Σάββατο 30 Απριλίου 2016

«ουδέτερος σαν άζωτο» - Κάτι απότον Ηλία

«ουδέτερος σαν άζωτο»

Κάτι απότον Ηλία




Στον ποιητικό λόγο του Ηλία Λάγιου καταφεύγω συχνά και ανιχνεύω εκεί το βάθος αυτής της τόσο ξεχωριστής σκέψης. Ανάμεσα στο εκεί των πολλαπλών ερμηνειών και στο εδώ των εύλογων ανατροπών. Σαν κάθε εναργής, δραστήρια σκέψη, ωθείται στον προβληματισμό οδηγώντας ποιητικά σε ανοιχτό δρόμο προσέγγισης αυτών που διαφορετικά θα παραμείνουν ανερμήνευτα, σαν τα πλησιάσεις  με μονοδιάστατη, δογματική προσήλωση.
Στον «Άνθρωπο από τη Γαλιλαία, ένα πόνημα θεολογικόν» (από τις εκδόσεις Ερατώ, 2004) ψάχνω κάθε τέτοια μέρα κάτι από την ιδιαίτερη πίστη του στα αόρατα θαύματα και στα ορατά ανθρώπινα.

Διαβάζω, λοιπόν:

[…]
ω Κύριε, τ’ άπιστα γεννήματά σου, εις α ενεφύσησας πνοή ζωής συγχώρα τα,
κι επίτρεψε να εορτασθεί μες στην ανάστασή σου η αμαρτάνουσα θνητότης,
κοινώνησέ μας σκοτοφώς κι ασυμμετρία, φανέρωσε τοις αναξίοις τα αόρατα,
όχι ο δούλος σου ο μετανοών να ευφρανθεί, μα ο αποστάτης, ο ληστής κι ο καταδότης.

όμως, ο παλαιός εσπερινών, ψυχρός και αμετάτρεπτος, ουδέτερος σαν άζωτο,
ρομφαία κραδαίνει αντί μηλίτη να κερνά που κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος,
ο πλάσας, αδιακρίτως, και τιτρώσκει μας, αυτός που στέρησέ μας, εξ αρχής, το αμαράζωτο,
ότι εμείς εσφραγιστήκαμε τ’ αρνία του κι ο στοργικός ποιμήν μας είναι ο λύκος.

(Ηλίας Λάγιος, «Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία, ένα πόνημα θεολογικόν, Λουκ. κδ, 13-32, εκδόσεις Ερατώ, 2004)




Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Μεταφορικά μιλώντας «Αποκαθήλωση»

«Αποκαθήλωση»



Κάθε που σε περίμενα όταν ξεχνιόσουν στο παιχνίδι
κι έξω σκοτείνιαζε το φως
έλεγα «ούτε μια λέξη δεν θα βγει αληθινή από όλα τα προφητικά».
Μα ξέχναγα πως είμαστε ελάχιστη ποσότητα,
έρποντα όντα, ταπεινά
κάθε που μηχανεύονται τη μοίρα μας
αόρατες δυνάμεις.
Άθυρμα όλα τα ανθρώπινα,
παιχνίδια που τσακίζονται στα θεϊκά τα χέρια.

Διώνη Δημητριάδου


William-Adolphe Bouguereau’s 1876 “Pietà.”

Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία" θυμάται τον Κωνσταντίνο Καβάφη


Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία" 

θυμάται 

τον Κωνσταντίνο Καβάφη



Στη σημερινή μνεία του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη (γεννήθηκε και πέθανε την ίδια ημερομηνία, 29-4) θα επικαλεστώ μικρό απόσπασμα από το εξαιρετικό δοκίμιο της Μαργαρίτας Γιουρσενάρ «Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη», το οποίο προλόγισε τη γαλλική έκδοση 154 ποιημάτων του ποιητή.
Γράφει, λοιπόν, η Γιουρσενάρ για την Αλεξάνδρεια, την ερωμένη πόλη του: 

«…Ο Καβάφης αγάπησε με πάθος τούτη την μεγάλη πολιτεία, την πολυτάραχη και πολύβουη, την πλούσια και φτωχή, την τόσο απασχολημένη από τις δουλειές της και τις απολαύσεις της ώστε να μην προφταίνει να συλλογιστεί το κονιορτοποιημένο παρελθόν της. Τούτος ο αστός, εκεί γεύτηκε τις ηδονές του, εκεί γνώρισε τους θριάμβους του και τις αποτυχίες του, εκεί διέτρεξε τους κινδύνους του. Βγήκε στο μπαλκόνι του για να αλλάξει σκέψεις βλέποντας ‘ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών’• και από το πολύ να τη ζει, εκείνη ‘αισθηματοποιήθηκε’ ολόκληρη γι’ αυτόν. Εκεί αξιώθηκε, με τον τρόπο του, την δική του ‘αμίμητη’ ζωή.»

Και πώς γίνεται τώρα, να μιλάμε για τον ποιητή μέσα από την αναφορά στην πόλη του; Παράδοξο από μια άποψη. Αν τον φανταστούμε, όμως, έστω και για λίγο (παραμερίζοντας τις στερεότυπες εικόνες που έχουμε στο μυαλό μας για τις αναφορές στο έργο ενός ποιητή) να τριγυρνάει στην πολύβουη Αλεξάνδρεια, γνωστός και αναγνωρίσιμος (όχι πάντα καλό αυτό), μέσα σε βαρετά γραφεία και συναναστροφές ρουτίνας. Την ημέρα. Γιατί τα βράδια του τα ξόδευε μέσα σε μια πόλη ηδονική όσο λίγες, κρυμμένος και ευτυχής μέσα στην ανωνυμία του. Για να μπορεί να ζει, έτσι όπως αυτός θα ήθελε, για να μπορεί το άλλο πρωί να γράφει για τα κρυμμένα μυστικά του, μέσα από πρόσκαιρες μεταμέλειες, σύντομες όσο και η διάρκεια της μέρας. Τι σημασία έχει, ωστόσο, πόσο διαρκεί η ενοχή; Αυτή η ίδια πόλη ήταν έτοιμη πάλι να τροφοδοτήσει την άρση της μεταμέλειάς του. Απόλυτα και ηδονικά. Ίσως σ’ αυτή τη σύζευξη του ποιητή με την πόλη του να χρωστάμε τα πιο σημαντικά του ποιητικά λόγια. Όσα μπόρεσε να βάλει στο χαρτί – ας μην ξεχνάμε το δικό του «Τα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι».
Με την εικόνα του, όπως την έχει αποδώσει ο Νίκος Καζαντζάκης (Ταξιδεύοντας) ας ποιήσουμε κι εμείς σύντομη μνεία του Αλεξανδρινού:
«Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του.
…..
Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της -την τέλεια που της ταιριάζει- στην τέχνη και να σωθεί.
Ζει σαν αδιάφορος, σα θαραλλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν…. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται, κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα, και χαμογελά ειρωνικά για τη απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει.
Κοιτάζω απόψε και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή που αποχαιρετά αργά, παθητικά, χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία, την Αλεξάνδρεια που χάνει.»

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016



Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
φιλοξενεί
τον Γρηγόρη Σακαλή




Η τέχνη

Βιάζεσαι να με φτάσεις
να με προσπεράσεις
προσπέρασέ με
θα σε συναντήσω παρακάτω
δεν είναι αγώνας ταχύτητας
αλλά μαραθώνιος ατέλειωτος
άσε τα περίτεχνα σχήματα
τα περιττά στολίδια
αυτά που διάβασες σε χοντρά βιβλία
είναι καλά όμως δεν φτάνουν
ό,τι γράφεις
πρέπει ν’ αναβλύζει από μέσα σου
μη λύνεις εξισώσεις
η τέχνη κατακτιέται
δεν εξαναγκάζεται
αν δεν σε βαραίνουν οι λέξεις
μην τις γράφεις
σκέψου
ο Μόντης είχε δίκιο
πρέπει πάντα

να έχεις κάτι να πεις.

Γρηγόρης Σακαλής

(Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» το 2008 και «Θαμμένος στην Άμμο» το 2010, από τις εκδόσεις Πλανόδιον, και τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars 2013. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Τελευταία του δουλειά η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.)


(Γεώργιος Ιακωβίδης, "Ο μικρός σαλπιγκτής")

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016




"τότε κάποιος είναι σαν να μην  έζησε"



     [...]Μονήρης, μοναχικός, και αναπόφευκτα μόνος. Από πάντα λες και αναζητούσα την απομόνωση, αυτή την ιδιαίτερη σχέση με τον εαυτό μου και μόνο. Όχι ότι με φόβιζε ο κόσμος γύρω μου, όχι ότι ήμουνα μια τυπική περίπτωση αγοραφοβικού ατόμου, αλλά, να, ήθελα τις δικές μου στιγμές. Ακόμη και τώρα, μετά από τόση συναναστροφή και τόση επικοινωνία, χαίρομαι που είμαι πάλι με μένα, χωρίς την παρουσία των άλλων. Κόλαση είναι, τελικά, οι άλλοι ή μήπως κόλαση είναι η απουσία των άλλων; Για μένα το θέμα αυτό έχει λυθεί προ πολλού.
     
Η φωτογραφία, που τράβηξα με χίλιες προφυλάξεις μόλις χθες, έχει για θέμα της αυτή την παράξενη, μοναχική ύπαρξη του απέναντι σπιτιού. Χθες, κατά το απομεσήμερο, άνοιξε την μπαλκονόπορτα, έβγαλε στο μπαλκόνι ένα έπιπλο, κάτι σαν βιτρίνα θα το έλεγα, το άνοιξε, αράδιασε σε καρέκλες το περιεχόμενό του (μικρά μπιμπελό, ασημένια αντικείμενα, τέτοια πράγματα, όσο μπορούσα να διακρίνω) και βάλθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια να τα σκουπίζει με μικρά μαλακά πανιά, να τα γυαλίζει με υγρό που έβγαζε από ένα μπουκαλάκι, να τα περιποιείται. Αυτό κράτησε μέχρι που νύχτωσε και δεν έβλεπε πια να κάνει τη λεπτοδουλειά αυτή. Βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και τράβηξα τη φωτογραφία μου, χωρίς να πάρει είδηση. Μου έκανε εντύπωση η αφοσίωση, η αγάπη με την οποία περιέβαλλε τα ψυχρά αυτά αντικείμενα. Γι’ αυτήν είχαν πάρει άλλη διάσταση.

    Είναι πολύ προσωπική η σχέση που αποκτά ο άνθρωπος με τα αντικείμενα που τον περιτριγυρίζουν και αποτελούν τον κόσμο του. Δένεται μαζί τους, δημιουργεί ένα κανάλι επικοινωνίας με τον υλικό τους κόσμο, που παύει πια να έχει μόνο την υλική υπόσταση και παίρνει την πνοή του ανθρώπου που τα χρησιμοποιεί. Σκέφτομαι, για παράδειγμα ένα ρούχο που μένει κρεμασμένο στην ντουλάπα ή ένα ζευγάρι στραβοπατημένα παπούτσια, που διατηρούν ακόμη τη φόρμα, τη μυρωδιά, τη γενική και αόριστη αίσθηση του ανθρώπου που τα φορούσε. Τα αγγίζεις, όταν το σώμα δεν υπάρχει πλέον, και νομίζεις ότι απηχούν κάτι από τον απόντα άνθρωπο. Η μνήμη, αυτή είναι που διασώζεται, αυτή που τελικά διεκδικεί ένα κομμάτι αθανασίας. Όταν κι αυτή εκλείψει, τότε καταργείται οριστικά η ανθρώπινη υπόσταση, τότε κάποιος είναι σαν να μην έζησε, αφού τίποτε δεν τον θυμίζει και κανείς δεν τον θυμάται. Τότε και τα αντικείμενα γυρνούν στην αρχική τους θέση, στην αδιάφορη και ουδέτερη ύλη[...]


(Διώνη Δημητριάδου, απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα»)

(πίνακας: "Το μπλε δωμάτιο" Pablo Picasso)

“Core ‘ngrato” ποιητική συλλογή της Άννας Καράκοντη από τις μικρές εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο Fractal http://fractalart.gr/core-ngrato/

“Core ‘ngrato”

ποιητική συλλογή της Άννας Καράκοντη


από τις μικρές εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο Fractal http://fractalart.gr/core-ngrato/

   

Όταν προσεγγίζουμε τον ποιητικό λόγο και επιχειρούμε να αποκαλύψουμε και τον ποιητή που κινεί τις λέξεις, γίνεται αντιληπτή η προσωπική διάσταση του εγχειρήματος. Κάθε διάβασμα της ποίησης φέρνει και διαφορετική κρίση γι’ αυτήν. Όχι τόσο γιατί ισχύει αυτό που συνήθως λέγεται, ότι δηλαδή ο ποιητικός λόγος διακρίνεται από μια υποκειμενικότητα. Αυτό ισχύει για κάθε λογοτεχνική πρόταση, ακόμη και την πιο πεζή στη διατύπωσή της, αρκεί φυσικά να πρόκειται για γνήσια κατάθεση του εσωτερικού κόσμου του γράφοντος. Στην ποίηση, όμως, ο λόγος συχνά υποκρύπτεται πίσω από τη μεταφορικότητα ή και την υπαινικτικότητα της έκφρασης. Ας παραδεχθούμε, ωστόσο, πως αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι που τη θρέφουν και τη διακρίνουν από τα άλλα λογοτεχνικά είδη.
Εφόσον με το ποιητικό κείμενο συστήνεται κάθε φορά ο ποιητής, ο μόνος δρόμος προσέγγισης του κόσμου του είναι ο λόγος του. Πίσω από τις ποιητικές προτάσεις ανακαλύπτουμε τον τρόπο που αυτός αυτοπροσδιορίζεται. Πώς εμφανίζεται το ποιητικό υποκείμενο; Είναι μοναχικό ή εντάσσει τον εαυτό του σε μια ευρύτερη ομάδα; Το εγώ, το εμείς αλλά και ο χώρος, μέσα στον οποίο αυτή η διττή υπόσταση εντάσσεται και διεκδικεί το πρόσωπό της.
Με οδηγό τον ποιητικό της λόγο μπαίνουμε στον κόσμο της Άννας Καράκοντη.

Μα εγώ δεν μοιάζω με τη χίμαιρα
κι ας έχω δυο φτερά πουλιού
στο μαξιλάρι κάθε βράδυ με μποδίζουνε (τα όποια όνειρα)
και το πρωί άπιαστη μένω στη γωνία
Μα εγώ δεν μοιάζω με στοιχειό
έχω καρδιά βαριά αιμάτινη
και κάθε τρεις και λίγο με μποδίζει
σαν των θεριών τα νύχια
τ’ ατσαλάκωτα

Η ποιήτρια δίνει μορφή στον εαυτό της απορρίπτοντας όλα τα χιμαιρικά και αόριστα (χίμαιρα, στοιχειό) για να δώσει έμφαση στα περισσότερο γήινα και ανθρώπινα. Αφήνει μόνο δυο φτερά πουλιού.
Σημειολογικά αυτό παραπέμπει σε μια απόδραση, έστω σε μια επιθυμία ή υποψία φυγής.
Από τι, λοιπόν, επιθυμεί να αποδράσει;
Η ποίηση της Άννας έχει γυναικείο χέρι πίσω της. Όχι με την παρεξηγημένη σημασία του όρου στη σύγχρονη λογοτεχνία. Όχι γιατί τάχα ο ανθρώπινος πόνος διαφοροποιείται από το ένα φύλο στο άλλο. Ίδιος είναι και διάκριση δεν κάνει. Η βίωσή του, όμως, είναι που δίνει αυτό το ελάχιστο επιπλέον βάρος και αλλάζει την εικόνα. Μπορεί να ευθύνεται το θηλυκό γονίδιο, μπορεί η διαφορετική δομή του εγκεφάλου, μπορεί περισσότερο η δομή της κοινωνίας που δρομολογεί τη γυναίκα στην έκφραση των συναισθημάτων της χωρίς ενοχές αλλά ταυτόχρονα και στη συνειδητοποίηση του ρόλου της, να πρέπει να στηρίξει όλους αυτούς που βρίσκονται γύρω της και δεν αντέχουν το βάρος του εαυτού τους.  Δυο όψεις τόσο διαφορετικές, οι δυο όψεις μιας αντίφασης που η γυναίκα οφείλει να βιώσει, απολύτως συμφιλιωμένη με τη διττή υπόσταση του απαιτούμενου ρόλου. Πρέπει να αντέχει όχι μόνο το δικό της αλλά και το βάρος των άλλων. Όλο αυτό συχνά εκφράζεται με την ποιητική γραφή.
Διαβάζεις τα ποιήματά της και ανακαλύπτεις στίχο τον στίχο τη γυναικεία παρουσία. Μπορεί να είναι η μητέρα σε ρόλο μιας σταθεράς προσδιορισμού, που ωστόσο το μόνο που διασώζει και μεταφέρει είναι το μερτικό του πόνου, σαν μια διαπίστωση της διαιώνισης ενός ρόλου που περνά από γενιά σε γενιά:

μισοαδειασμένη ρόμπα μπήκε στο δωμάτιο
Το ρεύμα του αέρα έριξε το βάζο με τις γλυσίνες
αυτή παραπάτησε πάνω τους χωρίς να ξεχωρίζει
στάθηκε μπρος μου κι έβαλε το ξερό της χέρι στο μέτωπο
έπιασε τα μάγουλά μου χωρίς να βλέπει
-έτσι όπως πάντα-
έκατσε δίπλα μου σφίγγοντας το κενό της ρόμπας
και η σχεδόν ανύπαρκτη
ακούμπησε τα μάτια της στην καρδιά μου
όσο έκανε μετάγγιση αγάπης
μ’ απάλλασσε απ’ τα δάκρυα
«Παιδί μου μην κλαις έχω κλάψει εγώ για σένα
έχω πληρώσει και το δικό σου μερτικό» είπε
δείχνοντας τις άδειες της κόγχες...

Αλλού πάλι θα βρούμε τον έρωτα σαν μια βίωση απώλειας, μια νέα συνειδητοποίηση της μοναξιάς που φέρει μέσα του, ακόμη και στην πληρέστερη εκδοχή ανταπόκρισης.

Μου είπες:
«θα είμαι δίπλα σου
μα δεν θα σου κρατήσω το χέρι ποτέ»
Πόσο παράξενοι
είναι οι φοβισμένοι
... μερικές φορές

Μια απόδραση, λοιπόν, από τη βιωμένη αλήθεια των σχέσεων, ακόμη και των στενότερων; Μια φυγή από τη σκληρότητα των άλλων, ακόμη και στην προσπάθειά τους να σταθούν συμπαραστάτες;
Μήπως μια στροφή του προσώπου στον καθρέφτη; Θα τολμήσω να πω ότι οι στίχοι της Άννας εκπέμπουν μια σκληρή, ή έστω καθόλου ήπια εκδοχή της γυναικείας φύσης. Νιώθεις πως ξεχωρίζουν μέσα στη θάλασσα των στίχων οι δικοί της με την αλήθεια τους αλλά κυρίως με την απόλυτη συνειδητοποίηση του γυναικείου ρόλου. Δείτε εδώ τον τρόπο που ρίχνει τις λέξεις της μία μία φτιάχνοντας αυτή την ειρωνική εικόνα, η οποία αναπόφευκτα καταλήγει στον απόλυτο αυτοσαρκασμό:

Εμάς μας αρέσει η τσάκιση
ο άνδρας να ’ναι άνδρας
με την κόψη στο παντελόνι
Εμάς μας αρέσει το τραπέζι
να ’ναι γερό ξύλινο με ρόζους
ν’ αντέχει το χτύπημα του χεριού του
Εμάς μας αρέσει ο βήχας
που ακούγεται απ’ την αυλόπορτα
κι η αγωνία μάς κλείνει το στόμα
Εμάς μας αρέσει η γραβάτα
να είναι σφιχτοδεμένη κι άκαμπτη
που ν’ ακινητοποιεί τον αμφιβληστροειδή μας
Εμάς μας αρέσει
...
είναι υποχρέωσή μας...



Η ποιήτρια πότε με παρρησία προβάλλεται μέσα από το απόλυτο εγώ και τη χρήση του πρώτου προσώπου, έτσι που να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την έκθεσή της στα μάτια μας, γιατί ένα ακόμη χαρακτηριστικό της είναι η ευθύτητα του λόγου. Άλλοτε πάλι προτιμά την κάλυψη πίσω από το εμείς που εξ ίσου όμως αφήνει εκτεθειμένη τη συμπερίληψή της μέσα στο σύνολο των γυναικών.
Όλη αυτή η έκθεση όμως δεν αφήνει τραύματα; Ή μήπως η αντιμετώπιση της ζωής, έτσι όπως λιτά και κοφτά στιχουργείται στην ποίηση της Άννας, φτιάχνει και την απαραίτητη πανοπλία;
Έτσι, χωρίς σταθερές να ακουμπήσει, σε απόλυτη συνειδητοποίηση των τραυμάτων που έχει δεχθεί, με απανωτά δεν και αρνήσεις συνεχείς, καταλήγει να οπλιστεί με μια ερώτηση, που διεκδικεί τόσο μια άμυνα όσο και μια επίθεση.

Κι εμένα τι με νοιάζει
σπάω το κεφάλι μου να βρω
κι εμένα τι με νοιάζει
δεν έχω πια αγάπη εκεί
δεν έχω πια νησί
δεν έχω δάκτυλο βαλμένο στην πληγή
ούτε κερί σε μανουάλι αναμμένο
δεν έχω κτήμα
ούτε κέντημα αφημένο στην αυλή
καμιάς εικόνας μέρος πια δεν είμαι
κανείς δεν με θυμάται
ούτε κι αυτή η μνήμη μου η στραβή
δεν ξενυχτάει πια στη σκέψη μου εκείνη
δεν έχω σχέση
ούτε δικαίωμα πατρίδας
δεν έχω αφήσει κύμα στεναγμό ακρογιάλι αδιάβατα
να περιμένουν
κι αν τύχει και με δει κανείς
απλά θα προσπεράσει
δεν έχω πια ζωή εκεί
δεν έχει κτύπο η καρδιά σφυγμό λυγμό
μόνο ματώνει κάθε τόσο και στραγγίζει
Κι εμένα τι με νοιάζει
σπάω το κεφάλι μου να βρω
κι εμένα τι με νοιάζει...

Αν η ποίηση αποτελεί μια χαραμάδα από την οποία κοιτάζουμε το πρόσωπο της ποιήτριας, ταυτόχρονα αποτελεί και τον τρόπο που η ίδια μπορεί να αντιμετωπίζει τον εαυτό της και τους άλλους. Η σχέση της ποιήτριας με το δημιούργημά της, μια σχέση αίματος. Σχέση και νοητική αλλά και σωματική.
Το αν το οπλοστάσιο που της δίνει η ποιητική έκφραση είναι ικανό να τη φέρει, εν είδει σωσίβιας λέμβου, με ασφάλεια στην ακτή ίσως δεν είμαστε εμείς σε θέση να εκτιμήσουμε.

δεμένη στο κατάρτι με βουλοκέρι στ’ αυτιά,

σημειώνει 

τις απώλειες
τις απουσίες
τις ήττες


Έτσι θα μείνει να αιωρείται ανάμεσα στο «έξω από τη ζωή» και στο «μέσα της ποίησης» ή (αν ο ποιητικός λόγος λειτούργησε σωστικά)  ανάμεσα στο «μέσα της ζωής» και στο «έξω από την ποίηση», για να θυμηθούμε εδώ και τον άλλο ποιητή που εκτιμά την ίαση μέσω της ποίησης, ακόμη κι αν έρχεται για λίγο. Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που η δημιουργία κοινοποιείται και αποκτά αποδέκτες όλα είναι ανοιχτά, και ο δημιουργός θα πρέπει να οπλιστεί εκ νέου για να αντιμετωπίσει το πώς εισπράττεται πλέον το έργο του από τους «έξω αυτού ευρισκόμενους».

Η ποιητική πρόταση της Άννας είναι ξεκάθαρη. Μετράει τις λέξεις της μία προς μία και της δίνει χωρίς ίχνος ωραιοποίησης. Με συχνούς αιφνιδιασμούς συσχετισμού των λέξεων. Όχι με τη συνηθισμένη ανέμπνευστη χειρωναξία που πολλοί προτιμούν στην ποίησή τους. Συνηθίζεται αυτή η ανάμειξη των αντιθέτων ή αντιφατικών από πολλούς σύγχρονους ποιητές, ακόμη και από μεγάλα εν ζωή ονόματα. Συχνά, όμως, δεν είναι παρά μια επιφανειακή ανάμειξη υλικών που αποκαλύπτουν περισσότερο την ένδεια ή ακόμη και μια προφανέσταη απόπειρα ρηχού εντυπωσιασμού. Γιατί η συσχέτιση των αντίθετων λέξεων απαιτεί πρωταρχικά την εσωτερική τους σύνδεση. Πρέπει ο ίδιος ο δημιουργός πρώτα να έχει ξαφνιαστεί από τα όσα παράδοξα υποσυνείδητα έφερε σε άμεσο συσχετισμό, προκειμένου και ο αποδέκτης της ποίησης να αιφνιδιαστεί με το αποτέλεσμα και να θαυμάσει τον λόγο του. Η ποίηση δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι ένα παζλ λέξεων. Είναι βίωμα. Γι’ αυτό και η ποίηση της Άννας ξεχωρίζει. Νιώθεις πως όλο αυτό δεν γράφτηκε εν είδει παιδιάς. Οι στίχοι της πρώτα βρήκαν στόχο την ίδια, για να φτάσουν μετά σε όλους εμάς.

τι παράπονο να έχω;
όταν κλείνω την πόρτα
ακονίζω τα λόγια μου
τα πικραίνω
τα ξηραίνω
ύστερα τα δοκιμάζω πάνω μου
να δω την αποτελεσματικότητά τους
τι παράπονο να έχω;
ο πόλεμος σε καιρό ειρήνης
θέλει θυσίες...

Έτσι είναι. Αλλιώς δεν γράφεται ούτε ένα δίστιχο ανεκτό στην αισθητική μας. Η Άννα συνταιριάζει μέσα της τα αντιφατικά των σχέσεων, των συμπεριφορών, των ρόλων που καλούμαστε να παίξουμε σε μια κατ’ ουσίαν αντιφατική ζωή. Κι έτσι διασώζεται -αν και εφόσον διασώζεται- και έτσι προτείνει και τους στίχους της σε μας.

Κοιτάζω, εν κατακλείδι, το εξώφυλλο αυτής της ιδιαίτερα προσεγμένης έκδοσης. Μια φωτογραφία της ποιήτριας, η οποία παρουσιάζει την αισθητική της αντίληψη και σ’ αυτή την τέχνη. Μια γυναίκα στραμμένη πλάτη κοιτάζει τον τοίχο όπου διαγράφεται η σκιά της, ατενίζει το είδωλό της όπως το θέλει ο φωτισμός από γύρω. Το εγώ, το εμείς της γυναικείας παρουσίας, ο χώρος, με τις απαραίτητες αλληλεπιδράσεις. Όλα εδώ σε μια εικόνα που αντιστοιχεί απολύτως στο εσωτερικό του βιβλίου. Σημειολογικά ένα από τα καλύτερα εξώφυλλα που μπορώ να φέρω στο μυαλό μου. Και αν το εξώφυλλο είναι η πόρτα που οδηγεί στο περιεχόμενο και όχι απλώς ένα απαραίτητο κάλυμμα, έχω να πω ότι εδώ με το που βλέπεις την «πόρτα» προετοιμάζεσαι για τον έσω τόπο.


Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση στο Fractal http://fractalart.gr/core-ngrato/)

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Το μερτικό



Εκείνος, λυτρωμένος, βάδιζε μέσα στο φως.
Και πίσω ακολουθούσε ένα πλήθος αλλοπρόσαλλο. 
Κάποιοι τον χλεύαζαν, άλλοι τον λοιδορούσαν. 
Μερικοί τον κοίταζαν με ελπίδα.  
«Ίσως κι εμείς;» ρωτούσαν, 
και η σκέψη τους ήταν στο σάρκινο και ευτελές του κόσμου τους.
Και μόνο κάποιος, λίγο πιο πίσω αυτός, 
δεν έτρεχε κοντά του ούτε σκορπούσε τα λόγια του εδώ κι εκεί. Μόνο αναρωτιόταν 
«αν είναι έτσι που μας λες, 
τότε πού είναι το δικό του μερτικό αθανασίας;» 
και έσφιγγε το χέρι του δικού του αγγέλου, 
του μικρού και άδοξου, που έσβηνε ώρα την ώρα.

Διώνη Δημητριάδου

(φωτογραφία: Νουρί Μπιλγκέ Τζεϋλάν)



Στη λίμνη Τιβεριάδα



Το ήξερε από τότε που παιδί ακόμη έπαιζε με τα άλλα χωριατόπαιδα,  τα αμέριμνα για όλα τα κατοπινά. Το είχε αφουγκραστεί απ' τα κρυφομιλήματα  στα μάτια των γονιών του.
Δεν το 'πε σε κανέναν, μα μέσα του το έλεγε διαρκώς  «θα 'ρθει μια μέρα που θα φύγω από εδώ».
Και να, τώρα που κάθονταν μονάχος περιμένοντας αυτούς που δεν τον πίστεψαν, πόσο πολύ θα το 'θελε να γίνει πάλι ένας από τους φτωχούς ψαράδες που ρίχνανε τα δίχτυα τους στη λίμνη Τιβεριάδα.
Μόνο που γνώριζε πως ήταν ασθενής η θέλησή του. Κι ακόμη πως σε λίγο θα έπρεπε να εξηγήσει τα μελλούμενα (όσο πιο απλά μπορούσε) σ' αυτούς τους μεροκαματιάρηδες. Που θα τον κοίταζαν χωρίς να τον γνωρίζουν. Τους δύσπιστους στα θαύματα.
Όμως αυτός τα δίσημα τα λόγια, τα προφητικά, θα ήθελε να τα άφηνε σημάδια ανερμήνευτα.
Αυτός μονάχα μια κουβέντα θα ήθελε να πει σαν μήνυμα σε φίλο αγαπημένο. Να πει πως όλα τα αόρατα, τα απίθανα, συμβαίνουν.
Κι όμως, καθώς οι αλλοτινοί του σύντροφοι, «ποιος είσαι;» τον ρωτήσαν, απάντησε:  «ένας ξένος».
Λίγο προτού, βαδίζοντας πάνω στη λίμνη, αφήσει την ολιγόχρονη ζωή του.

Διώνη Δημητριάδου






Τα σημάδια



Ένα παιδί κάθεται στην ακτή, εκεί που σκάει το κύμα και ενώνει το υγρό του σώμα με τη γη. Όλη μέρα. Μια αγναντεύει τον ορίζοντα, όσο πάει το μάτι, μια σκυμμένο κάτι γράφει πάνω στη νοτισμένη άμμο. Τη νύχτα μένει ξαπλωμένο και μετράει τα ουράνια μήκη.
Αν το ρωτήσεις το όνομά του, θα σου απαντήσει: 
«Ποιο θέλεις να σου πω; Έχω πολλά».
Αν απορήσεις από πού έρχεται, θα γελάσει με την αφελή ερώτηση.
Αν θελήσεις να μάθεις τι σκαλίζει στην υγρή επιφάνεια, θα σου πει: «Θα έπρεπε να ξέρεις».
Κι αν πλησιάσεις για να δεις, θα σβήσει τα σημάδια βιαστικά.
Μόνο ένα θ’ αφήσει, απάντηση στην απορία σου.
Ένα σταυρό στην άμμο.
Κι ας ξέρει πολύ καλά πως πιο πολύ με ερώτηση αυτό μοιάζει.
Μα ποιος μπορεί να περιμένει όλες τις απαντήσεις από ένα παιδί;


Διώνη Δημητριάδου

(η φωτογραφία από το διαδίκτυο)

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

«Όλα και τίποτα»




«Λοιπόν, κύριε», συνέχισε έπειτα από μια μικρή διακοπή, «πολέμησα, έκτοτε, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία· περιέφερα το σαρκίο μου αξιοπρεπώς, αλλά ουδέποτε είδα κάτι που να συγκρίνεται με την έρημο… Αχ! Πόση, πόση ομορφιά».
«Σαν τι αισθανθήκατε;… » τον ρώτησα.
«Ω! αυτό δεν λέγεται, νεαρέ μου. Δεν νοσταλγώ εξάλλου πάντα την όασή μου και τη λεοπάρδαλή μου… άλλο με κάνει να λυπάμαι… Στην έρημο, βλέπετε, υπάρχουν όλα και τίποτα…»
«Δηλαδή; Εξηγήστε μου».
«Ε λοιπόν», συνέχισε αφήνοντας να του ξεφύγει μια κίνηση ανυπομονησίας, «είναι ο Θεός δίχως ανθρώπους…»


(Honoré de Balzac, απόσπασμα από το «Ένα πάθος στην έρημο», σε μετάφραση της Σοφίας Διονυσοπούλου, Άγρα, 2013)

(σχέδιο του Balzac από τον Picasso, 1952)
"Ο χορός"






Κι ερχόταν ο απόηχος μιας γιορτής παράξενης. Λες και όλοι είχαν μαζευτεί κάπου μακριά και ακόνιζαν τα μαχαίρια τους. Όχι για μακελειό.
Και μετά σαν όλο το σκηνικό να άλλαξε απότομα και άρχισε τις γυροβολιές ένας χορός αλλόκοτος. Ο πρωτοχορευτής έδινε μια και πήγαινε ψηλά, κι ύστερα σέρνονταν στη γη με το κεφάλι κάτω. Κι έπιανε το μαχαίρι, δοκίμαζε τη λάμα. Κοφτερή.

Κι όπως κύκλος γινόταν ο χορός, βρέθηκε αυτός στη μέση. Πήγε από κάποιον να πιαστεί, μα όλοι φεύγαν. Όταν πια κι ο τελευταίος χάθηκε, μόνος αυτός σήκωσε από κάτω το μαχαίρι και το έμπηξε στο χώμα. «Χορός των μαχαιριών» είπε και χύθηκε στο δικό του μοναχικό τραγούδι.

Διώνη Δημητριάδου

(Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

με φύλλα του Βαϊώνε
(από τους Ελέυθερους πολιορκημένους, σχεδίασμα Γ, απ. 1)




Ξεκίνησα, μέρα που είναι, να γράψω κάτι για τον Σολωμό, έτσι όπως κάνει χρήση ποιητική αυτής της τόσο όμορφα προφερόμενης λέξης και τόσο ξεχασμένης από την πιο λόγια των Βαΐων. Αλλά το χέρι ξεστράτισε. Πώς αλλιώς να γίνει, όταν σ’ αυτή την παλιά έκδοση, την ταλαιπωρημένη από τα χρόνια που μάζεψε στην πλάτη της, βρίσκω να βάζει ο εκδότης προλογικά  εκείνο το παλαιότερο κριτικό κείμενο του Κωστή Παλαμά, που εξυπηρέτησε χρόνια πριν μια έκδοση των Απάντων του εθνικού ποιητή. Και τον ακούω (γιατί αυτή η γλώσσα που χρησιμοποιεί έχει ήχο – δοκιμάστε να διαβάσετε δυνατά τα αποσπάσματα που ακολουθούν) να γεννά έναν τόσο ζωντανό κριτικό λόγο, έτσι όπως πρέπει να προσαρμόζει την αισθητική και τη γλώσσα του εκείνος που επιχειρεί να παρουσιάσει το έργο ενός ποιητή.



«Τη μούσα του Σολωμού, από τα παιδικά μου χρόνια κι αν τη γνώρισα, δεν την αγάπησα με τη φλόγα του πρώτου καημού· γιατί παιδί δεν ήμουν όταν επρόσεξα ’ς αυτή. Και μ’ έδεσε με την ασύντριφτην αλυσίδα που δένει το πάθος κάποτε τη μαθημένη καρδιά, την ώριμην ηλικίαν. Ο Σολωμός δεν είναι ποιητής για να συγκινήση εκείνους που με παιδικήν ελαφρότητα στοχάζονται τα πνευματικά. Άλλων ομοτέχνων του τα έργα, κ’ εδώ κι αλλού, εύκολα τα πλησιάζει κανείς και τα νοστιμεύεται, κ’ ευκολώτερα τα χορταίνει και τα λησμονεί· εκείνου ο στίχος, - νόημα, λόγος, μέτρα, - δεν έχει την απλότητα και δεν ξανοίγεται σαν των άλλων[…]

Κ’ ευτυχισμένος θα ήμουνα τώρα κι αν κατώρθωνα κι όσα κατά καιρούς έτυχε να γράψω ή να μιλήσω για το Σολωμό, να τα ξαναχύσω εδώ πιο ανοιχτά, πιο μελετημένα, κάπως ρυθμικώτερα, εγκάρδια. Εγκάρδια· τονίζω τη λέξη· ο λόγος μου για τον ποιητή που πότισέ μου την ψυχή, και χόρτασεν αμέσως - καθώς λέει ένας του στίχος - δεν θα ωρέγομουν εδώ πέρα να γεννηθή από την ατάραχη και την ανοιχτομμάτα παρατήρηση του κριτικού, θάθελα μεμιάς να προβάλη από του πιστού τη συγκίνηση. Γι’ αυτό και η γλώσσα μου, γλώσσα όχι της αναγνωρισμένης  -  καλά κακά δεν εξετάζω  -  πεζογραφίας, αλλά της λειτουργίας μας της ποιητικής. Κι ανίσως δε μου έχει ριζωθή ’ς το νου πως ο πεζός μας λόγος ανάγκη, αγάλια αγάλια, όσο προβαίνει, να μορφώνεται κατά τη γλώσσα του ποιητικού[…]»


(Κωστής Παλαμάς, απόσπασμα από την Κριτική στο έργο του Διονυσίου Σολωμού, προλογικά στην έκδοση των Απάντων του. Τα αποσπάσματα εδώ αντλημένα από την έκδοση της «Φιλολογικής», 1962, από την οποία διατηρήθηκε στην παραπάνω δημοσίευση πιστά η γλώσσα του Παλαμά)

Σάββατο 23 Απριλίου 2016


Το σώμα των βιβλίων






Η σχέση με τα βιβλία δεν είναι μόνο πνευματική. Είναι ξεκάθαρα και σωματική. Γιατί έχουν και "σώμα" τα βιβλία μας. Έχετε αμφιβολίες; Για δοκιμάστε να τους μιλήσετε, να τα αγγίξετε στις μέσα τους σελίδες, να ακούσετε τη φωνή τους. Αλλά και μνήμη έχουν. Έτσι θυμούνται την πρώτη, αυθεντική μας συγκίνηση, όταν μας ξάφνιασαν με τα λόγια τους. Και τα πιο παλιά απ' αυτά έχουν γράψει κάπου μέσα τους και την ηλικία μας. Και μεγαλώνουν μαζί μας.


Vincent van Gogh, old man reading)
 «Τα γυάλινα μάτια των ψαριών»
ποιητική συλλογή
της Ειρήνης Παραδεισανού

από τις εκδόσεις Vakxikon



     Σπάνια συναντάμε σε ποιητικές συλλογές την αίσθηση του όλου. Αν τα ποιήματα εδώ δεν είχαν στιχουργημένο λόγο κι αυτόν τον εσωτερικό ρυθμό που τα συναριθμεί στα καλύτερα του είδους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για δοκιμιακή κατάθεση. Η Ειρήνη Παραδεισανού, ωστόσο,  επέλεξε να μιλήσει με τη μορφή των ποιημάτων, οπότε ακολουθώντας τους μεταφορικούς τρόπους που επιτρέπει αυτό το είδος της γραφής θα επιχειρήσουμε την αποκρυπτογράφηση των λέξεών της.

Άνθρωποι
Συνεπιβάτες μου
Δίχως ντροπή κλέψατε τα γυάλινα μάτια των ψαριών
Τα φοράτε με καμάρι
Κι αυτάρεσκα υψώνετε το δάχτυλο
Να με δικάσει

   Πώς η ανθρώπινη μορφή μεταπίπτει σε όψη ψαριού; Πώς αποκτά αυτό το υγρό ελάχιστο και μας μιλά με γυάλινα μάτια; Πώς μεταλλάσσεται το αεικίνητο των ανθρώπων σε ασάλευτη καθημερινότητα; Είναι αυτό το νέο είδος ανθρώπων που επισημαίνει ο Γιώργος Χειμωνάς, με τον οποίο η ποιήτρια συνδιαλέγεται στην αρχή του ποιητικού της λόγου;
Θα έρθει μια εποχή που θα αναζητάμε το ίχνος μιας ανθρώπινης παρουσίας στα γυάλινα μάτια των ψαριών;

Έχεις δει ψάρια με μάτια ανθρώπου;
Εγώ τα είδα
στην απόκρημνη πλαγιά.
Ήταν εκεί.
Μου μίλησαν με ανθρώπινη λαλιά.
Μου λέγανε πως στέρεψε η αρμύρα από τις θάλασσες
το νερό τους στυφό
κι ο αέρας φαρμάκι.

Η αγωνία του νοήμονος εστιάζεται σε δύο επίπεδα: πρωταρχική επιδίωξη η αποφυγή της εξομοίωσης με τον ασάλευτο κόσμο, κατόπιν η αφύπνιση και η κινητοποίηση των νωθρά εν υπνώσει ευρισκόμενων. Όμως τα μέσα αποδεικνύονται πενιχρά. Η ποιητική φωνή, δουλεμένη με όλα τα συμβολικά που θα βοηθούσαν την εισχώρηση στο νόημά της, με όλη την αρωγή όσων στοιχείων υπερβαίνουν τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, αδυνατεί να φτάσει στην ακοή αυτών που υπνώττουν.



Ένας μοναχικός σκαντζόχοιρος είμαι.
Μονάχα που
τ’ αγκάθια μου
ανάποδα φυτρώνουν
και
σπαράσσουν τις σάρκες μου.

Και τότε αυτή η μοναξιά του ποιητικού λόγου γίνεται κραυγή και στοιχειώνει με την αλήθεια της και την απόγνωσή της τον μέσα και τον έξω χώρο. Δεν είναι πια τυφλά τα μάτια, αφού μπορούν να κοιτάζουν κατάματα τον γυάλινο κόσμο. Η διεισδυτική ματιά διατρυπά τη βαριά πόρτα που θρυμματίζεται με θόρυβο. Την ακούν άραγε; Η ποίηση δοκιμάζει τη φωνή της.

Μονάχα που μιλώ
σα λύκος
κι εσείς
δεν ξέρετε καθόλου από παραμύθια
ειδικά απ’ αυτά που ο λύκος γίνεται πρόβατο, στο τέλος σαρκοφάγο.
Ή μήπως ξέρετε;

Δεν πρέπει να νικήσει η σιωπή. Η ποιήτρια διατηρεί την αγωνία της έχοντας επίγνωση της μοναξιάς της:

Κι είμαι
Εγώ
Μοναχά
Που ταράσσω τη θάλασσα του ύπνου
Με το ποίημα

Κι ένας Θεός απών. Σαν εκείνον που μας σύστησε ο Σαρτρ θεμελιώνοντας πάνω στην απουσία του και την αδιαφορία του την τραγική επιδίωξη της ελευθερίας του ανθρώπου. Στην υποδειγματική συντομία του ποιητικού λόγου δεν θα βρίσκαμε πιο περιεκτική διατύπωση της μοναξιάς του ανθρώπου:

Δεν σ’ έχουμε ανάγκη Κύριε.
Σοι ευχαριστούμεν που μας έπλασες
τόσο αλλοπρόσαλλους
τόσο μισούς
τόσο εν τέλει ανάπηρους.
Σου επιτρέπουμε να υπάρχεις
Αρκεί να μας αφήσεις εδώ
Αλλοπαρμένους να συνάζουμε τα σύννεφα
Να τα φοράμε αυτάρεσκα στεφάνι στην πληγή μας
Σφιχταγκαλιασμένοι να χορεύουμε
Και να αγνοούμε τον πρωτοχορευτή
Που δίνει ρυθμό στα τρελαμένα σάλτα μας.

Ένας πλήρης λόγος αρθρώνεται εδώ, κουβαλώντας την αλήθεια του, απευθυνόμενους σε όσους μπορούν  να ανοίξουν τη χαραμάδα στο ποίημα για να εννοήσουν το τραγικό περιεχόμενο.
Η ποίηση της Ειρήνης Παραδεισανού είναι μια συνειδητή φωνή συμπυκνωμένου λόγου, με την αυτογνωσία του στίχου για την οριακή του εμβέλεια στη σημερινή ακοή. Με τον απαραίτητο σαρκασμό που φθάνει μέχρι την αυτοαναίρεση:

Μη με πιστεύετε. Πάλι ψέματα λέω.
Η μόνη αληθινή μου επανάσταση θα ήταν – έστω μια φορά – να πω την αλήθεια. Μα για να την πω πρέπει να τη νιώσω. Κι εγώ το μόνο που νιώθω είναι πως το μυαλό μου είναι ένα κρεμμύδι με άπειρες στρώσεις. Το ξεφλουδίζω και ποτέ δε φτάνω στη ρίζα του. Και τα μάτια μου κλαίνε ολοένα.
Παίρνω τα δάκρυα και τα βαφτίζω ποιήματα.


 Μήπως εκεί, σ’ αυτή την έσχατη κραυγή, κάτι επιτέλους κινηθεί μέσα στον χώρο των ασάλευτων, πίσω από το γυάλινο περίβλημα στα μάτια των ανθρώπων;
Γιατί, τα ψάρια απλώς δανείζουν το βλέμμα τους και τον υδάτινο σιωπηλό τους κόσμο σ’ αυτά τα ποιήματα. Η αληθινή σιωπή ας αναζητηθεί στον κόσμο της καθημερινής πολύβουης ανθρώπινης αδιαφορίας. Αυτή την ακινησία προκαλεί η ποιήτρια, αυτή την κλειστή πόρτα χτυπά με τον ήχο των λέξεων. Στον υγρό τόπο των ποιημάτων της πλέουν πουλιά ματωμένα τα λόγια της. Μια από τις πιο μοναχικές εκδοχές του ποιητικού λόγου έχουμε εδώ. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο να αξίζει να συναριθμηθεί  και  με τις πιο ενδιαφέρουσες.


Διώνη Δημητριάδου