Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

«Πού πίνετε το τσάι σας;»

διήγημα της 

Σαβίνας Μαντζαβινάτου





                                      
Τι όμορφα στην  τσαγερί… Ταπετσαρία στους τοίχους, τριανταφυλλένιες απλίκες, πουά και ριγέ πολυθρόνες, διθέσια χαμηλά καναπεδάκια, βαμμένα κόκκινα. Μισές κουρτίνες στα παράθυρα, όλο χαριτωμένες σούρες, πιάνο του 19ου αι., πάτωμα με ζωγραφιστά πλακάκια, απαλή μουσική. Όαση ρομαντισμού.

Καθόταν στη γωνία με την πλάτη στο παράθυρο και έπινε το μυρωδάτο τσάι της. Έπαιρνε πάντα αυτό με τη μαστίχα και το κόκκινο πιπέρι, μοσχοβολούσαν τα πνεμόνια της καθώς κατέβαινε στον ουρανίσκο. Στο χέρι κρατούσε ένα βιβλίο που την απορροφούσε τόσο, ώστε να χάνει επαφή με το περιβάλλον. Τίποτα το επιτηδευμένο πάνω της και όμως τόσο γοητευτική και απόκοσμη. Λες και ζούσε σε άλλη διάσταση. Το λευκό πουλόβερ σε αντίθεση με τα σκούρα μαλλιά της πρόσθεταν μια περίεργη φινέτσα, και λεπτή αρκετά καθώς ήταν θύμιζε αερικό ή φιγούρα στον πίνακα εξπρεσιονιστή ζωγράφου, ή ακόμα τη μορφή αγαλματίδιου σαν και αυτά που βρίσκεις στα ξύλινα ράφια των παλαιοπωλείων. Εν ολίγοις απέδιδε τη μυρουδιά μοιραίας γυναίκας.

Περνούσε βιαστικός κουκουλωμένος μέχρι τα αυτιά. Ψηλός. Υπερβολικά λιγνός, μούσι. Στα μακριά χέρια του κρατούσε ένα παραφουσκωμένο μαύρο ντοσιέ. Φορούσε μιαν ασουλούπωτη μπεζ καμπαρντίνα μακριά. Ένα καρό μάλλινο κασκόλ τυλιγόταν στο μακρύ λαιμό του και ένας ασορτί καρό σκούφος σκέπαζε το μεγάλο κεφάλι του. Σαν να είχε βγει από όπερα η φιγούρα του, από τη La bohème του Πουτσίνι.
Αν και βιαστικά τα βήματά του, έριξε μια ματιά στο εσωτερικό της τσαγερί σαν να τον οδηγούσε ένα απροσδιόριστο κάτι, από αυτά που δεν εξηγεί η λογική. Φευγαλέα της έριξε μια ματιά. Αμέσως τον τράβηξαν τα μακριά μεταξένια της μαλλιά μα κυρίως η στάση του σώματός της. Καθόταν στην καρέκλα σε στάση μπαλέτου, κάτω οι ώμοι, ψηλά ο λαιμός ελαφρά κατεβασμένο το κάτω μέρος του προσώπου, έτοιμη για χορό.
Σαν υπνωτισμένος μπήκε μέσα και κάθισε ακριβώς απέναντί της στην άλλη γωνία.
Ως εκεί έφτανε η μυρουδιά του σώματός της και η λάμψη των σχιστών της ματιών.
Σηκώθηκε με θράσος και χωρίς κουβέντα κάθισε δίπλα της. Ακούμπησε στο τραπεζάκι τα χαρτικά του με βιάση.
Ξαφνιάστηκε, απορροφημένη καθώς ήταν στο βιβλίο της, μα δεν αντέδρασε.
-         Πες μου το όνομά σου, έκανε ο νέος.
-         Θα στο πω αργότερα, πήρε την απάντηση.
-         Εμένα με λένε Ζαν, είμαι 25 χρονών, είμαι ζωγράφος και το σπίτι μου είναι λίγο πιο κάτω, στην οδό Μπομπουάρ αριθμός 53.

Δεν πήρε καμιάν απάντηση.

-         Άφησέ με να σε ζωγραφίσω.

Χωρίς μιλιά πήρε στάση μοντέλου και σαν να το περίμενε από καιρό δόθηκε στη ζωγραφική του.
Άνοιξε το ντοσιέ του, πήρε ένα μικρό μολύβι κάρβουνο που είχε στη θήκη και βάλθηκε να περιγράφει  το πρόσωπό της.
Όσο τη ζωγράφιζε τόσο τον τραβούσαν τα ασιατικά της χαρακτηριστικά, έφτασε να μην μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
-Τώρα θα μου πεις πώς σε λένε;

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν μήνυμα, και πριν προλάβει καλά καλά να το διαβάσει την άρπαξε βίαια από το μπράτσο και σχεδόν σερνόμενη βάλθηκε να την τρέχει στο απέναντι πεζοδρόμιο και από εκεί  την έσπρωξε στο αυτοκίνητό του, ενώ η τσαγερί και όλος ο δρόμος σειόταν από τον πάταγο μιας βόμβας που έσκασε  και άρπαξαν φωτιά οι γύρω δρόμοι. Ένας  εκκωφαντικός   γδούπος έτρεψε τους πάντες σε φυγή. Το μαγαζί πήρε φωτιά, ο δρόμος γέμισε τρομαγμένους ανθρώπους, άλλους πληγωμένους που έτρεχαν να σωθούν, άλλους πλαγιασμένους κατά γης. Τα μάτια έτσουζαν, ο ένας πατούσε πάνω στον άλλο. Φρίκη και πανικός. Η όμορφη πλατεία μεταμορφώθηκε σε κόλαση με μιας.
Έφτασαν τα περιπολικά και τα ασθενοφόρα….
Το αυτοκίνητό του περικυκλώθηκε και πριν τον συλλάβουν ξαναρώτησε.
-Πες μου το όνομά σου.
-Μαρίπήρε την απάντηση και αγκάλιασε τη ζωγραφιά της πριν του φορέσουν τις χειροπέδες.

Σαβίνα Μαντζαβινάτου

(πίνακας: "Γυναίκα μυστήριο" του Παναγιώτη Χαλούλου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου