Σάββατο 9 Ιουλίου 2016



Ταβερνάκι  «Το συνοικιακόν»

της Βάντας Παπαϊωάννου - Βουτσά





Μπαινόβγαινε φουριόζος ο ταβερνιάρης νωρίς το απόγευμα. Μόλις είχε περάσει πάνω από τη στέγη του ο ήλιος για τη δύση. Έπιανε το καταβρεχτήρι, έβρεχε το χώμα. Τ’ άφηνε κάτω από τη βρύση να ξαναγεμίσει. Έπιανε τη μεγάλη τριγωνική σκούπα, μια σκούπιζε το νταμαρωμένο χώμα μπροστά στο ταβερνάκι του, μια τη σήκωνε ψηλά ως ριπίδιο και βρίζοντας τίναζε τα φύλλα του ευκάλυπτου και της μουριάς εναλλάξ, να πέσουν τα αδύναμα να κρατήσει καθαρό το δάπεδο. Πρώτα μάζεψε τα τσαλαπατημένα μούρα.  Ώφου, μπελάς τούτη η μουριά, σκεφτόταν. Κάθε μεσημέρι θρονιάζονταν στα κλαδιά της τα παιδιά της γειτονιάς και την τρυγούσαν. Άλλα στο στόμα, άλλα κάτω. Τα σκούπισε καλά από το δάπεδο, να μη νοστιμεύονται μύγες και μέλισσες. Όταν τα τακτοποίησε κατά πώς ήθελε, έβγαλε αγκομαχώντας τέσσερα τετράγωνα άβαφτα τραπέζια. Άλλα δυο είχε ρεζέρβα για έκτακτη πελατεία. Λαδιές διαφόρων μεγεθών ξεχώριζαν στην επιφάνειά τους σαν χάρτης των Κυκλάδων. Έφερε και τα γλαστράκια με βασιλικό, ένα για κάθε τραπέζι. Είδε πως ήθελαν πότισμα και τα  δρόσισε επί τόπου με το μεγάλο ποτιστήρι. Καφετί έτρεξε το περίσσιο νερό από τον πάτο της κάθε γλάστρας πάνω στα τραπέζια φιλτράροντας την κοπριά. Σήκωσε τους ώμους στραβομουτσουνιάζοντας, χωρίς να μιλήσει. Θα στεγνώσει. Το πολύ πολύ ν’ αλλάξει και τον επιτραπέζιο χάρτη.  Έφερε και σταχτοδοχεία, αφού του βρίσκονταν. Κανείς δεν έσβηνε το τσιγάρο του στο πράσινο γυάλινο σταχτοδοχείο. Το πρωί με το φαράσι οι γόπες. Τέσσερις καρέκλες, ψάθινες και φαγωμένες, έστησε ολόγυρα, μπρούμυτα, να είναι καθαρές.
Οι πρώτοι κρασοπατέρες καταφθάνουν. Μόνιμοι. Μαζί του σχεδόν ανοίγουν το μαγαζί, μαζί το κλείνουν. Μια παρέα μερακλήδων λιμενεργατών είναι. Ο αρχηγός φθάνει πρώτος χαλώντας τον κόσμο με τη σακαράκα του. Μια τρίκυκλη μοτοσυκλέτα. Ίσως να ’χει και δεύτερο επιβάτη πίσω του, μα στην καρότσα μόνιμο το μαγκάλι, η σχάρα, το τσουβάλι με τα κάρβουνα και το τρανζίστορ. Τσακίζεται ο ταβερνιάρης να στρώσει λαδόκολλα στο τραπέζι, να σκεπάσει τις προηγούμενες γαστριμαργικές ατασθαλίες επί του χάρτου. Πρώτα τους σερβίρει μια γκαζόζα για ένα τελευταίο ρέψιμο, ν’ αδειάσουν τα υπολείμματα του στομάχου, να έχει χώρο. Κι ύστερα αρχίζει η ιεροτελεστία της φωτιάς. Σαν τους Ινδιάνους μαζεύονται γύρω από τη φλόγα οι συνδαιτυμόνες, τέσσερις έγιναν τώρα. Στα καθήκοντα της ειδικότητάς του καθείς. Ένας ανεμίζει τη φωτιά μ’ ένα χοντρό χαρτόνι, άλλος άνοιξε το στρατσόχαρτο κι έριξε ρίγανη στα κοψίδια, τα ράντισε με λάδι κι έτοιμα να τ’ αναλάβει ο ψήστης. Τσίκνισε η γειτονιά. Ένα ένα σερβίρονται τα κατρούτσα, να μη χλιαραίνει η ρετσίνα. Έφτασε και η ντομάτα κομμένη τριαντάφυλλο και τυρί φέτα. Το τρανζίστορ άνοιξε, μα κάνει παράσιτα. Σκούπισε ο κάτοχός του τα μουτζουρωμένα χέρια με λίγο στουπί, απαραίτητο εξάρτημα της μοτοσυκλέτας, κι άρχισε να πηγαινοφέρνει τη βελόνα ψάχνοντας συχνότητα. Να το και το μουσικό συνοδευτικό «Δυο πόρτες έχει η ζωή»! Στήνεται  μεθοδικά το σκηνικό της κρασοκατάνυξης.
Παιδιά πολλά γύρω τριγύρω. Δυο αυλές πιο πάνω στην ανηφόρα η κοριτσοπαρέα παίζαμε τ’ αγάλματα. Ο Χρήστος δεν τελείωσε τις φιγούρες του Καραγκιόζη και η παράσταση αναβλήθηκε. Η μάγισσα, λοιπόν, σκαρφαλωμένη σε μια διχάλα της αγριοπασχαλιάς μάγευε-ξεμάγευε πόζες με το ραβδάκι της για τις υπόλοιπες της συντροφιάς. Φωνές και χάχανα. Ένα μουσείο μεταβλητών εκθεμάτων και με ήχο! Τ’ αγόρια δε μαζεύονταν τόσο νωρίς. Θα μπουν  στα σπίτια για πλύσιμο και φαΐ. Λίγο δροσερό νερό στα μούτρα, που λάσπωνε τη σκόνη κι άφηνε περίγραμμα μουτσούνας στο πρόσωπο, μια φέτα ψωμί με ντοματοπελτέ και λαδορίγανη και ξανά στο δρόμο.
«Μανούλα, θα φύγω, μην κλάψεις για μένα»! Το τρανζίστορ συντονισμένο με φουλ ρεπερτόριο Καζαντζίδη απόψε. Γέμιζαν τα τραπεζάκια. Μια παρέα από τη γειτονιά αφίχθη. Δέκα βήματα μετρημένα από την αυλόπορτά τους. Ήρθαν με το μεζέ τους κι αυτοί. Χοχλιούς μπουμπουριστούς μαγείρεψε η γυναίκα του ενός. Τραβάει ρετσίνα ο μεζές. Στο παραπέρα τραπέζι ναυτάκια η παρέα. Φαίνεται από το κούρεμα και το δίχρωμο κούτελο, μισό ηλιοψημένο, μισό λευκό. Θητεία στο Λιμεναρχείο. Έξοδο έχουν σήμερα. Κεφτεδάκια η παραγγελιά. Ένα κατρούτσο για τα παιδιά σερβίρεται κερασμένο από τους λιμενεργάτες. «Στην υγειά σας» σηκώνονται τα ποτήρια! Κατέφτασαν και από την κάτω γειτονιά μια παρέα ψαράδων. Άνοιξε δουλειά για τον ταβερνιάρη. Τηγάνι στη φωτιά και μαύρο μαριδάκι. Μεζές ολόφρεσκος σημερινής ψαριάς. Ώσπου να ξανακάψει το λάδι, εκείνο από τα κεφτεδάκια, έριξε αλεύρι σε δυο φύλλα  εφημερίδας, τύλιγε τα ψαράκια και τα κολλούσε πέντε πέντε τη μια ουρά πάνω στην άλλη ανοιχτά σαν βεντάλια. Η ρετσίνα κεχριμπάρι στις δόξες της. Στο βάθος τα ξαπλωμένα βαρέλια από τ’ αμπέλια του ιδιοκτήτη δούλευαν σαν τη βρύση του νερού. Μόνοι τους γέμιζαν  τα μισόκιλα οι πελάτες και πλήθαιναν οι γραμμές πάνω στη λαδόκολλα για το μέτρημα.
«Ζιγκουάλα, αγάπη γλυκιά μου!» ασταμάτητος ο Στέλιος. Ανακατεύτηκαν οι μυρωδιές. Ευχής έργο εκείνο το νυχτολούλουδο στην αυλή της κυρα-Πέρσας. Κόντευε μεσάνυχτα. Τα ναυτάκια είχαν αποχωρήσει αρκετή ώρα πριν. Κι οι νοικοκυραίοι ετοιμάζονταν. Μια μια έκλειναν οι αυλόπορτες. Όλοι νυσταγμένοι. Μόνο ο ταβερνιάρης πηγαινοερχόταν ακόμη.
                                               


Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά
Η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά γεννήθηκε στο Λαύριο Αττικής το 1947. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και από το 1973 κατοικεί στην Κομοτηνή, όπου δίδαξε ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Το πρώτο της βιβλίο, «…μύριζε γαζία», εκδόθηκε το 2014, ενώ έως τότε συμμετείχε στην έκδοση «Η διδασκαλία της ξένης λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο και Λύκειο» με ανάλυση του διηγήματος Ο Βάνκας του Τσέχωφ, έχει συντάξει και επιμεληθεί τα κείμενα τουριστικών οδηγών της Περιφέρειας Αν. Μακεδονίας & Θράκης, της Νομαρχίας Ροδόπης και του Δήμου Μαρώνειας. Επιμελήθηκε επίσης  το βιβλίο «Γεύσεις και αναμνήσεις από τη Ροδόπη» του αρχιτέκτονα Θανάση Πανδρευμένου, έκδοση της Νομαρχίας Ροδόπης, έχει δημοσιεύσει άρθρα ιστορικά, αρχαιολογικά και περιβαλλοντικά σε τοπικά περιοδικά.

(Edvard Munch, στην ταβέρνα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου