Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

AΠΟΝΟΜΗ ΒΡΑΒΕΙΩΝ «JΕΑΝ ΜΟREAS»

 

AΠΟΝΟΜΗ ΒΡΑΒΕΙΩΝ «JΕΑΝ ΜΟREAS»

Τα Βραβεία "Jean Moréas" του   2021

θα απονεμηθούν το Σάββατο 18 Δεκεμβρίου

 


Η Κριτική Επιτροπή των Βραβείων:

* Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, Καθηγητής Δημιουργικής Γραφής και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας – Ποιητής (Πρόεδρος της επιτροπής)

* Γεωργία (Τζίνα) Καλογήρου, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας και Διδακτικής Εκπαίδευσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Μέλος της επιτροπής)

* Λίνα Νικολακοπούλου, Ποιήτρια – Στιχουργός (Μέλος της επιτροπής)

* Διώνη Δημητριάδου, Ποιήτρια – Κριτικός Λογοτεχνίας (Μέλος της επιτροπής)

* Κώστας Κρεμμύδας, Ποιητής – Εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Μανδραγόρας (Μέλος της επιτροπής)

* Βαγγέλης Τασιόπουλος, Ποιητής – Πρόεδρος στην Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (Μέλος της επιτροπής)

* Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Ποιητής - Κριτικός Λογοτεχνίας - προεδρεύων στο Γραφείο Ποιήσεως (Μέλος της επιτροπής)

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

ΧΩΡΙΣ ΔΟΞΑ Γιώργος Βέης (ανέκδοτο ποίημα)

 

ΧΩΡΙΣ ΔΟΞΑ

Γιώργος Βέης  (ανέκδοτο ποίημα)


Φωτογραφία: «Ξεχασμένη», Julia Howe © The Guardian


Στους αστραγάλους της μέρας

φαίνεται καθαρά πια η υπογραφή του κακού

δέσμιοι της κάθε ώρας, σκλάβοι της νύχτας

δεμένοι στα κάγκελα του κρεβατιού

μια φυλακή, μια απειλή εκεί έξω

ένας μίμος του θανάτου είναι

κι όλα μαζί πάντα σ’ ένα βλέμμα ασθενείας

χωρίς να έχεις κάπου ν’ ακουμπήσεις

αποκλεισμένοι μέσα στο όνειρο του τίποτα

άλλοι τον είπανε φθόνο, φαρμάκι του αέρα

αυτόν τον ασταμάτητο ρόχθο

αλλά ποια πόρτα άραγε

από το πρωί της οργής

ως το σκοτάδι της ερημιάς να ’ναι ανοικτή

να μας περιμένει άδολα

ένα κοτσύφι μόνο, κτυπημένο ύπουλα

αίματα γεμάτο, στον ύπνο μας

κάθε τόσο μας γνέφει

ποιο παράθυρο άραγε

να μένει ακόμη ορθάνοικτο στον κόσμο

μα δεν είναι ερώτηση τώρα αυτή για μας

μόνο δηλητήριο, ναι

μόνο δηλητήριο είναι

διότι έτσι αναπνέουμε τον εχθρό.

 

Γύρισες ξανά πλευρό κι είδες

την Παρασκευή θυσία

το Σάββατο λάφυρο του δαίμονα.

 

Γιώργος Βέης


Φωτογραφία: «Ξεχασμένη», Julia Howe © The Guardian

 

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

Μάχη με τον χρόνο Σωτήρης Κακίσης εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Μάχη με τον χρόνο

Σωτήρης Κακίσης

 εκδόσεις Βακχικόν

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: «Κι εγώ στη μέση του δρόμου να βρέχομαι» • Fractal (fractalart.gr)

 


«κι εγώ στη μέση του δρόμου να βρέχομαι»

 

Ο χρόνος δεν παλεύεται, γνωστό αυτό, είτε τον δεις σαν μια συνέχεια στιγμών που διαδέχονται η μια την άλλη, καθώς σου διαφεύγει πάντα η ουσία τους, είτε σαν μια συνολική θεώρηση της ζωής σου,  που αυτή κι αν σου ξεφεύγει από το στόχαστρο διαρκώς· έτσι κι αλλιώς το ερώτημα είναι αν μπορείς μονάχα να σταθείς απέναντί του (ποτέ συνειδητά μέσα του) και μακάρι ποιητικά να τον αποδώσεις. Και λέω ποιητικά, γιατί (σε πείσμα της δικής του διάρκειας) εσύ παλεύεις να μιλήσεις με το ευσύνοπτο και υπαινικτικό, το ελάχιστο σώμα των λέξεων, που όσο μικρότερες τόσο περισσότερο φωνάζουν την ουσία τους.

Στην πρόσφατη ποιητική του συλλογή ο Σωτήρης Κακίσης εκεί «στη μέση του δρόμου» να βρέχεται, όπως οι μνήμες σαν εικόνες τρέχουν μπροστά του διατρέχοντας την πρότερη ζωή και αποτυπώνοντας στίχους σε μια ιδιότυπη μείξη, αυτήν που χαρακτηρίζει την ποίησή του και την κάνει αναγνωρίσιμη. Σκέφτομαι αν μπορεί να γραφεί η ποίηση με αυτό τον τρόπο από κάποιον που δεν βρίσκεται καταμεσής (του δρόμου ή της ζωής) και δεν έχει πίσω του έναν ποταμό από πρόσωπα και καταστάσεις να τον προκαλούν σε μιαν αδιάκοπη μάχη με τις λέξεις – είναι και αυτός ένα τρόπος να αντισταθείς (ή απλώς να αντιμετωπίσεις σθεναρά) τον μέγιστο παραλογισμό: να θέλεις να εννοήσεις το χρονικό πλέγμα που μέσα του κυλούν τα πάντα, ενώ αποτελείς κομμάτι του και δεν μπορείς να εποπτεύσεις από τα έξω το όλον. Ο χρόνος και ο καιρός, για τον ποιητή σε μια σοφή διάκριση όσο γίνεται να εννοηθούν, αποδίδονται σε μια εναγώνια προσπάθεια να ελεγχθεί, με την πεπερασμένης δύναμης ανθρώπινη λογική, έστω το περίγραμμά τους:

 

ενώ ο χρόνος  περνάει τόσο γρήγορα, ο καιρός γιατί δεν τον / ακολουθεί και μένει έτσι σκληρά σταματημένος, γιατί ο καιρός / δεν είναι τοπίο μόνο και θάλασσα πότε ήρεμη και πότε αγριεμένη, / ουρανός ν’ αλλάζει συνέχεια, να μην ησυχάζει; ο καιρός  είναι ο / άλλος χρόνος, ένας δίδυμος νομίζω εαυτός του μέσα μου […] εγώ είμαι δηλαδή στον Χρόνο / μέσα προβληματισμένος μα και μια χαρά, ο καιρός για όλα ως / τώρα, ο καιρός για όλα πάλι τα ως τώρα με την καρδιά μου, με / την ψυχή μου, με το μυαλό μου πάλι, ξανά και ξανά.



 

Ο Χρόνος (και όχι ο χρόνος) πλέον, με τη λέξη που τον κωδικοποιεί να είναι ανίκανη να τον εκφράσει (απλός κώδικας συνεννόησης, τι άλλο;), κι όμως για την ποιητική γραφή εκείνο το ρω τα έχει όλα, γιατί έχει τον ήχο, τη ροή, την πανάρχαια σύλληψη του «σκοτεινού Εφέσιου (πόσο πιο κατανοητός τώρα!):

 

ο Χρόνος! κι η λέξη ακόμα που τον λέει χωρίς αξία, το ρω, βέβαια, / μέσα του πάντα σαν Ηράκλειτος, σαν ρεύμα, σαν ερώτηση.

 

Σκέφτομαι αν όλο αυτό δηλώνει μια ήττα της ευτελούς θνητότητας ή μια ανάκαμψη από το ζοφερό του κόσμου όλου:

 

πιέζει ο Χρόνος από / τη μία, εγώ από την άλλη, και στη μέση πάλι εγώ, ανίκανος / να διαλέξω πλευρά, παράταξη. αν μείνω μ’ εμένα, ο Χρόνος ο / άγριος πόσο περισσότερο μπορεί να περιοριστεί, ν’ αγριέψει; αν / πάλι υποχωρήσω και υποταχτώ, ακόμα χειρότερα.

 

Στην ωριμότερη και πληρέστερη ως τώρα ποιητική του κατάθεση ο Κακίσης μοιάζει όλα να τα εμπεριέχει, το τότε, το τώρα μα και το αύριο, αν όχι με τη μορφή ελπίδας και προοπτικής τουλάχιστον με τη συνειδητοποίηση πως όλα τελικά χρόνος είναι αλλά και καιρός. Κι αν είναι κάτι που τον διασώζει ακόμη πάνω στο καράβι και όχι σαν σκυλί που κολυμπάει πίσω εναγωνίως να το φτάσει, είναι που μπορεί μέσα σε λίγους στίχους να βάζει πρόσωπα/ονόματα/σύμβολα και να προχωράει μαζί τους:

 

αλλά προπαντός θυμάμαι τη / ζωή μου αυτή ολόκληρη σαν σινεμά κι εγώ στην οθόνη και μέσα / κι απέξω σαν Γούντυ Άλλεν, αλλά και σαν Μπάστερ Κήτον, σαν / Σέρλοκ Τζούνιορ καλύτερα. προτιμώ σαν Σέρλοκ Τζούνιορ, / σαν Μπάστερ Κήτον εγώ.

 

Μαύρη φιγούρα σε κόκκινο φόντο στο εξώφυλλο, δρομέας μέσα στον χρόνο, στον Χρόνο καλύτερα.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ Τάσος Σ. Μάντζιος

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ

Τάσος Σ. Μάντζιος

 


Πέρασε ύστερα ο καιρός,

όπως το συνηθίζει.

Η Κοκκινοσκουφίτσα

 μεγάλωσε,

παντρεύτηκε

 έναν λύκο.

Καμάρωνε η μάνα της

και ζήλευαν οι φίλες.

Εκείνος,

στο σπίτι γύριζε αργά

μ’ ακονισμένους τους κυνόδοντες,

ούρλιαζε,

νύχτες πολλές,

 πανσέληνες

κι ασέληνες

και ύστερα,

την έτρωγε σιγά,

από τα μέσα προς τα έξω,

της έτρωγε τα σωθικά,

έκρυβε αυτή προσεκτικά,

όσο μπορούσε,

του θηρίου τα σημάδια,

κατέβαινε πρωί

στην αγορά,

κάθε φορά

και πιο λειψή,

κάθε φορά,

πιο άδεια.

 

(Για όλα τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, που τη βιώνουνε βουβά, ελπίζοντας κάθε φορά να είναι η τελευταία, μέσα σε ένα περιβάλλον,  που συνήθως γνωρίζει και πάντα πέφτει από τα σύννεφα.)

Τάσος Σ. Μάντζιος

Το ίδιο χώμα (κατεβαίνοντας τις ανηφόρες της ιστορίας) Λίλα Τρουλινού εκδόσεις Περισπωμένη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Το ίδιο χώμα

(κατεβαίνοντας τις ανηφόρες της ιστορίας)

Λίλα Τρουλινού

 εκδόσεις Περισπωμένη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ο μύθος και η ιστορικότητα μιας γραφής • Fractal (fractalart.gr)

 




ο μύθος και η ιστορικότητα μιας γραφής

 

Έχει επισημανθεί και με άλλη αφορμή η ιδιαίτερη αξία της γραφής της Λίλας Τρουλινού. Μια γραφή που κινείται με άνεση μέσα στα χρονικά διαστήματα και στις διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων για να αποδοθεί σε όλο της το εύρος και με όλες τις δυνατές μορφές η αρχική ιδέα. Έτσι, στο πρόσφατο μυθιστόρημά της μεταπηδά από τη σύγχρονη εποχή στην Ενετοκρατία και κατόπιν στην Κατοχή, προκειμένου να προσφέρει την ευκαιρία στους δύο δεκαπεντάχρονους ήρωές της να βρουν το προσωπικό τους στίγμα μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, στην ουσία να κερδίσουν την ποθητή ενηλικίωση. Η αφήγηση εκκινεί από τον Χρυσάφη Ροδοκανάκη, που ενθυμείται το παράτολμο ταξίδι του μαζί με τον φίλο του Αγγελή, όταν έφηβοι ακόμη κατόρθωσαν να υπερβούν τους χρονικούς περιορισμούς – κάτι ανάμεσα στο, πάντα ζωντανό, παραμύθι και στην αληθινή ιστορία της πολύπαθης Κρήτης. Σημαδιακή η φιγούρα της Καλής (γιαγιάς του Αγγελή) θα ισορροπήσει τα μαγικά στοιχεία του παραμυθιού με αυτά των ιστορικών γεγονότων, ταυτόχρονα προκαλώντας τη φανταστική διαδρομή των δύο παιδιών (με στόχο να βρεθεί η κλεμμένη εικόνα του Αγίου Φανουρίου) αλλά και παρεμβαίνοντας όπου χρειάζεται για να δοθεί η απαραίτητη ρεαλιστική εκδοχή της ιστορίας.

Καθόλου τυχαία η δομή του μυθιστορήματος (4 μέρη: Κάθοδος, Καθαρτήριο, Ίσκιοι, Ουράνιοι δρόμοι) απηχεί την ευρύτερη προσωπική διαδρομή (κατάδυση/ανάδυση) που μας αφορά όλους, πολύ πιο πέρα από τα πρόσωπα της ιστορίας, που έτσι αναδεικνύονται σε λογοτεχνική πρόφαση/αφορμή, προκειμένου να δοθεί από τη συγγραφέα η συνολική της  θεώρηση για τον κόσμο και τη θέση μας σ’ αυτόν. Έτσι εξηγείται και η μείξη τόσο διαφορετικών στοιχείων (ιστορικών και μη), αλλά και η επιλογή του άγριου, ορεινού τοπίου της Κρήτης, που πλαισιώνει άψογα την πλοκή της ιστορίας, αφήνοντας την αίσθηση ενός διαρκούς αγώνα. Τα περάσματα που υποβοηθούν τη μετάβαση από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο παίρνουν τη μορφή σκοτεινών σπηλαίων, συμβολίζοντας έτσι τις αλλεπάλληλες δύσκολες καθόδους στον προσωπικό βυθό αλλά και στο απώτερο χρονικό παρελθόν, αλλά και τις διαδοχικές διαδρομές από τον άνω στον κάτω κόσμο. Η Τρουλινού κατορθώνει να δείξει πώς επιβιώνουν γενιά τη γενιά τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν την ιδιομορφία ενός τόπου και προσδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στα πρόσωπα. Η αγριότητα, η βία σε όλες της τις μορφές, η αγωνιστική διάθεση, μοιάζει να γράφει πάνω στη ζωή των προσώπων διατρέχοντας τις διαφορετικές εποχές και ξεπερνώντας την (επιφανειακή έτσι κι αλλιώς) σχέση αιτίας και αποτελέσματος, που διέπει τον φυσικό κόσμο κατά την πεπερασμένη μας αντίληψη.


Ο υπότιτλος του μυθιστορήματος (Κατεβαίνοντας τις ανηφόρες της ιστορίας) προσδιορίζει τη σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τη σοφή ρήση «οδός άνω κάτω  μία και ωυτή» του Ηράκλειτου: όλα σε μια διαρκή κίνηση, με τις δύο διευθύνσεις να συμπλέκονται δημιουργώντας την αίσθηση του κύκλου, καθώς όλα συνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Πώς κάτω  από αυτή την οπτική, να ξεχωρίσεις το τότε και το τώρα, τον μύθο και την αλήθεια, και πολύ περισσότερο τη ζωή από τη μη-ζωή;

Αξιοθαύμαστη γραφή στη σύλληψη της ιδέας και στην πολυεπίπεδη πραγμάτωσή της, με μια γλώσσα καλά δουλεμένη στα αφηγηματικά κομμάτια και κυρίως στον διάλογο. Ας έχουμε ζωντανή την ελπίδα για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα· φαίνεται ότι ακόμη γράφονται σπουδαίες ιστορίες και μάλιστα με πρωτότυπο, εντελώς προσωπικό, τρόπο. Αυτή είναι και η σπουδαιότερη κατάκτηση της Τρουλινού, η εντελώς προσωπική και απολύτως αναγνωρίσιμη γραφή.

 

Αποσπάσματα

 

Μια αγωνία τον πλημμυρίζει. Ο ουρανός είναι ένας λαβύρινθος. Πόσο δύσκολο του είναι να αποδράσει! Ο άγγελος ξέρει πως δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα φτερά του και να πετάξει, επειδή κατά περίεργο τρόπο ο λαβύρινθος είναι μέσα του, παρόλο που τον περπατάει. Σ’ αυτό μοιάζει τον άνθρωπο: Έχει περίπλοκη φύση. Ή απλώς από συμπάθεια τη μιμείται. Αρχίζει λοιπόν να τρέχει στους καινούργιους διαδρόμους μέχρι που φτάνει σε μια πόρτα. Επιτέλους τώρα θα κάνει ένα ξεκούραστο ταξίδι. στην απαλή καμπύλη, στο εικονογραφημένο εσωράχιο τόξο ενός ναού. (σ. 78)

 

 

«Δηλαδή δεν πιστεύεις σε τίποτα; Δεν υπάρχει σκοπός στη ζωή; δεν υπάρχει αγάπη;» φωνάζει απελπισμένα.

«Εγώ δεν βλέπω κανένα νόημα. Μόνο το κακό επικρατεί. Το μίσος και η προδοσία», απαντάει παγερά.

«Μα αν τίποτα δεν έχει νόημα, τότε πώς ζεις και δεν έχεις παραλύσει;»

«Καμιά φορά σε σώζει το πάθος της εκδίκησης».

«Άρα επιλέγεις το Κακό», του λέω εγώ με επιθετικό τόνο. «Σατανάς ή Θεός, τι σημασία έχει; Αυτό μου λες;»

«Το επιλέγω; Χα, χα! Μεταδίδεται και μας μολύνει».

«Κι εσύ πώς σπας την  αλυσίδα;»

«Με την τιμωρία».

«Μίσος και θόλωμα του νου», λέει ο Αγγελής και τον κοιτάει στα μάτια. (σ. 196)


 Διώνη Δημητριάδου

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Ο γιος μας Βαγγέλης Μπέκας εκδόσεις Ψυχογιός η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

Ο γιος μας

Βαγγέλης Μπέκας

 εκδόσεις Ψυχογιός

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ένας κόσμος στα όρια • Fractal (fractalart.gr)



 

 

Ένας κόσμος στα όρια

 

Τόποι και άνθρωποι, στο νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα, βρίσκονται στα όρια, όπως και αν τα θεωρήσουμε. Τόποι συνοριακά τοποθετημένοι, να ψάχνουν την ταυτότητά τους στη μία και στην άλλη πλευρά, προκαλώντας το αίσθημα της ανασφάλειας που φθάνει από την καχυποψία ως την εχθρική αντιμετώπιση. Αλλά και άνθρωποι που αγγίζουν τα όρια της αντοχής τους, καθώς η μοίρα τούς δοκιμάζει με τις αιφνίδιες ανατροπές της ζωής τους. Ο γιος μας είναι ένα βιβλίο που δένει σε άψογη σχέση την ατμόσφαιρα (κλειστοφοβική και ομιχλώδη) του συνοριακού  χωριού με τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ηρώων, και αυτή η συγγραφική επιλογή καθορίζει εν πολλοίς  την αξία της συγκεκριμένης γραφής. Παρ’ όλο που μια τέτοια ατμόσφαιρα θα συνηγορούσε ίσως για μια αργή πλοκή στηριγμένη στην εσωτερικότητα, εδώ έχουμε έναν καταιγιστικό ρυθμό που παραπέμπει σε κινηματογραφικά σεκάνς, με τη δράση να κινείται σε παράλληλα επίπεδα (προσωπικά, τοπικά και χρονικά), καθώς τα κεφάλαια του βιβλίου διακόπτονται για να συνεχιστούν παρακάτω, ανοίγουν και κλείνουν αλήθειες και αποκαλύψεις. Ο Μπέκας κατόρθωσε να συνδυάσει τον γρήγορο ρυθμό της αφήγησης με την αίσθηση που αφήνει το σκηνικό, έτσι που μοιάζει τίποτα να μην κινείται, τίποτα να μην προϊδεάζει για εξέλιξη. Ένα μυθιστόρημα που ερευνά τις ανθρώπινες σχέσεις, κι αυτές στα όριά τους, μέσα στον χώρο –είτε πρόκειται για τον περιορισμένο οικογενειακό κύκλο είτε για τον έτσι κι αλλιώς οριακό κύκλο του χωριού– όπως αυτές διαφοροποιούνται, εξελίσσονται και αλληλεπιδρούν.



Η εξαφάνιση ενός επτάχρονου παιδιού, που δένει από τον τίτλο με την κτητική αντωνυμία σε πληθυντικό αριθμό (ο γιος μας), θα δώσει το έναυσμα για όλη τη δράση, μια δράση σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, με πολλές διαφορετικές αφορμές και επιδιώξεις. Κυρίαρχη η μορφή του πατέρα, όχι όμως η μοναδική σε σημασία. Και ενώ όλα παραπέμπουν σε κάποιο ατύχημα στο δάσος, σ’ αυτό το απομονωμένο χωριό κοντά στα σύνορα, θα αρχίσει να λειτουργεί η υποψία πως από την άλλη πλευρά των συνόρων υπάρχει μια απειλή (η εμφάνιση ενός τζιχαντιστή που επιστρέφει από τη Συρία) και όλα θα πάρουν άλλη τροπή. Ωστόσο, ικανός αφηγητής ο Μπέκας, με σαφή γνώση των τεχνικών και των ορίων της μεγάλης αφήγησης, θα επιφυλάξει την έκπληξη και την ανατροπή για τις τελευταίες σελίδες, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο πώς συνδέονται στη γραφή του η λογοτεχνική και η κινηματογραφική γλώσσα.

 Και ο αναγνώστης, εν είδει θεατή, θα πρέπει να παρακολουθήσει την εξελισσόμενη πλοκή μέσα από τα κεφάλαια που λειτουργούν σαν σκηνές, με τη βοήθεια του συγγραφικού «φακού» που τον μεταφέρει από πλάνο σε πλάνο, δένοντας τις διαφορετικές αφηγηματικές φωνές για να βρει το νήμα των αποκαλύψεων. Μόνο που αυτές οι αποκαλύψεις δεν αφορούν μόνο το παρόν, καθώς τα μυστικά που κρατήθηκαν κρυμμένα έχουν τις συνδέσεις τους στο παρελθόν· έτσι, με σοφά κατανεμημένα τα χρονικά επίπεδα και βάζοντας στο προσκήνιο πότε τα κοινωνικά ζητήματα και πότε τις ψυχολογικές διακυμάνσεις, ο Βαγγέλης Μπέκας χτίζει ένα από τα καλύτερα θρίλερ της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής, στο οποίο ο αναγνώστης κάποια στιγμή ξεχνάει πως η αφετηρία ήταν η εξαφάνιση του παιδιού. Ένα μυθιστόρημα που αναβαθμίζει τη μεγάλη αφήγηση, σε μια εποχή που είναι φανερή η προτίμηση στη μικρή φόρμα.

 

Αποσπάσματα

 

Ο Ισμαήλ κοιτά το σπίτι κρυμμένος στις φυλλωσιές των θάμνων. Είναι ένα σπίτι μόνο του μες στο δάσος, κάτω απ’ τα μαύρα πεύκα και τις καστανιές. Σπίτι παλιό, φτιαγμένο από πέτρα και ξύλα. Χαμόσπιτο. Τα κεραμίδια του ξέφτισαν με τις βροχές και στην αυλή ζαρζαβατικά, λουλούδια και μια αποθηκούλα με τσίγκο για σκεπή.

Πλησιάζει άλλο λίγο, σταματά. Στέκει ασάλευτος και παρατηρεί πάλι το χαμόσπιτο πίσω από τις φτέρες. Στο μυαλό του περνάνε τα παλιά και η καμινάδα καπνίζει.

Μέσα είναι…

Νιώθει τους παλμούς στον λαιμό του ν’ ανεβαίνουν και τα πόδια του μένουν καρφωμένα στη γη. γιατί να πάει αυτός; Γιατί τώρα; Γυρνά την πλάτη στο χαμόσπιτο και χάνεται στο δάσος. (σ. 30)

 

 

Η ομίχλη διαλύθηκε, ο πολιτισμός επέστρεψε, ακόμα και τα κινητά ξαναβρήκαν το σήμα τους κι όλοι το ’χαν σίγουρο πια ότι ο Γιωργάκης ήταν νεκρός. Θαμμένος κάπου στο δάσος. Το μόνο που δεν ήξεραν ήταν αν ο λάκκος που τον έκρυβε βρισκόταν πριν ή μετά το συρματόπλεγμα. Ήλπιζαν μόνο να μην μπλέξουν με τους μπάτσους απ’ την άλλη μεριά. (σ. 376)

 

 Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Για την ποιητική συλλογή Το Κελί του Θανάση Χατζόπουλου γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης

 

 

Για την ποιητική συλλογή 

Το Κελί του Θανάση Χατζόπουλου

γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης




Η ποιητική συλλογή του Θανάση Χατζόπουλου που εν προκειμένω, φέρει τον τίτλο ‘Το Κελί,’ κυκλοφόρησε το 2000 από τις εκδόσεις ‘Το Ροδακιό,’ σε μία καλαίσθητη έκδοση.

Το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής συγκροτείται από ευδιάκριτες αναφορές στην έννοια της μνήμης, με τον ποιητή να αποδίδει έμφαση και  σε μία τελετουργική αποτύπωση της, στην ιστορία ως πεδίο το οποίο και διατηρεί μία ανοιχτή δυναμική, παρασέρνοντας ενίοτε τις προσδοκίες των ανθρώπινων υποκειμένων.

Στην ‘γραμματική’ της ποιητικής συλλογής εγγράφονται θρησκευτικές-βιβλικές αφηγήσεις και αναφορές, οι επιρροές που έχει δεχθεί ο ποιητής, επιρροές[1] που μεταπλάθονται δημιουργικά, αναμειγνυόμενες με το προσωπικό ύφος που συγκροτεί ο Θανάσης Χατζόπουλος, ενώ επίσης, δεν εκ-λείπει μία οιονεί ψυχαναλυτική διάσταση, καθώς ο  ίδιος ο ποιητής ασκεί το επάγγελμα του ψυχαναλυτή.

Αυτά τα επιμέρους στοιχεία αφομοιώνονται, προσδίδοντας στον ποιητικό λόγο τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά της πολυσημίας ή αλλιώς, της πολυ-πρισματικότητας, στο βαθμό όπου αυτή περιλαμβάνει πολλές και παράλληλες στρώσεις, ‘φωνές,’ με τον ποιητή να  προσιδιάζει προς την κατεύθυνση της αποκάλυψης της ιστορίας και της επιδραστικότητας της, καταγράφοντας ουσιαστικά την ατομική πορεία και τα δικά της ‘ίχνη’ εντός του ιστορικού χρόνου.

Αυτή η μέθοδος γραφής δύναται να του προσφέρει βάθος, να ενισχύσει την διάσταση της μνήμης, επιτρέποντας του να κινηθεί με μία ‘ελευθερία’ η οποία και δεν συμβαδίζει αποκλειστικά με την επίσημη, θεσμική ιστορία, με ό,τι αυτή θεωρεί ως ορόσημο.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ποίημα με τον τίτλο ‘1922’ (ο παππούς) είναι χαρακτηριστικό αυτής της μεθόδου, όντας παράλληλα το εναρκτήριο ποίημα μίας ποιητικής τετραλογίας  (αν είναι δόκιμος ο όρος), που διατρέχει την ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα. Μετά το ‘1922,’ ακολουθούν το ‘1941’ (η κατοχή), το ‘1949’ (ταξίδι με τραίνο και προορισμό), και το ‘1974’ (ο εγγονός).

 Στο ‘1922,’ που είναι το έτος κορύφωσης της Μικρασιατικής εκστρατείας που καταλήγει στην καταστροφή της Σμύρνης, εκεί όπου τίθενται οι βάσεις για αυτό που στη συλλογική μνήμη θα καταγραφεί ως ‘Μικρασιατική Καταστροφή,’ ο Θανάσης Χατζόπουλος μέσω της ατομικής ιστορίας του παππού (οικεία φιγούρα), τείνει προς την διατήρηση της μνήμης του, σκιαγραφώντας παράλληλα της απώλειας: Απώλειας της γης, απώλειας της οργάνωσης της γης σε έναν άλλο τόπο, απώλειας των συμβολισμών, όψεις που όλες μαζί, συνθέτουν την απώλεια της πατρίδας, εκεί όπου ο ποιητικός λόγος αφήνει να διαρρεύσει η δυνατότητα του αυτο-προσδιορισμού με το τραύμα, δίχως όμως κάτι τέτοιο να ωθεί σε έναν ιστορικών απολήξεων μελοδραματισμό.

«Το βόλι στο μέτωπο και το σημάδι Και ο καπνός απ’ τα άφιλτρα του «Έθνους» να το Οργώνει Όλη η έγνοια του εδώ πνιγμένη Στο σκιερό πηγάδι που του χαρίστηκε Στη μάχη Κι από το εμφανές που σώθηκε Κανείς να μη ρωτάει το άλλο που δεν έδωσε Κανείς να ομολογήσει Αυτό το σκοτεινό σημάδι όπου χαμένες Πνίγηκαν για πάντα ως αντηρίδες οι πατρίδες του».[2] Με την  έννοια της ιστορίας ως έναυσμα, και με το ‘τραύμα’ (η νοηματοδότηση συντελείται και εντός του ποιήματος) του ’22’ νωπό και άμεσο,  η ποιητική γραφή, χαμηλόφωνα και με έναν εμφανή πραγματισμό που δεν ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις, αντανακλά τις προεκτάσεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, σημασιοδοτώντας την δυνατότητα της μετάβασης σε μία δια-γενεακή και δια-κοινωνική της πρόσληψη, εκεί όπου, σημασία αποκτά όχι το γεωγραφικό ‘που’ αλλά το χρονικό ‘πότε’.  

 Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, το φαινόμενο της πείνας εν καιρώ τριπλής Κατοχής (1941), ο Εμφύλιος Πόλεμος (1949), η περίοδος της Μεταπολίτευσης (1974), που αν μη τι άλλο, επιδιώκει να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς με το ιστορικό παρελθόν. Δίχως όμως να υποκρύπτει ή αλλιώς, να απομακρύνει από το προσκήνιο την μνήμη. Ο ποιητής δεν υιοθετεί θέση μάχης απέναντι στην ιστορία. Γνωρίζει την σημασία της όσο και την πολλαπλότητα της.

Το ποιητικό ‘πράττειν’ διασχίζει εγκάρσια τόπους, και πάνω σε αυτό, τόπους όπου ο θρήνος είναι σιωπηλός και μη (νεκροταφεία), επαναπροσδιορίζει την μορφή του Πατέρα πληθυντικά, όπου αυτός ή ορθότερα αυτοί, αξιώνουν την ύπαρξη ενός γίγνεσθαι που δεν υπάρχει,[3] τρέφεται από παύσεις[4] και από θρήνους που λειτουργούν ως αιχμή, με τις παύσεις να είναι αυτές που διαμορφώνουν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του ποιήματος ‘Providence,’[5] εκεί όπου η προσευχή ‘Πάτερ Ημών,’ νοηματοδοτείται ‘φορτισμένα’ διαμέσου της υπαινικτικότητας και της ενδεχομενικότητας.

Το κενό στέκει και χάσκει, εξωτερικεύοντας το περιεχόμενο της προσευχής εκ νέου, με το κάλεσμα προς τον αναγνώστη να είναι κάλεσμα (ας το κρατήσουμε αυτό) συλλειτουργίας: Προσευχή αλλά και ποίημα ως προσευχή και όχι μόνο. Φοβίες και προσδοκίες συναρθρώνονται εμπρόθετα, όπως και το μοτίβο του αίματος, που έχει πρόσωπο αλλά αρκετές φορές όχι αποδέκτη. «Γιατί ποιος υπήρξε αθώος του αίματος τούτου Ποιος ένοχος; Σφαγή προς σφαγήν Και σφάγιο αντί σφαγίου Σφραγίζει το ιερό Πρώτα νοείς τον ήχο Και μετά μετέχεις στο νερό Κραυγή χωρίς κραυγή Και κραγμένος εκέκραξε Στο βήμα το ενικό Γιατί ποιος υπήρξε νηφάλιος του σπέρματος τούτου Ποιος στοργικός;».[6]

Στην ποιητική συλλογή ‘Το Κελί’ κατασκευάζεται ένας «ιστός αράχνης» για να δανεισθούμε τον όρο του διεθνολόγου John Burton, εντός του οποίου ατομικές διαδρομές, ιστορικές μνήμες, συλλογικά διακυβεύματα, αδικοπραξίες διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο. Η συλλογικότητα ή αλλιώς, η συλλογική πορεία σφραγίζεται από λέξεις που ειπώθηκαν. Εντός της μνήμης, το παρόν συνιστά διαθέσιμο ‘κόσμο.’



[1] Με άλλα λόγια, εντός του ‘Κελιού’ ενυπάρχει ό,τι ο Μιχαήλ Πασχάλης, σε ένα κριτικό του σημείωμα για την έκδοση του τετράτομου τόμου με έργα του Ανδρέα Κάλβου, γραμμένα στα Ιταλικά και στα Ελληνικά, ορίζει ως «σώμα διακειμένων». Βλέπε σχετικά, Πασχάλης Μιχαήλ, ‘Κάλβος: ο ιταλός και ο ιταλίζων ποιητής,’ Ένθετο ‘Βιβλιοδρόμιο,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 16-17/10/2021, σελ. 2.

[2] Βλέπε σχετικά, Χατζόπουλος Θανάσης, ‘1922 (ο παππούς),’ Ποιητική συλλογή’ Το Κελί,’ Εκδόσεις ‘Το Ροδακιό,’ Αθήνα, 2000, σελ. 21. Η ιστορία εξελίσσεται μέσω παύσεων, εξομολογήσεων, συμβολισμών, με την αφηγηματική ‘οικονομία’ του ποιήματος να διαμορφώνεται με τρόπο ώστε στο τέλος του, ο παππούς να στέκει ενώπιον της παραδοχής, ήτοι της ιστορίας: «Αυτό το σκοτεινό σημάδι όπου χαμένες Πνίγηκαν για πάντα αντηρίδες οι πατρίδες του». Είναι ενδεικτικό πως το δικό πορτραίτο του παππού που ‘διασχίζει’ και συνομιλεί με την ιστορία, διαμορφώνει και η ποιήτρια Αρετή Γκανίδου. Ο δικός της ποιητικά ιδωμένος παππούς φέρει επίσης προσφυγικό προφίλ, νοηματοδοτώντας μέσω αυτής εκείνη την έννοια της ελληνικότητας που είναι απτή, εργώδης, και επίσης, ανθεκτική διότι καλλιεργείται σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, προσλαμβανόμενη και ως ευθύνη. «Όμως, κι εκείνος ο παππούς που πούλαγε σταφύλια με τη σούστα κι ο πάππος απ’ τη Βάρνα, πάντα τους λίγη Ελλάδα είχαν στην πατημασιά. Περισσότερη στους ώμους. Κοντά έναν αιώνα». Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Ορυκτά ΙΙΙ,’ Ποιητική συλλογή ‘Ορυκτό φως,’ Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2011, σελ. 25.

[3] «Δεν ελευθέρωσαν, να δώσουν Δυνάμεις στην κρίση του κενού Να διώξουν τη μάνητα Πατέρες μονάχα δοξασιών Του ουρανού Κι ελπίδος καμιάς Δεν ελευθέρωσαν, πλοήγησαν Μόνο σκλαβιές και οδήγησαν Τα πελάγη τρικυμιώδη και δέσμια Πατέρες ανώτερων ερημιών Κι αστέρων Αποδελτίωσαν του λοιπού». Υπό αυτό το πρίσμα, ο ποιητής, ακόμη και ψυχαναλυτικώ τω τρόπω, δεν αναζητεί τον «ιδανικό πατέρα», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Νίκου Παπαχριστόπουλου, αλλά, αντιθέτως, προσεγγίζει με παιγνιώδη διάθεση τις συν-δηλώσεις της απουσίας και της παρουσίας του, τον θέλει επώνυμο μέσα σε έναν αστερισμό ανωνυμίας, αρκούντως φθαρμένο από την συγκυρία όχι όμως και υποταγμένο σε αυτήν, με τον Πατέρα ή τους Πατέρες, αν διατηρούν κάτι, αυτό να είναι η επωνυμία τους, της οποίας η αξία μεγεθύνεται όσο πιο συχνή είναι η επίκληση αυτού του ονόματος: ‘Πατέρα.’ Στο ποίημα ‘Πατέρες’ ο ποιητής δεν θα διστάζει να τους ‘θυσιάσει’ αφήνοντας να αιωρούνται σκιές και μία αίσθηση θανάτου, που βρίσκει τον δικό της χώρο εντός της ποιητικής συλλογής. Βλέπε σχετικά, Χατζόπουλος Θανάσης, ‘Πατέρες…ό.π., σελ 27. Βλέπε σχετικά, Παπαχριστόπουλος Νίκος, ‘Οικογενειακά μυθιστορήματα,’ στο: Παπαχριστόπουλος Νίκος & Σαμαρτζή Κυριακή, ‘Οικογένεια και νέες μορφές συλλογικότητας,’ Εκδόσεις Opportuna, Πάτρα, 2009, σελ. 50.

[4] Η έλλειψη σημείων στίξεων από τα ποιήματα της συλλογής, συμβάλλει ώστε αυτή να προσλάβει το ιδιαίτερο επίχρισμα της και τον εν γένει εξομολογητικό της τόνο, με τον ποιητή να δίδει στον αναγνώστη τη δυνατότητα επιτέλεσης του ρυθμού. Ο αναγνώστης είναι αυτός που μπορεί να αυξομειώσει τον ρυθμό της ανάγνωσης, διαδικασία που σχετίζεται με συναισθηματικές μεταπτώσεις και συμβαδίζει με την αντίληψη ό,τι η ιστορία, πρώτα απ’ όλα, διαθέτει ρυθμό, ήτοι δυναμική με βάση την οποία ξεδιαλύνει τον μύθο. Η ποιητική γλώσσα κερδίζει σε ‘πλαστικότητα’ και σε αμεσότητα, εκεί όπου επίσης μπορούμε να διακρίνουμε τα ίχνη ενός δοκιμιακού λόγου.

[5] Το «κενό» που δεν γεφυρώνει αποστάσεις, ανακύπτει εν τω μέσω του ποιήματος ή αλλιώς της προσευχής-ποιήματος, αναδιαμορφώνοντας την ίδια την σχέση εξομολόγησης και απεύθυνσης, μαρτυρίας και ικεσίας, αφήνοντας να διαφανεί η αίσθηση μίας προσευχής που χωρά τα ανείπωτα. Το στοιχείο του κενού προσεγγίζει στον ποιητικό της λόγο και η Άννα Ιωαννίδου, κενό το οποίο και καθίσταται αντικείμενο νοηματικής επεξεργασίας, με την ποιήτρια να το εκλαμβάνει ως σημείο αναγνωρίσιμο, σημείο στο οποίο χωρούν η επαναληπτικότητα και η χειροπιαστή κοινοτοπία. Όμως, δεν μένει εκεί, καθότι, πέραν του κενού, ή άλλως πως, ταυτόχρονα με την δυνατότητα της υπέρβασης του, υπεισέρχεται στο προσκήνιο το απροσδιόριστο (το «ασυνείδητο») το μη καθαρό, το άλλο, δηλαδή, η ελπίδα. «Κι όμως, έτσι όπως μπουρδουκλώνεται τα βράδια το ασυνείδητο φλερτάροντας συχνά με βέβαιη ηλεκτροπληξία λες, δε γίνεται, υπάρχει ελπίδα. Κι αυτό, μόνο και μόνο επειδή όλα συνεχίζουν-τόσο επιδεικτικά να υπενθυμίζουν-πως δεν υπάρχει». Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου Άννα, ‘Χαμένη Υπόθεση,’ στο: Ζαμπά Αλεξάνδρα (Ανθολόγηση-Επιμέλεια), ‘Οι νεότεροι. Κύπριοι ποιητές και ποιήτριες 1981-2021,’ Εκδόσεις Αρμίδα, Λευκωσία, 2020, σελ. 107.

[6] Βλέπε σχετικά, Χατζόπουλος Θανάσης, ‘Ακολουθία…ό.π., σελ. 59. Οι θρησκευτικές επιρροές είναι και εδώ εμφανείς.


Σίμος Ανδρονίδης