberg, Σεπτέμβριος 2018)


Για την Ποίηση συνομιλίες του Σωτήρη Κακίση με τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιώργο Χρονά εκδόσεις Ερατώ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/anagnwseis-noembrio/



 
Για την Ποίηση
συνομιλίες του Σωτήρη Κακίση
με τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιώργο Χρονά
εκδόσεις Ερατώ 
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/anagnwseis-noembrio/


Ο Σωτήρης Κακίσης είναι από τους πλέον έμπειρους των συνεντεύξεων. Για πάνω από 30 χρόνια συνομιλούσε με σημαντικούς Έλληνες αλλά και ξένους δημιουργούς, υπέγραφε συνεντεύξεις στα μεγαλύτερα ελληνικά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά. Πολλά τα θέματα των συνεντεύξεων και εύστοχος πάντοτε ο τρόπος με τον οποίο η συνομιλία οδηγούσε στην αποκάλυψη των σκέψεων του προσώπου με το οποίο ο (ποιητής κυρίως) Κακίσης συνομιλούσε. Ας τονιστεί η ιδιότητα του ποιητή για τον πολυπράγμονα δημιουργό, διότι εδώ έχουμε ένα βιβλίο στο οποίο το θέμα είναι η ποίηση. Ένα βιβλίο δύο όψεων, κατά την προσφιλή ενίοτε επιλογή του, στο οποίο σταχυολογούνται από το πλούσιο αρχείο του συνομιλίες με τους ποιητές Γιάννη Βαρβέρη, Γιώργο Μαρκόπουλο και Γιώργο Χρονά με θέμα την Ποίηση (η μία όψη) καθώς και μια επιπλέον συνομιλία με τον Γιάννη Βαρβέρη με τον τίτλο «Δεν συμφωνώ!» (η άλλη όψη). Μοναδικός ο τρόπος του Σωτήρη Κακίση. Γνωρίζει πώς να θέτει ερωτήσεις αλλά και πώς να προωθεί τη συζήτηση σε ολοένα και πιο προσωπικές καταθέσεις.  Όταν μάλιστα, όπως εδώ, η συνομιλία αφορά την ποίηση -κοινός τόπος και για τους τέσσερις εκλεκτούς ποιητές-  το όλον γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον. Έτσι δεν πρόκειται απλώς για συνεντεύξεις αλλά και για μια σύντομη θεώρηση της Ποιητικής του καθενός – όσο φυσικά μπορεί αυτή να γίνει αντιληπτή στα πλαίσια μιας συζήτησης. Ας δούμε κάποια δείγματα:
Μέσα σε δυο μόλις απαντήσεις ο Γιάννης Βαρβέρης δίνει το στίγμα της ποίησης (αν θέλετε της Ποίησης) όπως την εννοεί ο ίδιος – ακόμη κι αν θεωρηθεί πως είναι λύτρωση, αφορά τον δημιουργό της που ακουμπά σ’ αυτήν την ελπίδα της ελάχιστης και σύντομης ίασης. Όσο για τους άλλους (τους αποδέκτες της), αυτοί ας νιώσουν πως η πορεία εν μέσω ξηρασίας είναι απολύτως ατομική, χωρίς καθοδηγητές και κυρίως χωρίς μεσσίες:

Σ.Κ.: Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος πια, για να μπορέσει να λυτρωθεί, έστω και λίγο, γράφει — δεν γράφει ποιήματα;
Γ.Β.: Πραγματικά δεν το περίμενα αυτό το ερώτημα. Δεν είμαι έτοιμος να προτείνω λύσεις στους άλλους ανθρώπους. Φαντάζομαι πάλι, εκείνο που έλεγε από παλιά ο Μιχάλης ο Κατσαρός: «Αντισταθείτε, αντισταθείτε, σ’ εμένα ακόμα που σας ιστορώ, αντισταθείτε» ή και το άλλο πάλι, το δικό του: «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία», είναι ιδιαίτερα επίκαιροι στίχοι σήμερα.
Σ.Κ.: Μια και το μέλλον είναι πια εδώ.
Γ.Β.: Τώρα, ο καθένας τι νερό θα βάλει μέσα στο παγούρι του, εκείνος το ξέρει. Το σίγουρο είναι όμως πως όλοι πρέπει να προετοιμαστούμε για μια έντονη και εντατική, και πείσμονα ξηρασία. Εκτός κι αν αυτή την ξηρασία που τώρα λέμε, υπάρχουν άνθρωποι που τη βιώνουν ως φυσική, ως φυσιολογικότατη κατάσταση.
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιάννη Βαρβέρη)

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος μιλά (με όση σαφήνεια αντέχει μια τέτοια δήλωση) για τον ιδιωτικό δρόμο του ποιητή, την προσωπική του (μακάρι) λύτρωση, συνώνυμη με την απομόνωση από τον συρφετό των ανόητων και αδιέξοδων σχέσεων:


Σ.Κ.: […] Πώς αντέχει κανείς;
Γ.Μ.: Όπως σας είπα ακριβώς: αποσυρόμενος. Εγώ, κάθε μέρα αποσύρομαι όλο και περισσότερο. Με πολλή μεγάλη πίκρα, βέβαια, το κάνω αυτό, πλην όμως, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αποσύρομαι, λοιπόν, κι εγώ, χτίζω κι εγώ τον δικό μου κόσμο, με τους δικούς μου ανθρώπους, με τη δική του φαντασμαγορία, με τις δικές του προοπτικές λύτρωσης ψυχής.
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιώργο Μαρκόπουλο)

Όσο για τον Γιώργο Χρονά, δεν ξέρω πόσο καλύτερα θα μπορούσε να συνοψισθεί το έργο του, έτσι όπως αναπηδά μέσα από τα λόγια του ως θέση και στάση ζωής η απόσταση που κρατά ο αληθινός ποιητής από τα λογής λογής «παραμύθια» του εφησυχασμού:
Σ.Κ.: […] το «εργοτάξιο» των «εξαιρετικών» σας «αισθημάτων» έχει πολλή δουλειά ακόμα.
Γ.Χ.: Εγώ μαζεύω τα κομμάτια του κόσμου, τα βάζω μαζί με το δικό μου σκόρπισμα, και προσπαθώ να ανασυνθέσω αυτό που έχει σπάσει μέσα μας κι έξω. Δεν ξέρω αν αυτά τα κομμάτια ανήκουν σε κάποιο άγαλμα που έπεσε ή σε κανένα ναό που γκρεμίστηκε, σε ανθρώπους που διαμελίστηκαν από τις ανάγκες και τις αντιξοότητες της ζωής τους. Το μόνο που ξέρω είναι αυτό που είχε πει παλιά ο Χριστιανόπουλος: «Ο κόσμος υποφέρει και πονά, κι εσείς τα ίδια παραμύθια».
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιώργο Χρονά -  ο λόγος εδώ για το περιοδικό και τις εκδόσεις «Οδός Πανός»)

Ξεχωριστή ανάμεσα στις Συνομιλίες, αυτή που μαζί ο Βαρβέρης και ο Μαρκόπουλος συζητούν με τον Κακίση (δημοσιευμένη στην εφημερίδα Τα Νέα στις 14 Ιουλίου 2001) σε έναν ενδιαφέροντα  διάλογο που αποκαλύπτει σημεία ταύτισης αλλά και διαφορές μεταξύ τους. Από αυτό το κομμάτι του βιβλίου κρατώ την εύστοχη ρήση του Βαρβέρη:
«Η Ποίηση δεν είναι φιλέορτη. Αυτό-εορτάζει, αλλά φιλέορτη δεν είναι. Η Ποίηση είναι συνωμοτική και εχέμυθη»
άποψη με την οποία και ο Μαρκόπουλος συμφωνεί· αναμενόμενη στάση για όποιον ποιητή γνωρίζει τη σημασία της στροφής προς εαυτόν προκειμένου να καταστεί δυνατή κατόπιν η κοινοποίηση στους άλλους.  Αλλά και σαφής η επιλογή της απόστασης από τις στημένες εορταστικές εκδηλώσεις στο όνομα της Ποίησης. Ο Γιώργος Χρονάς, από τη δική του συνομιλία με τον Κακίση, μοιάζει να συμπληρώνει λέγοντας:
–Εγώ πάντα ήμουνα από τους τελευταίους. Όχι ότι ήθελα ποτέ να τερματίσω τελευταίος, αλλά από κάποια σοβαρότητα, από παντελή αδιαφορία για πρωτεία και διακρίσεις.
Όλα αυτά στη μία όψη του βιβλίου. Στην άλλη όψη θα δούμε τη συνομιλία με τον Βαρβέρη με τον τίτλο «Δεν συμφωνώ!», που και μόνο για το υπέροχο αυτό ρήμα μέσα στην άρνησή του άξιζε να δοθεί αυτή η διπλή όψη στο βιβλίο. Εν συνόψει όλη η ποίηση εδώ:
Σωτήρης Κακίσης: Δεν συμφωνώ! Έτσι ν’ αρχίσουμε, λέω εγώ, αυτή τη συζήτηση, Γιάννη.
Γιάννης Βαρβέρης: Συμφωνώ. Γιατί το «Δεν συμφωνώ!» είναι μια φράση κλειδί για όλη την Τέχνη βέβαια, αλλά στην Ποίηση, που είναι ένα από τα πιο υποκειμενικά πράγματα, ταιριάζει απόλυτα.
Αυτή ακριβώς η υποκειμενικότητα της Ποίησης (ακολουθώ κι εγώ τη γραφή με κεφαλαίο που επιλέγει και ο Κακίσης), με την αναμφισβήτητη αλήθεια που εμπεριέχει ως έννοια, είναι διάχυτη σε όλες τις Συνομιλίες του βιβλίου. Ο κάθε ένας ποιητής από τους τέσσερις προσεγγίζει το θέμα από τη δική του οπτική και κυρίως από τον δικό του τρόπο βίωσης της πραγματικότητας –στους αληθινούς ποιητές είναι αυτονόητη η βιωματική εμπειρία ως προϋπόθεση της γραφής.

Το βιβλίο διαβάζεται και ως μία ευρεία συζήτηση με συμμετέχοντες και τους τέσσερις μαζί, χωρίς να έχει μεγάλη σημασία η χρονική διαφορά των συνεντεύξεων (χρονολογούνται στο ευρύ χρονικό διάστημα από το 1993 ως το 2009), με κοινό θέμα την Ποίηση. Και με αφιέρωση/μνεία στις δύο όψεις του βιβλίου σε δύο άλλους ποιητές, απόντες πλέον, που νοερά συνομιλούν μαζί τους:
«στον ποιητή Νίκο Χουλιαρά»
διαβάζουμε στο κομμάτι του βιβλίου με τις πέντε συνεντεύξεις/συνομιλίες,
«στον ποιητή Τζίμη Πανούση»
διαβάζουμε στο κομμάτι της συνέντευξης/συνομιλίας με τον Γιάννη Βαρβέρη.
Υ.Γ. Και μια εξωκειμενική κατάθεση για τα βιβλία δύο όψεων. Ήταν το 1984, όταν πήρα με ευχάριστη έκπληξη στα χέρια μου βιβλίο δύο όψεων. Ήταν από τις εκδόσεις Καστανιώτη ένα βιβλίο μισό-μισό, με μοιρασμένες τις σελίδες του ανάμεσα σε δύο αγαπημένους γραφιάδες, τον Χρήστο Βακαλόπουλο (Υπόθεση Μπεστ-σέλλερ) και τον Σωτήρη Κακίση (Παραμύθια σαν αστεία άστρα). Μετά από χρόνια, το 2003, πάλι ο Κακίσης με δύο μεταφράσεις του στον Τζέημς Θέρμπερ, από τις εκδόσεις Ερατώ, και τώρα ακόμη μια φορά στις καλές εκδόσεις (που επιμένουν στα όμορφα σκληρά εξώφυλλα) με τις Συνομιλίες. Μια αίσθηση συνέχειας, σιγουριάς, βεβαιότητας πως όλα έρχονται ξανά και ξανά. Τίποτα δεν χάνεται. Ούτε οι αγαπημένες συνήθειες ούτε οι καλές γραφές.

Διώνη Δημητριάδου