Λίγη φθορά για γούρι
της Ασημίνας Ξηρογιάννη
εκδόσεις Γαβριηλίδης
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό frear.gr http://frear.gr/?p=19590)
Η ποίηση της Ασημίνας έχει έρωτα,
έχει φόβο, έχει φθορά, έχει θάνατο, έχει λόγο ύπαρξης. Είναι ένας ζωντανός
λόγος, έτσι όπως η ποιήτρια αφήνεται σε αυθόρμητη, σχεδόν αυτόματη γραφή, να
βγάλει από μέσα της το πλούσιο υπόστρωμα, το βαθύ και πυκνό. Δεν υπολογίζει τα
τραύματα, άλλωστε η ποίηση η αληθινή τα εμπεριέχει είτε το επιδιώκει είτε όχι,
είτε το ξέρει είτε όχι. Μιλά σε πρώτο πρόσωπο, σε απολύτως ιδιωτικό τόνο,
ελπίζοντας πως ο λόγος της θα βρει τον δρόμο για τον αλλότριο, τον ξένο, τον
αναγνώστη, που θα αναγνωρίσει μέσα από το δικό της βίωμα τον εαυτό του. Όταν
εγκαταλείπει το «εγώ» της προσωπικής της αλήθειας, ανοίγεται σε μια εξομολόγηση
στο έτερον, το «εσύ», και απλώνει τον εαυτό της ως να το φτάσει. Όχι ότι έχει,
φυσικά, ιδιαίτερη σημασία για την ποίηση αν επιτυγχάνεται η επαφή. Και μόνον η
επιθυμία ή, έστω, η απολεσθείσα αίσθηση της επαφής, αρκεί για να κινητοποιηθεί
ο μέσα κόσμος και να βρει έδαφος ο λόγος να ανθίσει.
Κοιτάω κατάματα
τη δική μου τη λέξη
Δεν με
καταπίνει -ευτυχώς-
Κι είναι από
πάντα δισύλλαβη
Εσύ.
Χαρακτηριστικό της γραφής της ο
κοφτός, απότομος και προσγειωτικός ενίοτε στίχος, σαν να θέλει να απευθύνει τον
λόγο της χωρίς πολλά πολλά φορτώματα, μόνο
τα απαραίτητα προς κατανόηση ουσιαστική. Η ποίησή της έχει παρελθόν,
κυτταρική μνήμη (για να παραλλάξω τον τίτλο της πρώτης ενότητας της συλλογής, κυτταρική μέθη), που την κρατά σε στέρεο
έδαφος και δεν την αφήνει να χαθεί στο
χάος απατηλών αισθήσεων, σε προσομοιώσεις της πραγματικότητας. Είναι γήινη, όσο
πρέπει, είναι λυρική ελάχιστα, ίσα για να αγγίξει το ποιητικό στερέωμα. Έχει
φθορά αναπόφευκτα, γιατί δεν γράφει σε στεγανά δωμάτια, γεμάτα από
αποστειρωμένες επιθυμίες, από ηλικίες που έμειναν στάσιμες, από αγγίγματα
αδιαβροχοποιημένα. Εδώ η ποίηση είναι αληθινή. Η ποιήτρια και ο λόγος της
μεγαλώνουν μαζί σε φυσικό χρόνο, σε φυσικά μεγέθη. Ο λόγος της στάζει αίμα,
έχει χρώμα κόκκινο της φωτιάς και των χυμών που την ταράζουν.
Τα ποιήματα
πάντα κόκκινα
με πόνο κόκκινο
Ίσως μόνον έτσι να γράφεται ερωτικός λόγος, μόνον
έτσι. Να υπαινίσσεται όλο αυτό που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια των λέξεων.
Και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μια ασπαίρουσα ζωή. Αν τα χρωματίζαμε τα
ποιήματά της, το κυρίαρχο χρώμα θα ήταν το κόκκινο, και ένα κατακόκκινο
εξώφυλλο θα έδινε την πρώτη αίσθηση της εισόδου σε ένα παλλόμενο και
σπαρασσόμενο εσωτερικό τοπίο. Προτίμησε το υπαινικτικό και διάσπαρτο κόκκινο στο
έργο του Κυριάκου Γουνελά για να υπογραμμιστεί καλύτερα η παρουσία του φλεγόμενου κόκκινου ανάμεσα στα
άλλα χρώματα. Μια εξαιρετική «συνομιλία» ανάμεσα στον τίτλο, το εξώφυλλο και το
περιεχόμενο του βιβλίου.
Νομίζω πως όλη η αίσθηση που σου
αφήνει η ποίησή της συμπυκνώνεται σ’ αυτό το ελάχιστο αλλά εξαιρετικό θραύσμα
ερωτικού λόγου, κατασταλάγματος ζωής και εμπειρίας βιωμένης:
Λυσσομανούσε
ο άνεμος
Η θάλασσα
ανταριασμένη
Η γοργόνα
πάλευε με τα κύματα
Η τρίαινά της
έσπασε στα βράχια,
την ώρα που η
ψυχή της γκρεμιζόταν στον Άδη.
Κι ο βασιλιάς
ποιήματα έγραφε πλάι στο αναμμένο τζάκι
για γοργόνες
που μάγευαν ναύτες γοργοτάξιδων καραβιών
και τους
μάθαιναν τραγούδια για τον Έρωτα.
(Η γοργόνα
και ο βασιλιάς)
Και είναι τότε που η ποίηση
μοιράζεται, όπως η αγάπη μοιράζεται, όπως ο πόνος. Το ποίημα ανοίγει διάλογο.
Σαν ρέουν οι
λέξεις,
όλα ανθίζουν.
Ξεπερνιέται η
άβυσσος.
Κουβεντιάζεται
η πληγή.
Στα ποιήματα αυτά εντοπίζονται
στοιχεία ποιητικής, είτε ξεκάθαρα μέσα σε αυτοαναφορικά ποιήματα είτε σαν κρυμμένες
παρακαταθήκες πίσω από τις λέξεις. Γιατί αυτά τα ποιήματα την ίδια ώρα που
μιλούν για τον έρωτα στοχεύουν και το ίδιο το σώμα της ποίησης. Πώς γράφεται,
για παράδειγμα, ένα ερωτικό ποίημα; Με ποια επιλογή λέξεων; Με ποιο αίσθημα
κυρίαρχο στον λόγο; Ή μήπως γράφεται χωρίς καθόλου πυξίδα, με μόνο τον ερωτικό
παλμό, ακόμα και στην απουσία του προσώπου – ίσως κυρίως τότε;
Οι λέξεις σου
να εκπλήσσονται
και να
εκπλήσσουν
Μοιραία
Ή αλλού:
Το ποίημα
μένει πάντα ανοιχτό,
αλλά ποτέ
κενό
Αλήθεια, μια σειρά λέξεων, που
διαρκώς μακραίνει, ανανεώνοντας τον λόγο ύπαρξής της, αυτό είναι το ποίημα;
Χωρίς αρχή και τέλος; Γιατί ακόμα και η αρχή του -η αφορμή του- είναι ψηφίδες
μαζεμένες τυχαία από τον κόσμο γύρω, θα μπορούσαν να είναι άλλες και όχι αυτές
ή θα μπορούσαν αυτές οι ίδιες να φτιάξουν μια άλλη εικόνα, ένα άλλο νόημα. Η
δική σου ώρα, αυτή που δηλώνεται από την ποιήτρια ως η ώρα της αιωνιότητας, δεν είναι απολύτως δική σου. Το ποίημα
φεύγει από τα χέρια σου και παίρνει άλλη όψη μόλις συναντήσει κάποιον που θα
επιδιώξει την επικοινωνία μαζί του. Ο πρώτος που εκπλήσσεται είναι ο δημιουργός
του, και κάθε φορά που το διαβάζει μια άλλη διάσταση του δίνει, μια άλλη
ερμηνεία. Οι λέξεις του εκπλήσσονται για τη γειτνίασή τους, και ο ποιητής
νιώθει πρώτος απ’ όλους τι σημαίνει το
ποίημα είναι ανοιχτό.
Είναι σημαντική και η
απομυθοποίηση της ποίησης, με τη ρομαντική της μορφή, όπως κάποιοι ακόμα τη
βλέπουν. Αν ο ποιητής ζει μέσα στη ζωή, αντλεί από την καθημερινότητά της, την
πεζότητά της, τότε και ο λόγος του αυτό κάνει. Παίρνει την απλή εικόνα, συχνά τη
μίζερη και τη θνητή, και την απογειώνει σε κάτι άλλο, σε μια άλλη μορφή που
ζητά την ανάγνωση για να νοηθεί.
Τα καλύτερα
ποιήματα
τα έγραψα
περιμένοντας στην ουρά
στην τράπεζα
μέσα στην
αναμονή
[..]έσπερνα
σκέψεις
θέριζα
ποιήματα
[…]να γραπώσω
το χρόνο απ’ τα μαλλιά
να διασώσω τη
μέρα μου
Επιλέγω από τα ποιήματά της ένα τετράστιχο με τέσσερις
λέξεις/ρήματα, που σοφά παραθέτει η ποιήτρια με την εσωτερική τους σύνδεση και
την καθόλου τυχαία σειρά:
Αναιρούμαι
Ανθίζω
Αναπλάθομαι
Ανήκω
Μοιάζει αυτό το τετράστιχο των τεσσάρων μόλις λέξεων να
συνοψίζει την άποψή της για τη ζωή, να δίνει την πορεία, μοιραία και
αναπόφευκτη, προς την ολοκλήρωση την εσωτερική. Η αναίρεση αρχικά, ως κανόνας ζωής, η διαρκής εναλλαγή ως πηγή
δημιουργίας. Ό,τι δεν κινείται πεθαίνει. Η διάθεση για ανατροπή αυτών που δεν
γεννούν ζωή. Έτσι έχεις την ελπίδα να
ανθίσεις, με μια ανανέωση ζωοδότρα, να προχωρήσεις στην ανάπλαση, με μια νέα μορφή που κι αυτή
θα εμπεριέχει τα ψήγματα μιας πιθανής αναίρεσης. Κύκλος της ζωής. Τέλος η θέση
σου στον κόσμο, να ανήκεις, κυρίως να
γνωρίζεις κάθε φορά γιατί ανήκεις, πού ανήκεις, και με ποιους μαζί. Τα τέσσερα
αυτά ρήματα κινητοποιούν το πρόσωπο, και δίνουν έναυσμα στο ποιητικό υποκείμενο
να δημιουργήσει.
Η Ασημίνα δεν μας απογοητεύει με τις δημιουργίες της,
τις προσφέρει με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Έτσι όπως δένει τον έρωτα με τη
δημιουργία, το ποίημα με τη ζωή, την απώλεια, τη φθορά και τον θάνατο με τη συνέχιση
των μορφών, μοιάζει να τα έχει πει όλα. Η ποίηση, όπως και η ζωή είναι μέθη, είναι νάρκη, είναι όνειρα,
είναι γείωση, προσγείωση και συμφιλίωση με
τον κανόνα της ύπαρξης. Η Ασημίνα πατάει πάνω στα απολεσθέντα και συνεχίζει,
στην πιο ώριμη στιγμή της, θεωρώντας τη φθορά των σωμάτων και των πραγμάτων ένα
γούρι για την πορεία της.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου