Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

''Συγχώρησις''

διήγημα της Αγγελικής Γιαννοπούλου



  

Aσθμαίνουσα ανέβαινεν την χωμάτινην φυσικήν κλίμακα. Εις την δεξιάν χείραν εκράτει αγιοκέρι εις την ευώνυμον ένα δισάκιον έχουσα εντός του δυο κόκκινα ωά, λαμπριάτικα κουλούρια, ένα κομμάτι άρτου δια την λιγούραν κι έναν μικρόν σουγιάν. Ο μαύρος κεφαλόδεσμος άφηνεν ελευθέρους τους κατάλευκους βοστρύχους. Το πρόσωπόν της ήτο σκαμμένον από τας ρυτίδας αίτινες κατέβαιναν εις διαφόρους σχηματισμούς ως οι χαράδρες του όρους. Εις την κορυφήν ευρίσκετο μικρόν εξωκλήσιον που έφερε το όνομα του αγίου Γεωργίου. Χήρα προ πολλών ετών η Γιώργαινα είχε τάμα εις εκάστην εορτήν του αι-Γιωργιού να πηγαίνει εις τον ταπεινόν ναΐσκον να ανάβει τας κανδήλας.
Μόνη ήτο εις την ζωήν. Ο υιός της είχεν εγκαταλείψει την πατρώαν οικίαν όταν ενυμφεύθη τη Μαργαρώ από τον έτερον μαχαλάν που ήτο φημισμένη δια την καπατσοσύνη και την πονηρίαν της. Όχι ότι η Γιώργαινα ήτο καλυτέρα. Γλωσσοκοπάνα και εριστική έχουσα το δικαίωμα που έλαβε αφ’ εαυτής να κρίνει καθέναν μα ουχί την διάθεσιν να κρίνεται. Η Μαργαρώ πάλι δεν εσήκωνεν μυία εις το σπαθί της. Όταν εγένετο ο γάμος κάθησε εις το σπίτι της πενθεράς της μετρώντας τας ημέρας δια να εύρει την κατάλληλην ευκαιρίαν να αποδείξει εις τον άνδρα της ότι το ''όχι όπως ήξευρες μα όπως βρήκες'' που της είπε η Γιώργαινα όταν ως νύφη δρασκέλισε τη θύρα του νέου της σπιτιού δεν θα είχε εις αυτήν καμμίαν επίδρασιν. Ο άνδρας της ήτο τόσο άβουλος κι ευκολόπιστος  -άλλωστε ήταν κι ο μόνος λόγος που τον υπανδρεύθη-  που σε μίαν της κίνησιν θα την ακολουθούσε εις τα πέρατα του κόσμου. Είχεν όμορφον πρόσωπο η Μαργαρώ. Αμέ την ήθελεν για γυναίκα κι ο τσαγγάρης του χωριού με τον μεγάλον μύστακα και το γεμάτο πουγκί εκ λυρών Αγγλίας. Μα ήτο εισέτι μεγαλούτσικος και χωλός. Περπατούσε με μιαν μικρήν βακτηρίαν κι εκοίταζε την Μαργαρώ ως λιμασμένος κύων. Κι η Μαργαρώ αποφάσισε να κάμνει την καρδίαν της πέτραν και να νυμφευθεί τον Λια της Γιώργαινας που ήτο πτωχός μα δουλευτής. Εκάμανε συμφωνίαν με τον Λια να μείνουνε εις την οικίαν της Γιώργαινας έως ότου δυνηθούν να κάμουν ένα κομπόδεμα να κτίσουν εις την άκρη του μικρού κτήματος μιαν οικίαν. Μα ο κακόμοιρος Λιας εσχεδίαζεν χωρίς τον ξενοδόχον εις την προκειμένην περίπτωσιν τη συμβία του ήτις έγνωσκε τας ιδιορρυθμίας και το ευέξαπτον και ιδιόρρυθμον του χαρακτήρα της μέλλουσας πενθεράς της και ενώ συνεκατάνευσε εις την επιθυμίαν του Λια να μην αφήσουσι την γραίαν μητέρα του μόνη είχεν αποφασίσει την επιστροφήν της στο σπίτι της μητρός της. Αλησμόνητα θα μείνουν τα νεύματα και οι ματιές νύφης και πενθεράς κατά την ώρα του γλεντιού μετά την γαμήλιον τελετήν. Όλον το χωρίον έγνωσκε το ποιόν πενθεράς και νύφης κι εστοιχημάτιζεν τας ημέρας παραμονής των δυο γυναικών κάτω από την ιδίαν στέγην. Η αφορμή εδόθη συντόμως.
Η Γιώργαινα επαίρετο δια την ικανότητά της εις την αρτοποιίαν. Μα η δεινότης της ήτο στο άναμμα του πλινθόκτιστου φούρνου. H Μαργαρώ επέμενεν εις την ταχυτέραν εισαγωγήν των άρτων ίνα ψηθώσιν ενωρίτερον. Εδόθη ένας καυγάς ομηρικός.
Αι φωναί τους ακούστηκαν πέραν ως πέραν κι από το εγγύς καφενείον προσέδραμεν ο παπάς που απολάμβανεν τον καφέ του εκείνην την ώραν κι ο καφετζής παντοπώλης του χωρίου. Με δυσκολίαν περισσήν κατάφεραν να τις χωρίσουν. Κι έπειτα η Μαργαρώ εφόρτωσεν σε έναν ημίονον τα προικιά της κάτι σενδόνια από πυρκάλι, δυο τρία υφαντά κι έναν τέτζερην και έφυγεν από την οικίαν.
Εντός ολίγου η Γιώργαινα αφίκετο εις τον ναΐσκον. Μεθυστικόν το άρωμα εκ των ανθών του έαρος. Ειδικώς οι μυριάδες αιμάσσουσες παπαρούνες που εστόλιζαν τον αυλόγυρον του ναΐσκου. Η θύρα του Αγιώργη άφησε έναν οξύν τριγμόν στο άνοιγμά της. Η Γιώργαινα σταυροκοπήθηκε και ανάψε την κανδήλαν του αγίου. Τοιαύτην στιγμήν εάν τις την θωρούσε θα αποφαινόταν την απόλυτον ευσέβειάν της. Απορροφημένη καθώς ήτο δεν αντελήφθη την παρουσία κι ετέρου ανθρώπου εις τον ναΐσκον. Εξαπίνης εθεάθη η Μαργαρώ γονυπετής έμπροσθεν του ιερού. Αναδεύθηκαν τα εσωθικά της γραίας μόλις την αντελήφθη. Η φωνή της που δεν πέρασε το κιτρινωπό έρκος των οδόντων της ακούστηκε ως συριγμός: ''Πήγαινε οπίσω μου σατανά'' και φουριόζα αναζήτησε την έξοδον. Ο αήρ όστις εκτύπησεν το πρόσωπόν της την συνέφερε. Η οργή της ωσάν να καταλάγιασε δι’ ολίγον. Σταυροκοπήθηκε και με παράξενον ορμήν δια την ηλικίαν της έδραμε εις την πλησιεστέραν πηγήν δια δροσισμόν των ερυθρών παρειών της.
Η Μαργαρώ ετελείωσεν την παράκλησίν της κι εσηκώθη. Είδε την κανδήλαν του αγίου λάμπουσαν κι αναπτερώθη το ηθικόν της. Εθεώρησεν πως η προσευχή της εισακούσθηκε. Χαρούμενη εβγήκε από τον ναΐσκον και τότε είδεν την πενθερά της που κατήρχετο θέουσα τον λόφον. Έγινε πελιδνή εις την σκέψιν ότι η γραία έμαθεν το μυστικόν της. Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, εφυγάδευσεν όλον το ρίγος της ανησυχίας της φέρουσα ελπίδα και θάλπος. Και τότε η τάλαινα ψυχή της αναπτερώθη κι η συγχώρησις ηκούσθη σαν ένας μικρός κώδωνας να ηχεί γλυκά και ταπεινά, να διασχίζει την πυκνήν βλάστησιν και να δονεί την αύραν στέλλοντας στην δυστυχήν γραίαν το μήνυμά της.

Αγγελική Γιαννοπούλου (Αρσινόη Βήτα)
(η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μάνου)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου