Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Ένα παιδί σκέτο καταμεσήμερο ποιήματα Αντιγόνη Βουτσινά εκδόσεις Κουκκίδα


Ένα παιδί σκέτο καταμεσήμερο
ποιήματα
Αντιγόνη Βουτσινά
εκδόσεις Κουκκίδα
η πρώτη δημοσίευση στο frear.grhttp://frear.gr/?p=25454









το βαρύ φορτίο των λέξεων



Στρίμωξα τη ζωή μου
να χωρά σ’ ένα ποίημα
που τίποτ’ άλλο εκείνο πια δεν έγραφε
εξόν του ότι
στρίμωξα τη ζωή μου.

Όταν με το ποίημα αυτό συστήνεται η ποιήτρια προβάλλοντάς το εν είδει βιογραφικού –το λέει άλλωστε καθαρά: «πιο βιογραφικό από το ποίημα, μάγκες μου, δεν έχω»– ξέρεις πως έχει δώσει ήδη το στίγμα της ποίησής της. Στα βαρέα και ανθυγιεινά συγκαταλέγει τα ποιήματα· επώδυνη η δημιουργία τους – κι ας μην θεωρηθεί πως η οδύνη και το βάρος της δημιουργίας αφορά τον περίτεχνο λόγο με τις μπερδεμένες μεταξύ τους  λέξεις σε μια προσπάθεια να δειχθεί το υψιπετές και  μέγιστο της γραφής. Όχι, καθόλου μάλιστα. Οι λέξεις της Βουτσινά είναι οι πιο απλές, δεμένες μέσα σε λιτές προτάσεις που μετρούν το μέγεθός τους με άλλα κριτήρια: α. την ευστοχία τους ως προς την πορεία της ποίησης και β. το φθάσιμο στον αναγνώστη/κοινωνό – φυσικά αυτά τα δύο κριτήρια σε άρρηκτη μεταξύ τους σχέση.
Η ποίηση ας θεωρείται εύστοχη, εφόσον επιχειρεί βαθιά διείσδυση στο θαύμα του κόσμου, πάντα με την αθωότητα που κρύβει μέσα στην ελπίδα της να επιδιορθώσει τα σαθρά του κομμάτια, να ενώσει με αόρατη κλωστή τα πιθανά ανοίγματα στην αμφιβολία, να το οικειοποιηθεί με δυο λόγια.  Κι αν η ζωή μπορεί να παρομοιαστεί με σκοτεινό λαβύρινθο, στον οποίο εισέρχεσαι χωρίς τον σωτήριο καθοδηγητικό μίτο (χαμένη πλέον μέσα του και η Αριάδνη) παρά μόνο με τη διαισθητική σου ικανότητα να βλέπεις στο σκοτάδι και να λύνεις τον γρίφο των διακλαδώσεων, η ποιήτρια θα πει πως ακόμη πιο ζοφερό είναι το έρεβος του μέσα λαβύρινθου, εκεί που Μέσα στο στόμα της/σφαγμένο/ ένα πουλί /Θέλει να βγει/μα εκείνη όλο σωπαίνει. Ή εκεί που έτσι αργά το μαύρο το σκυλί/δαγκώνεται/την σάρκα τρώει την ουρά του/μασιέται όλο ως τα γόνατα/γιατί από εκεί και κάτω/ με σκύλου πόδια/βάδισε πάλι αυτό το ποίημα. Το ποίημα, λοιπόν, στο κέντρο πάλι, να είναι στόχος το ίδιο αλλά και να στοχεύει  με ατσάλι κοφτερό τον ποιητή πρωτίστως (αλίμονο!) κατόπιν όποιον χωθεί στα δικά του σκοτάδια άοπλος φυσικά και αθώος επίσης.
Τριάντα ποιήματα ακραίας Ποιητικής – και είναι ακραία ακριβώς γιατί από την άκρη του γκρεμού τεντώνεται η ποιήτρια για να προφτάσει το ποίημα να μην κατακρημνισθεί και χαθεί για πάντα. Καταγράφει τον τρόπο που η ίδια προσεγγίζει το ποιητικό αίνιγμα και το ερμηνεύει, με τα υλικά της γραφής της να ακολουθούν μια σαχτούρεια πορεία (το δηλώνει από την αρχή χρησιμοποιώντας για είσοδο στα δικά της ποιήματα τη γραφή του άλλου ποιητή) με μια ταλάντωση ανάμεσα στη ρεαλιστική γλώσσα και στις υπερρεαλιστικές εικόνες – τέλεια ποιητική ισορροπία.

Ένα κορίτσι
σπασμένο
στα κεραμίδια πάνω
Ένα κεραμίδι
πεταγμένο
μέσα στο μάτι της
Ένα μάτι
ολάνοιχτο
πάνω στο κορίτσι.

Κοιτάζω από την κλειδαρότρυπα
με το ’να μου μάτι.

Μέσα σ’ αυτό
ένα κορίτσι.
(Σάββατο απόγευμα στο σπίτι της γιαγιάς)

Ως προς τον αποδέκτη αυτής της κραυγής (γιατί κατ’ ουσία για κραυγή πρόκειται – ηχηρή, κοφτή, σκληρή στο άκουσμα) η ποιήτρια δεν του απευθύνει καθόλου τον λόγο (απουσιάζει το δεύτερο πρόσωπο που θα υπονοούσε σε μία εκδοχή του μια συνομιλία), ωστόσο μέσα από την πρωτοπρόσωπη και αυτοαναφορική γραφή της προκαλεί λεπτές συγκινήσεις, δυνητικά θύρες ανοιχτές για την προσέγγιση.

Ήμασταν λέει στο σπίτι,
η μητέρα καθισμένη στα τέσσερα
έτρωγε το βραδινό της κόκκαλο
ο πατέρας ξαπλωμένος στην πλάτη της
τακτοποιούσε την θηλή του·
ξαφνικά σβήνει το φως
και βρισκόμαστε όλοι στο τραπέζι.
Συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ για να δειπνήσουμε
σαν οικογένεια, λέει ο ένας κι
αρπάζουμε πεινασμένοι τα μαχαίρια

να τεμαχίσουμε
αυτομάτως
μικρότερο το ψέμα.
(Ατόφια μερίδα)

Μια σκηνή που θαρρείς και ξεπήδησε από τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, με τη γλώσσα, τη θεατρικότητα, την τραγικότητα της μοναξιάς των προσώπων να περιπαίζει τη συμβατικότητα των σχέσεων και να τεμαχίζει το κοινωνικό προσωπείο – εύκολη προσποίηση που καταρρέει όμως μπροστά στην ειλικρίνεια του ποιητικού λόγου.
Στο έξοχο, λιτό εξώφυλλο η μαύρη σκιά (έργο: Χριστίνα Καραντώνη) που τεντώνει το χέρι ν’ αγγίξει τον τίτλο της ποιητικής συλλογής με το βαθύ κόκκινο χρώμα στα γράμματα. Φως μόνο ως υποψία, η σκιά επαναλαμβάνεται στο οπισθόφυλλο.
Εν συνόψει, μια δοκιμή της ποίησης· μέσω αυτής μια δοκιμή επώδυνη ανίχνευσης του εαυτού· εν τέλει (μακάρι) μια δοκιμή ανάγνωσης της ποίησης και μέθεξης/ταύτισης για τον αποδέκτη.




 Διώνη Δημητριάδου


Έμμα Τσιβρά – τρία ποιήματα φωτογραφίες: Λουκάς Βασιλικός



Έμμα Τσιβρά – τρία ποιήματα

φωτογραφίες: Λουκάς Βασιλικός






Ποιητικό αίτιο



Ναυάγησαν οι  λέξεις.

Βυθίστηκαν  μες  στο  λαιμό.



Σύννεφα  καραβάνια  στο βάθος  των ματιών  σου.

Προμήνυμα  βροχής.



Το πένθιμο  εμβατήριο  του Σοπέν  ίδρωνε  ανάμεσα  μας

μιαν  ανεπαίσθητη  ταλάντωση.



Η  μέρα  διαλύθηκε  στον  αέρα.

Στροβιλιστήκαμε ψηλά ως  μόρια φωτός. 



Αθώοι  μπήκαμε  στο  ποίημα.







Τρόπαιο νίκης



Όλο έρχεσαι.



Στεφανωμένος με το φως του απομεσήμερου

ως άγγελος εκπεσών.



Στη σκιά  της σκιάς  σου  ανασαίνω.

Η  μυρωδιά σου δέρμα και κομμένος καπνός.



Όλο  έρχεσαι.



Στις ασκήσεις της μνήμης  δε λες ποτέ όχι.

Διατηρείς τη λάμψη εκείνη.

Την υγρασία στα χείλη   

των ματιών σου το έλα

την  παράφορη νιότη.



Σε συρτάρι  καλά  φυλαγμένο

το μαύρο σου κασκόλ. 



Ανοίγω και κλείνω παρενθέσεις κι αγκύλες.      

Κρύβω μέσα τα δακτυλικά σου αποτυπώματα.



Ανεξίτηλες διαδρομές.  







Έρως θηρευτής



Κάμαρες μικρές φθηνού  ξενοδοχείου.

Στους τοίχους  ξεθωριασμένη  ώχρα.

Βαριές κουρτίνες ασάλευτο κρατούν τον αέρα.



Πίσω από  πόρτες  κλειστές σώματα  ιδρωμένα.

Σώματα τόξα τεντωμένα συνωθούνται

στου έρωτα την ξέφρενη πορεία.



Στο απόγειο της ορμής τους καταφάσκουν

στου πνεύματος  την απόλυτη  ελευθερία

ακυρώνοντας τ’ανθρώπινα κατά συνθήκη ψεύδη.



Πίσω από πόρτες κλειστές

Έρως  θηρευτής  καθεύδει .





 Τσιβρά Έμμα



Η Έμμα Τσιβρά γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο Περιστέρι. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο University of Reading στην Aγγλία. Εργάσθηκε  στην ιδιωτική και δημόσια  εκπαίδευση ως καθηγήτρια Αγγλικών. Τον Ιούνιο του 2018 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι λέξεις αντιστέκονται».
 Ποιήματα  και διηγήματά  της  έχουν  δημοσιευθεί  στα  ηλεκτρονικά περιοδικά Φρέαρ,  Βακχικόν,  Φράκταλ, Θράκα   και σε άλλους  λογοτεχνικούς ιστότοπους .



(ΛΕ)ΟΝΤΩΝ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ του Κώστα Μοναστήρα (φωτογραφίες: από την παράσταση Still life του Δημήτρη Παπαϊωάννου)


                                 (ΛΕ)ΟΝΤΩΝ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ



του Κώστα Μοναστήρα

                                      

“…αλλά κι εγώ σ’ εκδικιέμαι αγρίμι-

κλείνω την ετοιμόρροπη πόρτα

 και τρώω τις σάρκες σου δίχως τύψη

σαν γάτος που ξεσκίζει τα μικρά του στο πλυσταριό.”

                                       



Το νιο λιοντάρι

το δυνατό

- σε μια κρεάτινη βέργα

στημένο το κορμί του-

και δύστηνο

αφού αφάνισε

-μπήγοντας τα δόντια-

όλους του πατέρα του(;)

τους σκύμνους

-κι αυτόν αντάμα ˙

δύσμοιρο δεν τον γνώρισες,

τον γέρο  τον πεσμένο-

τώρα γυρνάει πίσω

από κάθε θηλυκιά

του χαρεμιού.

Μα δεν κοιμάται

-όπως κοιμόταν-

ο  χαλίφης

-δεν έχουνε ευνούχους τα λιοντάρια-

(δύσκολα γλείφεις όλες τις πληγές σου,

σε κόβουν εύκολα,

τα όνειρα κι οι πιθυμιές).



Ακοίμητος ουρεί

σιμά τους

-αν κάτι άλλο με τη βέργα του

δεν κάμνει.

Τις κοιμίζει όλες (με έρωτα;)

το αεικίνητο στητό λιοντάρι.



Έζησε τις χίλιες του νύχτες

περιμένοντας

τη μία μέρα

που και σ’ αυτόν σιμά

ένας γιος του(;) ήρθε

-του ξέφυγε εκειός

μέσα στου μακελειού την άψη.



Ο τυχερός,

-πού σώθηκε;-,

ο δυνατός

μα δύστηνος

τον ακουμπά

-όπως ποτέ του

δεν τον ακούμπησε εκείνος.



“Θα κάμω πως  δεν το ένοιωσα,

πως δεν το κατάλαβα

-τ’ ακούμπηγμά σου,

αγαπημένε(;) -

το κάλεσμα στη μάχη,

που θα μας σύρει κοντά

σε μια στιγμή

(Όμως να ξέρεις

μόνο στο τέλος  

αγαπάς

και υπό μένεις.)

Έτσι θα κάμω εγώ τον κοιμισμένο

-αφού καιρό έκανα

μόνο τον ξύπνιο-

(κάλλιο να φεύγεις

από δόντι δικό

παρά από ξένο

Έχουν μια ευγένεια τα παιδιά

όταν σε κοιμίζουν μόνο

ένα βράδυ,

με τα δόντια

που βγαίνουν

απ’ τα λόγια τους, κάποτε)”



(Και θα ναι ήσυχος

ο πατέρας,

γιατί έζησε ανήσυχα

και πρέπει του

να ησυχάσει.)




Το βράδυ, ίσως, ο νιος

να συνευρεθεί

και με τη μάνα του,

που δεν τον γνώρισε καλά,

μα ήταν εκείνη

η περίοδος

που  τυφλωμένη ήταν κι αφημένη

Εννιακόσιες ενενήντα εννέα νύχτες

τον περιμένουν τον καρπό της,

μέχρι τη δική του μέρα,

τον νιο τον λιόντα,

τον δυνατό, μα δύστηνο.



Και τώρα κείται ο γέρος

αποσταμένος κι έντιμος

-μ’ όσα τού  πρόσταξε η φρικτή του η φύση (;)-

Κι ‘ναι του ώρα ο γερός

ξαποσταμένος κι έτοιμος

την επανάληψη της ιστορίας

(για) να ζήσει.




Και τώρα δύση

Πανσέληνος απόψε

πάνω απ’ την αρχαία

τη σαβάνα

Σάβανα, από λύπην, δε

θα ντύσει

-τι ωραία που μετατοπίζει τον τόνο,

τον πόνο

του δοντιού

ο γιος του.

Είναι τόσο απολίτιστα

ετούτα τα λιοντάρια,

δεν παίζουν θέατρο

σκιών.

Μα εκεί στο τέλος,

στο μεσουράνημα του ήλιου,

σμίγουν με τις σκιές (του φόβου;) τους,

μ’ ό,τι τους πνίγει,

κι ό,τι αγάπησαν

οι λιόντες

και οι όντες.



Κώστας Μοναστήρας



(φωτογραφίες: από την παράσταση  Still life του Δημήτρη Παπαϊωάννου)


Άτακτο Ρω από το «Μηχανικό Μολύβι» (Artwork by Nectarios Dionysatos)


Άτακτο Ρω

από το «Μηχανικό Μολύβι»

(Artwork by Nectarios Dionysatos)




Απ' τη στιγμή που

έσπασε σαν γυαλί ο χρόνος

πελαγοδρομώ στα ανοιχτά

του λιμανιού με  μαγκωμένη

άγκυρα σε ακατάδεχτης μιας

λησμονιάς γρανάζι

Με χίλιους κόπους

πελαργοδομώ

μέσα στα σύννεφα

βουβή φωλιά

Κύμα το κύμα από τον κάβο

απομακρύνομαι

άχυρο τ' άχυρο το βλέμμα

ανασηκώνω στον ορίζοντα

μπας και φανείς



Πριν λίγο σε ανακάλυψα

τυχαία στο συκώτι μου

αργά - αργά

να το ξεσκίζεις

την προαιώνια πείνα

να χορταίνεις

να γελάς

(πρώτη δημοσίευση: Πουπερμίνα_technischerbleistift.blogspot.com)

"Θησαυροί της Άμμου-ποίηση της ελληνικής κρίσης (Treasures of the sand-Poetry of the Greek Crisis), δίγλωσση ανθολογία με τη συμμετοχή 38 ποιητών, σε αγγλική μετάφραση από τους: Robert Crist και Δέσποινα Λαλά-Crist, ΑΩ εκδόσεις


Η δίγλωσση ανθολογία "Θησαυροί της Άμμου-ποίηση της ελληνικής κρίσης (Treasures of the sand-Poetry of the Greek Crisis), με τη συμμετοχή 38 ποιητών, σε αγγλική μετάφραση από τους: Robert Crist και Δέσποινα Λαλά-Crist, μετά την αμερικανική έκδοση από τις εκδόσεις Seaburn, κυκλοφορεί τώρα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΑΩ (μία έκδοση κόσμημα). Από σήμερα μπορείτε να τη βρείτε σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Σε μια εποχή ταραχής, απελπισίας και ηθικών συγκρούσεων οι ποιητές της Ελλάδας εξακολουθούν να ερευνούν όχι μόνο τις πηγές της κρίσης με  τις πολλαπλές εκδηλώσεις της, αλλά και καινούργιους δρόμους για  ανανέωση. Αυτή η συλλογή –με τη δραματική ποικιλία μορφών, συναισθημάτων και αποχρώσεων– προσφέρει στον αναγνώστη μια πλούσια εμπειρία της σύγχρονης Ελληνικής ποίησης παραστατικά παρουσιασμένης από τον Robert και τη Despina Crist σε δίγλωσση μορφή.

In an era of shock, despair, and consternation, the poets of Greece continue to probe the origins of the crisis, its sweeping manifestations, and avenues for renewal.  This collection —with its dramatic variety of styles, feelings, and tonalities— offers the reader a rich experience of  contemporary Greek verse vividly rendered by Robert and Despina Crist in a bilingual format.

Οι ποιητές που συμμετέχουν:

Αργυρός-Ιωάννης Πρωτοπαπάς

Ιωάννης Μασμανίδης

Τάσος Σ. Μάντζιος

Αθηνά Τιτάκη

Μαρία Μανδάλου

Βίκυ Δερμάνη

Μαρία Μπακοπούλου

Βαγγέλης Αλεξόπουλος

Παναγιώτης Δημητριάδης

Αναστασία Παρασκευουλάκου

Αναστασία Ν. Μαργέτη

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

Χριστίνα Ντούβρη – Ξένου

Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Πέτρος Γκολίτσης

Γιώργος Λίλλης

Χριστίνα Καραντώνη

Χλόη Κουτσουμπέλη

Δώρα Μαργέλη

Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη

Ελευθερία Θάνογλου

Φωτεινή Βασιλοπούλου

Δημήτρης Π. Κρανιώτης

Ηλίας Μάρκος

Διώνη Δημητριάδου

Δημήτριος Δημητριάδης

Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Σταμάτης Πάρχας

Ντίνα Γεωργαντοπούλου

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Εύη Ψάλτη

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Μαρία Σκουρολιάκου

Robert L. Crist

Γιώργος Ρούσκας

Παναγιώτα Μαστρογάλια

Αγγελική Γιαννοπούλου (Αρσινόη Βήτα)

Έκτωρ Πανταζής

(το έργο του εξωφύλλου από τον Γιώργο Ξένο)

Για τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο» της Διώνης Δημητριάδου γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης


Για τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο»
 της Διώνης Δημητριάδου
γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό  Fractal 
https://www.fractalart.gr/o-eutuxismenos-sisyfos/)


Ο Σίσυφος δεν υπήρξε πάντα άτυχος και δυστυχής, παρά το ότι χρίστηκε σύμβολο ματαιότητας

Ο Σίσυφος δεν υπήρξε πάντα άτυχος, παρά το γεγονός ότι τελικά χρίστηκε ως σύμβολο της επίγειας, ή μη, ματαιότητας.  Ο βιωμένος χρόνος του, στην επάνω γη και στον Άδη, ενέχει και εμπεριέχει έντονα την έννοια της άφαντης και απρόσιτης σχετικότητας. Υπήρξε τυχερός και άτυχος, τίμιος και πονηρός σε ειδικές στιγμές και καταστάσεις, καλοσυνάτος και  καταφερτζής, αλλά η μοίρα τόν ήθελε εν τέλει να αγωνίζεται και να αγκομαχά σε μόνιμη βάση για πολυποίκιλα προβλήματα για πολλά από τα οποία, μάλλον, δεν τού αντιστοιχούσαν. Όπως και να το κάνουμε, πάντως, έζησε μια ζωή χορταστική από κάθε πλευρά, και για μεγάλα χρονικά διαστήματα υπήρξε ευτυχισμένος!  Ίσως γι’ αυτόν το λόγο ποιητές και συγγραφείς να του αποτίνουν φόρο  τιμής διαχρονικά, με τον δικό τους φυσικά τρόπο.
Σε ένα από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής ‘Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος’ της πολυγραφότατης συγγραφέως, ποιήτριας και κριτικού Διώνης Δημητριάδου, απέναντι στο χιλιοειπωμένο και τραγουδημένο πανάρχαιο ταξίδι του Σίσυφου,  ‘… ως την κορφή του βουνού και πάλι πίσω…’, η ποιήτρια παρακάμπτει αιώνες και μυθολογία με τις σχετικές τους λεπτομέρειες και εστιάζει την προσοχή της στο ‘Σίσυφο της κάθε εποχής’, στον σημερινό άνθρωπο, σε όλα εκείνα τα έμβια όντα τα οποία  ανηφορίζουν και κατηφορίζουν τον ίδιο δρόμο, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καθημερινά, σε τούτο το ατέλειωτο παιχνίδι, περιγελώντας ‘την τάξη αυτού του κόσμου’, επιδεικνύοντας δείγμα ανωτερότητας, αποδοχής της καθεστηκυίας τάξης, ή μοιρολατρίας, απλώς, ποιος ξέρει! Γράφει στην αρχή -αρχή σχεδόν της συλλογής της,
‘…  έτσι ο Σίσυφος της κάθε εποχής
σαν λίγο ατενίσει προς τα πάνω
όλα τα θέλει κι όλα τα ελπίζει
δεν ξέρω αν τότε είναι ευτυχής
ίσως ορθότερο να πω φέρελπις πως νοιώθει…’.

Αλλά αν δούμε κατάματα την ωμή πραγματικότητα, έτσι ακριβώς δεν είναι στην ουσία και η ζωή των ανθρώπων; Καθημερινοί αέναοι αγώνες, γνωστού όντος  κάποιες φορές ότι πιθανόν οι ελπίδες αποδειχτούν φρούδες, όταν η τελική κατάληξη της υπόθεσης και της προσπάθειας δεν φαινόταν ξεκάθαρα  στην αρχή; Ευτυχώς εκείνος, όμως, δεν τα εγκαταλείπει, αποδέχεται την νέα αλήθεια και συνεχίζει ακάθεκτος προς μια άλλη, ίσως πιο πετυχημένη,  ετούτη τη φορά, διαδρομή:
‘… στην άκρη του μυαλού τους η αλήθεια
ή το ψέμα –
πως τα ταξίδια που ορμούν
στην άκρη του ορίζοντα
βρέθηκαν να γυρίζουν πάλι
στο ίδιο το σημείο…’.

Η ενασχόληση με το αέναο των θεών, το αγνώστου κατάληξης παιχνίδι των πεπερασμένων, τον ανθρώπινο κύκλο, το ταξίδι τους καθενός μας, παρά τις όποιες διαδρομές, κυκλικές ή οριζόντιες και αφόρητα ευθείες και καταληκτικές σε ένα σημείο, είναι στοιχεία και παράμετροι που προσδίδουν την έννοια της ευτυχίας στο καθημερινό Σίσυφο του κάθε μικρού ή μεγαλύτερου σχεδίου, στον σημαντικότερο γι’ αυτόν αγώνα και αιώνα. Τη χαρά, την εγκαρτέρηση, τη γενναιότητα για συνέχιση της όποιας προσπάθειας, την μικρή έστω προσδοκία, την πλήρωση της ψυχής με απύθμενη ευτυχία. Πιθανόν λοιπόν, κάτι περισσότερο ήξερε ή υποψιαζόταν ο Αλμπέρ Καμύ, όταν έλεγε ‘πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο’! Ίσως απ’ εκεί η Διώνη Δημητριάδου, άντλησε και τον τίτλο της τελευταίας της συλλογής, δίνοντας νόημα στο εκ πρώτης όψεως απίθανο εγχείρημα, και την παράτολμη και καταδικασμένη, για τους περισσότερους, διαδικασία και πράξη.
Όπως και να γίνει, όμως, κάποια στιγμή έρχεται και η ώρα του αναμενόμενου, ούτως ή άλλως, απολογισμού! Τα θετικά και αρνητικά του ταξιδιού, του εγχειρήματος:
‘… μετά η ώρα του απολογισμού
ένα ακόμα μέτρημα
ποιοι είναι ακόμα εδώ
ποιοι φύγαν…
κι ύστερα με προσοχή
τα ίχνη αποθηκεύονται
πολύτιμο  φορτίο
για τους εναπομείναντες…’.

Στο ταξίδι της ζωής, αρκετοί πέρασαν από δίπλα μας, άλλοι έμειναν καιρό και μας σημάδεψαν, άλλους σημαδέψαμε εμείς, εκόντες άκοντες, κάποιοι εξαφανίστηκαν για δικούς τους λόγους, μερικούς τους εξαφανίσαμε από το προσκήνιο εμείς, σκέψεις και ιδιόρρυθμες προσπάθειες διαλογισμού, ηθελημένης ή μη προσωπικής επιθυμίας, με τη μνήμη να παίζει περίεργο ρόλο, ειδικά μερικά  βράδυα, όταν καμιά φορά,
‘… αγέρας χτυπάει το παράθυρο
δεν κλείνει και καλά
σημάδι εγκατάλειψης μιας νέας
προοπτικής
ή ίσως μία έκδηλη από καιρό εσωτερίκευση
καλπάζουσα προσφάτως…
αυτά τα απρόσωπα χτυπήματα
μπορεί να ’ναι δηλωτικά
μιας παρουσίας απρόσκλητης’.

Μνήμες λοιπόν από το ξεχασμένο παρελθόν, ορμούν κάποιες φορές απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τις μισάνοιχτες πόρτες της μνήμης, φέρνοντας στο νου πρόσωπα και καταστάσεις οριστικά χαμένες στο χρόνο, με τη ‘… σκέψη να γυρίζει στο  παράδοξο ορθό…’, ανοίγοντας άραγε, ή κλείνοντας έναν κύκλο μισάνοιχτο ή μισόκλειστο, τελικά, γύρω από μορφές ξεχασμένες και μακρυνές, ‘…χλωρά, ξερά και αφρόντιστα/ρημάδια μιας ζωής/σε μια ανέλπιστη προσπάθεια/αναμονής για ανάσταση…’, απότοκης πια της μικρής Παρασκευής και όχι της Μεγάλης, προφανώς για να ‘…μην τη δούνε  και σκιαχτούν/όσοι ακόμα ελπίζουν’.  Ο ποιητής, ο Σίσυφος, βρίσκεται απέναντι σε κάθε σκορπιό της μέρας, μικρό ή μεγαλύτερο, έτοιμος από καιρό να αναμετρηθεί μαζί του, για το μεγάλο χτύπημα, μια περήφανη και άκρως φιλοσοφημένη στάση ζωής, ανορθόδοξης και χαμένης εν πρώτης όψεως, στην οποία κυρίαρχο ρόλο  ενέχει η ποίηση, με τον ποιητή να αποτελεί το αντίστοιχο του Σίσυφου. Όταν καταγίνεται νυχθημερόν με τους στίχους του και ικανοποιώντας κάποιες βαθύτερες ανάγκες του, γινόμενος έτσι ευτυχέστερος έστω και για λίγο χρόνο!
‘Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση/σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες/όπου η ζωή χορεύει… όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά/ ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται για το βράδυ/να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες/αδιάφθορες μες το μονόλογο τον καθημερινό/κι ας είναι οι πιο φθαρμένες…’ , έγραφε κάποιες δεκαετίες πριν ο λυρικός Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, στο ποίημα Ars Poetica,  της συλλογής ‘Ο Θάνατος του Μύρωνα’.  Η Διώνη Δημητριάδου, παρακάμπτοντας και προσπερνώντας τα παραπάνω, σε τούτη την άψογης αισθητικής  ποιητική συλλογή των Εκδόσεων ΑΩ, βάζει στους στίχους της τις φωνές όλου του κόσμου, γιατί είναι πεπεισμένη κι’ αυτή, ότι ‘…το ποίημα δεν συντροφεύει/είναι κακή παρέα… το ποίημα μόνο συντροφεύεται/διαρκώς αναζητά μια  αθώα ερμηνεία/γιατί η μοναξιά του είναι αφόρητη…’, και το σπουδαιότερο, ότι,  ‘… τότε ίσως να είμαστε ποιητές/για τούτη την πολύτιμη στιγμή/που γίναμε η φωνή των άλλων…’!
Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης
Διώνη Δημητριάδου,
«Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος», ΑΩ  εκδόσεις, 2019