Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ Σωτήρης Κακίσης Χρειάζομαι μουσική (στίχοι και κείμενα) Εκδόσεις Ερατώ

 

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ


Σωτήρης Κακίσης

Χρειάζομαι μουσική

(στίχοι και κείμενα)

Εκδόσεις Ερατώ



 

«χρειάζομαι μουσική. τώρα που η καρδιά μου σ’ άλλο βουνό ανέβηκε, τώρα που τα μάτια μου σαν φύλλα από του προσώπου μου το δέντρο ένας αέρας παράξενος τα ερωτεύτηκε, τώρα. η μουσική είναι πιο αστεία, λιγότερο άχρηστη από τον θάνατο[…]»

Με πρόλογο του Ηρακλή Οικονόμου και οπισθογράφηση του Φοίβου Δεληβοριά, στην έκδοση περιέχονται οι στίχοι του ποιητή, κείμενά του για τη μουσική και συνεντεύξεις του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Χουλιαρά, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Τζίμη Πανούση, τον Αργύρη Μπακιρτζή, τον Φοίβο Δεληβοριά και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη.

«Αν ο ένας πνεύμονας του Κακίση αναπνέει ποίηση, ο άλλος αναπνέει μουσική. Και δεν χρειάζεται πολύς κόπος για να το καταλάβεις αυτό. Δεν είναι μόνο οι στιγμές από τις δεκάδες συνεντεύξεις με πρόσωπα του τραγουδιού, απ’ τα μυριάδες ποιήματα, από τις όλο μαστοριά μεταφράσεις του. Η κάθε λέξη που υπογράφει αποπνέει μουσική, με μια φυσική ρυθμικότητα που σε μαγνητίζει[…]

«Το πιο χαρακτηριστικό ίσως στοιχείο τους είναι η πολλαπλότητα των εικόνων, με κοινό συναισθηματικό παρονομαστή την ευαισθησία  και την τρυφερότητα. Αυτή η πολλαπλότητα εξηγεί πώς η ιστορία των μελοποιήσεων του Κακίση μπορεί να περιλαμβάνει τέτοιες διαφορετικές μελωδικές διαδρομές, από τη λιτή μπαλάντα «Ατθίδα» του Σπύρου Βλασσόπουλου με την Αλέκα Κανελλίδου μέχρι τη βυζαντινή «Σαπφώ» του Δημήτρη Παπαδημητρίου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ή απ’ τις απίθανα τζαζ «Γάτες» του Άγγελου Κατσίρη με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και το εξίσου μπλε «Πέρα απ’ τα Σύνορα» του Βαγγέλη Κατσούλη με τη Μαρία Φαραντούρη μέχρι τα «Τέσσερα Βήματα», το υπέροχο απτάλικο του Μάριου Στρόφαλη  με την Αναστασία Μουτσάτσου».

Ηρακλής Οικονόμου


«Όλοι λίγο—πολύ χρειαζόμαστε τη Μουσική. Υπάρχουν όμως και ελάχιστοι ανάμεσά μας που η Μουσική τους χρειάζεται. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Ποιητές. Τα τραγούδια και τα κείμενα του βιβλίου που κρατάτε είναι αυτά που ζήτησε από τον Ποιητή Σωτήρη Κακίση το ίδιο το Μέλος. Το Μέλος που περιηγείται σαν σώμα στην πάντοτε αρχαία αθηναϊκή νύχτα[…]

«Διαβάζοντας το βιβλίο —και χωρίς να θέλω να μειώσω κανέναν από τους συνθέτες που «χρειάστηκαν» και που έξοχα τύλιξαν με το μανδύα των ήχων τους τον αθώο Σωτήρη— φανταζόμουν κάθε τραγούδι μελοποιημένο από τον Χατζιδάκι»…

Φοίβος Δεληβοριάς

 


Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Χρήστου Κεχαγιόγλου

Ο Χρήστος Νιάρος γράφει για τα Πορτρέτα της Αθήνας Βογιατζόγλου εκδόσεις Κέδρος 2021

Ο Χρήστος Νιάρος γράφει για τα 

Πορτρέτα

της Αθήνας Βογιατζόγλου

εκδόσεις Κέδρος 2021

 


Έχασε την ελπίδα πως θα πεθάνει.

Ίσως είμαι αθάνατος, σκέφτεται

όταν διαβάζει την Ιλιάδα

 

και προσπαθεί να καταλάβει τα τερτίπια

του Δία και της Αθηνάς.

Ποτέ δεν ένιωσε το κεντρί της εκδίκησης

την αλαζονεία, το ύψος των νεφών.

Έπαιρνε τα πράγματα όπως έρχονταν,

κι έτσι κατάφερε να θάψει δυο παιδιά

και τρία εγγόνια.

Τώρα τα δισέγγονά του αμιλλάται

σ’ αυτή την άσφαλτο που κατακαίει ο ήλιος.»

 

[Υπέργηρος ]
 Ποιητική γραφή από την Συλλογή  

Πορτρέτα της Αθήνας Βογιατζόγλου

 εκδ.Κέδρος 2021

(αντί κριτικού σημειώματος, μικρές σκέψεις )

Του Χρήστου Νιάρου

 


Ποια είναι η αληθινή ιστορία των προσώπων και των πραγμάτων, όταν τα αφηγούμαστε ή τα βλέπουμε στο χαρτί αποτυπωμένα; Στο μετά τους δηλαδή, που αποτελεί και η δεύτερη και η  τρίτη τους ευκαιρία, όταν τα ξαναδιαβάσουμε, όταν τα αγγίζουμε, τι άλλο μπορεί να μας λένε; Ποια επίσης μπορεί νάναι η αληθινή ιστορία του μύθου και των συμπερασμάτων του, της κάθε ιστορίας δηλαδή, που σε χρόνους παράλληλους  με το είναι μας, συγκριτικά και αναστοχαστικά, έρχεται, φεύγει, χάνεται, αιθεροβατεί... και πότε ακριβώς γίνεται αυτό στα υφάδια και στις κλωστές και στην λεπτομέρεια του χτες με το σήμερα, τι έμεινε, τι αποκαθηλωθηκε, πόσο υπήρξε...

 

Ρητορικά ερωτήματα και σκέψεις με αποσιωπητικά, πηγαία και αυθόρμητα, έρχονται  στο παιγνίδι του χρόνου. Κάποια σελίδα, κάποιο γεγονός, κάποιο ελάχιστο στον καθρέφτη του χρόνου  μένει  ακόμη μετέωρο όσο και να ’ναι καρφωμένο και μακρινό.  Αλλά και τα κατασταλαγμένα που κάποτε δεν τα αμφισβητούσες,στο μετά τους, έρχονται και σε βρίσκουν χωρίς καμμία δυσκολία.  Αλλά και ως βίωμα ταυτότητας και ως λέξη, όλα ταυτόχρονα  από ένα κάποιο αλλού του χρόνου γίνονται μια αποδεκτή καινούργια  πραγματικότητα. Όλα αυτά εννοείται ξανά και ξανά. Όπως ακριβώς κοιτάμε μια φωτογραφία και μας κοιτάει και εκείνη. Περαστικοί και μόνιμοι κατοικούμε στα γιατί και στα θέλω και στα ναι και όχι της  κάθε ιστορίας της. Είναι όμως όλα τους  δεδομένα εν κινήσει. Όπως και ο θάνατος χωρίς γιατί έχει γίνει πρό πολλού. Με μια ελπίδα πεθαίνουμε, με μια ελπίδα κρατιόμαστε αθάνατοι, με ένα αχ, με ένα βαχ, με ένα σώμα. Όχι ανιστόρητα. Απλώς ακούμε με τα χρόνια τα χνάρια της ιστορίας που πέρασε στην φλέβα και στο μεδούλι  μας,  σαν δεδομένο χρήσης και ώσμωσης.  Αλλά και σαν σκίρτημα μας ακολουθεί στην πορεία  και από άλλους δρόμους  έρχεται να μας συναντήσει. Όπως και η γλώσσα και τα πρόσωπα που είχαν και έχουν τον ρόλο τους σε όλη  αυτή την διαδρομή. Και η Αθηνά Βογιατζόγλου, στη δεύτερη ποιητική της συλλογή, στέκεται με παρρησία και στο φως αλλά και στην όποια διάψευση του χρόνου και του ταξιδιού του.  Στήνει μια παράσταση με λεπτότητα στις εκφράσεις και στο πριν και στο μετά του χρόνου ζωγραφιζει ιστοριές με μαεστρία.  Στις γραμμές των γραφών της τα ταξίδια είναι αθάνατα. Και με την ελπίδα  και την σιωπή τους αναμετριέται. Στέκεται με παρρησία και γνησιότητα,δωρικά και λυρικά, στις αντιθετικές εικόνες που περνάνε απο μπροστά της και τις συμπληρώνει. Οι  εικόνες και η πυξιδα  του χτες μέχρι το μέσα μεδούλι του σήμερα  υπάρχουν. Κεντρωμένα  ακομη και τα αυριανά. Όσο και να κατακαίνε, τσιμπηθηκανε και πέρασαν από πολλές δοκιμασίες. Καθε εικόνα με νοηματική αλληλουχία μας την κομίζει. Από την Ιλιάδα επιστρέφει και καταλήγει στην άσφαλτο. Όλα γίνονται μια διαρκής καθημερινότητα στην πορεία των χρόνων. Σαν μια φωτογραφία, σαν ένα κάδρο που όλοι χωράμε και όλοι αφηγούμαστε, ακόμη και αν σωπαίνουμε στο πλαίσιο και στο περίγραμμά του, κάτι μάθαμε, κάτι αποδεχτήκαμε. Μια ωριμότητα, με ή  χωρίς λόγια συνεχώς κινείται  μπροστά στα μάτια μας. Χωρίς να γερνάνε, χωρίς να τελειώνουν το στοίχημα με ό,τι ξημερώνει στους στοχασμούς του αύριο  προχωράνε.

 

 Και αντιστρόφως πηγαίνουμε και στην αρχή.  Αλλού το μήνυμα της ζωής, άλλου η ζωή. Οχι συγκριτικά. Ενορατικά με παλμό και ανάσα μυρίζουμε τις λέξεις της συγγραφέως. Με ενα όρο, με μια σκέψη όμως. Πρέπει να κεντρωθείς, από την εκδίκηση, την αλαζονεία των θεών, των μακρινών και κοντινών αλλά και από τα τερτίπια τους. Τερτίπια καλά, σοφά, φαντατικά, ειπωμένα, μόνιμα. Αλλιώς μένεις στάσιμος και στα απόμακρά τους ακόμη  δεν κατάλαβες ούτε το τι έγινε, αλλά και ούτε πώς σε ταξίδεψαν. Δεν διαβάζει με μονομέρεια τις αλλοτινές δόξες και τις εποχές. Ολα γίνονται οικεία, έχουν την ώρα τους, όταν συνεχώς εξηγούνται και κάνουν τον κύκλο  τους. Και κει τα ερωτήματα και τα απωσιωπητικά,αλλαζουν και κέντρο και ακτίνα και δρόμους.

 

Καλώς υπήρξαν τα ταξίδια τους. Αλλά το να πετάς στα συννεφάκια, χωρίς γνώση, συναίσθημα και λόγο, ακέντρωτος, ακέντρωτη, χωρίς μύθο, χωρίς τα κλειδιά του μύθου τους να μην σου εχουν  μάθει κάτι, με τον καιρό έρχεται η πραγματικότητα ανθρώπων και πραγμάτων, με τα άλλα τους κλειδιά, με τις άλλες τους εικόνες, με τα αλφα τα στερητικά κυρίως ανώνυμων και εκ του ίδιου αίματος, να σε προσγειώσει, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Με τον καιρό και οι κώδικες επικοινωνίας τρέχουν με διαφορετικές ταχύτητες, από γενιά σε γενιά  αλλά και σε ό,τι είναι δίπλα μας και πολύ κοντινό. Και όλα αυτά γίνονται στον μικρόκοσμο και στον  μεγαλόκοσμο, και της ζωής και της τέχνης. Η Αθήνα Βογιατζόγλου, ορίζει με τον τρόπο της και τη γνώση του συναισθήματος  αλλά και το εφικτό και το ανέφικτο του χρόνου.  Τον ρυθμό και την ωμότητά του στα χώματα και στον ουρανό τον σπέρνει. Συναντάει τα κύματά του σε όλη του τη διάσταση και μέσα στις αποχρώσεις των λέξεων τον περπατάει.  Πορτρέτρα και γεγονότα στην τελική τους  στροφή καταλήγουν στιγμιαία και εξακολουθητικά  να ’ναι σε ταξίδι. Αλλά και να  υπάρχουν και κάτω από τον ίδιο ήλιο  της πραγματικότητας. Με αυτογνωσία και κάλλος στέκεται στις στιγμές. Όχι απόμακρα και ανταγωνιστικά. Μα με στοργή και σκίρτημα .Στα ταξίδια της αρχής και του τέλους  του χρόνου  της, του χρόνου μας, βιωμένου και μη, χωρίς ρητορική και φτιασίδια αποτυπώνει στις γραμμές των ποιημάτων  και τα δικά μας ρήματα και τις γραμματικές και τα λόγια μας.

 

 Η συγγραφέας  ζει την εποχή. Αλλά  ζει και το καθετί γύρω της  με την   κάθε ρυτίδα και ελπίδα του χρόνου να μη μένει στατική και στάσιμη. Αλλωστε και η ζωή και με ελπίδα προχωράει και στα τσιμέντα  αλλά και στα όνειρα και στο κάθε μετά. Με ό,τι φέρνει η ζωή  και τα γυρίσματα της, δίπλα μας και κυρίως μέσα μας  συμπλέει κανείς  μαζί της.  Ως συνέχεια αφορμών και ως σταθμοί, και με πρόσωπα και με ιστορία προχωράμε. Υπαρκτά και ανύπαρκτα, μακρινά και κοντινά, όλα έχουν τον ρόλο τους.  Και η Αθηνα Βογιατζόγλου, κεντρίζεται και από τους δυο κόσμους. Και τους βγάζει στο φως. Χωρίς βουητά αλλά με πολλές ή λίγες  κουβέντες  με  το παραπέρα των αισθήσεων συνομιλεί.. Όπως ακριβώς και τα Πορτρέτα.

Χρήστος Νιάρος

 

 


[ H Aθηνά Bογιατζόγλου γεννήθηκε το 1966 στην Aθήνα. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Kρήτης και εκπόνησε το διδακτορικό της στο Kings College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Δίδαξε στις Φιλοσοφικές Σχολές της Kρήτης και της Πάτρας και το 2001 εξελέγη Λέκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Iωαννίνων, όπου σήμερα υπηρετεί ως αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας. Έχει εκδώσει τα βιβλία H Mεγάλη Iδέα του λυρισμού. Mελέτη του “Προλόγου στη Zωή” του Σικελιανού (Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, 1999), Η γένεση των πατέρων. Ο Σικελιανός ως διάδοχος των εθνικών ποιητών (Καστανιώτης, 2005) και  Ποίηση και πολεμική: Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα. (Κίχλη, 2015). Eπιμελήθηκε την έκδοση του μυθιστορήματος του Aχιλλέως Λεβέντη H Tασσώ (στη σειρά «H πεζογραφική μας παράδοση», Εκδόσεις Nεφέλη, 2000), καθώς και το βιβλίο του Γ. Π. Σαββίδη Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό (Εκδόσεις Eρμής, 2003).]

 

 

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Οι Δαιμονισμένοι Εκδόσεις Οδός Πανός 2021 ‘Οι Δαιμονισμένοι’ επί σκηνής Συνέντευξη στον Σταύρο Χουλιαρά

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

Οι Δαιμονισμένοι

Εκδόσεις Οδός Πανός 2021

 

‘Οι Δαιμονισμένοι’ επί σκηνής

Συνέντευξη στον Σταύρο Χουλιαρά

 


‘Οι Δαιμονισμένοι’, είναι το καινούργιο βιβλίο τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις ‘Εκδόσεις Οδός Πανός’, τιμώντας τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση τού Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Είναι ένα εντελώς σύγχρονο θεατρικό έργο βασισμένο στο μυθιστόρημα τού μεγάλου Ρώσου κλασικού μα και στη θεατρική προσαρμογή που είχε κάνει ο Αλμπέρ Καμύ το 1959. Με μικρές αλλαγές που το κάνουν να ρέει ακόμη καλύτερα, είναι το ίδιο -και πάντα επίκαιρο- κείμενο πάνω στο οποίο βασίστηκε η ομότιτλη όπερα που ανέβηκε το 2001 από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

 

-Αναφέρετε στον πρόλογο τού βιβλίου σας ότι οι ‘Οι Δαιμονισμένοι’ -‘Les Possédés’- τού Albert Camus είναι ένα θεατρικό έργο που όσο και αν διαφέρει σε φόρμα, δεν προδίδει σε τίποτα το αρχικό μυθιστόρημα…

ΑΑ. Πράγματι, η θεατρική προσαρμογή που έκανε ο Καμύ και τη σκηνοθέτησε ο ίδιος ένα χρόνο μετά είναι εξαιρετική. Είναι η μόνη μεταφορά που στέκει στο ύψος τού πρωτοτύπου, σε αντίθεση με κάποιες άλλες προσπάθειες που πνίγηκαν μέσα σ’ αυτό ορμητικό ποτάμι. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τού σημαντικού Πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα, που το 1988 σε μια μεγάλη παραγωγή, μετέφερε στην οθόνη τούς ‘Δαιμονισμένους’· ταινία όμως που παρά τις μεγάλες προσδοκίες, ήταν μάλλον μια αποτυχία, έξω απ’ το κλίμα που ήθελε και θα μπορούσε να δώσει.

 


-Το δικό σας κείμενο ακολουθεί τη δομή του θεατρικού που έγραψε ο Καμύ;

ΑΑ. Δεν το έκρυψα ποτέ -και το έγραψα μάλιστα- ότι προσωπικά, οφείλω όλη την εργασία μου στον Καμύ. Και δεν έχω καμιά δυσκολία να δηλώσω πως αν δεν είχε κάνει εκείνος την εξαιρετική θεατρική του προσαρμογή, δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να προχωρήσω μόνος. Ήταν μια πολύ παραγωγική μαθητεία για μένα τότε· πριν τριάντα τόσα χρόνια -κοπιωδέστατη βέβαια- το να αισθάνομαι πως κάθεται συνέχεια πίσω μου ο Καμύ που, με τις ευλογίες τού Ντοστογιέφσκι, σε κάθε φράση και κάθε λέξη ακόμα που έγραφα, ήταν έτοιμος να μού τραβήξει το αφτί αν έκανα κάτι που δεν ήταν μέσα στο πνεύμα τού έργου.

 

-Πού ταυτίζεται το κείμενό σας και πού διαφοροποιείται σε σχέση μ’ εκείνο; 

ΑΑ. Ακριβώς αυτό ήταν το πρόβλημά μου: Γιατί δεν ήθελα να αποκλίνω διόλου,  από το πνεύμα τού έργου, μα ήξερα συνάμα πως τα πλαίσια μέσα στα οποία ήμουν αναγκασμένος να κινηθώ ήσαν αυστηρά καθορισμένα· καθώς γνωρίζουμε πως στην όπερα έτσι κι αλλιώς πρέπει να υπάρχει βραχυλογία, και πως όχι μόνο δεν ακούγονται όλα καθαρά, μα έχουμε και αρκετές απώλειες λέξεων. Έπρεπε λοιπόν, χωρίς να υπεραπλουστεύσω κάνοντας μιαν αφελή και ανόητη καρικατούρα, να δημιουργήσω κάτι πολύ πιο σύντομο. Δεν συζητώ βέβαια για το πρωτότυπο τού Ντοστογιέφσκι που είν’ ένα μεγάλο μυθιστόρημα αρκετών εκατοντάδων σελίδων, αλλά και το θεατρικό τού Καμύ είναι επίσης πολύ μεγάλο. Εκεί ήταν όλη η δυσκολία και εκεί επικεντρώθηκε η προσπάθειά μου· με μοναδικό γνώμονα την εκ νέου υπόμνηση και την ανα-βίωση τού κλασικού αυτού αριστουργήματος. Χρησιμοποιώντας μάλιστα τις ευκολίες τού υπολογιστή που αμέσως μετράει και τις λέξεις, είδα τώρα τελευταία πως το κείμενό μου είναι το μισό απ’ όσο είναι το κείμενο τού Καμύ. Ελπίζω μόνο πως δεν είναι σα να σηκώθηκε απ’ την τάβλα τού Προκρούστη, βάναυσα ακρωτηριασμένο, και πως είναι ένα κείμενο που διαβάζεται με ενδιαφέρον· όντας συνάμα και ένα σύγχρονο θεατρικό έργο που μπορεί να σταθεί επί σκηνής στις μέρες μας. Αυτή ήταν η δική ευθύνη.

 

-Σε σχέση με την εκφορά τού λόγου επιτρέψτε μου να προχωρήσω με μια ιδιαίτερη ερώτηση· έχοντας κατά νου τον κλασικό πια ‘Σιμιγδαλένιο’ σας αλλά  και το ‘Οχιναιλέγοντας’: Σας πέρασε η ιδέα να ξαναγράψετε τους ‘Δαιμονισμένους’ σε έμμετρο λόγο;  

ΑΑ. Ωραία ερώτηση που δεν την είχα σκεφτεί· καθώς δεν με απασχόλησε ποτέ γιατί έγραψα τον ‘Σιμιγδαλένιο’ το 1991, μα και το ‘Οχιναιλέγοντας’ το 2010, σε ποιητικό έμμετρο λόγο. Κατ’ αρχήν ‘Οι Δαιμονισμένοι’ προηγούνται. Είναι το πρώτο έργο που έχω φτιάξει. Δεν είναι σχήμα λόγου που λέω πως επιστρέφω συχνά σ’ αυτό, απ’ τον περασμένο αιώνα! Είναι όντως μεγάλη ιστορία, πολλών ετών: Η αρχική, πρώτη γραφή του τελείωσε δυο τρία χρόνια πριν τον ‘Σιμιγδαλένιο’. Τότε λοιπόν, θέλοντας να είμαι όσο γίνεται πιο κοντά στους ήρωες τού Ντοστογιέφσκι, δεν μού πέρασε καν απ’ το νου η ιδέα πως θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω έμμετρο λόγο· πράγμα άλλωστε που δεν είχα κάνει ποτέ μέχρι τότε. Μπορώ να πω μάλιστα πως θα μού φαινόταν εντελώς εκτός κλίματος· καθώς ήμουν βυθισμένος στο ύφος τού μυθιστορήματος, και τίποτα μέσα σ’ αυτό δεν μού δημιουργούσε την παραμικρήν επιθυμία να θέλω να φτιάξω ρίμες. Ήθελα να είμαι όσο γίνεται πιο πιστός στο πρωτότυπο. Με τον ‘Σιμιγδαλένιο’ και με το ‘Οχιναιλέγοντας’ τα πράγματα ήσαν τελείως διαφορετικά: Δεν θα αναλύσουμε τώρα γιατί έγραψα αυτά τα δυο έργα σε ποιητικό λόγο· είναι άλλη ιστορία που δεν έχει θέση εδώ. Θα πω μόνο πως όλοι ήρωες εκεί, είναι δικοί μου ήρωες και μπορούσα να τους κάνω ό,τι θέλω εγώ, και να τους πω να πουν ό,τι και όπως το θέλω· χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Πράγμα που προφανώς δεν συνέβαινε, ούτε και ήθελα να συμβεί, με τους ‘Δαιμονισμένους’ τού Ντοστογιέφσκι. Φέτος ωστόσο, ξαναδουλεύοντας το κείμενο, με αφορμή τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση τού μεγάλου Ρώσου, και πάλι δεν μού πέρασε διόλου απ’ το μυαλό να μεταβάλλω άρδην τον λόγο, τον ήχο τού κειμένου.
Κάποιες μικρές αλλαγές -κι ένα κόμμα ακόμα- ναι· μα όχι να το κάνω έμμετρο.

 

-Θεωρείτε ότι το κείμενό σας ευτύχησε ή ατύχησε με τη μουσική επένδυση εκείνης τής όπερας

ΑΑ Δεν θέλω να μπω σ’ αυτή τη συζήτηση που δεν έχει κανένα νόημα, τόσα χρόνια μετά. Εμένα, που έφτιαξα το κείμενο -το λιμπρέτο τής όπερας- μού αρκούσε το γεγονός πως έγινε μια μεγάλη και σοβαρή παραγωγή στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Και μάλιστα με τη συμμετοχή και τού British Council.  Ήμουν ικανοποιημένος που το κείμενό μου το σκηνοθέτησε o Stephen Langridge, που διαπρέπει σήμερα διεθνώς. Χάρηκα που ο έγκριτος μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος έγραψε τα καλύτερα λόγια γι' αυτό: «...το θεατρικότατης δομής και οικονομίας λιμπρέτο τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, με αφετηρία τη διασκευή από τον Αλμπέρ Καμύ τού δίτομου μυθιστορήματος, σε σχεδόν πρωτογενή σκηνική δημιουργία.... Εξ άλλου ο Αδαμόπουλος -σοβαρότατος άνθρωπος- κράτησε αποστάσεις από την μελοποίηση...» Κι ακόμα που  ο Γιάννης Κόκκος μού είχε γράψει πως: «...είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η δουλειά σας πάνω στο λιμπρέτο των Δαιμονισμένων...» Αυτά μού αρκούσαν για το κείμενό μου τότε· δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.

 

-Τώρα, τόσα χρόνια μετά, θελήσατε ν’ αλλάξετε κάτι στη διάρθρωση των          Πράξεων ή των επί μέρους Σκηνών τού έργου;

ΑΑ. Όχι· δεν άλλαξα καθόλου τη δομή τού έργου. Και σ’ αυτό με είχε βοηθήσει πολύ απ’ την αρχή, η πηγαία και εντελώς αυθόρμητη στάση τού Δημήτρη Χόρν. Να εξηγηθώ: Το 1988, όταν είχα ολοκληρώσει τη μετάφραση τής θεατρικής προσαρμογής τού Καμύ, οργανώθηκε μέσω κοινών μας φίλων μία συνάντηση στο σπίτι του, όπου -ξεκινώντας απ’ το απόγευμα, μέχρι αργά τα μεσάνυχτα- τού διάβασα όλο το έργο, που τον ενθουσίασε. Τον συγκλόνισε μπορώ να πω· καθώς δήλωσε έτοιμος ν’ ανέβει ξανά στο σανίδι, παίζοντας τον Στεπάν Τροφίμοβιτς· τον ηλικιωμένο, γοητευτικό, φλύαρο και μάλλον επιφανειακό διανοούμενο (που τον υποδυόταν ο Ομάρ Σαρίφ, στο έργο τού Βάιντα). Φευ· δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο... Κάμποσο καιρό μετά, όταν είχα τελειώσει πια και το δικό μου κείμενο, καθώς συναντηθήκαμε σε μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής, που τότε άρχισε να λειτουργεί, με χαιρέτησε από μακριά φωνάζοντας μου δυνατά: «Γεια σου Νικολάι Σταυρόγκιν!» «Πώς είστε αγαπητέ μου Στεπάν Τροφίμοβιτς;» τον αντιχαιρέτησα κι εγώ στον ίδιο τόνο, πλησιάζοντάς τον. Και την επομένη βρέθηκα απέναντί του πάλι, να τού διαβάζω ξανά· εκείνη τη φορά όμως το δικό μου κείμενο. «Τι έργο!» μονολόγησε. «Εύγε. Μην αλλάξεις τίποτα. Δεν κατάλαβα διόλου τι διάολο έχεις κόψει, τι έχεις ράψει, τι άλλαξες. Έτσι όπως κυλάει όμως, για μένα είναι το ίδιο ακριβώς έργο.»

Και για μένα· η άμεση εκείνη αντίδραση ήταν η καλύτερη κριτική.

 

-Κάνατε κάποιες αλλαγές στα πρόσωπα τού έργου;

ΑΑ. Όχι, δεν άλλαξα τίποτε απολύτως: Και γιατί δεν ήθελα, δεν έπρεπε, ν’ αλλάξω, μα και γιατί δεν χρειάστηκε ν’ αλλάξω κάτι. Οι καταστάσεις και τα πρόσωπα βρίσκονται στην τσαρική Ρωσία τού 19ου αιώνα, όπου το επαναστατικό κλίμα έβραζε και φούντωνε, με κυρίαρχη τάση όμως ακραία στοιχεία· ημιμαθείς φανατικούς αρνητές των πάντων, οι οποίοι μέσα από εντελώς πρωτόγονες αναλύσεις περί δήθεν ισότητας, ευαγγελίζονταν κοινωνικές αλλαγές που με τη χρήση τής ωμής βίας και μόνο θα κατέληγαν υποτίθεται στον κομμουνιστικό παράδεισο. Από την άλλη μεριά έχουμε και μιαν άρχουσα τάξη που είτε είναι νωθρή και διεφθαρμένη, είτε δεν έχει ιδέα τι ακριβώς συμβαίνει και δεν βλέπει το επικίνδυνο δηλητηριασμένο δίχτυ που απλώνεται παντού. Τέτοια πρόσωπα όμως, δεν είναι εντελώς ξένα στις μέρες μας.

 

-Αλλάξατε το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται το έργο;

ΑΑ. Ούτ’ εκεί χρειάστηκε να αλλάξω κάτι. Ο μέγας Ντοστογιέφσκι κατάλαβε και προέβλεψε από το 1870 τις θλιβερές συνέπειες που θα είχε για όλη την ανθρωπότητα το μηδενιστικό εκείνο πνεύμα. Μ’ άλλα λόγια συνέλαβε όλη τη φρίκη και περιέγραψε με ανατριχιαστική ακρίβεια το τι πράγματι συνέβη στη Ρωσία, λίγες δεκαετίες μετά, με την επικράτηση τού μαρξισμού λενινισμού και με την επιβολή τέτοιου είδους καταπιεστικών καθεστώτων σε πολλά άλλα κράτη, μέσα στον 20ο μα και στον 21ο αιώνα. Γι’ αυτό άλλωστε και ‘Οι Δαιμονισμένοι’ δεν κυκλοφορούσαν ποτέ κανονικά στη Σοβιετική Ρωσία και ήσαν το κόκκινο πανί για τον Στάλιν.

 

-Η λεγόμενη ‘πρόοδος᾽ μπορεί να ευθύνεται για τον ‘δαιμονισμό’ της κοινωνίας μας;

ΑΑ. Το τραγικό είναι πως οι ακραία επαναστατικές εκείνες ιδέες όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν με την τεράστια υλική πρόοδο που συντελέστηκε στην ‘πολιτισμένη’ και τόσο ‘προχωρημένη’ εποχή μας, αλλά μεταλλάσσονται αναβιώνοντας συνεχώς και δίνοντας τροφή σε λογής-λογής φανατισμούς. Άλλοτε καλυμμένες κάτω από καινοφανείς θεωρητικές αναλύσεις και άλλοτε εντελώς ωμά· και μάλιστα με άμεση δορυφορική κάλυψη, μπροστά στα μάτια μας. Δεν νομίζω πως είναι υπερβολή αυτό που λέω, με τα διάφορα που συμβαίνουν γύρω μας. Γι’ αυτό και στο οπισθόφυλλο τού βιβλίου, δεν έγραψα τίποτε δικό μου για μια σύντομη παρουσίαση τού έργου, μα σταχυολόγησα από εδώ κι από εκεί λόγια τού ίδιου τού Ντοστογιέφσκι, που είναι σα να γράφτηκαν τώρα:


«…Ο καλύτερος τρόπος για να εξαπατήσεις τον κόσμο· είναι να κηρύξεις ανοιχτά το δικαίωμα στην ατιμία… Ποιες ιδέες; Σαχλαμάρες· δράση χρειάζεται μόνο. Θα τα ρημάξουμε όλα· τίποτα δεν θα μείνει όρθιο: Να η ισότητα· τα ρέστα είναι σαχλαμάρες!.. Όλοι θα είναι σκλάβοι και ίσοι μέσα στη σκλαβιά… Άρα θα πρέπει να ισοπεδώσουμε: Θα ρίξουμε το επίπεδο τής εκπαίδευσης. Και τού ταλέντου… Όσοι έχουν κάποιο ταλέντο θέλουν να πάνε μπροστά: Θα φιμώσουμε λοιπόν τον Κικέρωνα, θα τυφλώσουμε τον Κοπέρνικο και θα ξεπαστρέψουμε τον Σαίξπηρ… Να το σύστημά μου: Τίτλοι, οφίτσια, καρέκλες: Γραμματέας… Ταμίας… Πρόεδρος… Και ο φόβος τής γνώμης: Τρέμουν μην τους πούνε αντιδραστικούς και αναγκάζονται να είν’ επαναστάτες. Δεν έχουν δική τους γνώμη. Άρα θα σκέφτονται όπως θέλω εγώ… Κι αν κάποιος έχει πολλές αρετές· τον καθαρίζουμε κι αυτόν, ή τον ρίχνουμε στη φυλακή… Ακόμα και οι πολύ όμορφοι θα καταργηθούν!.. Και κάτι ακόμα: Βάλε τέσσερις να σκοτώσουνε τον πέμπτο -γιατί τάχαμου είναι σπιούνος- και θα ’ναι όλοι τους, για πάντα, δεμένοι με το αίμα…»


 

-Θεωρείτε τους ‘Δαιμονισμένους’ ως φρούτο που παράγεται από την κοινωνική κακία ή μπορεί να έχει και άλλου είδους προεκτάσεις;

ΑΑ. Όλα μαζί: Άρρωστες ψυχές που τρέφονται απ’ την άρνηση και την καταστροφή μόνο· νεκρές ψυχές ανίκανες να ενωθούν και ν’ αγαπήσουν, μα και οργανωμένοι σκοτεινοί ‘θεωρητικοί’ που θέλουν την Εξουσία. Το αποτέλεσμα το ζούμε μάλλον. Γι’ αυτό και ‘Οι Δαιμονισμένοι’ είν’ εντελώς σύγχρονοι· δυο αιώνες μετά. Και έτσι  φωτίζεται και δικαιώνεται πλήρως η ξεκάθαρη άποψη τού Καμύ -ήδη απ’ το 1960- για τον Ντοστογιέφσκι: «Για πολύ καιρό πιστεύαμε πως ο Μαρξ ήταν ο προφήτης τού 20ου αιώνα. Τώρα ξέρουμε πως η προφητεία του έχει ξεφτίσει. Και ανακαλύπτουμε ότι ο αληθινός προφήτης είναι ο Ντοστογιέφσκι: Προφήτεψε τη βασιλεία των μεγάλων Ιεροεξεταστών και τον θρίαμβο τής Δύναμης πάνω στη Δικαιοσύνη.»

 

-Μένουν όμως κάποια πρόσωπα πίσω· η Ντάσσα ας πούμε: Μπορούν άραγε να χρησιμοποιήσουν την εμπειρία τους επ’ αγαθώ τής κοινωνίας ή θα ακολουθήσουν τους επόμενους Δαιμονισμένους; 

 ΑΑ. Αυτό είναι το ζητούμενο, το μέγα πρόβλημα: Γιατί η αθάνατη ράτσα τού κατ’ εξοχήν συνωμότη, τού εντελώς ‘δαιμονισμένου’ μηδενιστή Πιέρ Βερχοβένσκι, που αρνιέται και θέλει να καταστρέψει τα πάντα για να κυριαρχήσει ο ίδιος, όχι μόνο δεν εξαφανίζεται, μα συνεχίζει -ταξιδεύοντας μάλιστα σ’ ένα βαγόνι τής 1ης θέσης- να υφαίνει μέσα στο άρρωστο μυαλό του νέα σκοτεινά σχέδια· δήθεν για το καλό τής ανθρωπότητας. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η τραγική ελπίδα τού Ντοστογιέφσκι, μέσα σε όλο εκείνο το ζοφερό αρνητικό κλίμα, καθώς δείχνει τη δική του θετική στάση, πασκίζοντας να γιατρέψει την αίσθηση τής ταπείνωσης με την ταπεινότητα και τον μηδενισμό με την αυταπάρνηση. Αν η Ντάσσα -και η κάθε Ντάσσα- το καταλάβει αυτό, ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα. Ίσως…

 

Σταύρος Χουλιαράς

Μουσικολόγος - Εκπαιδευτικός

stavroshouliaras@hotmail.com

       

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Έλγκαρ Είκοσι τέσσερις παραλλαγές Αχιλλέας Κυριακίδης εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Έλγκαρ

Είκοσι τέσσερις παραλλαγές

Αχιλλέας Κυριακίδης

εκδόσεις Πατάκη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Αχιλλέας Κυριακίδης: «Έλγκαρ» (diastixo.gr)


 


 Είκοσι τέσσερις μικρές ιστορίες/παραλλαγές, με την κάθε μία να δαγκώνει την ουρά της άλλης, ώσπου να εννοηθούν ως ένα όλον αδιάσπαστο που κατατείνει σε μία και μόνη αρχική ιδέα/ιστορία, διατηρώντας ταυτόχρονα τη θαυμαστή τους αυτονομία. Κι ας φαίνεται οξύμωρο σχήμα, η παραπάνω διαπίστωση επαληθεύει την έννοια της φαινομενικής αντίφασης αποκαλύπτοντας τις αρχικά δυσδιάκριτες εσωτερικές συνδέσεις. Με το όνομα του Έλγκαρ να στεγάζει σε ένα και το αυτό όλες τις ιστορίες, ο Κυριακίδης παραπέμπει στις μουσικές παραλλαγές στο ίδιο θέμα μιας μουσικής σύνθεσης (εν προκειμένω το Variations on an Original Theme ή αλλιώς Enigma Variations του συνθέτη), προτείνοντας μια εκ παραλλήλου ανάγνωση/ακρόαση των λέξεων. Βασική η έννοια του αινίγματος, αγκαλιάζει τις είκοσι τέσσερις ιστορίες, με την κάθε μία να προτείνει και από μία λύση – ποιο όμως είναι το αίνιγμα; Ετούτο το ερώτημα πηγαινοέρχεται πίσω από την ιδέα που δομεί την ευσύνοπτη πλοκή της κάθε ιστορίας, πίσω από το μοναδικό γράμμα ταυτότητας του ήρωά τους (όσα και τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτου που δομούν τη γλώσσα και τη σκέψη χτίζοντας το θαύμα της επικοινωνίας) προσδίδοντας στα πρόσωπα ένα καφκικό περίβλημα και κατ’ επέκταση μια θεώρηση του κόσμου όπου το υποκείμενο νιώθει να προσδιορίζεται από την τυχαιότητα ή από έναν φυσικό κανόνα των πάντων απρόσιτο για την κοινή νοητική ικανότητα, ή ακόμη από μια νοητή εικόνα υπέρβασης της θνητότητας (θεό ίσως;) δεσμευτική και κατ’ ουσίαν απροσπέλαστη. 

Η έννοια του παραλόγου αναπόφευκτα δίνει τη δυναμική της στις ιστορίες, καθώς τα πρόσωπα συνειδητοποιούν τα στενά όρια των κινήσεών τους – πολύ περισσότερο της υλοποίησης των επιθυμιών τους. Στην προτελευταία ιστορία, με τίτλο την ακολουθία Φιμπονάτσι, ο ήρωας αναρωτιέται για τη σύνδεση της μυθοπλασίας με τον  ρυθμό που διέπει τη μουσική, άρα τον μυστικό ρυθμό του σύμπαντος, και επιχειρεί να εφαρμόσει τη μαθηματική ακολουθία στη γραφή (Μήπως κάθε μυθοπλασία δεν είναι παρά ένα θεώρημα;) χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει. Μια απόδειξη της ατελέσφορης προσπάθειας να εννοηθεί το σύμπαν στη βάση της ανθρώπινης λογικής με την πεπερασμένη ικανότητα θεώρησης του όλου τη στιγμή που αποτελεί κομμάτι του. Από την αδυναμία, όμως, αυτή δεν πηγάζει τάχα όλη η δημιουργία σε κάθε μορφή τέχνης; Σ’ αυτή την απειροελάχιστη στιγμή συνειδητοποίησης του ασύμπτωτου ανάμεσα στην ανθρώπινη οίηση για μια ψευδή παντοδυναμία και στη σιωπή που αντηχεί εκκωφαντικά όταν ο σύμπας κόσμος αρνείται να επαληθεύσει τις ανθρώπινες εικασίες, δεν ακουμπά κάθε λέξη φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, ποίησης; Καθόλου τυχαία η διαρκής (ορατή ή αλλού υποφώσκουσα) παρουσία του θανάτου στις ιστορίες αυτές· μια απόπειρα να ξορκιστεί η κοινή θνητή συνθήκη ή μια επιθυμία συμφιλίωσης με το επερχόμενο άφευκτο; Όπως κι αν ερμηνευθεί, δεν παύει να απηχεί την αγωνία μπροστά στο αφανές, ωστόσο υπάρχον, μπροστά στην εγγενή αδυναμία, ωστόσο μοναδική ανθρώπινη αλήθεια και βεβαιότητα.



Ο Κυριακίδης εδώ επιχειρεί μια ενιαία (κι ας είναι διασπασμένη σε είκοσι τέσσερα κομμάτια) «λύση» σε ένα αίνιγμα που αδυνατεί να διατυπωθεί σε όλο του το εύρος, ωστόσο χαρακτηρίζει όσο κανένα άλλο την έννοια της θνητότητας και τον χώρο που αυτή αιωρείται, εκεί στο ανάμεσα σε ό,τι την ξεπερνά και σε ό,τι την ορίζει. Μια «λύση» που προκαλεί τον αναγνώστη σε μια προσωπική προσπέλαση, και ίσως ερμηνεία. Ακολουθώντας τη μπορχεσιανή αρχική συνθήκη για την ουσία της  γραφής, στις επαναληπτικές της διαφοροποιήσεις/παραλλαγές στο ίδιο θέμα, οι ιστορίες εδώ ταυτόχρονα μοιάζει να δένουν και να λύνουν τον κόμπο του νήματος επιζητώντας μια ερμηνεία (κάθε φορά λίγο διαφοροποιημένη) όχι τόσο για να προσφέρουν τη μοναδικότητα μιας ερμηνείας, αλλά για να προτείνουν τη διαρκή επεξεργασία (προσωπική φυσικά) των αινιγμάτων. Μα πότε, αλήθεια, σταματά η μουσική να προσθέτει και να αφαιρεί πάνω στο ίδιο θέμα, πότε οι λέξεις εξαντλούν το επινοημένο τοπίο τους και, εν τέλει, πότε παύει η πρόσκαιρη αυταπάτη ότι, έστω και για λίγο, οι απαντήσεις μοιάζει να είναι οι σωστές;

Δεν είναι η πρώτη φορά που η γραφή του Κυριακίδη προκαλεί σε μια πολύμορφη αναγνωστική εισχώρηση (ένα από τα γοητευτικότερα, άλλωστε, χαρακτηριστικά της) με μουσικά ακούσματα αλλά και κινηματογραφικές ευφυείς συνδέσεις· όλα αυτά να υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο την απόπειρα ερμηνείας των άρρητων και αφανών. Κι ας γνωρίζει, όπως όλοι άλλωστε, πως είναι μόνον η παρατήρηση που απομένει ως πολύτιμη αξία, γενεσιουργός κάθε δημιουργίας. Παραθέτει, προς επίρρωση, το απόσπασμα του Κορτάσαρ: δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από το φακό της φωτογραφικής μου μηχανής, κάτι το άκαμπτο, ανίκανος για επέμβαση. Ακόμα κι αν δούμε τα είκοσι τέσσερα αφηγήματα του βιβλίου ως αποτυπώσεις και παρατηρήσεις, η αξία τους απομένει σημαντική – δεν είναι όμως μόνον αυτό που απορρέει από την ανάγνωση του Έλγκαρ, που αποτελεί την πιο ευσύνοπτη συνολική θεώρηση, που ως τώρα έχει καταθέσει ο πολυπράγμων δημιουργός, για όσα περικλείονται στην έννοια του βίου.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Περιοδικό Θευθ τεύχος 14

 ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ

Περιοδικό Θευθ 

Οι δύο όψεις της γραφής

τεύχος 14











Αποθησαυρισμένα Μαρία Δαλαμήτρου ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 5ΟΟ ΛΕΞΕΙΣ

 

Αποθησαυρισμένα

Μαρία Δαλαμήτρου

 ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal 

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 5ΟΟ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Μια ποιητική αναμέτρηση με τον θάνατο • Fractal (fractalart.gr)



 

Μια ποιητική αναμέτρηση με τον θάνατο

 

Ένα κεφάλι, ναι, / και δίπλα ένα σώμα, / και όμως τ’ ανακαλυφθέντα / δεν μοιάζουν να ενώνονται / σε ένα εύσχημο όλον / και είναι η ασυνταξία τους / η μόνη τόσο συνεπής / ζωής εκδήλωση στον βράχο / επί του οποίου στέκεσαι / και ακέραιος εσύ αναρωτιέσαι /  τι να τα κάνεις τα ευρήματα […] («Βαλαντώνω»). Αφορμή μπορεί να είναι η Κέρος και τα θραύσματα ειδωλίων που βρέθηκαν, απομεινάρια ταφικής τελετουργίας· κάθε φορά, άλλωστε, η ποίηση αναζητά την αφορμή της, ένα εύσχημο άλλοθι για να κατορθώσει να πει όσα αλλιώς κρυμμένα θα μείνουν. Κι όταν λειτουργεί αυτό το πρόσχημα, τότε το ποίημα ανοίγει το σώμα του (λέξεις, κώδικες) στην όποια πρόσφορη ανάγνωση – μοναδικό αυτό και η αφορμή του, ωστόσο πολλαπλές οι ερμηνείες του. Η Μαρία Δαλαμήτρου δεν τις φοβάται τις λέξεις, τις δένει στο ποιητικό άρμα και με αυτές δομεί το όλον· γιατί αυτή η πρόσφατη συλλογή της είναι περισσότερο μια ενιαία ποιητική σύνθεση με 48 (διπλά τα 24 γράμματα της αλφαβήτου) κομμάτια/ποιήματα, μια σοφή αντίστιξη στα fragmenta που έρχονται από τα αρχαία χρόνια, καλύτερα μια ποιητική απόπειρα να αποτυπωθεί ο πανάρχαιος πόνος και η αδυναμία της θνητότητας απέναντι στο μυστήριο της ύπαρξης, στην άφευκτη ζεύξη ζωής και μη-ζωής. Και η γλώσσα εδώ τιθασεύεται, όσο γίνεται, όμως διατηρεί τη δική της αυτονομία περιγελώντας την ανθρώπινη οίηση της αυθεντίας και δημιουργώντας το προσωπικό της τοπίο, ατίθασο, εφευρετικό, θρασύ και τολμηρό. Παίρνοντας τη σάρκα από την άλλη γλώσσα – κώδικας και όργανο ένα και το αυτό πλέον:  […] εγκάθετα, ατελείωτα, απέραντα, απείθαρχα, φλεγόμενη, ηδυπαθώς // που εισέρχεται η γλώσσα σου απόψε. («Γλώσσα»).



Καθόλου τυχαία, φυσικά, η εισχώρηση του έρωτα εν μέσω τοπίου θανατερού· δύο όψεις κι αυτές που τείνουν να ενωθούν κάθε που νομίζεις πως όλα τα ορίζεις, ενώ αθέατες συνδέσεις λειτουργούν υποδόρια συστρέφοντας το φως ώσπου να βρει σκοτάδι, καταργώντας το ιδιόκτητο και απόλυτο του έρωτα: Έρωτας είναι  να ξεχνάς τα δήθεν κεκτημένα / να τα χαζεύεις σαν ποτέ να μην τα ’χεις περάσει. («Κερκόπορτα»). Κι αν όλα δένουν μεταξύ τους και συστεγάζονται κάτω από την ίδια ποιητική ιδέα (αυτή ποτέ δεν σταματά να πηγαινοέρχεται – το έχει πει και ο καβαφικός «Δαρείος»), μια εικόνα ξεπηδά αίφνης για να δώσει το αναγνωστικό νήμα, τον μίτο (πανάρχαιος κι αυτός) και να διαβαστούν όλα  τα ποιήματα μεμιάς: Γιατί χορεύει ακίνητος στην άκρη μας μπάλας; […] Τα μεθυσμένα ποιήματα φωνάζουν τα ξεμέθυστα, κι όλα μαζί / στην κάβα σου, η φετινή σοδειά, η ποίηση, τρελός που ήπιε, / ορκίζεται / πως δε / θα ξαναπιεί. («Τρελός»). Η Δαλαμήτρου αποθησαυρίζει όσα αξίζει να ειπωθούν ανασκάπτοντας τα απομεινάρια της ζωής και του θανάτου αντάμα, ακροβατεί πάνω σε μία μπάλα που περιστρέφεται (δεν πέφτει, διασώζεται) με τη θρασύτητα (ευτυχώς) του ποιητικού λόγου που υπερβαίνει τα λογικά σχήματα, εισχωρεί ευθαρσώς σε όλα τα αθέατα και «προτείνει» να τα δούμε αλλιώς:


Εάν ζωγραφίσεις ή γράψεις κάτι ακατάληπτο. Εάν ρουφήξεις τις ντομάτες γυμνή. Εάν τρέξεις γρηγορότερα. Εάν φυτέψεις στο κεφάλι σου ξινόμαυρο. Εάν συμπεριλάβεις μία απίθανη κατάσταση μέσα στο πρωινό σου. Εάν συνάψεις σχέση με μπαλκόνι. Εάν αρχίσεις το τραγούδι δυνατά. Εάν πέσει πάνω σου αυτός. Εάν εκτείνεις τα χέρια περισσότερο από το μέγιστό τους μήκος. Εάν πετάξεις πάνω σε σαφράν. Εάν φορέσεις στο κεφάλι ένα καπέλο δύο μέτρα. Η συναίνεσή σου σε συνθήκες που σε δοκιμάζουν, έστω, για παράδειγμα, να σκύψεις και να γράψεις με τη γλώσσα στο χαρτί, καθιστά δυνατή την ύπαρξη μίας περιοχής που θα σε ξετινάξει. Θα σε στείλει. Κι αυτό θα σου αρέσει. («Ωκεανία»).Ατίθασο ποιητικό τοπίο, λόγος δυνατός να μετουσιωθεί σε πολλαπλές ερμηνείες (το «μακάρι» της ποίησης). Ο καταληκτικός ποιητικός λόγος σαφής: […] δες εντυπώσεις σ’ ένα βότσαλο / εγχάρακτες, τραύμα με χρώμα στρογγυλό, / πες πού το βρήκες. // Ξέρεις μπορεί / μια μέρα ένα βότσαλο να σε χτυπήσει στο κεφάλι απροσδόκητα // κι η ποίηση να σε καλωσορίσει. («Ωστόσο»). Κι αν γίνει αυτό (όπως συμβαίνει εδώ), τότε ο ποιητικός κόσμος ανοίγει την πόρτα του, το θαύμα συντελείται.  Ποιος είπε ότι η ποίηση δεν είναι απλή;

Με σχέδια του ζωγράφου Βαγγέλη Τζερμιά, με τη φροντίδα των ΑΩ εκδόσεων, μία από τις καλύτερες ποιητικές καταθέσεις.

 

 Διώνη Δημητριάδου