Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Κώστας Λογαράς Όταν βγήκε απ’ τη σκιά μυθιστόρημα εκδόσεις Καστανιώτη (η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress)

 

Κώστας Λογαράς

Όταν βγήκε απ’ τη σκιά

μυθιστόρημα

εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Όταν βγήκε απ’ τη σκιά» του Κώστα Λογαρά (κριτική) (bookpress.gr)

 

 


 

Ο Ερρίκος κάθεται στο γραφείο και φαντασιώνεται τον κόσμο του. Εγώ, αντίθετα, θέλω να τον ζω. Μέσα σε ελάχιστες λέξεις συνοψίζεται εδώ ένα από τα επίπεδα στα οποία διαρθρώνεται η πρόσφατη ιστορία του Κώστα Λογαρά, που έρχεται σε μια φυσική συνέχεια στην πλούσια πεζογραφική του παρουσία, πιο ώριμη στη γραφή της, πιο πολύμορφη στις προσεγγίσεις της. Γιατί, η σχέση των δύο κεντρικών προσώπων, αν και αναγνωστικά γίνεται πρώτη αντιληπτή, δεν είναι η μόνη στην πλούσια θεματική του βιβλίου.

Ωστόσο, από αυτήν ξεκινούν όλα. Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, δύο άνθρωποι, που ο καθένας τους έχει ως σημείο αναφοράς και ταυτότητας έναν  διαφορετικό κόσμο, θα έρθουν σε επαφή και θα αποφασίσουν να πορευτούν μαζί. Εφικτό ή όχι, φαντάζει στα μάτια τους μοναδική επιλογή. Τουλάχιστον για τη γυναίκα, τη Μαρυλλίδα (Μάριαν για τον άντρα της) όλο αυτό συνιστά την ανάγκη φυγής από το ασφυκτικό περιβάλλον του μικρού τόπου καταγωγής της, κάπου στην  ορεινή Μακεδονία. Τι σημαίνει, όμως, για τον αρχιτέκτονα-μηχανικό Ερρίκο Μαλτέζο, που τα όρια της δικής του ζωής ανοίγονται πολύ πιο πέρα από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, σε ένα πεδίο τόσο κοινωνικό όσο και πολιτικό; Η εποχή της μεταπολίτευσης ταιριάζει στη φιλοδοξία των ανθρώπων, παρακινώντας τους σε ένα πεδίο δράσης που για χρόνια είχαν στερηθεί.  Κι αν για τον ίδιο αρχίζει ένας αγώνας με στόχο την προσωπική διάκριση και συν τω χρόνω την επιβολή πάνω στους άλλους, ποιος ο προσωπικός αγώνας της γυναίκας του, που θα γνωρίσει πάλι τον εγκλωβισμό της σε ένα διαφορετικής ποιότητας (κι όμως παρόμοιας πίεσης) ασφυκτικό περιβάλλον; Έχει μάθει να ζει συμφιλιωμένη με τη  φύση, με τα φυσικά πράγματα να τη δένουν μυστικοί δεσμοί επικοινωνίας, άγνωστοι για τον τόσο διανοούμενο όσο και τεχνοκράτη Ερρίκο. Γι’ αυτήν ο κόσμος είναι γεμάτος γεύση και οσμή. Από την άλλη εκείνος είναι έτοιμος να ισοπεδώσει κάθε αξία μέσα του (αν υπήρχε αρχικά) προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Όσο για τη γυναίκα του, πιστεύει ότι θα μπορέσει να την αλλάξει – εύκολη η επιβολή εξουσίας γι’ αυτόν που λογίζεται ανώτερος πνευματικά. Από την αρχή της ιστορίας ο Λογαράς (πότε με πρωτοπρόσωπη φωνή και πότε με συγγραφική απόσταση αφηγηματικής παντογνωσίας) θα δείξει το άτοπο της συμβίωσης, κι ας κρατά ήδη, όταν ξεκινά το βιβλίο,  πάνω από τριάντα χρόνια. 

Μέσα από αυτή την  παράταιρη σχέση διαφαίνεται ένα δεύτερο επίπεδο, πιο ευρύ, που ξεπερνά τη συγκεκριμένη ιστορία και προκαλεί την αναγνωστική πρόσληψη. Διαχρονικό το θέμα της σύγκρουσης δύο κόσμων: αυτός της γνώσης που πηγάζει από την εκπαίδευση και τη λογιοσύνη απέναντι σ’ αυτόν που η γνώση έχει τις αφορμές της στα φυσικά πράγματα. Για τον πρώτο τα τεκμήρια επιστημοσύνης αρκούν για να επιβληθεί απέναντι σε ό,τι χαρακτηρίζει ως αμάθεια και αμορφωσιά ή, στην καλύτερη περίπτωση, αφέλεια, καθώς η οίηση που δίνει η δύναμη ενισχύει την αλαζονεία μιας εξουσίας αρχικά πνευματικής. Για τον δεύτερο ό,τι απομακρύνει από τη σοφία του φυσικού κόσμου και την πείρα της απλής (όμως πλούσιας σε εμπειρίες) ζωής, είναι επιφανειακό και αβαθές σε νόημα ή, στη χειρότερη περίπτωση, ένα προκάλυμμα για απόκτηση ισχύος και εξουσίας απέναντι στους άλλους, νοούμενους ως κατώτερους.


Κι αν δεχθούμε ότι το περιβάλλον, στα χρονικά του πλαίσια και στις συγκυρίες που δημιουργούνται, καθορίζει εν πολλοίς τον τρόπο που τα πρόσωπα δρουν και διαμορφώνουν τη ζωή τους, τότε ερχόμαστε σε ένα τρίτο επίπεδο ανάγνωσης, ακόμη πιο ενδιαφέρον. Η εποχή της μεταπολίτευσης, μέσα στην οποία η σχέση των δύο ξεκίνησε (βρισκόμαστε στο 1983) έχει όλη τη δυναμική που απαιτείται για να βγουν στην επιφάνεια σχέδια φιλόδοξα, για να συγκαλυφθεί ο αληθινός χαρακτήρας των ανθρώπων. Εποχή πολιτικής δράσης, που όλα τα ανέχεται ως φυσιολογική αντίδραση σε τόσα χρόνια απαγορεύσεων, διώξεων και «γύψου» που έχουν προηγηθεί. Ταυτόχρονα, εποχή που νέες προτάσεις ακούγονται, νέα πρόσωπα εμφανίζονται στο πολιτικό σκηνικό (ακόμη κι αν καπηλεύονται τους αγώνες των άλλων), με ευρύ πεδίο διεκδικήσεων στον πολιτικό και κοινωνικό χώρο. Διεκδικήσεις και ποικίλες δράσεις που συχνά έχουν ως απόληξη (ή αρχικό στόχο σε κάποιες περιπτώσεις) την επίτευξη προσωπικών φιλοδοξιών και την καταρράκωση αξιών στο όνομα μιας αμφίβολης τελικά δημοκρατίας και ισότητας δικαιωμάτων. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που χειρίζεται το θέμα αυτό ο Λογαράς, πέρα από τις πολλαπλές εκδοχές του που έχουμε δει όλα αυτά τα χρόνια στη λογοτεχνία. Το κοινωνικό και πολιτικό φόντο της εποχής έρχεται αβίαστα να υπογραμμίσει τη δράση των προσώπων, χωρίς να κυριαρχεί, χωρίς να καθοδηγεί τη σκέψη. Τόσο στις προσπάθειες του Ερρίκου να μεταβληθεί σε έναν από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, να επιβληθεί στον κοινωνικό και πολιτικό στίβο, να φάνε όλοι τη σκόνη του κατά την προσφιλή του έκφραση (αρχίζοντας φυσικά από την ευκολία της επιβολής στον οικογενειακό του χώρο, στη Μάριαν που στέκεται εμπόδιο στην άνοδό του), όσο και στην αντίδραση της Μάριαν, που χτίζεται αργά αλλά σταθερά ως την τελική της απόφαση, αναπόφευκτα ενθαρρυμένη από το κλίμα διεκδικήσεων και ελευθερίας που χαρακτηρίζει την εποχή, φαίνεται καθαρά η επίδραση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στη ζωή των προσώπων.

Σ’ αυτό τον κόσμο των διεκδικήσεων εστιάζει και ένα τέταρτο επίπεδο της ιστορίας, που δικαιολογεί και τον τίτλο του. Είναι η απόφαση της Μάριαν, ως αΜαρυλλίδας πλέον με την επιχείρηση «Ο κήπος της αΜαρυλλίδας», να βγει από τη σκιά όπου έζησε τόσα χρόνια. Να αφήσει στην τύχη του ή καλύτερα στην ατυχία του τον Ερρίκο (γιατί δεν μπορείς να στηρίξεις την καριέρα σου σε απάτες), που έστω και αργά αντιλαμβάνεται πως χάθηκε η ζωή του. Η κάθε επανάσταση, όμως, κυρίως οι πιο προσωπικές, έχουν και τα θύματά τους, είτε το επιδιώκεις είτε όχι.

Η αναγνωστική προσέγγιση μπορεί να ανακαλύψει και άλλα επίπεδα, πέρα από αυτά που παραπάνω αναφέρθηκαν, σ’ αυτό το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, το ωριμότερο του Κώστα Λογαρά. Ακόμη, όμως, κι αν μείνει στη γοητεία που ασκεί η γραφή του (αυθεντική και ειλικρινής στις προθέσεις της, με δουλεμένη καλά γλώσσα, με μείξη χρονικών επιπέδων, με διαλογικά και αφηγηματικά μέρη σωστά μοιρασμένα), ας θεωρηθεί κέρδος η ανάγνωση.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

Αποσπάσματα

 

Των διανοούμενων τα χέρια είναι αδούλευτα, άσπρα σαν ζυμάρι, παρατηρεί η Μάριαν καθώς τους ακούει να μιλάνε τρώγοντας, χέρια μόνο για γραφείο. Ρίχνει μια κλεφτή ματιά και στα δικά της. Δεν ξέρω αν είναι προτιμότερο να έχει ένας άνθρωπος σώμα ρωμαλέο και υγεία κι όχι μόνο δυνατό μυαλό. Το μυαλό δεν φτάνει για να κάνεις γερά παιδιά,  δίνει συνέχεια στον συλλογισμό της. (σ. 94).

 

Στην άσκηση εξουσίας –οποιασδήποτε εξουσίας– αναδύονται τα ανθρώπινα σκοτάδια. Εδώ βγάζει κανείς ολόκληρο τον εαυτό, όχι όταν η ψυχή είναι αβέβαιη κι αδύναμη.  Στην πολιτική ακόμα πιο πολύ. Προστατευμένος με την πανοπλία μιας δύναμης δοτής, μοιάζει να είναι άτρωτος. Αποκτά την αίσθηση της παντοδυναμίας κι αρχίζει η αποχαλίνωση. Είναι αόρατη η στιγμή της πτώσης, ούτε καν σαν υποψία, ο καιρός που θ’ ακουστεί ο εκκωφαντικός της γδούπος. Τώρα του ανήκουν όλα. Και αξιώνει περισσότερα. Γίνεται άπληστος. Το ίδιο με τα άγρια αρπακτικά. Όσο ακόμα  είναι μικρά κι αδύναμα, τα κρατάς στον κόρφο σου. Σε γδέρνουν όταν βγάλουν νύχια, γίνονται επικίνδυνα, σε απειλούν και σου ορμάνε, θες από απληστία, θες από φόβο κι ανασφάλεια. (σ. 186).

 

 

 

 

Ενωμένη τέχνη Γρηγόρης Σακαλής

 

Ενωμένη τέχνη

Γρηγόρης Σακαλής

 


Ζωγράφισα με λόγια

την άνοιξη.

Έφερες το καλοκαίρι

με τα πινέλα σου

το έκανες ποίημα.

Ενώθηκαν οι τέχνες

κι έκαναν ένα πίνακα

που μιλάει.

Η ψυχή μου

ήθελε πολύ

να ενωθεί

με την ψυχή σου

μα δεν το θέλησες

έτσι τώρα

γράφω μοναχός ποιήματα

κι εσύ ζωγραφίζεις

ενωμένη με άλλη ψυχή.

Ας είναι.

Ζω με την ελπίδα

πως κάτι θ’ αλλάξει.

 

Γργόρης Σακαλής



Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές Κίβδηλος Καιρός και Θαμμένος στην Άμμο, από τις εκδόσεις Πλανόδιον, τη συλλογή Πορεία στη γύμνια, Bookstars και τις συλλογές Κυτίο κρυφών ονείρων, Άχρονη μετάβαση και Κραυγές στην έρημο από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Η συλλογή διηγημάτων Ιστορίες ενός παραμυθά κυκλοφορεί σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Ο πάτερ Παΐσιος Σχέδιο Σάντρα Χρήστου

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

 


Ο πάτερ Παΐσιος



 Σχέδιο Σάντρα Χρήστου

 

 


Χρόνια πολλά καλόγερος, οδηγός πνευματικός ανθρώπων πολλών, μορφή μεγάλη, άνθρωπος άγιος· κάποιο όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό, μπαίνοντας μόνος στην εκκλησία τής Μονής, βλέπει στον σταυρό τού τέμπλου τον Ιησού γυμνό και σταυρωμένο.

Ολόγυμνο· όπως πράγματι ήτανε, διότι η σεμνοτυφία των αιώνων είναι λιγότερο ισχυρή από την αλήθεια. Σάρκινον· διότι έτρεχε αίμα από τις πληγές του. Πληγές που και ο ίδιος είχε προξενήσει κάποτε.

Έμεινε έτσι αποσβολωμένος, κοιτώντας το όμορφο κορμί που ριγούσε στο κρύο μαρτύριο. «Γιατί με κρατάς σταυρωμένον εδώ; Κρυώνω· έλα, πάρε με στην αγκαλιά σου». Ο καλόγερος σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, τού λύθηκαν τα γόνατα, κόλλησε ταπεινά το μέτωπο στις πλάκες τού δαπέδου. «Ναι, εγώ μιλώ» μίλησε ο σταυρός.

Ο καλόγερος έφυγε τρέχοντας και χώθηκε στο κελί του, κι όλη τη νύχτα είχε δίπλα τού τον Εσταυρωμένο -γυμνόν και γήινον- που ζητούσε επίμονα να ζεσταθεί στην αγκαλιά του.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Την τρίτη, μπαίνοντας στην εκκλησία, βρήκε εκεί, ένα παλικάρι πανέμορφο. Έντρομος αρπάχτηκε απ’ το στασίδι του, έσκυψε κι άρχισε με συντριβή να λέει τις προσευχές του, κοιτώντας κρυφά, με δέος, μια τον σταυρό, μια το αγόρι: Ήσαν ίδιοι. Ήσαν απόλυτα ίδιοι.

Κανείς δεν είχε προσέξει, ανάμεσα στους προσκυνητές, αυτό το πλάσμα, μόνο του τώρα αντίκρυ στον σταυρό, που η σκιά του έδειχνε να το απειλεί βίαια.

Ο πάτερ Παΐσιος, αιστάνθηκε γλυκύτατη έλξη, λαχτάρα, να το τραβήξει  πιο πέρα, οδηγώντας το απαλά από τον πάναγνο ισχνό τράχηλό του. «Κρυώνω· πάρε με στην αγκαλιά σου». Έφυγε σαν τρελός.

 

Όλη τη μέρα μαστιγώθηκε.    Την επομένη νήστεψε και μαστιγώθηκε ξανά. Την τρίτη αυνανίστηκε. Έκτοτε εγκατέλειψε το μοναστήρι και ζει στην έρημο. Στην έρημο.

Χωρίς τη συντροφιά κανενός.

 

 

*   *   *

 

©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος 1986

από τα ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’

1η έκδοση Ίκαρος 1991

2η έκδοση ΑΓΡΑ 2009

alexadam48@hotmail.com


 


Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος (1953) σπούδασε Νομική στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα στην Αθήνα, και παρακολούθησε μεταπτυχιακά -Sociologie Politique- στη Σορβόννη: (Paris II)  

              

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:  

 

‘Γιάννης Χρήστου’, βιογραφικά (‘Το Τέταρτο’ τ. 3, 1985)

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα (Ίκαρος 1991, Άγρα 2009)

‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999).

‘Οι Δαιμονισμένοι’ θεατρική προσαρμογή τού ομώνυμου έργου τού    Ντοστογιέφσκι από τον  Albert Camus, μετάφραση (ΚΘΒΕ 1991)

‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση  (Εστία 1993, 13η έκδοση.)

‘Η πόλη που πρίγκιπάς της είν’ ένα παιδί’ θεατρικό Henry de Montherlant, μετάφραση Εθνικό Θέατρο (εκδόσεις Λιβάνη1993)

‘Γιάννης Χρήστου’, τριάντα χρόνια μετά. (Μου.Σ.Α 2000)

‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001).

‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’, θεατρικό Alfred de Musset, μετάφραση (Εστία 2003)

‘Ο θείος Όσβαλντ’, μυθιστόρημα Roald Dahl, μετάφραση (Άγρα 2004)

‘Διαθήκη’, Auguste Rodin, μετάφραση (Άγρα 2005)

‘Η Δύναμις τού σκότους’, θεατρικό Leon Tolstoy, μετάφραση (Ροές 2007)  

‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (Άγρα 2008)

‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση (Ίκαρος 2011).

Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (Ίκαρος 2013)

‘Μονομαχία γυναικών’, θεατρικό Eugène Scribe, μετάφραση-θεατρική προσαρμογή ‘Διάχρονο’ 2011

‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η έκδοση, Κάκτος, 2017)

‘Οι δυο Μαργαρίτες’, Μ. Λυμπεράκη - Μ. Καραπάνου, ολιγόλογη ακτινογραφία (Τα ΝΕΑ 6/7/2019)

‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ μικρό χρονικό μιας άρνησης, (Εκδόσεις Οδός Πανός 2019)

‘Ο Αδάμ και το μήλο’ αφηγήσεις και διηγήματα (Εκδόσεις Οδός Πανός 2020, 4η έκδοση.)

‘Οι Δαιμονισμένοι’, θέατρο· Εθνική Λυρική Σκηνή 2001. (Εκδόσεις Οδός Πανός 2021)

‘Το σεντούκι τού παππού μου’, σενάριο - θεατρικό αναλόγιο (Θέατρο ΕΝ-Α 2022)

 

Μεταφράσεις έργων του στο εξωτερικό:

 

‘Twelve and one lies’ Sahitya Akademi 1998, 2η έκδοση, Samkeleen Prakashan, New Delhi 1999

‘On Iki arti Bir Yalan’ IMGE Kitabevi, Ankara 2000

‘Zwölf und eine Lüge’ Elfenbein Verlag, Heidelberg 2001

‘The Spiceman’ Ithaka editions, Melbourne 2004 (Wesley college Student Theater 2011)

‘Yeni AzizlerIMGE Öyküler, t.4 Istanbul 2005

‘Douze et un mensonges’ Editions Alteredit, Paris 2005

‘Irmikoǧlan’ Albatros Yayinlari, Istanbul 2005 (Κρατικό Θέατρο τής Τουρκίας 2012-13)

‘Noyessaying’ ISBN 978-960-93-5016-7/ 2013

‘Der Lebkuchenmann’ Heidelberg 2014

‘Hayirevet diyerek Bence Kitap, Ankara 2015

‘Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, Berlin 2016

alexadam48@hotmail.com

 

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

4Χ4 Ποιήσεις#2 Κώστας Α. Κρεμμύδας-Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος-Γιάννης Πανούσης-Νίκος Φωτόπουλος (εκδόσεις Πικραμένος & ΑΩ εκδόσεις) η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

4Χ4

Ποιήσεις#2

Κώστας Α. Κρεμμύδας

(Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τις αμαρτίες σου)

Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος

(Εγκλησμός)

Γιάννης Πανούσης

(Ποιήματα)

Νίκος Φωτόπουλος

(Λύπες λιμναζόντων υδάτων)

 

εκδόσεις Πικραμένος & ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal 

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: 4Χ4 Ποιήσεις#2 • Fractal (fractalart.gr)

 


 

Συναντήσεις εν κλειστώ

 

Με την από κοινού συγγραφική κατάθεση, κατισχύει η ουσία του ποιητικού λόγου απέναντι στην οίηση, συνθήκη εν πολλοίς συνακόλουθη της συγγραφικής προβολής. Οι διαφορετικές ποιητικές προτάσεις όχι απλώς συνυπάρχουν (που και αυτό σπουδαίο είναι)  αλλά αλληλοσυμπληρώνονται σε συμπαράταξη ή σε αντίστιξη. Είναι ο δεύτερος τόμος υπό τον κοινό τίτλο 4Χ4 Ποιήσεις, σειρά που δημιούργησε και διευθύνει ο ποιητής Αντώνης Δ. Σκιαθάς, και εδώ οι τέσσερις ποιητές (Κώστας Α. Κρεμμύδας, Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, Γιάννης Πανούσης και Νίκος Φωτόπουλος), διαφορετικού ύφους σε μια εν μέρει κοινή θεματική, συμπράττουν ενώνοντας την οπτική τους και την ευαισθησία τους. 


Ο Κώστας Α. Κρεμμύδας, σε πρωτοπρόσωπη φωνή μιλάει για τη μοναξιά μπροστά στη δημιουργία, εκεί που ο ποιητής αντιπαλεύει μέσα του την ορμή προς το καινούργιο με τη ματαιότητα της σιωπής. Πόσο φαντάζουν ευκολότερες οι νότες/ Πόσο αδίσταχτοι μας φαίνονται οι στίχοι/ Πάντοτε βράδυ για να γράφονται τα ποιήματα/ Κι όμως φοβάμαι στα σκοτάδια να ξεμένω.  Όλο και περισσότερο ωθείται προς τη μνήμη για  να δει αν κάπου στράβωσε όλη η πορεία ή αν εκεί πίσω στον χρόνο βρίσκονται τα αληθινά του μεγέθη, το μέτρο της έμπνευσής του. Καθόλου τυχαία, θα θυμηθεί τον εκλιπόντα ποιητή με μια αίσθηση σύμπλευσης: Οι περισσότεροι στίχοι του έμειναν άγραφοι/ Κι αυτούς που έγραψε μείναν αδιάβαστοι («Ποιητής από συνήθεια», Στον Λάμπρο Σπυριούνη). Ποίηση εκπορευόμενη από κλειστό προσωπικό χώρο, λιτή στα μέσα της, σπουδαία στα σημαινόμενα της.


Ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος θα αναζητήσει την έννοια του εγκλεισμού (εγκλησμού) στις διαφορετικές εκδοχές του, όταν εκών άκων ο έγκλειστος ανακαλύπτει τις αλυσίδες του, ορατές ή όχι. Μνήμη που σε κρατάει δέσμιο, ένα παιδί που περπατάει μεγαλώνοντας στην έγκλειστη πόλη/συμπρωτεύουσα, οι εγκλεισμοί των εραστών, τα τείχη μιας πόλης με καταδικασμένους  στην απομόνωση κατοίκους  της. Ή, μήπως, όλα αυτά συγκλίνουν στον εθελούσιο εγκλεισμό του ποιητή στην τέχνη του που διαρκώς ζητά το αίμα του για να ανασάνει; Πιάστηκες τόση ώρα να φαντάζεσαι πως γράφεις στα σοβαρά/ Πως σε διαβάζουν οι φίλοι και οι άγνωστοι, οι επόμενοι/ Καμώθηκες να σηκώνεσαι από τη μπερζέρα/ Να αφήνεις σημειώματα για την εξαγορά του χρόνου («Μπερζέρα»). Ποίηση ειλικρινής, ευθύβολη, με πρώτο στόχο τον ίδιο τον ποιητή, ανοιχτή όμως σε όλους τους ομού πάσχοντες.


Ο Γιάννης Πανούσης, θέτοντας ως τίτλο στη δική του ενότητα το αυτονόητο, λιτό και περιεκτικό Ποιήματα, αποδίδει με τον δικό του τρόπο την ποιητική ουσία. Εδώ η φωνή δεν είναι πρωτοπρόσωπη  αλλά εναλλάσσονται τα πρόσωπα (δεύτερο ενικό, τρίτο ενικό και το περιεκτικό πρώτο πληθυντικό) για  να συμπεριλάβει τους ομοίους (εν τέχνη και εν ζωή) στο ιδιωτικό τοπίο του ενός που εδώ γράφει.  Κοινή μοίρα, κοινή πορεία, η τραγικότητα περιγράφει όλους με τον ίδιο τρόπο· κι όμως είναι η ποιητική ματιά που εντοπίζει, επισημαίνει, αποτυπώνει. Έτσι, η ποίηση αποκτά μια φιλοσοφική διάσταση, που τολμά να προτείνει στάση ζωής. Κλωτσώντας τις πέτρες στο δρόμο/ δεν καθαρίζεις τη γειτονιά από περιττές παρουσίες […] Απλώς χαλάς τα παπούτσια σου/ και δεν θα μπορείς πια/ να σηκωθείς στις μύτες τους/ για να δεις τι υπάρχει πίσω από το φράχτη («Άνευ νοήματος»). Ποίηση ουσίας, επίσης ανοιχτή στον αποδέκτη της.


Με εναλλαγή των προσώπων και η ποίηση του Νίκου Φωτόπουλου, σε τόνους μιας ενδόμυχης θλίψης που σημειώνεται εξ αρχής (Λύπες λιμναζόντων υδάτων) υπογραμμίζοντας τις αφορμές της· ο χρόνος, οι μνήμες, η απώλεια προσώπων και χώρων, ο έρωτας ακόμα σε διαχρονική ισχύ, οι φίλοι συνοδοιπόροι ζωής και τέχνης, τέλος η μοίρα, κοινή για όλους να υπενθυμίζει τη θνητότητα. Ποτέ δεν φύγαμε από το σπίτι αυτό/ δεν ταξιδέψαμε στις φλέβες του νοτιά/ να πάμε παραπέρα/ κι ούτε ανοίξαμε την εξώπορτα μιας αυλής/ για να βρεθούμε στη μεγάλη λεωφόρο. («Ποτέ δεν φύγαμε από το σπίτι αυτό»). Σε μια απόπειρα σύνδεσης του προσωπικού «εγώ» με το συλλογικό «εμείς», ο Φωτόπουλος θα πει ως απόσταγμα ζωής: Να αναδειχθείς άξιος του χώματος/ και να θυμούνται οι μελλούμενοι των ουρανών/ πως δεν υπήρξες ελάχιστος και φοβικός/ παρά μόνο ένα δέντρο που ’θελε δάσος να γενεί. («Το σκοτεινό αφήγημα μιας αρχαίας μοίρας»). Ποίηση χαμηλών τόνων αλλά δυνατών αναταράξεων.


Τέσσερις απόπειρες καταγραφής του κλειστού χώρου, όπως κι αν νοηθεί αυτός, με έντονη την αίσθηση του εγκλεισμού μέσα στον ιδιωτικό χρόνο, αλλά ταυτόχρονα με μικρά ανοίγματα στο συλλογικό πάθος – ποίηση τόσο προσωπική όσο και κοινωνική.


Διώνη Δημητριάδου






Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Θεσσαλονίκη Κωνσταντινούπολη Ανατολή Θωμάς Κοροβίνης Εκδόσεις Άγρα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Θεσσαλονίκη

Κωνσταντινούπολη

Ανατολή

Θωμάς Κοροβίνης

Εκδόσεις Άγρα

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Θωμάς Κοροβίνης: «Θεσσαλονίκη. Κωνσταντινούπολη. Ανατολή» (diastixo.gr)

 


Σε μια εποχή έντονης σύγχυσης και απροσδιοριστίας, το συναξάρι προσωπικών κειμένων του Θωμά Κοροβίνη έρχεται να «συμμαζέψει» όσα κινδυνεύουν να χαθούν μέσα σε ένα συνονθύλευμα από ανούσιες φλυαρίες και ποικίλα φληναφήματα. Γιατί εδώ τίποτα δεν γράφεται χωρίς να εμπεριέχει πρώτα από όλα την ψυχή του συγγραφέα, που με τόλμη και θρασύτητα (πόσο θα έχανε η λογοτεχνία χωρίς αυτήν!) επιλέγει όσα αξίζει να αποτυπωθούν, σχολιάζει, προεκτείνει τα σημαινόμενά τους και έτσι εμπλουτισμένα τα προσφέρει. Ό,τι γράφει ο Κοροβίνης νιώθεις πως δεν αφορά μόνον αυτόν τον ίδιο, αλλά ξεπερνώντας τη συγγραφική οίηση αναζητά τη σύμφωνη γνώμη του αποδέκτη· σαν να λέει: βλέπεις κι εσύ αυτά που βλέπω;

Ένα κομμάτι της προσωπικής του μυθολογίας (έτσι το ονομάζει ο ίδιος στην Εισαγωγή του) με τόπους και πρόσωπα που καθόρισαν τη ζωή του και τη σκέψη του, του έμαθαν τον τρόπο να βιώνει και να ερμηνεύει τον κόσμο. Κάποια είναι αδημοσίευτα κείμενα και κάποια ήδη δημοσιευμένα, παλαιότερα αλλά και σύγχρονα, που αν τα δεις εν συνόλω διατρέχουν τη ζωή του με εύστοχες παρατηρήσεις για ό,τι τον περιβάλλει. Ταυτόχρονα όλα αυτά συνιστούν και αυτοβιογραφικές αποτυπώσεις μοιρασμένες σε δύο συνιστώσες χωροχρονικές: τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, σε όλο τους το εύρος ώστε να συναντηθούν στον τρίτο όρο του  βιβλίου, την Ανατολή, δεσπόζουσα έννοια με όποιον τρόπο, άμεσο ή έμμεσο,  κι αν την αντιληφθεί κανείς. Τους τόπους αυτούς, μέσα από τη ματιά του Κοροβίνη δεν μπορείς να τους δεις σε απλή γειτνίαση (χώρου και ανθρώπων) αλλά σε μια αλληλοσυμπλήρωση. Κι αν η Ανατολή είναι περισσότερο αυτονόητη μιλώντας για την Κωνσταντινούπολη, έρχεται και η Θεσσαλονίκη να διεκδικήσει το μερίδιο που της αναλογεί από τη μεγάλη μητέρα. Πώς μπορούμε να εννοήσουμε τη Θεσσαλονίκη χωρίς τη μια της άκρη να εκτείνεται από την Κωνσταντινούπολη και πέρα, με μουσικές, με καημούς κοινούς, με σεβντά ανατολίτικο; Μα και πώς να εννοηθεί η Πόλη χωρίς τον ισχυρό σύνδεσμο που την κρατά δεμένη με την εδώ πλευρά (διστάζω να την πω δυτική, γιατί δεν είναι, αν δεις τα τόσα ανατολίτικα στοιχεία της), και μας κάνει να τη νιώθουμε ακόμη πατρίδα, κι ας μην είναι πια με τα μέτρα που καθόρισαν τα ιστορικά γεγονότα και οι πολιτικές επιλογές.

Η επιλογή των κειμένων οδηγεί αβίαστα σε καθαρές διαπιστώσεις. Κάποιες από αυτές αφορούν τα πρόσωπα και τους τόπους, που σαν οδοδείκτες κατευθύνουν προς τη σωστή πορεία· όχι σωστή στη βάση μιας προσωπικής επιλογής, αλλά στη βάση εκείνων των αξιών που αλίμονο αν χαθούν. Επισημαίνω κάποιες από αυτές:

-   Η συναδέλφωση των λαών, όχι με τη  μορφή  μιας αόριστης και γενικόλογης  θέσης, αλλά ως  αυτονόητη αγαστή συνύπαρξη λαών που η ιστορία τους έφερε κοντά και ευλόγησε την ανάμειξή τους – πιο ισχυρή από όσα μισαλλόδοξα την αντιπαλεύουν, από όσα ως απόρροια τραγικών γεγονότων λειτουργούν διχαστικά, χωρίς να επιτρέπουν να δούμε, όπως θα πει: τον κοινό εχθρό με τα πολλά πρόσωπα και τα τεράστια πλοκάμια («Κούρδοι, Τούρκοι, Έλληνες», σ. 238).  

 

Την ιστορία που ανακαλύπτουμε σιγά σιγά μόνοι μας μέσα από καινούργια βιβλία, τις νέες ανατρεπτικές ή πάντως διαφορετικές εκδοχές που ήρθαν να θάψουν τις παλιές μονοδιάστατες και πολλές φορές ανιστόρητες εθνικιστικές αντιλήψεις, που κράτησαν τους δυο γειτονικούς μας λαούς σε ολέθρια απόσταση. («Στο Γαλατά ψιλή βροχή» σ. 223).

 

-   Η αποδοχή της διαφορετικότητας, όχι ως ανέξοδη συμμετοχή σε ποικιλώνυμους συλλόγους μιας δήθεν διαμαρτυρίας, αλλά ως βιωματική σύμπλευση με κάθε κυνηγημένο από τις συμβατικότητες μιας υποκριτικής κοινωνίας, ως συμπαράταξη μαζί του απέναντι στην αδικία που του στερεί τα στοιχειώδη.

-   Η αναγνώριση της ρίζας που μας κρατάει όρθιους, η επίγνωση πως ό,τι είμαστε δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης αλλά η συνισταμένη πολλών προσώπων που πέρασαν από τη ζωή μας, μας δίδαξαν και μας καθοδήγησαν στον τρόπο να βλέπουμε όσα αξίζει  να δούμε και να βιώνουμε όσα μπορούμε να συνεχίσουμε εμπλουτίζοντάς τα  με τη δική μας συμβολή.

-   Η αποτίμηση των αληθινών συνθηκών, μέσα στις οποίες ορίζεται η τωρινή μας ζωή, εντοπίζοντας τη σκόπιμη παραχάραξη, τις ποικίλες διαστρεβλώσεις της αλήθειας, τη μιζέρια και την ανοησία που δεσπόζει πλέον παραμερίζοντας την  απλή, ορθή λογική. Θέσεις που καταδεικνύουν το σωστό μέτρο του πολιτικού λόγου.

 

Δε φταις εσύ 2020, όχι! Όλοι εμείς φταίμε. Με την αρχοντοχωριατιά μας, με την αγραμματοσύνη μας, με την αβαθή μας σκέψη, με την απάθειά μας, με την προϋπηρεσία μας στη σαχλαμάρα, με τα «ωχ, δε βαριέσαι» μας, με την πολιτική μας ουδετερότητα, με το ρήμαγμα των εξοχών μας. («Αναφορά στο 2020», σ. 164).

 


Κάθε ένα από τα κείμενα αυτά δένει με τα υπόλοιπα, άλλοτε με οφθαλμοφανείς συνδέσεις τόπων και προσώπων, άλλοτε με πιο αφανείς (μα και πιο ισχυρές), ώστε εν τέλει να συναποτελέσουν τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της θεώρησης του κόσμου, όπως τον εννοεί ο Κοροβίνης. Σε όλα του τα γραπτά γίνεται φανερή  αυτή η θεώρηση, στα μυθιστορήματά του, στις μελέτες του, στα τραγούδια του, στα θεατρικά του. Εδώ, ακόμη καλύτερα διαυγής η εικόνα του, χτίζεται ψηφίδα την ψηφίδα, με τα επιλεγμένα κομμάτια από άρθρα του, ομιλίες του, συμμετοχές του σε αφιερώματα, σχόλιά του στο διαδίκτυο. Ένα ένα για να δείξει τις καταβολές του, είτε αυτές αφορούν τους τόπους που τον γέννησαν ή τον κέρδισαν στην πορεία (το κισμέτ, όπως λέει που τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη ή ο διττός πόλος έλξης και απώθησης που συντηρεί μέσα του διαχρονικά τη Θεσσαλονίκη – ο Κοροβίνης είναι από τις ελάχιστες φωνές που αποτιμούν ακριβοδίκαια το  νόημα αυτής της πόλης) είτε αφορούν πρόσωπα, παρόντα ή κυρίως απόντα, που συνέβαλαν να χτιστεί με γερούς δομικούς λίθους η προσωπικότητά του. Κάτω από αυτή την οπτική θα μπορούσε το συναξάρι αυτό να είναι ένας φόρος τιμής και μια χρεωστούμενη ευγνωμοσύνη σε ό,τι άξιο του δόθηκε. 

 

Δάσκαλος επιστήθιος που μου φώτισε μιαν άλλη αλφαβήτα του κόσμου. Έτσι τα ’φερε η ζωή που η συγγένεια μαζί του πήρε βάρος ίσο μ’ εκείνη της μάνας. Η παντοτινή απουσία του πολλαπλασιάζει απροσμέτρητα το μέγεθος της λατρείας. Άφησε μέσα μου την ανεξίτηλη σφραγίδα του μοναδικού δασκάλου και φίλου της δικής μου «εποχής της αθωότητας» και του παλιού μοιραίου αγαπημένου που σφράγισε για πάντα το πεπρωμένο μου. («Του μοιραίου δασκάλου μου»-του Δ. Ν. Μαρωνίτη, σ. 78).

 

Όπως, όμως, κι αν διαβαστεί αυτό το βιβλίο, με όσες προσλαμβάνουσες έχει ο καθένας από όσα γράφονται εδώ, παραμένει (όπως και σε ό,τι άλλωστε καταθέτει  ο εκλεκτός Θωμάς Κοροβίνης) η γοητεία μιας ξεχωριστής γραφής που σε κερδίζει με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά της. 

 

Διώνη Δημητριάδου

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ο Σίμος Ανδρονίδης γράφει για την ποιητική συλλογή της Μάνιας Μεζίτη Στόμα (εκδόσεις Κουκκίδα)

 

Ο Σίμος Ανδρονίδης

γράφει 

για την ποιητική συλλογή

της Μάνιας Μεζίτη

Στόμα (εκδόσεις Κουκκίδα)


«Είμαστε λίγοι για τόσα ποιήματα δεν μας ακούει κανείς»

(Μάνια Μεζίτη, Στόμα)

 



Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Μάνιας Μεζίτη, φέρει τον τίτλο Στόμα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Είχε προηγηθεί η ποιητική συλλογή Η μαύρη ανάμεσα, η οποία και κυκλοφόρησε το 2018.

 Το Στόμα διαρθρώνεται σε τρεις επιμέρους ενότητες, που εν προκειμένω τιτλοφορούνται ως εξής: Νερό, Γάλα και Θειάφι. Οι τρεις ενότητες που από κοινού συνθέτουν το ποιητικό υπόστρωμα, λειτουργούν ως καμβάς πάνω στον οποίο η Μάνια Μεζίτη ξεδιπλώνει σκέψεις, καταθέτει ιδέες, υπονοεί και αφηγείται ελεύθερα.

Μορφολογικά, τα ποιήματα ως επί το πλείστον είναι μικρού μεγέθους,[1] δίχως όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως στερούνται βάθους και ενός ευρύτερου προβληματισμού, με τον ποιητικό λόγο, εξ αρχής, να θέτει ζητήματα αναγνώρισης: «Η κόλαση είναι οι άλλοι αν οι άλλοι είσαι εσύ τότε η κόλαση είσαι εσύ»[2], γράφει χαρακτηριστικά στο ποίημα «Για μια σκέψη του Σαρτρ».

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως διαφαίνεται, εντός ποιήματος, μία εμπρόθετη αντιστροφή της γνωστής ρήσης του Γάλλου φιλόσοφου Ζαν-Πολ Σαρτρ, και πιο συγκεκριμένα, μία συγκεκριμενοποίηση του ορισμού της κόλασης, στο εγκάρσιο σημείο όπου η  έγκληση ‘εσύ,’ προσλαμβάνει, ακόμη και ανώνυμα, έναν άμεσο και απτό χαρακτήρα, ενσαρκώνοντας την Σαρτρική ‘κόλαση’.

 ‘Κόλαση’ ευδιάκριτη στη γλώσσα, σε διάφορες προσλήψεις του άλλου, στον κομφορμισμό, στις μανιχαϊκές προσεγγίσεις. Και το ενδιαφέρον έγκειται στο ό,τι η Μάνια Μεζίτη φθάνει έως του σημείου να προσφέρει έναν δικό της ορισμό της κόλασης, χωρίς να ‘συγκρουσθεί’ εννοιολογικά με την ρήση του Ζαν Πολ Σατρ και με ό,τι αυτή εμπεριέχει, προσιδιάζοντας παράλληλα προς την κατεύθυνση συγκρότησης μίας συνθήκης καθημερινότητας ή αλλιώς, καθημερινής λειτουργίας: Πόση κόλαση εμπερικλείει η καθημερινότητα σου;[3]

Δίχως πολεμική ή ορθότερα συγκρουσιακή διάθεση, για να δανεισθούμε έναν όρο από το πεδίο της συγκρουσιακής πολιτικής[4],  δίχως την εστίαση σε μία ιδιαίτερη «μικροπολιτική των προνομίων», σύμφωνα με τον Αλέξανδρο-Ανδρέα Κύρτση, ο ποιητικός λόγος τέμνει μικρές και καθημερινές στιγμές, κινείται στις παρυφές μίας λεπτής ευαισθησίας (που δεν καταπίπτει σε μελοδραματισμό), προσδιορίζοντας την δυνατότητα κατανόησης του τι μπορεί να επιτελείται σε «μια συγκεκριμένη στιγμή».

«Με τα μάτια στο χρώμα της στάχτης απευθείας απ’ τον κάτω κόσμο περνάμε ολόκληρα μερόνυχτα στα νεκρομαντεία πιάνουμε τον Τειρεσία απ’ το λαιμό αλλά δεν μας κάνει τη χάρη απαντάει με τη φωνή του Μπένγιαμιν: το ν’ αντιληφθείς τι ακριβώς συμβαίνει σε μια συγκεκριμένη στιγμή είναι πιο αποφασιστικό απ’ το να γνωρίζεις από πριν τα πλέον απόμακρα».[5]

 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αλληλεπίδραση του ποιητικού λόγου με το Μπενγιαμινικό ‘σύστημα ιδεών,’ είναι που δύναται να παραγάγει ως αποτέλεσμα την δυνατότητα ή αλλιώς, την επιθυμία της κατανόησης της στιγμής και δη της ιστορικής στιγμής, κάτι που προτιμάται έναντι του ιστορικά απόμακρου, του ανείπωτου και του ακόμη ενδεχομενικού, με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν (το ποίημα φέρει έναν υπόγειο διαλογικό άξονα), να μεταμορφώνεται σε ίδιο και σε άλλοι Τειρεσία, για να διακηρύξει την αξία που έχει, ιστορικώ τω τρόπω, το ‘τώρα.’

 Για την ακρίβεια, το ‘εδώ και τώρα.’ Ιδιαίτερο ρόλο για την ‘οικονομία’ της ποιητική αφήγησης, διαδραματίζει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, στον οποίο η Μάνια Μεζίτη επιφυλάσσει ρόλο υποβολέα, ‘μάντη’ (βλέπε την αναφορά στον Τειρεσία), που προτού αναζητήσει ακροατήριο, προκρίνει, όχι την αυτο-εκπληρούμενη προφητεία ως Νόμο, αλλά την γνώση εκείνη[6] που ερείδεται στο ‘τώρα’ και σε μία αισθητή πραγματικότητα.

Η δια-κειμενικότητα εντός του ποιήματος λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να σημασιοδοτηθεί η δυνατότητα της μετάβασης. Και από εκεί και έπειτα, στον αναγνώστη έγκειται το να προσδώσει περιεχόμενο σε αυτή την μετάβαση.

 Εντός της ποιητικής συλλογής, ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν η μνήμη και δη η οικογενειακή μνήμη, με όρους μάλιστα μίας, κατά την ανάλυση του Eviatar Zerubavel «αναμνηστικής πυκνότητας»[7], μέσω της οποίας η Μάνια Μεζίτη οργανώνει εκ νέου τις προτεραιότητες της και οριοθετεί γεγονότα των οποίων ο απόηχος, πρωτίστως για την ίδια, φθάνει έως το σήμερα (επρόκειτο για γεγονότα που κάτι ‘έχουν να πουν’), οι αναφορές σε σεξουαλικές προτιμήσεις και επιλογές, χωρίς αυτές μάλιστα να εμβαπτίζονται στα νάματα της ‘παραδοξότητας,’ μιας κάποιας ασυμβατότητας[8].  

Επίσης, δεν εκ-λείπει και η ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο η γλωσσική επαναληπτικότητα, που λειτουργεί και ως μηχανισμός που συντελεί στη θεμελίωση μίας άποψης σε αυταπόδεικτη αλήθεια, παραγάγει αποτυπώματα, ενίοτε έντονα. Είναι καλή η Λίνα, λέω είναι καλή η Λίνα, λέει είναι καλή η Λίνα, λένε είναι καλή η Λίνα, λέγεται είναι κακός ο Πέτρος, λέω είναι κακός ο Πέτρος, λέει είναι κακός ο Πέτρος, λένε είναι κακός ο Πέτρος λέγεται τι κουτορνίθια θε μου αφού έχουν ακούσει για τον Γκαίμπελς[9].

Το ύφος είναι παιγνιώδες και ιδιαίτερα εκφραστικό (έως ‘γαργαλιστικό), εφόσον θέτει ως επίδικο την υπονόμευση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο μηχανισμός της γλωσσικής επαναληπτικότητας, εκεί όπου, στο τέλος του ποιήματος (οφείλουμε να δούμε εδώ και την πολιτική νύξη), ο Γκαίμπελς τίθεται στο προσκήνιο, με την παρουσία του υπενθυμίζει το ‘ποιος είναι’ και όχι το τι ‘έχει’: Και είναι ο γεννήτορας αυτού του μηχανισμού, πρόσωπο που αντιλήφθηκε την δύναμη του λόγου και την ικανότητα του στο να ανατρέπει τον κανόνα.

Άλλοτε χαμηλόφωνα και άλλοτε δυναμικά, με έναν λόγο περιεκτικό, επικαιρικό, μνημονικό  και πυκνό σε συμβολισμούς, χωρίς όμως να χάνει από τον ορίζοντα της την πραγματικότητα, η Μάνια Μεζίτη αποδεικνύει πως η 'θητεία’ της στην ποίηση και στον ποιητικό λόγο καθίστανται έργο εν εξελίξει, έργο ανοιχτό, με άδηλο προορισμό αλλά με σαφή απεύθυνση: ‘Εσύ.’ «Συνάντησα τον ποιητή ω του θαύματος ήταν καλός πατέρας άλλαζε ο κόσμος ερήμην μου».[10]



[1] Η απουσία σημείων στίξης, θεωρούμε πως απηχεί την πρόθεση της ποιήτριας να διαμορφώσει ένα άμεσο και οικείο ποιητικό περιβάλλον, εντός του οποίου ο αναγνώστης βοηθιέται ώστε να θέσει τις κατάλληλες ερωτήσεις.

[2] Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, «Για μια σκέψη του Σαρτρ», Ενότητα Νερό, Ποιητική συλλογή Στόμα, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, 2021, σελ. 15.

[3] Σε μία σειρά ποιημάτων που παρεμβάλλεται μεταξύ των ποιητικών ενοτήτων, λειτουργώντας συμπληρωτικά, ή αλλιώς, ως γέφυρα μετάβασης από ενότητα σε ενότητα, η Μάνια Μεζίτη, όπως προσφέρει έναν ορισμό της κόλασης, της κόλασης που την θέλει να είναι ορατή, ατομική και συνάμα ‘μοναδική,’ έτσι όπως συγκροτείται και αναπαράγεται, έτσι παρέχει και έναν ορισμό της ποίησης. Και η ποίηση είναι «στόμα» (ας κρατήσουμε τον τίτλο της συλλογής), από το οποίο εκβάλλουν λέξεις, λέξεις που σχηματίζουν ιδέες, νοήματα, εκεί όπου, η ποίηση-«στόμα» συναρθρώνει την αυτο-αναφορικότητα με την ετερο-αναφορικότητα, που δεν είναι, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, παρά  ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια προσλαμβάνει το σύνθετο γίγνεσθαι, επενδύοντας στην ποίηση η οποία ομνύει, χαμηλόφωνα, στη χρησιμότητα της: «Ξέρω τι είναι ποίηση η ποίηση είναι στόμα μιλάει εναντίον ή σχετικά εκ μέρους των ανθρώπων ή του εαυτού της Στην ερώτηση ασχολείστε με την Τέχνη περνάει μια γροθιά ένα πράμα οριστικό αλλά δεν τα καταφέρνω απλώς ενημερώνω για το πένθος». Βλέπε σχετικά, Μεζίτη, Μάνια, Ποιοι είστε εσείς όλοι ποιοι είστε, ό.π., σελ. 39. Είναι η ποίηση ως ‘στόμα’ που μπορεί να επιχρωματίσει δραστικά την πραγματικότητα συμβάλλοντας στη επανεπινόηση της φιγούρας του ποιητή ως υποκειμένου που κατα-γράφει και κατά-θέτει.

[4] Βλέπε και, Σεφεριάδης, Σεραφείμ, ‘Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: Μια αποτύπωση,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 27, Μάιος 2006, σελ. 7-42.

[5] Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, «Πρόβλεψη», ό.π., σελ. 33.  Σε αυτό το σημείο, η ποιήτρια του Στόματος δεν τείνει προς τον άξονα μίας δημιουργικής επανεπινόησης του μύθου, όπως πράττει ο Γιάννης Ρίτσος σε ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης, αλλά, αντιθέτως, μεταπλάθει σε ποιητικό λόγο πολλαπλών σημασιολογικών αποχρώσεων βασικές κατευθύνσεις του Μπενγιαμινικού λόγου (εδώ το απόσπασμα από τον «Μονόδρομο»).

[6] Ακόμη και με τις αντιφάσεις της.  Το στοιχείο της δια-κειμενικότητας το εντοπίζουμε και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, όπως αυτό στο οποίο η ποιήτρια ξεκινά την αφήγηση της με το ποίημα «Matière de Bretagne» του Πάουλ Τσέλαν. Εσύ μαθαίνεις μαθαίνεις στα χέρια σου να μαθαίνεις μαθαίνεις στα χέρια σου να κοιμηθούν. Βλέπε σχετικά, Μεζίτη, Μάνια, Στόμα, ό. π., σελ. 24. Επίσης, το ποίημα «Μέσα στα πόδια μου έχω σπίτια», (ένδειξη ενός ιδιαίτερου μαγικού ρεαλισμού; ), ανα-δημιουργεί, και όχι μηχανικά, μία οικεία ατμόσφαιρα (το σπίτι ωσάν ‘κόσμος’) που παραπέμπει στο μυθιστόρημα του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Εκατό χρόνια μοναξιά. Μεζίτη Μάνια, «Μέσα στα πόδια μου έχω σπίτια», ό.π., σελ. 59.

[7] Βλέπε σχετικά, Zerubavel, Eviatar, Social Mindscapes: An invitation to cognitive psychology, Cambridge, 1997. Οι συχνές αναφορές στην μητέρα και στον πατέρα, σε περιστατικά κοινής συμβίωσης, συνδράμουν δραστικά στο να λάβει χώρα ό,τι θα προσδιορίσουμε ως ‘εργασία της μνήμης.’

[8] Το ποίημα «Το αυτονόητο» είναι ενδεικτικό αυτής της προσέγγισης, καθώς και ενός ύφους (και ήθους) που ονομάζει ρητά και μη υστερόβουλα: Η ουρά κάθε πρωτεύοντος θηλαστικού κουνιέται ο θείος Κώστας ήταν γκέι. Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, «Το αυτονόητο», ό.π., σελ. 22. Το ποίημα «Το queer φίλοι», δεν είναι δηλωτικό ταυτότητας, αλλά καταγραφής της βαθιάς ανθρώπινης επιθυμίας για την έκφραση των συναισθημάτων, για την υπέρβαση ουσιοκρατικών προσλήψεων. Και αυτή η υπέρβαση μπορεί να συντελεσθεί εν-σώματα και διαδραστικά.  

[9] Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, Στόμα, ό.π., σελ. 44. Στο ποίημα «Της Ηχώς και της Κρίστεβα», η ποιήτρια αφήνει να διαρρεύσει μία σχεδόν Ηρακλείτεια αίσθηση κίνησης του νερού, δυσκολίας κατανόησης του («δεν ερμηνεύεται το νερό»), που αντανακλά την δυσκολία μίας έστω και κατά προσέγγιση ερμηνείας της ανθρώπινης φύσης.

[10] Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, Στόμα, .ό.π., σελ. 37.


Σίμος Ανδρονίδης


Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  κοινωνικά κινήματα, ποίηση, λογοτεχνία και  κριτική λογοτεχνίας. Είναι  μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου.   Email: gregandro@hotmail.gr