Το κυνήγι του βασιλιά
Ματθία
νουβέλα του Νίκου
Ξένιου
εκδόσεις Κριτική
(η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/xenios-nikos-kritiki-to-kunigi-tou-basilia-matthia)
Κλείνω τα μάτια. Φαντάζομαι εμάς τους πέντε, να περνούμε απέναντι
παλεύοντας με το ρεύμα και κρατώντας τις βαλίτσες πάνω από τα κεφάλια μας, να
ερχόμαστε από το πουθενά και να πηγαίνουμε στο πουθενά.
Η παραπάνω σκηνή, δυστυχώς γνώριμη πλέον τα
τελευταία χρόνια, δηλωτική των βίαιων
μετακινήσεων με αμφίβολο προορισμό και φορτισμένη με τις ποικίλες διώξεις των
ανθρώπων από τις εστίες τους, συνοψίζει με τις ελάχιστες των λέξεων την ουσία
της νουβέλας του Νίκου Ξένιου. Και δεν μας συγκλονίζει μόνον η εικόνα με αυτούς
τους πέντε μετανάστες (αλήθεια, πόσο έχει αλλάξει το περιεχόμενο της λέξης
αυτής ενσωματώνοντας αυτοδίκαια την έννοια της προσφυγιάς), που θα ξεκινήσουν
από το Κουρδιστάν με προορισμό την Κεντρική Ευρώπη, την Ουγγαρία, μεταφέροντας
το βιος τους μέσα σε μια βαλίτσα πενιχρή. Κυρίως είναι αυτό το «πουθενά», που ακούγεται
δυο φορές καταργώντας και τον τόπο προέλευσης (καταδικασμένο να πέσει σιγά σιγά
στη λήθη) αλλά και τον τόπο προορισμού, που μόνο σαν μια αβέβαιη ελπίδα μπορεί
να χαραχθεί στην πορεία τους. Προσωπικά, ωστόσο, θέλω να μείνω σ’ εκείνο το
«κλείνω τα μάτια», που αποκτά μέσα στην ιστορία μια διάσταση διαφορετική από
αυτήν που σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε δύο
επίπεδα. Το ένα αφορά τα πέντε πρόσωπα, με την πλοκή να περιστρέφεται γύρω τους
και να δημιουργεί μια επικίνδυνη περιδίνηση στη ζωή τους. Ποιοι είναι αυτοί
που, ως φορείς μιας άλλης κουλτούρας, μοιάζει να είναι αόρατοι, όταν
συναντούν την αδιαφορία ή την υπεροψία
των βολεμένων της μυθικής (γι’ αυτούς) Ευρώπης των πολλών ευκαιριών και της
ασφαλούς ζωής, όμως ταυτόχρονα καταλήγουν απολύτως ορατοί για τις Αρχές που
έχουν επωμιστεί το έργο της προστασίας της δύσκολα κερδισμένης ασφάλειας; Η
ταυτότητά τους είναι χαραγμένη στο μελαψό τους δέρμα, και συχνά δεν χρειάζεται
τα επίσημα χαρτιά τους. Όσο για την προστασία του εαυτού τους, κατ’ ανάγκη
χτίζουν ένα πλέγμα αμφίρροπων σχέσεων, περιστασιακά ισχυρών, μεταξύ τους,
γνωρίζοντας καλά πως στην πραγματικότητα μόνος του είναι ο καθένας, όταν θα
χρειαστεί να υπερασπιστεί το δικαίωμά του στη ζωή.
Φυλάξου, είπα στον εαυτό μου, φυλάξου. Τακίμια κι εμπιστοσύνες δεν
χρειάζονται. Το συμφέρον το δικό σου δεν συναντιέται με το συμφέρον κανενός. Ο
θάνατός σου η ζωή μου.
[…]
Ο Μπίρκα πρόλαβε τη σκέψη μου.
-Κοίταξέ
τους, μου είπε και μου έδειξε τους άλλους τρεις, που είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο.
-Τι;
έκανα εγώ.
-Τίποτε
δεν μας συνδέει, αποφάνθηκε ο Μπίρκα με
μεγάλη δόση ωμότητας.
Αν η ιστορία έμενε σ’ αυτό το
επίπεδο, το πρώτο και απολύτως ρεαλιστικό, θα είχαμε μια ακόμα αφήγηση γύρω από
την περιπλάνηση των κατατρεγμένων ανθρώπων προς τη σωτηρία, που παίρνει τα
χαρακτηριστικά της ζωής σε ευρωπαϊκά πλέον πλαίσια. Ενδιαφέρον το θέμα, ιδίως
με την καλή γραφή που δείχνει να κατέχει ο συγγραφέας, με μια μεστή γλώσσα, που
ξαφνιάζει με την ευστοχία των μέσων της. Όμως, ο ίδιος επιθυμεί να προχωρήσει
παραπέρα ενσωματώνοντας/εγκιβωτίζοντας στην αφήγηση του κεντρικού του ήρωα μια άλλη
ιστορία που έχει ως αφηγητή τον Μπίρκα, τον μεγαλύτερο σε ηλικία από τους
πέντε. Είναι η διάθεση της στιγμής, είναι το περιβάλλον, είναι πάνω απ’ όλα οι
παντοδύναμοι (και αυτόνομοι συνειρμοί) που θα οδηγήσουν σε μια άλλη ιστορία που
έρχεται από τα βάθη των αιώνων και που δένει μαστορικά με την τωρινή των ηρώων.
Η ιστορία του πρίγκιπα
Αρμουρόπουλου, που η γενιά του κρατούσε από τα πολύ παλιά και που χάνοντας την
αγαπημένη του κόρη, τη Μερσούδα, έπεσε στην αρρώστια της λήθης, που τον
απαθανάτισε στη μνήμη και στις διηγήσεις των ανθρώπων. Αυτή την ιστορία θα
αφηγηθεί ο Μπίρκα, εκείνο το βράδυ που το τσουχτερό κρύο θα φέρει γύρω από μια
ισχνή φωτιά μέσα στο υγρό δάσος τους πέντε φοβισμένους μετανάστες. Η ιστορία
της Μερσούδας, που θα ζητήσει τη λύτρωση από μια παράλογη αντρική εξουσία (του
βασιλιά των Ούγγρων Ματθία) δραπετεύοντας και φθάνοντας με μακρινό ταξίδι στη
Νάξο, όπου χάνονται ξαφνικά τα ίχνη της από προσώπου γης. Πού τα ξέρει αυτά όλα
ο Μπίρκα, που με τη μαγική του αφήγηση θα νανουρίσει τους συντρόφους του
δίνοντάς τους την πρόσκαιρη ταύτιση με την κυνηγημένη κοπέλα;
-Πού
τα ξέρεις όλα αυτά; διέκοψα τον Μπίρκα.
Εκείνος
με κοίταξε απορημένος.
-Δεν
τα ξέρω. Τα φαντάζομαι.
-Σωστά.
Αυτό
το είπα με θαυμασμό. Κατάλαβα πως μπορείς κάποιες φορές να φαντάζεσαι πράγματα
που σε γοητεύουν. Να ταιριάζεις δικές
σου εικόνες και να φτιάχνεις καινούργιες. Έπειτα έκλεισα τα μάτια κι
έφτιαξα την εικόνα, σαν να ήμουν εκεί.
Έτσι τώρα, ο πρώτος αφηγητής
παίρνει πάλι τη σκυτάλη. Μόνο που πλέον όσα αφηγείται είναι αυτά που η δική του
φαντασία πλάθει συνεχίζοντας την ιστορία που σταμάτησε ο Μπίρκα. Αλλεπάλληλες
εικόνες φθάνουν στον αναγνώστη, όπως η μία αφήγηση ανοίγει για να χωρέσει την
άλλη. Και η ιστορία προχωρά μέσα από τα κλειστά μάτια του σύγχρονου παραμυθά.
Και πάλι θα πιάσει το νήμα ο Μπίρκα για να συνεχίσει με τη δική του μυθοπλασία
ως το πρωί. Καλειδοσκοπική η συνολική εικόνα, και ο συγγραφέας, που βρίσκεται
πίσω από όλες τις αφηγούμενες ιστορίες, αναδεικνύεται αυτός ο καλύτερος από
τους άλλους παραμυθάδες, που ο ίδιος έπλασε ως ήρωές του. Όμορφη η λογοτεχνία
με όλα της τα τεχνάσματα.
Στο πίσω πλάνο των ιστοριών αυτών
ένα ελάφι. Ίσως αυτό που κοσμεί το εξώφυλλο και μας κοιτάζει με ευθύβολο
βλέμμα, σίγουρο για την ανεξαρτησία του μέσα στον κόσμο των ανθρώπων. Ίσως,
πάλι, να πρόκειται για τη Μερσούδα, που να μεταμορφώθηκε έτσι μαγικά και αιφνίδια
σε ελάφι για να μπορεί να τρέχει μακριά από τους διώκτες της ή για να
παρακολουθεί την πορεία των πέντε ηρώων
μέσα από τα φυλλώματα του δάσους. Να τους θυμίζει πως κοινή είναι η μοίρα όλων
των κατατρεγμένων. Μόνο που σαν τελειώσουν οι μύθοι και τα θρυλούμενα και
φθάσουν στη σύγχρονη πόλη της Βουδαπέστης, οι άνθρωποι και το ελάφι θα βρεθούν μπροστά
στη σκληρή πραγματικότητα.
Το
μέλλον μας είναι αβέβαιο. Οι σχέσεις μας κάνουν φτερά και πετούν σαν τις κουβέντες
μας και σαν τον αέρα. Στην Ευρώπη φυσάει ένας άνεμος ζοφερός, που θα μας
παρασύρει και θα μας στροβιλίσει σαν φύλλα δέντρου. Γενιές ολόκληρες φτωχών,
εξαθλιωμένων ανθρώπων ξαναζούν λεηλασίες και καταστροφές αιώνων.
Όσο για το ελάφι, που τελικά είναι
ο σύνδεσμος όλων των ιστοριών, θα βρει τη θέση του στα πόδια του βασιλιά
Ματθία, που μάλλον θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος από το κυνήγι του, εκείνο
το μακρινό. Εκεί στην Κρήνη του Ματθία,
στα ανάκτορα της Βούδας, σμιλεμένο σε
μπρούτζο, απομεινάρι θρύλων και μύθων, να το χαζεύουν οι τουρίστες.
[…]
με τα κέρατα σε συστροφή, τον λαιμό κατάχαμα και τα μάτια ορθάνοιχτα, να
γυαλίζει νεκρό κάτω από το φως της μέρας, λουσμένο στην αμόλυντη αθωότητα του
νέου κόσμου που έρχεται.
Και οι ήρωες της ιστορίας, με
κλειστά μάτια, να φαντάζονται τη ζωή που ονειρεύτηκαν σαν ένα σωτήριο πλεούμενο
που θα τους πάρει μακριά από τον πόλεμο, τη μισαλλοδοξία και τον θάνατο που
ανέτρεψε τον προσωπικό, δικό τους κόσμο, αιωρούμενοι εκεί στο ενδιάμεσο του
θρύλου και της αλήθειας. Παρηγορητική, παραμυθητική η λογοτεχνία σε κάθε
περίπτωση. Και εδώ, σ’ αυτό το Κυνήγι του
βασιλιά Ματθία, ο Νίκος Ξένιος έδωσε μια από τις καλύτερες εκδοχές της.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου