Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Παγκόσμια Συνάντηση Ποίησης 20-24 Σεπτεμβρίου του 2017 διοργανώνεται στη Ρουμανία από την βιβλιοθήκη Timisoara



Παγκόσμια Συνάντηση Ποίησης
20-24 Σεπτεμβρίου του 2017
διοργανώνεται στη Ρουμανία
από την βιβλιοθήκη Timisoara


Αφιέρωμα στον Έλληνα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη
Από την Ελλάδα συμμετέχουν:
Ηλίας Τσέχος
Θανάσης Πάνου
Διώνη Δημητριάδου

Kostas Karyotakis
BIBLIOTECA JUDETEANA TIMIS, TIMISOARA-1787-


Η ιστορική βιβλιοθήκη Timisoara (bibliotheca 1787) στη Ρουμανία, διοργανώνει ένα α φ ι έ ρ ω μ α στον Έλληνα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη (από ελληνικά στα αγγλικά και Romana, παράλληλα, για αντιπαράθεση) με τη βοήθεια του Silviu Genescu, πάνω στο υλικό του συγγραφέα και εικαστικού Θανάση Πάνου, στην Παγκόσμια Συνάντηση Ποίησης 20-24 Σεπτεμβρίου του 2017.
  Στο αφιέρωμα για τον μεγάλο Έλληνα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, έχουν μεταφραστεί και συμπεριληφθεί ποιήματα τριών σύγχρονων Ελλήνων ποιητών:
του Ηλία Τσέχου
της Διώνης Δημητριάδου
και του Θανάση Πάνου
Η διοργάνωση από τη  Βιβλιοθήκη  Timisoara
και τη  Lidia Handabura


Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Η διαχρονική αξία του κλασικού έργου Σοφοκλέους Αντιγόνη και Σελίδες για την Αντιγόνη εκδόσεις Gutenberg


Η διαχρονική αξία του κλασικού έργου
Σοφοκλέους Αντιγόνη
και
Σελίδες για την Αντιγόνη
εκδόσεις Gutenberg

Η διαχρονικότητα του κλασικού έργου έτσι πρέπει να εννοείται, με τις αντοχές που αυτό έχει απέναντι στις οφειλές του χρόνου. Ο χρόνος γράφει πάνω του, όπως κάποτε το έργο έγραψε πάνω στον χρόνο διασπώντας για μια στιγμή το συνεχές του.


Από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Αρχαίο Δράμα) κυκλοφόρησε η Αντιγόνη, σε μεταγραφή, σημειώσεις και σχόλια του Συμεών Γρ. Σταμπουλού.  Αυτό, όμως, είναι μόνον το πρώτο μέρος του βιβλίου. Στο δεύτερο μέρος (Σελίδες για την Αντιγόνη)  φιλοξενούνται τρία δοκίμια για την τραγωδία, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα, από τους: Friedrich Hölderlin, Søren Kierkegaard και Martin Heidegger. Τα τρία αυτά δοκίμια σχολιάζονται διεξοδικά από τον Σταμπουλού. Συμπληρωματικά στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται λυρική απόδοση των χορικών της τραγωδίας από τον Στέφανο Γιονά.

Μία πολύ ξεχωριστή έκδοση, που προσθέτει στη διαχρονική μελέτη του έργου, ένα εξαιρετικό βιβλίο για την Αντιγόνη, την τραγωδία που κατά τον Hegel αποτελεί «το εξοχότερο και αρτιότερο έργο στον αρχαίο και σύγχρονο κόσμο».



Εδώ ένα απόσπασμα από το δοκίμιο του Kierkegaard «Η ανάκλαση του αρχαίου στο σύγχρονο τραγικό στοιχείο»:
Θα ήθελα να αποκαλέσω την Αντιγόνη μας νύφη με μια άλλη, ωραιότερη ίσως έννοια, μάλιστα είναι σχεδόν κάτι περισσότερο από νύφη, είναι μητέρα, είναι, από καθαρά αισθητική άποψη, virgo mater, κουβαλά το μυστικό της στην καρδιά, κρυφό και κρυμμένο. Η ίδια ταυτίζεται με τη σιωπή, ακριβώς επειδή είναι μυστηριώδης, αλλά αυτή η επιστροφή στον ίδιο της τον εαυτό, η οποία βρίσκεται μέσα στη σιωπή, της προσδίδει στάση υπερφυσική. Είναι υπερήφανη για τη θλίψη της, είναι ζηλότυπη, επειδή η θλίψη της είναι η αγάπη της. Εντούτοις όμως, η θλίψη της δεν είναι καμία νεκρή, αμετακίνητη περιουσία, μετακινείται διαρκώς, γεννά οδύνη και γεννιέται με την οδύνη.


Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Η Διώνη Δημητριάδου συνομιλεί με την Ασημίνα Ξηρογιάννη σχετικά με το βιβλίο και όχι μόνο! (αναδημοσίευση από το Varelaki )http://varelaki.blogspot.gr/search/label/%CE%94%CE%99%CE%A9%CE%9D%CE%97%20%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%97%CE%A4%CE%A1%CE%99%CE%91%CE%94%CE%9F%CE%A5


Η Διώνη Δημητριάδου
συνομιλεί με την Ασημίνα Ξηρογιάννη
σχετικά με το βιβλίο και όχι μόνο!
(αναδημοσίευση από το Varelaki )http://varelaki.blogspot.gr/search/label/%CE%94%CE%99%CE%A9%CE%9D%CE%97%20%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%97%CE%A4%CE%A1%CE%99%CE%91%CE%94%CE%9F%CE%A5





 κ. Δημητριάδου, σας καλωσορίζω στο Λογοτεχνικό Αρχείο του Varelaki! Με αφορμή τις «Απόκρημνες λέξεις» και όχι μόνο. 

Θα σας πάω λίγο πίσω, να ρωτήσω πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία με την ποίηση; Επιρροές, ερεθίσματα, λογοτεχνικά πρότυπα ίσως. 



Διαβάσματα πολλά θα βρείτε πίσω από όποιον με σοβαρότητα καταθέτει στο χαρτί τη γραφή του. Στην περίπτωσή μου αυτό ισχύει. Όχι, δεν έγραφα πάντοτε, και οπωσδήποτε δεν έγραφα ποίηση πάντοτε. Δεν μιλώ, όπως καταλαβαίνετε, για στιχάκια που όλοι κάποτε σκαρώσαμε. Αυτά ήταν παιχνίδια και μόνον. Κάποια στιγμή οι λέξεις προτιμούν τη μεταφορικότητά τους και τη συμπύκνωση νοημάτων. Έτσι από τον πεζό μεταβαίνεις στον ποιητικό λόγο. Διαβάσματα όμως πολλά. Ελληνικά και ξένα. Και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Είναι ίσως αναπόφευκτο να αγαπάς κάποιους ποιητές περισσότερο, και αγαπώντας τους κάποτε να πατάς πάνω στον δρόμο τους. Πρότυπα, όμως, όχι. Γιατί ο καθένας απέναντι σ’ αυτό που γράφει είναι μόνος του. Συχνά απελπιστικά μόνος του. 





Στις «Απόκρημνες λέξεις» μού δίνετε την αίσθηση ότι προσπαθείτε να ανιχνεύσετε από τι υλικά είναι φτιαγμένα τα ποιήματα, καθώς και να δώσετε το στίγμα μιας Ποιητικής… Διακρίνω κιόλας έναν δοκιμιακό χαρακτήρα στα ποιήματα... 





Ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας και εύστοχη. Αγαπώ πολύ τον δοκιμιακό λόγο και φοβάμαι ότι πολλά από τα γραπτά μου καταλήγουν να τον θυμίζουν. Αυτό κυρίως μου συμβαίνει στα πεζά που γράφω, ίσως όμως να ανιχνεύεται δοκιμιακός λόγος και στα ποιήματα. Δεν έχει όρια η γραφή μάλλον. Ο κάθε ποιητής μιλά για την ποιητική του με άμεσο, όπως εγώ, ή με έμμεσο τρόπο. Και όταν γίνεται αυτή η προσέγγιση στο «πώς» και το «γιατί» της ποίησης, όλο αυτό θα μπορούσε να έχει στοιχεία δοκιμιακά. Ο ρυθμός όμως και η εσωτερική μουσική των στίχων ξεχωρίζουν τα δύο είδη. Όσο για τα υλικά των ποιημάτων, αυτά δεν μπορεί παρά να είναι, τουλάχιστον για μένα, γήινες αφορμές, αυθεντικές συγκινήσεις, χαμηλοί τόνοι και μια μελαγχολία, που δεν βγαίνει από καμιά ρομαντική διάθεση αλλά από τη σκέψη και τις αισθήσεις ζώντας μέσα σε κόσμο πολύπαθο (εννοώ εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο).






 Είναι ένα βιβλίο για την αγωνία της γραφής και το ήθος του ποιητή! 



Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Καλύτερα να πούμε ότι το ήθος του ποιητή φαίνεται μέσα στην αγωνία του. Δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Η αγωνία αυτή ξεκινά από την αρχική ιδέα και φθάνει ως την ολοκλήρωσή της. Γράφεις και σκίζεις, διαγράφεις και διασώζεις κομμάτια κι αποσπάσματα. Και όταν όλα αυτά κάποτε δέσουν σε ένα όλον, τότε αρχίζει η άλλη αγωνία, της έκθεσης προς τα έξω. Ο ποιητής εκτίθεται. Εκεί το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι αυτό που έγραψες είναι κομμάτι του εαυτού σου, κι ας μην το κατανοήσει κανείς. Άλλωστε για τον κάθε αναγνώστη υπάρχει και διαφορετική προσέγγιση του ποιήματος. Μια «πρόταση» κάνει ο ποιητής, και ίσως κι αυτό να υποδεικνύει το ήθος του. 



Η έκδοση είναι δίγλωσση. Πείτε μου λίγο σχετικά με τους μεταφραστές και την εργασία τους.

 

Ένα ερώτημα διαχρονικό είναι αν η ποίηση μεταφράζεται. Πώς, δηλαδή, θα μεταφερθεί σε μια άλλη γλώσσα που έχει τους δικούς της ρυθμούς, έχει τις δικές της ανάσες. Θεωρώ, λοιπόν, πως γίνεται, αρκεί αυτός που μεταφράζει να είναι ποιητής ο ίδιος, ώστε να δώσει την αίσθηση της ποίησης στο κείμενο. Έτσι προκύπτει ένα νέο ποίημα που θυμίζει το αρχικό, όμως είναι καινούργιο. Ευτύχησα ως προς αυτό, γιατί οι δύο εξαιρετικοί μεταφραστές μου βλέπουν έτσι την ποίηση και τη μετάφρασή της. Ο καθηγητής Robert Crist, θεωρητικός της λογοτεχνίας, κριτικός και ποιητής ο ίδιος, έχοντας μεταφράσει Γιώργο Χειμωνά και Άρη Αλεξάνδρου, μου έκανε τη μεγάλη τιμή να ασχοληθεί με τα δικά μου ποιήματα. Δίπλα του η Δέσποινα Λαλά – Crist, λογοτέχνις, και λάτρης της ποίησης. Και οι δύο ξεκίνησαν να μεταφράζουν για το κέφι τους, και όταν είδαμε το αποτέλεσμα, είπαμε: γιατί όχι; Έτσι προέκυψε αυτή η πολύ προσεγμένη αισθητικά δίγλωσση έκδοση από τις Μικρές εκδόσεις του Σταμάτη Πάρχα. 





Μπορεί να είναι επικίνδυνες οι λέξεις;


Κάθε λέξη εμπεριέχει τον κίνδυνο της κατανόησής της πέρα από συμβατικότητες και ελάχιστες συμφωνημένες ερμηνείες. Άρα μπορείς να τις χαρακτηρίσεις «Απόκρημνες». Για παράδειγμα, ποιον κίνδυνο μπορεί ποτέ να έχει η λέξη τραπέζι; Απολύτως χρηστικού χαρακτήρα λέξη. Ωστόσο ο κώδικας επικοινωνίας κατορθώνει να σπάσει τα πλαίσια της χρήσης του στα χέρια ενός ποιητή, και τότε η λέξη απογειώνεται:

«Το ψωμί είναι στο τραπέζι

το νερό είναι στο σταμνί

το σταμνί στο σκαλοπάτι

δώσε του ληστή να πιει»



θα πει ο Ιάκωβος Καμπανέλης και αμέσως άλλο το νόημα που βγάζει η λέξη, άλλη η προέκτασή του. Οι λέξεις είναι όμορφες με τον κίνδυνο που έχουν. 



Xρειάζεται ο δημιουργός στην ποίηση να μπαίνει με βλέμμα καθαρό και αθώο; 



Βασική προϋπόθεση αυτή, ώστε να βρίσκει τον αποδέκτη του. Νομίζω ότι το ψέμα στο ποίημα αποκαλύπτεται, φαίνονται οι μιμήσεις, οι αντιγραφές και τα προσποιητά αισθήματα. Ο ποιητής δεν κάνει χειρωναξία, δεν δείχνει τεχνικές. Θα μου πείτε, βέβαια, ότι έχουμε και βραβευμένη τέτοια ποίηση και μάλιστα με μεγάλες τιμές. Ε, ναι. Τι να κάνουμε; Ίσως το ψέμα, το καλοδουλεμένο, να είναι καμιά φορά ισχυρότερο της αθωότητας. 



 Σε ποιους ανήκει η ποίηση; 



Σε όλους αυτούς που δέχονται την πρόκληση/πρόσκλησή της. Δεν θα έλεγα ότι ανήκει στον ποιητή της, μια που το κάθε έργο από τη στιγμή της δημιουργίας του αποκόπτεται από τον δημιουργό του (άρα και τη θνητή του αφορμή) και ανοίγεται αυτόνομο σε κάθε πιθανή συνάντηση με μια διαφορετική ερμηνεία. Από τη στιγμή που θα διαβάσεις ένα ποίημα και κάτι θα σου πει εσένα προσωπικά, είναι πλέον κτήμα σου, προσωπική σου υπόθεση που αντιστοιχεί στα δικά σου βιώματα. Η μαγεία της ποίησης είναι αυτή. 



 Θα ήθελα ένα σχόλιό σας για το ελληνικό λογοτεχνικό τοπίο. 



Πληθωρική παραγωγή και από παλαιότερους και από νεοεμφανιζόμενους. Δύσκολη η επιλογή, αν δεν έχεις τα κριτήρια τα αισθητικά. Νομίζω, όμως, ότι μετά από μια περίοδο σύγχυσης που έδωσε την ευκαιρία στην παραλογοτεχνία να έρθει στην επιφάνεια και να επιπλεύσει με ψεύτικο μανδύα λογοτεχνικό, ξεκαθαρίζει το τοπίο. Βλέπω πολλά αξιόλογα βιβλία και σε ποίηση και σε πεζογραφία. Ο χρόνος θα δώσει σε κάποια το βάρος που τους αναλογεί. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι όλη αυτή η δραστηριότητα προκύπτει εν μέσω γενικότερης κρίσης. Και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η λογοτεχνική παραγωγή από μικρούς εκδότες που προσέχουν πολύ τις επιλογές τους αλλά και την αισθητική των εκδόσεών τους. Ένα εξώφυλλο, για παράδειγμα, μπορεί να συνοψίσει όλο το βιβλίο. Δείτε την εξαιρετική φωτογραφία της Χριστίνας Καραντώνη. Μια «απόκρημνη» εικόνα στις «Λέξεις απόκρημνες». 





Ποιο το μέλλον της ποίησης; 





Πάντα θα υπάρχουν καλοί ποιητές μέσα στην ειλικρίνειά τους, ταυτόχρονα όμως πάντα θα γράφονται στιχάκια που καμία σχέση δεν θα έχουν με τον ποιητικό λόγο και άλλα πάλι ευπώλητα και σκοπίμως δυσνόητα. Αντίστοιχα πάντα θα υπάρχουν αναγνώστες της ποίησης που θα ανιχνεύουν την ιδιαίτερα αξιόλογη φωνή, αλλά και πάντα κάποιοι που θα πέφτουν στην παγίδα του ευτελούς σπουδαίου. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο η ποίηση θα υπάρχει και θα προκαλεί. Ως λόγος ιδιαίτερων αξιώσεων στις καλές της στιγμές θα προσφέρει μοναδικές συγκινήσεις. Ίσως για λίγους. Αλλά, πότε τα ξεχωριστά πράγματα χαρακτηρίζονταν από μαζικότητα; 



 Tι είναι Ποίηση εν τέλει; 



Ξέρετε, κάποιοι διαφωνούν με αυτό το κεφαλαίο γράμμα στην ποίηση. Θεωρώ ότι εννοείτε μια ποίηση αυθόρμητη ως αρχική ιδέα, κοπιαστική πολύ ως καταγραφή και αθώα ως τελική κατάθεση. Με αυτή την ποίηση συντάσσομαι, και λέω πως με τα χαρακτηριστικά αυτά δίνει τις καλύτερες στιγμές της. Γιατί, αν εννοούμε μια προσχεδιασμένη ευκολία ενδεδυμένη με την πονηρή σκοπιμότητα,τότε καλύτερα να απέχουμε απ’ αυτήν. 





 Ποια η γνώμη σας για τα λογοτεχνικά βραβεία; 



Αναπόφευκτα λειτουργούν διαφημιστικά για τα βιβλία και τους συγγραφείς, με τη λογική συχνά του marketing, και αυτό οπωσδήποτε έχει την αρνητική του πλευρά. Κυρίως αν πίσω απ’ αυτά διαφαίνεται η σκιά ενός κυκλώματος οικείων και ευνοουμένων. Αν πάρουμε την πιο αθώα εκδοχή τους, δεν είναι κακό να επιβραβεύεται μια λογοτεχνική προσπάθεια, ιδιαίτερα αν πρόκειται για νέα πρόσωπα που έχουν την ανάγκη μιας ώθησης. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο αληθινός κριτής της αξίας είναι ο αναγνώστης, όσο βέβαια καταφέρνει να μην επηρεάζεται από την ιδιότυπη «τρομοκρατία» των επωνύμων. 



 To νόημα της Κριτικής! 



Θίγετε, φοβάμαι, ένα πολύ ευαίσθητο θέμα. Γράφοντας εγώ η ίδια κριτικές βιβλίου, γνωρίζω και τη δυσκολία της καλής κριτικής αλλά και τις πολλές παγίδες που κρύβει. Με τον όρο «καλή κριτική» δεν εννοώ την ευνοϊκή σε καμία περίπτωση. Ούτε όμως και την εμπαθή και χαιρέκακη, την υπερφίαλη και εγωπαθή. Πιστεύω ότι ένας καλός κριτικός έχει δύο χαρακτηριστικά: γνώση του αντικειμένου και αγάπη για τη λογοτεχνία. Έτσι μπορεί να δώσει τη θέση του ξεκάθαρη, να εμπλουτίσει το γνωστικό πεδίο του αναγνώστη, να λειτουργήσει ως δρόμος μεσολαβητικός ανάμεσα σ’ αυτόν και στο βιβλίο. Άλλωστε μια κοινή αγάπη τους ενώνει, αναγνώστη, συγγραφέα και κριτικό. 



 Θα σας δίνω λέξεις, θα μου δίνετε σκέψεις: 





Θάλασσα:

Ολόκληρη μέσα μας. 



Φωτιά:

Ίσως η αρχή και το τέλος των πάντων. 



Φύση:

Μέσα της μικραίνουμε όμορφα. 



Kαβάφης:

Το σύμπαν των λέξεων και των πράξεων. Μια «σωματική» ποίηση. 



Δρόμος:

Ανοιχτή πορεία, απρόβλεπτη στις στροφές. 



Παιδί:

Ο εαυτός μας κάποτε. Τον αγνοούμε στο μεγαλύτερο κομμάτι του. 



Παίγνιο:

Ένα παιχνίδι που μας εμπαίζει



Eλλάδα:

Το άφευκτο ένδυμά μας σε ό,τι κάνουμε και σε ό,τι είμαστε. 



Γλώσσα:

Πολύμορφος κώδικας, εύπλαστος όσο και δεσμευτικός. 



Kόκκινο:

Επικίνδυνο όσο και όμορφο. 



Λύπη:

Αναπόφευκτη αίσθηση, ωστόσο συχνά γενεσιουργός δύναμη, αφορμή δημιουργίας. 



Eλύτης:

Θα μπορούσε η ποίηση και χωρίς αυτόν, η Ποίηση όμως όχι. 



Mάσκα:

Η ποικιλία των μορφών μας σε μια συμβατική εναλλαγή. Όταν απελευθερωθούμε από αυτές γινόμαστε αληθινοί. 



Θέατρο:

Η ενδιαφέρουσα όψη των πραγμάτων. Υποδυόμαστε ποιούντες

ήθος. 





 Λογοτεχνία και Διαδίκτυο... 



Αμφιλεγόμενος ο ρόλος του διαδικτύου στην υπόθεση της λογοτεχνίας. Ελεύθερη καθώς είναι η δημοσίευση, κυκλοφορούν τα πάντα, από τα πιο σπουδαία πράγματα ως τα ευτελή. Μπορείς να έρθεις σε επαφή με τη λογοτεχνική πληροφορία (ας μου επιτραπεί ο όρος) απρόσκοπτα και δωρεάν. Από κει και πέρα επιστρατεύονται τα κριτήρια αισθητικής προκειμένου να ξεδιαλύνεις το αξιοπρόσεκτο. Θα έλεγα ότι η πληθώρα των κειμένων αλλά και η εύκολη πρόσβαση σ’ αυτά δίνουν το θετικό πρόσημο, κατά τη γνώμη μου, στη σχέση της λογοτεχνίας με το διαδίκτυο. 



 Διαβάζονται αλήθεια από τον κόσμο όλα αυτά τα λογοτεχνικά περιοδικά σήμερα; 



Μιλάτε, υποθέτω και για τα ηλεκτρονικά και για τα έντυπα. Από όλους σίγουρα όχι. Αυτό ίσχυε πάντα. Γνωρίζουμε ότι το κοινό της λογοτεχνίας έχει τους δικούς του ρυθμούς και τις δικές του συνήθειες, συχνά εμμονικές. Τα έντυπα περιοδικά εξακολουθούν να έχουν τους πιστούς αναγνώστες τους, που τα αναζητούν κάθε δυο ή τρεις μήνες στα βιβλιοπωλεία. Όσο για τα ηλεκτρονικά, αυτά διαβάζονται περισσότερο ευκαιριακά, έχουν περιστασιακούς αναγνώστες και οπωσδήποτε λιγότερους πιστούς ακολούθους. Δεν πειράζει, όμως, καθόλου αυτό. Το διαδίκτυο υπακούει σε μια άλλη ταχύτητα πρόσληψης της πληροφορίας. Πιστεύω ότι εν τέλει κάτι μένει. 



 Θα ήθελα να θέσετε η ίδια ένα ερώτημα και να το απαντήσετε με τον δικό σας τρόπο! 



Ζώντας πάντα μέσα σε πόλη, ιδιαίτερο χώρο πολυσύχναστο και γι’ αυτό αγαπημένο, και αντλώντας από εικόνες δικές της, θέτω ένα ερώτημα που αφορά τις πόλεις και τον «κόσμο» τους: 



Χαμογελούνε άραγε οι πόλεις; / Συνήθως θλίβονται σαν τις θυμόμαστε. / Γεμάτες οι βαλίτσες τους λιγάκι κοντοστέκονται / διστάζοντας πλάι σε γκρίζα παροπλισμένα τραίνα. / Κι οι δρόμοι τους γεμάτοι από πατημασιές / ανθρώπων που απόκαμαν / χαζεύοντας του χρόνου τη ροή. / Μα σαν ανοίγονται στο φως τα παιδικά τα μάτια / αχόρταστα ακόμη από εικόνες / σ’ ένα μικρό μειδίαμα αφήνονται οι πόλεις. / Ίσως αυτός να είναι ο ρόλος τους. / Την εκλεκτή συγγένεια να θυμίζουν / ανάμεσα στην προσμονή και στη φυγή.

Η Διώνη Δημητριάδου

κουβεντιάζει στο BOOK TOUR

με τον Θεοφάνη Θεοφάνους
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Booktour http://www.booktourmagazine.com/news/gnoriste-ti-dioni-dimitriadoy/)



Σύντομο βιογραφικό

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Αθήνα. Αξιοποίησε τις σπουδές της σε ιστορία και αρχαιολογία διδάσκοντας σε δημόσια λύκεια. Γράφει ποιήματα αλλά και πεζά (λογοτεχνικά και δοκιμιακά) και ασχολείται με τα γραπτά των άλλων κάνοντας επιμέλειες εκδόσεων και δημοσιεύοντας άρθρα κριτικής λογοτεχνίας σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Συμμετείχε στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Η Εν Λόγω Τέχνη από το 1999 ως το 2004. Έχει εκδώσει έξι βιβλία και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις, ενώ ποιήματά της και πεζά έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Διατηρεί στο διαδίκτυο το ιστολόγιο (blog) «Με ανοιχτά βιβλία» meanoihtavivlia.blogspot.gr/. Η ποιητική συλλογή «Λέξεις απόκρημνες» είναι η πρώτη της προσωπική. 



Έργα:

Εγχειρίδιο για την παραγωγή λόγου (δοκίμια), εκδόσεις Νοών, Αθήνα 2010

Το ύφος και το ήθος (δοκίμια), εκδόσεις Νοών, Αθήνα 2010

Το ατελιέ (διηγήματα), εκδόσεις Νοών, Αθήνα 2011

Ο χώρος ανάμεσα (νουβέλα), εκδόσεις Νοών, Αθήνα 2013

Τα κοινά και τα ιδιωτικά (διηγήματα), εκδόσεις Νοών, Αθήνα 2014

Σύμη, με τα μάτια της ψυχής (συμμετοχή με ιστορικό άρθρο: «Σύμη, 19ος και 20ος αιώνας, η Ακμή), εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα

19ος και 20ός αιώνας, η Ακμή»), εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1998

CRAFTBOOK II – ετερότητα (συμμετοχή με ποιήματα), μικρές εκδόσεις, Αθήνα 2015

2η ποιητική ανθολογία (συμμετοχή με ποιήματα), εκδόσεις Διάνυσμα, Αθήνα 2015

3η ποιητική ανθολογία (συμμετοχή με ποιήματα), εκδόσεις Διάνυσμα, Αθήνα 2016

Ανθολόγιο ΣυνΠοιείν (συμμετοχή με ποιήματα και πεζά), εκδόσεις Όστρια, Αθήνα 2016

Έρως αιέν [επιμέλεια: Θωμάς Κοροβίνης] (συμμετοχή με ποιήματα),

Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου, Βόλος 2016

Λέξεις απόκρημνες (δίγλωσση ποιητική συλλογή), με το ελληνικό πρωτότυπο κείμενο της Διώνης Δημητριάδου και την αγγλική μετάφραση από τους: Robert Crist και Despina Lala – Crist, Μικρές εκδόσεις, Αθήνα, 2017

Ο βιωμένος χρόνος - μικρές ιστορίες, Εκδόσεις ΑΩ, 2017



Ενότητα 1η: Εκ των έσω

Ποια παιδική σας ανάμνηση παραμένει ανεξίτηλη;

Η παιδική ανάμνηση έρχεται από τη γενέθλια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, και είναι μια εικόνα ανήσυχης αναμονής που μεταλλάσσεται σε αίσθηση ανακούφισης και αγαπημένης γαλήνης. Ο παππούς και ο αδελφός μου που στρίβουν τη γωνία επιστρέφοντας από τον κινηματογράφο, όπου παρακολούθησαν δύο φορές την ταινία (γι’ αυτό και η ανησυχία στο σπίτι). Ίσως τότε κατάλαβα για πρώτη φορά ότι για τα όμορφα πράγματα μπορείς να κάνεις και μικρές παρασπονδίες.



Και ως ενήλικη; Τι είναι αυτό που συχνά πυκνά ανασύρετε στη μνήμη σας και αποτελεί πάντα ένα καλό εφαλτήριο για το μέλλον;

Προσπαθώ, όσο γίνεται, να μένω στο σήμερα. Ωστόσο δεν μπορώ να αποφύγω κάποια πισωγυρίσματα του νου, καθώς μάλλον η μνήμη έχει τους δικούς της νόμους και συχνά αυθαιρετεί. Έτσι καμιά φορά θυμάμαι τα πιο επαναστατικά χρόνια, εκείνα με το ρίσκο τους, τις πολλαπλές αναμετρήσεις τους, και σκέφτομαι πως οι αγώνες τις περισσότερες φορές γίνονται άθυρμα στα χέρια των πολιτικών ή των πολιτικάντηδων, αν προτιμάτε. Αυτή η σκέψη πάντα με προφυλάσσει από τις κακοτοπιές και με κάνει να μετρώ με σύνεση όσα ακούω.



Εκλάμψεις, αναλαμπές; Συνήθως με ποιον τις μοιράζεστε;

Συνήθως με τον σύντροφό μου, που είναι πάντα δίπλα μου να με ανέχεται και στις εκλάμψεις αλλά και στις πιο σκοτεινές στιγμές.

                                                                                                                 

Ο άνθρωπος, ανέκαθεν, ως οντότητα ζει ανάμεσα σε πειρασμούς. Ασπίδες έχουμε;

Εξαρτάται πώς εννοούμε τη λέξη αυτή. Αν αποφύγουμε το θρησκευτικό πλαίσιο, που οπωσδήποτε δεν μας οδηγεί με καθαρό μυαλό, μπορώ να σας πω ότι όλα αυτά που μας «πειράζουν» και μας προκαλούν είναι ευπρόσδεκτα. Είναι αυτά που μας βγάζουν από την πεπατημένη οδό και μας οδηγούν σε πιο ολισθηρά ίσως μονοπάτια, ωστόσο πολύ πιο ενδιαφέροντα. Φυσικά με όλο τους το ρίσκο.



Τι σας προσγειώνει απότομα;

Συχνά η αίσθηση του σύντομου χρόνου. Ο άθλιος αυτός θέλει να θυμίζει την πιεστική παρουσία του, συνήθως την ώρα που θέλω κάτι άλλο να κερδίσω πέρα από την επιβεβαίωση ότι (για μια ακόμα φορά) είμαι μέσα  στις προθεσμίες.

                                                                                                    

Δώστε μου ένα λόγο για ν’ αγαπήσει κανείς τη μέρα.

Α, αυτό έχει εύκολη απάντηση. Αγαπάς την κάθε καινούργια μέρα ακριβώς γι’ αυτή την απρόσμενη ανανέωσή της κάθε πρωί.



Σε ποια εποχή συναντάμε την αληθινή Διώνη, όπου συμμετέχουν σε αυτό που ζει όλα τα μέρη του σώματος (σώμα, μυαλό, ψυχή); 

Ίσως σε κάθε εποχή, θα έλεγα. Απολαμβάνω την κάθε εποχή, όταν μπορώ να κάνω όσα μου αρέσουν. Και αυτά είναι τόσο πολλά για να χωρέσουν μόνο σε μία.



Ποια είναι η ραχοκοκαλιά της ζωής;

Θα έλεγα ότι είναι το κάθε τι που την κάνει να στέκει όρθια, να μη λυγίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σώμα μας. Αυτό το κάθε τι, βέβαια, ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σε μένα μετράει πολύ η συντροφικότητα, όπου και όπως τη συναντήσω. Με βοηθάει στη στήριξη. Όχι μόνο του σώματος αλλά της ζωής στο σύνολό της.



Ενότητα 2η: H τέχνη της γραφής

Από τα είδη του λόγου, ποιο σας συγκινεί/συναρπάζει περισσότερο;

Όλα τα είδη μου αρέσουν, το κάθε  ένα στην ώρα του. Άλλοτε με συγκινεί η ποίηση, άλλοτε ο πεζός λόγος. Αγαπώ και τον δοκιμιακό λόγο, και συχνά τον ανακαλύπτω κάτω από τις λέξεις της ποίησης ή της πεζογραφίας. Άλλωστε ο λόγος ένας είναι, όσες μορφές και  αν του δώσουμε, με όσες εκφράσεις διαφορετικές και αν ντύσουμε τη σκέψη μας.



Υπάρχει λογοτεχνικός ήρωας του οποίου το γραφτό της μοίρας θα αλλάζατε;

Ο αναγνώστης, ξέρετε, είθισται να παρεμβαίνει στα διαβάσματά του και καμιά φορά να ανατρέπει τα πάντα. Ναι, συμβαίνει να θέλω αλλιώς τη λογοτεχνική μοίρα κάποιου ήρωα. Σκέφτομαι, για παράδειγμα (και με αυτό σας πάω στα πολύ παλιά γραμμένα) ότι, αν μπορούσα, θα ανέτρεπα τη μοίρα του Οιδίποδα, όμως δεν με ρώτησε ποτέ κανείς, όπως άλλωστε κανείς δεν ρώτησε  και τον ίδιο.



Η γραφή απαιτεί πειθαρχία ή λειτουργεί αυτόματα;

Σε μένα λειτουργεί αυτόματα και με ξαφνιάζει με τις στιγμές της. Παρατηρώ πολύ γύρω μου, αγαπώ τις σιωπές του κόσμου, αντλώ από τα ασήμαντα και ευτελή. Αιφνιδιαστικά εντελώς κάτι από αυτά μεταλλάσσεται σε επιτακτική ανάγκη καταγραφής. Έ, έτσι ξεκινούν όλα.

                                                                                        

Επιλέγετε ένα καλοξυσμένο μολύβι ή μια καινούργια γραμματοσειρά ενός πολυμέσου, για να ζυμώσετε το χρόνο, τον τόπο, τους ήρωες ως πρώτη επαφή με τη σελίδα;

Ξεκινώ συνήθως με καλοξυσμένο μολύβι. Κλασικά πράγματα. Ολοκληρώνω πάντα, όμως, με την πληκτρολόγηση. Σπουδαία εφεύρεση ο υπολογιστής, μη γελιόμαστε.



Ας π(ι)ούμε μαζί έναν αγαπημένο σας στίχο/φράση/απόσπασμα από την εγχώρια ή παγκόσμια λογοτεχνία.

Είναι τόσο πολλά που μου έρχονται στον νου τώρα. Ας επιλέξω κάτι που με έχει επηρεάσει πολύ: «Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο» (Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου, Δοκίμιο πάνω στο παράλογο). Το πρωτοδιάβασα στην ηλικία των 16 μόλις χρόνων, και εδώ και 45 χρόνια συναπτά έχει στοιχειώσει τη σκέψη μου.



Ενότητα 3η: Μια φράση ασυμπλήρωτη

 (Ένα μικρό λογοπαίγνιο με αφορμή τον τίτλο βιβλίου «Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις» του  Δρ. Φελίτσε Λεονάρντο Μπουσκάλια)

Να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις και να ελπίζεις πως… να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις και να ελπίζεις πως θα σου φτάσει ο χρόνος για όλα αυτά.



Υ.Γ.: Οι ταινίες κρύβουν μέσα στη συντομία τους μεγαλειώδεις πανανθρώπινες αξίες. Υπάρχει κάποια την οποία, από πλευράς σεναρίου, μας παροτρύνετε να δούμε;

Θα πρότεινα να δείτε την πιο μαγική, κατά τη γνώμη μου, από όλες: «Τα φτερά του έρωτα» του Βιμ Βέντερς. Ο αρχικός της τίτλος, βέβαια, μου αρέσει πιο πολύ: Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο (Der Himmel über Berlin).







Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/gnoriste-ti-dioni-dimitriadoy/

Για τις «Λέξεις Απόκρημνες» της Διώνης Δημητριάδου
γράφει ο Θεοφάνης Θεοφάνους
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Booktour http://www.booktourmagazine.com/news/dioni-dimitriadoy-lexeis-apokrimnes-mikres-ekdoseis1/)





Αν μου ζητούσαν να τοποθετήσω στα όρια της ποίησης το έργο της κυρίας Δημητριάδου, αυτό θα ήταν ως αγαλματίδιο σε ακλόνητο βάθρο.

Αγάλματα ποιήματα που σε κοιτούν κατάματα, δύσβατα, κινούνται τις νύχτες. Ταξιδεύουν μέσα σου υποδόρια και ξαφνικά σταματούν την αέναη σπιρτάδα τους και στέκονται ακίνητα. Κοιτάζουν σχεδόν υπεροπτικά τον μικρόκοσμό μας-παρόλο που ζουν και τρέφονται απ΄ αυτόν.

Ποιήματα σταυρόλεξα που λειτουργούν αντίστροφα. Παρέχουν τις λύσεις, μα όχι και την αφόρμηση του ερωτήματος.

Ποιήματα συνθήματα. Γεμάτα οδύνη και ηδονή. Αποτυπωμένα από παθόντες.

Ποιήματα ωρολογιακές βόμβες. Γραμμένα από άναρχα πνεύματα, ασύμβατα, ακαλούπωτα.

Η ποιήτρια θυμίζει κουρσούμι-μέταλλο που λιώνει, μετασχηματίζεται και εκτοξεύεται επ΄ άπειρον σε πολλαπλά σύμπαντα.

Ο ποιητικός αυτός λίθος θα άξιζε να διαβαστεί από μεταπτυχιακούς φοιτητές δημιουργικής γραφής, από καταξιωμένους ομότεχνους- για ν΄ ανεβάσουν τον προσωπικό τους πήχη- και απ΄ όλους εκείνους που πνίγονται στη λογική μιας εποχής που ολοένα και καταδυναστεύει τους ανοικτούς ορίζοντες μιας σχεδόν κλειστής ανθρώπινης ύπαρξης.

Είχα την τύχη να έχω μέντορα τον ποιητή και μεταφραστή Στράτη Πάσχαλη (μαθητή του αείμνηστου Οδυσσέα Ελύτη). Εκείνος, λέξη λέξη, με μύησε σ΄αυτόν τον δυσπρόσιτο δρόμο. Η καλή ποίηση, η λεία και τραχιά ποίηση, δυστυχώς εκλείπει στην εποχή μας.

Εδώ όμως, ελλοχεύουν το δέος, η συγκίνηση, ο προβληματισμός, οι φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Η αισθητική απόλαυση της ανάγνωσης με οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Αυτή που ο εαυτός μας βγαίνει από το σώμα και κοιτά τη ζωή του βήμα βήμα. Παρατηρεί, απορρίπτει, μετανιώνει.

Τη δίγλωσση έκδοση επιμελήθηκαν ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κύριος Ρόμπερτ Κριστ και η λογοτέχνις κυρία Λάλα-Κριστ, αποδίδοντας στο μέγιστο τον παλμό των στίχων και τα ποιητικά εμβλήματα.

Ξεχωρίζουν: «Η Γυναίκα του Λωτ», «Χάρτινα», «Ερωτικό», «Αποκαθήλωση», «Ποιητική», «Τα βότσαλα» και το δικό μου αγαπημένο «Οι πόλεις», το οποίο και σας παραθέτω.



Οι Πόλεις



Χαμογελούνε άραγε οι πόλεις;

Συνήθως θλίβονται σαν τις θυμόμαστε.

Γεμάτες οι βαλίτσες τους λιγάκι κοντοστέκονται

διστάζοντας πλάι σε γκρίζα παροπλισμένα τραίνα.

Και οι δρόμοι τους γεμάτοι από πατημασιές

ανθρώπων που απόκαμαν

χαζεύοντας του χρόνου τη ροή.



Μα σαν ανοίγονται στο φως τα παιδικά τα μάτια

αχόρταγα ακόμη από εικόνες

σ΄ ένα μικρό μειδίαμα αφήνονται οι πόλεις.



Ίσως αυτός να είναι ο ρόλος τους.

Την εκλεκτή συγγένεια να θυμίζουν

ανάμεσα στην προσμονή και στη φυγή.



The Cities



Do cities indeed smile;

Usually they’re sad as we remember them.

Their luggage full, they pause

hesitating by stationary gray trains.

And their roads filled with footprints

of people exhausted by

eyeing the flow of time.



But, aw children’ s eyes open to the light,

as yet insatiated by images,

cities emit a faint smile.



That is perhaps their role.

To recall the select relationship

Between expectation and flight. 







Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/dioni-dimitriadoy-lexeis-apokrimnes-mikres-ekdoseis1/
Θεοφάνης Θεοφάνους

Για τις «Λέξεις Απόκρημνες»
της Διώνης Δημητριάδου
γράφει η Κυριακή Αν. Λυμπέρη
(αναδημοσίευση από τη Bookpress  https://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/dimitriadou-dioni-mikres-ekdoseis-lexeis-apokrimnes-precipitous-words-2)




«Σκληρός ο λόγος» είναι ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος της συλλογής. Ο ποιητικός λόγος δεν βρίσκεται ούτε στους ουρανούς, ούτε στους βυθούς. Η ποιήτρια -στη δυναμική της αυτή εμφάνιση, μεταφρασμένη μάλιστα στα αγγλικά από το ζεύγος Ρόμπερτ και Δέσποινα Λάλα Κριστ- τον θέλει να φοράει το χώμα: Ύδάτινα κι αέρινα θαρρείς πως ντύνεται ο λόγος; / Χωμάτινα φορεί και λερωμένα κι η όψη του στεγνή. Είναι ο λόγος της γης, ο ρεαλιστικός λόγος, τόσο πιο τραχύς όσο ο τόπος στον οποίο γεννιέται. Ωστόσο, στον ποιητικό δρόμο του βιβλίου δεν θα συναντήσουμε εικόνες, ρεαλιστικές ή μη, παρά ελάχιστες. Πρόκειται για μια ποίηση που στοχεύει αποκλειστικά στον στοχασμό.

Η λήθη, ναι, φροντίζει να καταργήσει αυτά που πονούν. Και οι λέξεις συχνά σε βαστούν απ' τους γκρεμούς, μπορούν να καθησυχάσουν και να ημερέψουν την καρδιά που υποφέρει.

Δηλώνει επίσης τη διεκδικητική της στάση, ποιητική ή και ζωής: σε τούτο το παιχνίδι όσο θυμάμαι πάντα τα μαύρα ήθελα / μαχητικά πιόνια εκ φύσεως διεκδικητικά. Όμως αισθάνεται πως όσο προχωρεί ο βίος και επέρχεται η ωριμότητα, αφήνοντας κατά μέρος το απόλυτο, επιβάλλεται μια συμφιλίωση με τον εαυτό πρωτίστως, αλλά και με τον απέναντι. Δύσκολο, γιατί οι άλλοι του περίγυρου συνήθως: Για το στραβό σου πάτημα δρομολογούν προγράμματα / και ξεσκονίζουν τεχνικές / να σε γυρίσουνε στο δρόμο τον ευθύ. Η απόκλιση από τις κοινωνικές νόρμες είναι γνωστό ότι έχει συχνά οδυνηρές συνέπειες για κάποιον που ψάχνει έδαφος προσωπικό. Κάποτε οι άλλοι είναι λύκοι, πιο λύκοι από τους πραγματικούς εκείνους της υπαίθρου. Αλλά υπάρχουν σταθερές; Όπως ακόμα και τα βουνά τα λιώνει ο ήλιος (ο κατ' αρχήν ευεργετικός δηλαδή), έτσι φθείρονται όλα τα ανθρώπινα και τότε ο ποιητικός λόγος και η γραφή αποτελούν για το ευαίσθητο ποιητικό υποκείμενο τα μόνα σταθερά σημεία από τα οποία μπορεί να κρατηθεί. Αύριο πρωί θα σβήσω από τη μνήμη / ό,τι πονάει απ' τα παλιά / και μου στερεί το βήμα το δικό μου. / Κρατάω μονάχα γλώσσα και γραφή / γιατί κυλούν οι λέξεις ατίθασο φορτίο. Η λήθη, ναι, φροντίζει να καταργήσει αυτά που πονούν. Και οι λέξεις συχνά σε βαστούν απ' τους γκρεμούς, μπορούν να καθησυχάσουν και να ημερέψουν την καρδιά που υποφέρει (η παραμυθητική λειτουργία της Ποίησης). Δίνει σαν παράδειγμα η ποιήτρια την καθησυχαστική λέξη «πάντοτε». Πόσοι από εμάς δεν ζητήσαμε τη θαλπωρή της σκιάς αυτής της λέξης; Στη φιλία, στον έρωτα, στην οικογένεια, στις πεποιθήσεις μας; Αλλά υπάρχουν και λέξεις που σε αναγκάζουν να κοιτάξεις τα βάθη και τους κινδύνους, του εαυτού σου και των περιστάσεων, που σε βγάζουν από το βόλεμα. Το «ίσως» δεν είναι μία από αυτές; Λέξεις γεμάτες κίνδυνο και αοριστία. Λέξεις που οδηγούν σε άγνωστα μονοπάτια και πλόες, όμως ακριβώς γι αυτό -για μερικούς γενναίους- ενδιαφέροντα.

Ο Καβάφης θα έλεγε: Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη / ...τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας / το θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι... άλλωστε αυτούς τους κουβαλάς ήδη μέσα στην ψυχή σου. Εδώ θα βρω μια αναλογία της στοχαστικής διάθεσης της ποιήτριας με εκείνης του μεγάλου μας ποιητή, αυτός βέβαια έδινε στα ποιήματά του και αφηγηματικό χαρακτήρα. Άλλωστε η Διώνη Δημητριάδου καταδείχνει τις καταβολές της, αναφέροντας και ονομαστικά την Ιθάκη: χωρίς ψευδαίσθηση καμιά / για τόπο ιθακήσιο / όλο στο κύμα ανάποδα θα πλέουμε. Στο ποίημα «Χάρτινα», τα καράβια που φτιάχνει και στέλνει στον κόσμο έχουν πάντα στα πλευρά τους γραμμένη τη λέξη γυρισμός, άρα αναφορά σε μιαν Ιθάκη πάλι, έναν ιδεατό προορισμό ή σκοπό, ασχέτως αν τελικά καταλήγει ότι δεν υπάρχουν γυρισμοί (αλλά προφανώς μόνον αποπλεύσεις και ταξίδια). Τέτοιες λέξεις λοιπόν επικίνδυνες, δύσκολες και ακραίες -«απόκρημνες» τις λέει η ποιήτρια- θα ήθελε να τη συντροφεύουν στην ποιητική της διαδρομή. Άλλωστε ο ποιητής με τη γραφή του, όπως και ο ηθοποιός που -με την αρχική σημασία της λέξης- ποιεί ήθος, μπορεί κι αυτός να ποιεί το ήθος του αναγνώστη και να του χρησιμεύει με τη σειρά του σαν στήριγμα, εκεί που η έμπνευση και οι στοχαστικές προσαρμογές της έχουν χαρίσει σε αυτόν τον ίδιο πρώτα -δια μέσου της που συλλήφθηκε επιτυχημένα ποιητικής στιγμής- την κατάλληλη διατύπωση. Η ποίηση είναι δώρο, το οποίο μπορεί -κατά τη Δημητριάδου- να κρατήσει μόνον ο ποιητής ή να χαρίσει απλόχερα και σε αυτούς που είναι «οι κουρασμένοι επαίτες της ζωής». Δεν αντιλαμβάνομαι απόλυτα -προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω την ποίηση της Διώνης- το σημείο αυτό. Μήπως -κατά τον Π. Νερούντα- εννοείται ότι «η ποίηση δεν ανήκει σε αυτούς που τη γράφουν, αλλά σε αυτούς που την έχουν ανάγκη»; Αλλά ο ποιητής χορηγεί, θέλοντας και μη, ο αναγνώστης απομένει να προσχωρήσει στο νόημα. Ίσως λοιπόν αναφέρεται στον επικοινωνιακό χαρακτήρα της ποίησης που δεν είναι πάντα ορατός στις μέρες μας. Διότι η ανοικείωση και η κρυπτικότητα, επεβλήθησαν μάλλον σαν αισθητική διαδικασία -καλώς λέω εγώ- αφού είχαν φθαρεί πολύ από την επανάληψη τόσων αιώνων -όχι τα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο και είναι πάντα τα ίδια- αλλά οι διατυπώσεις τους και οι τετριμμένοι κάποτε ρυθμοί τους. Το νόημα όμως πρέπει να ειπωθεί με τον κατάλληλο τρόπο για να είναι καλή ποίηση, αλλιώς είναι αντικείμενο απλώς φιλοσοφικού στοχασμού (αν και βέβαια η φιλοσοφία των προσωκρατικών αναπτύχθηκε και ποιητικά).

Σε μια εποπτεία του εσωτερικού εαυτού, Μια λύπη έχω χρεωθεί σχεδόν από παιδί, αναφωνεί. Η συνείδηση του πνευματικού ανθρώπου εκτελεί ένα χρέος βαρύ.

Ωστόσο, εάν «το ποίημα δεν γίνεται με ιδέες, αλλά με λέξεις» (Μαllarme), η Διώνη έχει να επιδείξει και ιδέες και λέξεις. Οι ιδέες αφθονούν, οι λέξεις τοποθετημένες σωστά. Σχηματίζουν μια σύνθεση η οποία έχει τον προσωπικό χαρακτήρα μιας ενατένισης των ανθρωπίνων, όπου η μοίρα είναι ο ρυθμιστής και όχι ο ίδιος ο άνθρωπος: ... η μοίρα είναι άφευκτη μας λέει ή: Άθυρμα όλα τα ανθρώπινα / παιχνίδια που τσακίζονται στα θεϊκά τα χέρια και η φθορά βεβαιότατη: τα σπίτια γερνούν / ... ο χρόνος με το σκληρό του βλέμμα / αποσαρθρώνει όλα τα υλικά, εννοώντας τα σπίτια σαν κατασκευές, είτε σαν χώρους ενοίκησης σκέψεων, ιδεών, αναμνήσεων από πρόσωπα αγαπημένα, συναισθημάτων. Μια διαπίστωση λοιπόν της ματαιότητας ή, όταν μιλάμε για το ναυτόπουλο ως εικόνα του ανθρώπου: να προνοεί θαλασσινούς κινδύνους / σ' έναν ορίζοντα / που ο ίδιος δεν ορίζει. Η ποιήτρια μέσα σε τέτοιον ορίζοντα και κόσμο δεν μπορεί να νιώθει χαρούμενη. Σε μια εποπτεία του εσωτερικού εαυτού, Μια λύπη έχω χρεωθεί σχεδόν από παιδί, αναφωνεί. Η συνείδηση του πνευματικού ανθρώπου εκτελεί ένα χρέος βαρύ. Με συνοδοιπόρους της τους -ακόμα και απωλεσθέντες- «ομοτράπεζους», ίσως δηλ. εκείνους που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες και κατευθύνσεις (ή μήπως και τους προγενέστερους ποιητές;). Το παιδί που κουβαλάει μέσα της, σκεπασμένο από τον ώριμο εαυτό, επανέρχεται συνεχώς, ελέγχοντας με την αθωότητα αλλά και τη σκληρότητα που διακρίνουν τα παιδιά. Φρόντισε αυτό το ελάχιστο που σου αναλογεί / να το κατανοείς, θα μας πει. Επανερχόμενη και πάλι στο ρόλο της ποίησης, μόνο με λόγο μεταφορικό / μπορώ να σου μιλάω / που αντέχει πολυσήμαντους σχολιασμούς και δύναμη έχει μέσα του πολλή / για να ξορκίσει το κακό όπου το συναντήσει, θα μας επισημάνει. Έτσι μπαίνει το ανείπωτο σε λόγο... χωρίς κανόνες / παρά μόνο με τον εσώτερο ρυθμό. Τότε ψάχνει κανείς τη χαραμάδα που θα ξεκλειδώσει το ποίημα για να καταλήξει στην προσωπική του ερμηνεία. Αλλά θα έπρεπε -κατά τη Δημητριάδου- οι στίχοι να μιλούν από μόνοι τους. H ερωτική χαρά δεν έχει μερίδιο στη συλλογή αυτή, αν και το κορμί η ποιήτρια θα το ήθελε πάντοτε ελεύθερα να φλέγεται, στην τροχιά όμως ενός τέλειου κύκλου και όχι ατελών συμβιβασμών. Άλλωστε στο ομώνυμο ωραίο ποίημα «η γυναίκα του ΛΩΤ», στρέφοντας ανάποδα από τον άλλον που πορεύεται στη σωτηρία και το φως, η γυναίκα ατενίζει -στον κόσμο των σχέσεων- τη δική της νύχτα. Απώλειες, φόβους, διαψεύσεις, ελλείμματα αφής (αφού εδώ τα αγγίγματα μόνο «αλλοτινά»).

Ωστόσο, όσο βαθαίνει η απόγνωση / τόσο τα μέγιστα η ποίηση επινοεί. Μέσω αυτής, προσπαθεί η ψυχή να επιτελέσει τη δική της δημιουργία και λύτρωση. Με τον καιρό ο άνθρωπος, αντιγράφοντας τη φύση, μαθαίνει να λειαίνει τις επιθυμίες και τα πάθη του. Στο χορό της ζωής, αλληλέγγυος στο διπλανό του -και παρά τα ατομικά του κενά- επιβάλλεται να προσφέρει το μαντήλι που θα τον κρατήσει (και που κάποτε είναι και τα λόγια τα ποιητικά). Όμως τα κύματα που θα μας νικήσουν, αναπόφευκτα θα έρθουν. Τελικά -και όπως στο αρχικό ποίημα της συλλογής υπονοείται ή εγώ τουλάχιστον προτιμώ να διαβάζω- στον χορό των μαχαιριών (μια εκδοχή προφανώς του γνωστού ποντιακού χορού), εχθρός του ανθρώπου είναι το χώμα και εκεί αρμόζει το μαχαίρι να μπηχτεί.



Κυριακή Αν. Λυμπέρη

Για τις «Λέξεις Απόκρημνες» της Διώνης Δημητριάδου
γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη
(αναδημοσίευση από το περιοδικό diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/7075-lekseis-apokrimnes)




Ο ποιητής και ο χορευτής ήταν ο τίτλος ενός βιβλίου του Νάσου Βαγενά. Υπάρχει ένας μοναχικός χορός, ο χορός των μαχαιριών, γράφει η Διώνη Δημητριάδου στην πολύ ενδιαφέρουσα δίγλωσση συλλογή της. Ένας χορός που χορεύεται μόνο από έναν, στις βαθιές ώρες της νύχτας, ένας χορός με τον εαυτό, μέσα στο τραύμα. Ο ποιητής είναι μύστης στο Ελευσίνιο Μυστήριο της γραφής.

Από τι υλικό είναι φτιαγμένα τα ποιήματα; αναρωτιέται η ποιήτρια. Από αέρα, από νερό, είναι «σύννεφα με παντελόνια»; Χωμάτινα είναι, απαντάει μόνη της, ο ποιητής γράφει μέσα στη λάσπη με μόνη προσμονή έναν σωτήριο στίχο που θα τον λυτρώσει.

Χτίζει, άλλοτε με ευτελή υλικά που δεν αντέχουν στον χρόνο και άλλοτε οι λέξεις του χαράζονται στα σωθικά, πάντα όμως τον κυνηγά η ματαιότητα της τέχνης του.

Τόσο μετάλλευμα για μία μόνο σταγόνα ραδίου, έλεγε ο Μαγιακόφσκι. Ιεροτελεστία του ελάχιστου χαρακτηρίζει την ποίηση η ποιήτρια, όπου σημασία έχει η σωστή συνταγή, μόνο που οι αναλογίες και τα συστατικά είναι πάντα αδιευκρίνιστα και αόριστα.



Προσφέρει τη σάρκα και το αίμα του. Οι στίχοι του μεταλαμβάνονται στην Ιερή Τράπεζα του βιβλίου. Και υπάρχει μια υπέρτατη θυσία με την πιθανότητα μόνον μίας έστω μικρής ανάστασης.

Παιχνίδι ζωής και θανάτου η γραφή. Με επιθετικά μαύρα πιόνια, λευκές ανακωχές και την ανάγκη μίας έστω μικρής συμφιλίωσης πριν την οριστική κατατρόπωση.

Τόσο μετάλλευμα για μία μόνο σταγόνα ραδίου, έλεγε ο Μαγιακόφσκι. Ιεροτελεστία του ελάχιστου χαρακτηρίζει την ποίηση η ποιήτρια, όπου σημασία έχει η σωστή συνταγή, μόνο που οι αναλογίες και τα συστατικά είναι πάντα αδιευκρίνιστα και αόριστα. Στο τέλος το ποίημα πίνεται σαν θάλασσα.

Η ποιήτρια είναι η γυναίκα του Λωτ, βυθίζεται στη νύχτα της, στρέφει όλο πίσω το κεφάλι. Η ανταλλαγή: πετρώνει η ποιήτρια για να ζωντανέψει το ποίημά της, που είναι γεμάτο από το παρελθόν που εγκατέλειψε.

Παρά τους επιδέσμους και τις γάζες με τις οποίες προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν οι κάθε λογής Άλλοι –λύκοι– συμβουλάτορες το ποιητικά ορθό του σώματός του, το ποίημα απροσδόκητο, ξαφνικό, ανατρεπτικό, σπάει τα δεσμά του και κολυμπάει ελεύθερο στο μελάνι. Καταξιώνοντας, όπως γράφει η ποιήτρια, το άγνωρο και αθώο / των πρώτων σκιρτημάτων. Γιατί η ποίηση είναι η αιρετική ματιά στα πράγματα.

Η σιωπή είναι πολύτιμη για την ποίηση. Είναι ο απάτητος χώρος της. Αποθησαυρίζει τις λέξεις που θα χρησιμοποιηθούν στο ποίημα. Η απλότητα και η αμεσότητα της έκφρασης κατάλευκη νιφάδα.

Η Διώνη Δημητριάδου συνειδητά μιλά με έναν αλληγορικό και συμβολικό λόγο. Η ποίησή της είναι πολυεπίπεδη, επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Υπάρχουν μυστικά περάσματα στα ποιήματά της, καταπακτές και λαβύρινθοι, όμως στις υπόγειες στοές αντιλαλεί και εκείνος ο ψίθυρος του απροσδιόριστου κάτι που είναι ανερμήνευτος και απροσδιόριστος, η μαγεία.

Τα παραθυράκια μας λέει η Διώνη, που αφήνει ο ποιητής για να εισχωρήσουμε στο ποίημα, είναι ένα κλείσιμο ματιού, αφού μόνος του ο ποιητικός λόγος αρκεί και αρκείται.

Σύμφωνα με την ποιήτρια, όλοι οι ποιητές του κόσμου κάθονται σε ένα μεγάλο τραπέζι, γράφουν ακόμα και γι’ αυτό ό, τι γράφουμε τους περιέχει, γιατί η τέχνη είναι μία μεγάλη συνέχεια που συνδέει το παλιό με το καινούργιο.

Ανάγκη γυρισμού, νόστος, επιστροφή και ταξίδι η γραφή. Σε χάρτινα καραβάκια. Το παιδί που είναι μέσα μας διεκδικεί τον χώρο και τον χρόνο του. Σαστίζει, φοβάται, εκπλήσσεται και συμμετέχει στο θαύμα της γραφής.

Πρόκες είναι οι λέξεις, μας έλεγε ο Μανώλης Αναγνωστάκης, και πρέπει να καρφώνονται γερά για να μην τις παίρνει ο άνεμος. Να μην τις στρίβουμε, λέει η Διώνη, να μην τις γυρνάμε το μέσα έξω. Να αναπνέουν. Γιατί με τόση μασκαράτα ασφυκτιά το ποίημα.

Η ποίηση γράφεται με απόκρημνες λέξεις. Γιατί πρέπει να πέφτει κανείς από το ποίημα μέσα στην άβυσσο, γιατί πρέπει να βλέπει κάποιος με τα μέσα μάτια, στο έσω τοπίο. Γιατί ένα ίσως είναι όλα τα ανθρώπινα και είμαστε άθυρμα στα θεϊκά χέρια.

Μια ποιητική συλλογή για την ποιητική, τις λέξεις αλλά και την ανθρώπινη μοίρα. Μετρημένη, σοφή, σεμνή η ματιά της ποιήτριας για το αληθινό, για το σημαντικό, για το ίσως και το πάντα, προτείνει μια ηθική της τέχνης που υπηρετεί. 

Γιατί η αγάπη είναι η πιο απόκρημνη λέξη της.



Χλόη Κουτσουμπέλη

Για τις "Λέξεις απόκρημνες" της Διώνης Δημητριάδου γράφει ο Γιώργος Ρούσκας
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Φρέαρ frear.gr http://frear.gr/?p=17949)

Συνομιλία με «το ασαφές νεφέλωμα».

(Προσέγγιση της ποιητικής συλλογής Λέξεις Απόκρημνες της Διώνης Δημητριάδου, εκδ. «μικρές Εκδόσεις», 2017)

Κ’ έγινε να ψάχνω για λέξεις άφοβες

για λέξεις μάχιμες κι αθάνατες

για λέξεις παρατεταμένες

που ατές τους παρατείνονται

ανυπόμονες πεισματικές

για λέξεις αμαζόνες απόκρημνες

έψαχνα για τη λέξη που όλη απόγνωση

πηδάει στο κενό

και που στην προσγείωση

χίλια κομμάτια. (1)

Όχι, δεν είναι της Διώνης Δημητριάδου. Είναι του αείμνηστου Έκτορα Κακναβάτου. Μοιραζόταν κι εκείνος τις ίδιες αγωνίες για τη γλώσσα. Ο γραπτός του λόγος ήταν «στακάτος», καίριος, ευθύς και οι λέξεις του ακριβείς, ουσιαστικές, χωρίς στολίδια. Αλλά και ο προφορικός του το ίδιο, καθώς θυμάμαι εκείνη τη μια και μόνη φορά που συνομιλήσαμε τηλεφωνικά.

Όταν ο λόγος είναι πηγαίος και ακριβής, χαράσσεται μέσα μας. Όπως το διαμάντι χαράσσει το γυαλί. Γι αυτό και η ποιήτρια εστιάζει στο «απόκρημνες», παρόλο που φαίνεται σε πρώτη ματιά λίγο οξύμωρο, αφού ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός, δηλώνει μεν την ποιότητα των λέξεων, μα παραμένει επιθετικός, άρα ίσως πλεονασματικός, συνεπώς όχι τόσο απόκρημνος, θα έλεγε κάποιος. Είναι όμως έτσι;

Γιατί η Δ. Δημητριάδου να ρισκάρει εστιάζοντας στο απόκρημνο των λέξεων και δεν αφήνει και άλλες χαραμάδες για να τρυπώσουν και άλλες λέξεις; Με τον διαχωρισμό αυτό, απορρίπτεται άραγε ή ενισχύεται ο πολυγραφότατος Παλαμάς, που λέει:

Οι στίχοι ’ς την πατρίδα μου είνε καθάριο μέλι (2);

Υποτιμάται ο Ελύτης, ο Σικελιανός, ο Ρίτσος, κ.α. που έχουν άλλου είδους γραφή; Ή είναι απλά προτίμηση προσωπική; Έχω την αίσθηση πως είναι ο τρόπος που «της πάει», που την αγγίζει, που επικοινωνεί βέλτιστα. Εκφράζεται αρτιότερα, με χειρουργική ακρίβεια, χρησιμοποιώντας το νυστέρι της γλώσσας, που τίποτε περιττό δεν μπορεί να σταθεί επάνω του. Δεν απορρίπτονται οι άλλες πλευρές και οι άλλοι τρόποι έκφρασης, απλά δεν υιοθετούνται.

Νομίζω πως είναι πιο κοντά της ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Νίκος Καρούζος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Γιάννης Δάλλας, ο Τίτος Πατρίκιος, αλλά και η Κική Δημουλά.

Η ποιήτρια, επιλέγει συνειδητά πλέον τον λακωνικό τρόπο, έτσι όπως καταστάλαξε μέσα της ως ουσία, μετά από τη μακρά φιλολογική και συγγραφική της πορεία. Αν ήταν αρχιτέκτονας, σε μια άλλη εποχή και της είχαν αναθέσει την κατασκευή του Ναού του Θεού Λόγου, ή της Θεάς Αθηνάς, στοιχηματίζω πως ο ρυθμός θα ήταν καθαρά δωρικός.

Για να δώσω έναυσμα για προβληματισμό, σε σχέση με τους ποιητές που ανέφερα πριν και οι οποίοι κινούνται σε άλλα ποιητικά περιβόλια, ενδεικτικά σημειώνω πως με τον Γιάννη Ρίτσο (τον οποίο επίτηδες διαλέγω επανειλημμένα στη συνέχεια, διότι παρ’ όλο που κινείται σε άλλη θεματική και με διαφορετικό ύφος και τρόπο, ανταμώνει συχνά με τις «Λέξεις Απόκρημνες»), συναντιέται τουλάχιστον στην πρόθεση, έστω φευγαλέα:

όλα τα στολίδια είναι βαριά – και τα’ άνθη ακόμα (3)

και αλλού:

δε μου χρειάζεται τίποτε, – χορταστική ολιγάρκεια (4).

Όπως και με τον Ελύτη, παρ’ όλο που είναι σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, συναντιούνται σημειακά σε μια ολόκληρη απόκρημνη ημέρα:

Έντεκα του Αυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς (5).

Κατά την άποψή μου, η Δ. Δημητριάδου, ταυτίζεται με τον Θαλή, ένα από τους επτά σοφούς που πρέσβευε:

ἕν τι κεδνὸν αἱροῦ·

δήσεις γὰρ ἀνδρῶν κωτίλων γλώσσας ἀπεραντολόγους

(να κόψεις φιλοδόξησε

των φλύαρων τις πολύγλωσσες απεραντολογίες) (6) .

Δεν θα επιμείνω άλλο, το θέμα είναι τεράστιο και μπορεί από μόνο του να αποτελέσει τον πυρήνα για πολλά δοκίμια. Θα σταθώ στο βιβλίο και στον τρόπο γραφής του, ο οποίος είναι απόλυτα συνεπής με την διακήρυξη του τίτλου της συλλογής.

Όμως, γιατί απόκρημνες; Γιατί λέξεις γεμάτες γκρεμούς, δύσβατες, απότομες; Ίσως γιατί όταν είσαι στα όρια, στο χείλος του γκρεμού, μένει μόνο η αλήθεια σου και εξαφανίζονται όλα τα περιττά.

Μένεις εσύ. Έτσι και η λέξη. Απαλλάσσεται από τα στολίδια και μένει γυμνή, αληθινή, πλήρης ουσίας. Λέξεις απόκρημνες, ήτοι δωρικές, λιτές, εργαλεία χρηστικά και αποτελεσματικά, χωρίς μπιχλιμπίδια επάνω τους. Αυτός είναι ο τρόπος της ποίησης που έχουμε μπροστά μας. Ευθέως δηλώνεται ως προτροπή (ή ως προσταγή;):

Λέξεις απόκρημνες.

Αυτές να προτιμάς. Έτσι να γράφεις.

Λέξεις που συμβαδίζουν με την τραχιά, ορεινή μορφολογία της χώρας μας, με τη σκληρότητα και το βραχώδες των νησιών, λέξεις που ντύνουν το λόγο με τα ρούχα της τίμιας και σκληρής δουλειάς, με τα ρούχα του αγρότη ή του εργάτη:

Μα τι;

Υδάτινα και αέρινα θαρρείς πως ντύνεται ο λόγος;

Χωμάτινα φορεί και λερωμένα κι η όψη του στεγνή.

Εδώ σκληρός είναι ο τόπος

τραχιά κι η ποίησή του.

Στο ποίημα “Truce”, οι λέξεις ως πιόνια στο σκάκι του λόγου, ζητείται περαιτέρω να είναι

μαχητικά πιόνια εκ φύσεως διεκδικητικά.

Το θέμα που ανακύπτει εδώ –για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας- είναι το πώς μπορεί να περιγράψει κανείς ορισμένα θέματα, με λέξεις απόκρημνες. Εντάξει, ο φόβος, οι πόλεις, τα βότσαλα, οι λέξεις, η ποίηση, οι καταστάσεις ζωής, θέματα τα οποία προσφέρονται για φιλοσοφική ή πραγματειακή ανάλυση, αποδίδονται θαυμάσια με λέξεις λιτές. Αυτή η λιτότητα μάλιστα, ενισχύει την δόνησή τους και εισχωρεί βαθύτερα. Στην ποίηση αυτή, όπου κάθε ποίημα είναι ένα μικρό δοκίμιο, αυτό κι αν είναι αρετή.

Πώς όμως να (από)δώσεις ένα μοιρολόι για τον απρόσμενο θάνατο ενός παιδιού, πώς να δώσεις τον έρωτα, το χάδι, την ομορφιά της θάλασσας, το μεγαλείο του ήλιου, τη χάρη, το φλερτ, το νάζι, τα παιχνίδια του φωτός, μόνο με λέξεις απόκρημνες; Τα αποφεύγεις ή υπάρχει τρόπος; Ερώτημα μέγα και δυνατή πρόκληση. Πολλές οι απαντήσεις.

Στη συλλογή υπάρχει ένα ποίημα με τίτλο «Ερωτικό». Εκεί η Δ. Δημητριάδου δίνει τη δική της απάντηση, ανοίγοντας ένα ακόμη θέμα, το οποίο μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει μόνο του ένα έναυσμα για μια έρευνα και συζήτηση, π.χ. σε μια Λέσχη Ανάγνωσης ή σε ένα blog.

Ποίηση λοιπόν που θέτει ζητήματα. Υπαινικτική, εξομολογητική, κατά βάση ενδοστρεφής, με αυτοσαρκασμό, με χρήση εικονοποιίας, κατά κύριο λόγο δοκιμιακή.

Άλλο ζήτημα: η χρήση επιθέτων ή ανάλογων προσδιορισμών, επιβαρύνει ή αποσαφηνίζει; Είναι απαραίτητη ή περιττή, έχει θέση στην ποίηση ή όχι; Αποτελεί στολίδι ή αναπόσπαστο κομμάτι του ουσιαστικού, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ακρίβεια;

Σημειώνω εδώ πως η Δ. Δημητριάδου δεν τιτλοφορεί την ποιητική συλλογή «Λέξεις» αλλά «Λέξεις Απόκρημνες». Έχει σημασία η χρήση επιθέτου, η επιλογή του αλλά και η τοποθέτησή του, στην συγκεκριμένη περίπτωση μετά το ουσιαστικό. Κρίσιμο.

Αν το σώμα είναι το ουσιαστικό, τα επίθετα είναι τα ρούχα; Αν ναι, ποια ρούχα ταιριάζουν σε κάθε περίπτωση; Ή δεν χρειαζόμαστε πλέον τα ρούχα; Επιπρόσθετα ερωτήματα που θέτει η ποιητική συλλογή, εμμέσως πλην σαφώς. Απαντήσεις; Κάθε αναγνώστης, είναι ελεύθερος να λάβει θέση. Μελετώντας τα ποιήματα, ανοίγονται δρόμοι και έρχονται αυτοί να σε συναντήσουν, κι ας είσαι ακίνητος σωματικά. Από εκεί και μετά επιλέγεις. Το πνεύμα, με τα ποιήματα, μπορεί κάλλιστα να ταξιδεύει.

Η σχέση λόγου και εικόνας; Ακόμη και οι εικόνες, οι παραστάσεις στον κόσμο της ποιήτριας, συμβαδίζουν με την απλότητα των λέξεων:

• να δει τα ανεξήγητα ερμηνευμένα όλα

με λόγια απλά με εικόνες ταπεινές

• κι έλεγες πως ζητάς στέρεα λόγια

όχι εικόνες δυσερμήνευτες.

Η γιορτή των απόκρημνων λέξεων, ξεκινά με ένα χορό. Ναι, και οι απόκρημνες λέξεις χορεύουν. Ελληνικό χορό, σε κύκλο, Ποντιακό ή Κρητικό, δεν αποσαφηνίζεται, πάντως σε κύκλο και με μαχαίρια (μαχαίρια που απαλλάσσουν από τα περιττά), όπως δίδεται στο πρώτο πεζόμορφο ποίημα:

Χορός των μαχαιριών, είπε, και χύθηκε στο δικό του μοναχικό τραγούδι.

Το ποίημα, είναι ίσως συμβολική παραπομπή και στον Κύκλο με την κιμωλία (7) του Μπρεχτ, όπου και εκεί ζητούμενο είναι να προκύψει η αλήθεια, φτάνοντας ακόμη και στο όριο του γκρεμού. Όπως και εδώ, ζητούμενη είναι η αλήθεια της λέξης.

Χορός, μαχαίρι, τραγούδι, μοναχικότητα. Θα επανέλθει παρακάτω.

Στο ευρηματικό ποίημα “Μικρές Παρασκευές”, αναδεικνύεται η σημασία της καθημερινότητας που ονομάζεται μικρή αλλά ποσοτικά είναι συντριπτικά πλειοψηφική, σε αντίθεση με την προσδοκία μιας ετήσιας γιορτής, η οποία ποσοτικά είναι μόλις υπαρκτή. Οι Παρασκευές πλην μιας, περνούν ταπεινά με την

ανωνυμία της θυσίας τους

για μια απούσα –έστω μικρή- ανάσταση.

Από τις αισθήσεις, η αφή, κυριαρχεί στο βιβλίο, όχι μόνο ως αίσθηση αυτή καθ’ εαυτή, αλλά και ως προϋπόθεση για την ίδια την ανάγνωση, αφού πιάνουμε το βιβλίο με τα χέρια να το διαβάσουμε. Πέρα από την όραση που τα «πάνθ’ ορά» στη συλλογή, συμμετέχει με κυρίαρχο τρόπο και η αφή, η οποία παίρνει πολλές διαστάσεις, ως και πρόσωπα:

• Και μετά χτύπημα ανεπαίσθητο ίσα να αγγίξει το κορμί

να το ξυπνήσει από τον λήθαργο ζεστής ανάσας

• Το ήξερε πως με τα μάτια αγγίζεις όλα αυτά που φοβάσαι. Έχει αφή το βλέμμα, κι ας μην έχει δέρμα να καλύπτει τις εικόνες του

• Μόνο με λόγια που δουλεύτηκαν από τα χέρια ποιητών

που δοκιμάστηκαν σε δύσκολους καιρούς

και ακόμη ανασαίνουν.

• πρόσωπα δίχως μάτια / χέρια να πιάνουν το κενό

• Μονάχα το άγγιγμα

… ανασύρεται

απ’ τις βαθιές τις αυλακιές

κάθε που μια θύμηση

στο δέρμα επάνω

απλώνεται

• Εγώ με τα ίδια μου τα χέρια

σε σκέπασα καλά

με ωριμότητα κι ευθύνη

σκληρά αποκτημένα και τα δύο.

• Απόμακρα αγγίγματα / κλειστά σαν στρείδια του βυθού

• Τα χέρια / δηλωτικά ζωής


• Τα χέρια / δηλωτικά απουσίας


• Υπέροχη αφή / καταργημένη λίγο λίγο.

Ύμνος στην αφή, κατανεμημένος σε διάφορα ποιήματα.

Πάρα πολλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο. Τα πρώτα βήματα στη ζωή, στην ποίηση, στον έρωτα ώσπου να καταλήξει στους λύκους της κοινωνίας:

Αυτοί οι λύκοι. / Της σκοτεινής μορφής.

Οι μάσκες και τα ψεύτικα προσωπεία, η ηθοποιία, η πλασματική εικόνα του εαυτού μας στο προσκήνιο:

σαν φόρεσε τη μάσκα του ξανά

έσμιξε με το πλήθος

τυφλός μες στους τυφλούς.

Ομολογείται πως οι ιδέες είναι αυτές που μας καίνε

οι ιδέες είναι αυτές που ανάβουν τη φωτιά

και εξαίρεται η η αξία της σιωπής:

Γερά αποθέματα σιωπής αποθησαυρισμένα

απότοκο πολύωρης κοπιαστικής ακρόασης.

Στα δύσκολα; Πόσο λαχταράμε τη φωνή του γονιού που μας διάβαζε παραμύθια όταν ήμαστε μικροί! Αλλά και τώρα

Σε παραμύθι μέσα να ξυπνάει

πόσο θα ήθελε

κι ας γνώριζε πως λίγο θα κρατήσει .

Τα παλιά σπίτια, είτε αυτούσια, είτε ως αναμνήσεις ή παραλληλισμένα με το σώμα και την ύλη γενικότερα, γέρνουν και γερνούν (παιχνίδι με την ίδια λέξη με αλλαγή τόνου, άρα και σημασίας, ή φιλολογικά: φαινόμενο τοπικής παρωνυμίας):

τα σπίτια γέρνουν και γερνούν

καθώς απ’ τις κρυφές ρωγμές τους

ο χρόνος με το σκληρό του βλέμμα

αποσαθρώνει τα υλικά


Ξεθεμελιώνονται παλιά δοκάρια

που συγκρατούσαν τον ειρμό

από χαμένες μνήμες

την ώρα που το περιβάλλον διαβίωσης, η πόλη: ανάμεσα στην προσμονή και στη φυγή.

Πως αναζητείται η αλήθεια; Πώς πορευόμαστε; «Μόνον Έτσι»:

με οιωνούς κρύβεται η ζωή

έχοντας επίγνωση όμως της καθημερινότητας, των στημένων παρτίδων, της ματαιότητας, της μοίρας, γενικά των ανθρώπινων, τα οποία δίδονται μεν απόκρημνα

από χαρτί φτιαγμένα / τα ανθρώπινα όλα

αλλά με προάσπιση του δικαιώματος της επιλογής, έστω και αν αυτό μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα. Ο άνθρωπος, δικαιούται να επιλέξει, να δει στιγμιαία τη γνώση, την αλήθεια, το δρώμενο, ίσως και την ποίηση την ίδια, ακόμη και αν ξέρει πως θα τελειώσει εκεί, όπως η γυναίκα του Λωτ:

κι έτσι ακίνητη ατένιζε / τη νύχτα τη δική της.

Πανταχού παρών, ο φόβος, δυνατός:

δεν είναι εύκολο να τον κοιτάξεις / πρόσωπο με πρόσωπο.

Το θέμα της ιδιάζουσας και δύσκολης σχέσης ζωντανών και νεκρών, προστίθεται στις πλάτες του ανθρώπου,:

παρόντες όλοι / σε απουσία δεδομένη

με συνδετικό κρίκο τη μνήμη:

η θύμηση έχει σώμα

βλέμμα σκληρό

ατσάλινο δεν σπάει σε κομμάτια.

Σταγόνα τη σταγόνα

τραβάει ζωή

από παλιά λησμονημένο

ομφάλιο λώρο μυστικό

σε αντίθεση με τη λήθη, η οποία

λειαίνει καρτερικά / όλες τις κοφτερές γωνίες.

Τα ποιητικά, οι λέξεις, οι ποιητές, η γραφή, η έμπνευση, διερευνώνται με έξοχα ποιήματα.

Η Δ. Δημητριάδου διαπραγματεύεται τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Συνειδητοποιεί ότι συχνά τη σώζει η συναίσθηση του

πόσο παιδί ακόμα κουβαλά / ο ώριμος εαυτός μου

και μετά, προχωράει προς την αυτογνωσία:

κι έτσι εισχωρώ σχεδόν αόρατη / στο εσωτερικό τοπίο.

Πολλά ακόμη θέματα στα 40 ποιήματα της συλλογής: οι εν υπνώσει διεργασίες, εμείς και ο άλλοι, η θέση μας στον κόσμο και άλλα. Το κενό, παντού υποκρυπτόμενο:

εκεί στη μέση της γιορτής ένα κενό.

Η σχέση με το Θείο σαφής:

άθυρμα όλα τα ανθρώπινα

παιχνίδια που τσακίζονται στα θεϊκά τα χέρια.

Δεν προχωρώ παραπέρα, ήδη ξεπέρασα την αρχική μου πρόθεση για την έκταση της αναφοράς αυτής, μα πώς να αντισταθείς σε τόσες προκλήσεις;

Παραθέτω ένα ποίημα, άξιο δείγμα γραφής:

Ποιητική

Να μην τις στρίβουμε τις λέξεις

μην τις γυρνάμε τα μέσα έξω.

Καλύτερα ο αέρας να περνάει

να αναπνέει ο στίχος

να απλώνεται στον χώρο του

ελεύθερος και πλήρης.

Γιατί με τόσο στρίμωγμα

με τόση μασκαράτα

ασφυκτιά το ποίημα.

Πνίγεται.

Δεν θα μπορούσα να μη σημειώσω τις υπέροχες φωτογραφίες της πολυτάλαντης ποιήτριας-φιλολόγου-φωτογράφου-ζωγράφου Χριστίνας Καραντώνη (εξώφυλλο και εσωτερικά), το καλαίσθητο της έκδοσης, το πρωτότυπο σχήμα, το δίγλωσσο αυτής με την απόδοση των ποιημάτων στα αγγλικά που έγινε από τον καθηγητή Robert Crist και την Δέσποινα Λαλά-Crist, την ηθελημένη απουσία πίνακα περιεχομένων, αλλά και τα σκίτσα γυναικείας κεφαλής (σκυμμένης, για να υπονοείται πως διαβάζει), που συνοδεύουν κάθε ποίημα. Σε κάθε ένα από τα παραπάνω, μπορεί να γίνει ξεχωριστή ανάλυση. Εδώ όμως δεν υπάρχει χώρος για περισσότερα.

Αν τελείωσα; Όχι. Γιατί, τι άλλο; Θέλω να δείξω και τη θεματική συνεκτικότητα της συλλογής. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τους τίτλους όλων των ποιημάτων, βάζοντάς τους σε μια δική μου αλληλουχία και προσθέτοντας κάποια σημεία στίξης (όχι πως ήταν απαραίτητο), έφτιαξα ένα ποίημα, που το παραθέτω άτιτλο, αν και τίτλος του σαφώς είναι εν δυνάμει ο τελευταίος του στίχος:

Οι Πόλεις:

Μικρές Παρασκευές.

Εμείς κι Αυτοί.

Truce.

Απλοί Ναυτόπαιδες

Οι Ομοτράπεζοι

Των Λύκων.

Μνήμη όπως Χείμαρρος.

Λήθη

Θέμα Οπτικής.

Η Θεωρία του Παιγνίου.

Μόνη Αίσθηση:

Ο χορός.

Ο Έσω Τόπος.

Αφή

Το άναμμα

Ερωτικό

Γιορτινό.

Η Γυναίκα του Λωτ:

Ο φόβος

Ένα Παιδί.

Ποιητική:

Σιγή

Αποκαθήλωση.

Ιεροτελεστία του ελάχιστου.

Οι Χτίστες

Εν Υπνώσει

Ήθος Ποιούντες

Εις Άγραν Λέξεων.

Σκληρός ο λόγος

Για Κείνα

Τα πρώτα

Τα κλειστά.

Πως Γράφονται;

Μόνον Έτσι

Όσο πιο Απλά.

Χάρτινα

Των Ποιητών

Τα Βότσαλα:

Λέξεις Απόκρημνες.

Υποκύπτοντας στον πειρασμό να κλείσω με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησα, σημειώνω το παρακάτω απόσπασμα (πάλι) του Ρίτσου, που μιλάει για άλλα απόκρημνα, ιδανικά αυτή τη φορά:

Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος του χρόνου,

οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε,

κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ’ απόκρημνα ιδανικά (8).

Μήπως και οι λέξεις, είναι ένα από αυτά, τα απόκρημνα ιδανικά;



Γιώργος Ρούσκας



Αναφορές

1. Κακναβάτος Έκτωρ, Άτιτλο, Ενότητα Κιβώτιο Ταχυτήτων, Ποιήματα 1943-1987, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σελίδα 423

2. Παλαμάς Κωστής, Οι στίχοι ’ς την Πατρίδα μου, Τα τραγούδια της Πατρίδας μου, Ανθολογία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Ε.Ε, 10η έκδοση.2009, σελ. 7

3. Ρίτσος Γιάννης, Χρυσόθεμις, Τέταρτη Διάσταση, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1990, σελ. 173

4. Ρίτσος Γιάννης, ο.π., σελ. 177

5. Ελύτης Οδυσσέας, Άσημον, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, Ποίηση, εκδόσεις Ίκαρος, 2002, σελ. 561

6. Δάλλας Γιάννης, Σχόλια των Επτά Σοφών ,Τα δημώδη των Αρχαίων, Αττικά Συμποτικά, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2001, σελ. 71

7. Brecht Bertolt, Ο Κύκλος με την Κιμωλία, μετάφραση Μιλτιάδης Κώστας, εκδόσεις Κοροντζής, 2004

8. Ρίτσος Γιάννης, Το χρέος των ποιητών, Άνθρωποι και Τοπία, 1958, Ποιήματα, Τα Επικαιρικά, εκδόσεις Κέδρος, 3η έκδ., 1978, σελ. 360