Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017


Λιγοστεύουν οι λέξεις

της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη

εκδόσεις Μελάνι




ιχνηλατώντας τους άδειους τόπους
– οι κώδικες και οι άνθρωποι
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/ligosteyoun-oi-lexeis/)



Πώς αποκόπτεται κάποιος από τα ριζιμιά του, τα βαθύρριζα που τον δένουν με τον τόπο του; Από τα πρόσωπα και τα πράγματα, τις παιδικές μνήμες, τις λέξεις που τον μεγάλωσαν και του ’μαθαν  τον κόσμο; Δύσκολη η δική του απόφαση, καμιά φορά αναπόφευκτη. Αν όμως αντίξοες δυνάμεις μηχανευτούν την αποκοπή του από τα πάτρια, τότε έχει από κάπου να πιαστεί να μην κατακρημνιστεί; Ή μήπως άφευκτη είναι η ενσωμάτωσή του στον νέο τόπο, εκεί που νέες ρίζες είναι γραφτό να ρίξει και νέες μνήμες να χωρέσει μέσα του; Διαβάζω τα νέα ποιήματα της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη και νιώθω να μην έχω αβίαστη απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Μα, ίσως και να μην είναι εύκολο να απαντηθούν. Όσα ανατρέπουν τα δεδομένα μας, όσα απειλούν να μας μεταβάλουν σε αιωρούμενα σώματα, που δεν αγγίζουν γη, δεν προσεγγίζονται ψυχρά και λογικά. Κι αν κανείς θεωρήσει πως μια τέτοια απώλεια μεγεθών αφορά μόνον τους άλλους, σαν μια ζοφερή εικόνα μακρινή πολύ, δεν έχει μετρήσει σωστά τη δυναμική της ρευστής πραγματικότητας, που γράφει αδυσώπητα και απειλητικά πάνω σε όλους.

Ένα ποτάμι έρεε παλιά εδώ

τώρα δυνατός λυσσομανάει αγέρας

κι η άμμος μανιασμένη ρέει ποτάμι

Κολλά πάνω μας στα ρούχα στο πετσί

μπαίνει στα μάτια μας

Προχωράμε με μάτια κλειστά

σκοτάδι η άμμος μας σκεπάζει

Βουλιάζει όποιος πάει αντίκρυ της

όλοι βουλιάζουμε έντρομοι

μπρος στην αδυσώπητη ροή της

Σαρώνει τα πάντα ανελέητα

όταν λυσσομανάει ο αγέρας

Μόνο οι νεκροί κείτονται ατάραχοι

η μανιασμένη άμμος δεν τους νοιάζει

τι είχαν και τι έχασαν τάχα οι νεκροί

Βουλιάζει όποιος πάει αντίκρυ της

όλοι βουλιάζουμε έντρομοι



Τα ποιήματα της νέας αυτής συλλογής πατούν σε έναν τόπο όλο ξενιτιά, με το ποιητικό υποκείμενο αλλά και τα άλλα πρόσωπα που μιλούν μέσα στους στίχους να αγωνιούν να στηρίξουν το είναι τους σε έδαφος απροσδιόριστο και διαρκώς μετακινούμενο, όπως και οι ίδιοι. Κανένας δεν ξεφεύγει από την προσχεδιασμένη αυτή συνθήκη. Ένας κόσμος που ταξιδεύει, πρόσφυγας ή μετανάστης, εδώ και αιώνες και δεν λέει να σταματήσει αυτή την περιπλάνησή του. Κι όσο γύρω θα μαίνονται πόλεμοι, όσο αβέβαιες και απάνθρωπες καταστάσεις θα απειλούν την ασφαλή ζωή, τόσο οι ξεριζωμοί, βίαιοι κι αιφνίδιοι πλέον, αναγκαστικοί και ασαφείς ως προς τον τελικό τους προορισμό, θα επιβεβαιώνουν τους παντοδύναμους μηχανισμούς εξόντωσης. Τι έχεις να αντιπαραθέσεις σε μια τόσο καλοκουρδισμένη μηχανή καταστροφής; Οι στίχοι του Μπόρχες, που η ποιήτρια παραθέτει ως προμετωπίδα των ποιημάτων της, δείχνουν το τι και το πώς:

«Δε θα ’ναι νερό, θα είναι μέλι, η τελευταία

σταγόνα της κλεψύδρας. Θα τη δούμε

καθώς θα στάζει λάμποντας μες στο σκοτάδι

μα μέσα της θα περικλείονται όλες εκείνες οι έξοχες δωρεές

που Κάτι ή Κάποιος χάρισε στον πρωτόπλαστο Αδάμ:

η αγάπη του ενός για τον άλλον, το άρωμά σου,

ο μηχανισμός της κατανόησης του σύμπαντος»



«Η κλεψύδρα», Χόρχε Λουίς Μπόρχες,

Ποιήματα, 2006, Ελληνικά Γράμματα,

μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης





Είναι τότε που αναζητάς τον δικό σου μηχανισμό για την αποκρυπτογράφηση του κόσμου, τότε που ανασύρεις από τα καλά φυλαγμένα μέσα σου όσα πολύτιμα και απολύτως κωδικοποιημένα γενιά τη γενιά έχουν κατασταλάξει τη σημασία τους. Λέξεις, κώδικες επικοινωνίας και επαφής. Σχήματα λόγου που εκπέμπονται για να ενώσουν τους ανθρώπους, ρήματα και ουσιαστικά που δένουν σε προτάσεις λεκτικές και μεταλλάσσονται έπειτα σε προτάσεις ζωής. Ναι, η γλώσσα της επικοινωνίας είναι μια γέφυρα που ενώνει και διασώζει τους ανθρώπους και τον επιθυμητό γι’ αυτούς κόσμο. Όμως η ποιήτρια δεν αισιοδοξεί. Οι λέξεις λιγοστεύουν, θα μας πει και θα τιτλοφορήσει έτσι και τη συλλογή των ποιημάτων της, δίνοντας την εστίαση της οπτικής της. Σαν οι λέξεις να μην είναι πλέον ικανές να καλύψουν τις ανάγκες επικοινωνίας. Πώς να μιλήσεις, όταν αγνοείς τον κώδικα, όταν οι λέξεις χάνουν το νόημά τους ή ακόμα χειρότερα όταν η σκληρότητα του τοπίου τις καθιστά άφωνες και άηχες;



Λιγοστεύουν οι λέξεις

Μουδιασμένες

λιώνουν στο στόμα

χάπι πικρό

Κόμπος στο λαιμό

με πνίγουν

Τελειωμένα λόγια οι λέξεις

Ακατάληπτα

μουρμουρητά και κραυγές

ανακούρκουδα καθισμένα

κουνιούνται πέρα δώθε

Θρηνούν

Θρήνος που λέξεις δεν γίνεται

Φρίκη που δεν τη φτάνουν λέξεις



Τότε οι ίδιοι οι άνθρωποι ενσαρκώνονται τον κώδικα, φορούν πάνω τους τα σημάδια, μιλούν ή κραυγάζουν την παρουσία τους μέσα σε ξένους τόπους ή σε τόπους που είναι γι’ αυτούς πια σαν ξένοι. Δείχνουν το δίκιο τους με τα ίχνη του ξεριζωμού πάνω τους, με τα λιγοστά τους διασωθέντα αποκτήματα, που περιφέρουν μαζί τους σαν στέγη και σπίτι και πατρίδα, άνθρωποι φερέοικοι.



Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ

Είμαι το σπίτι μου λιτό κι απέριττο

Συμμετρικό και σταθερό παλεύω να ’μια

κι ας είναι τα μπαλκόνια μου μικρά

κι ας έχω τα θεμέλια προς τα μέσα

Με ξαναχτίζω μ’ επανατοποθετώ

πατρίδα μου και σπίτι μου εγώ

κι αναζητώ γωνιές όπου δέντρα φύονται

γωνιές με γαλανό ουρανό

γαλήνια να μ’ αγκαλιάζουν

Μια τσάντα σπίτι είμαι

και τα χερούλια μου κρατώ σφιχτά μες στην καρδιά

Φέτες σχιστόλιθοι α-συνέχειες

φλόγες ζωσμένες βίαια έσκαψαν

κι έκοψαν

Πολλά τα ξεριζώματα

ολοκληρωτικά απειλούν να με συνθλίψουν

Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ





Πλάνητες, περιπλανώμενοι, ανέστιοι. Πολλά τα ξεριζώματα, και πού να σταθείς να πεις εδώ είναι η πατρίδα; Μα, κι αν κάποτε γυρίσεις, θα είναι μόνο για θάνατο, όχι για ζωή. Τη ζωή την ξόδεψες στα ξένα μέρη, που ποτέ δεν πρόφτασαν να σου γίνουν πατρίδα.

Κάποτε σαν άσωτος επέστρεψε

στύλωσε σπίτι όχι για να ζήσει

για να πεθάνει είπε






Η ποιήτρια απέναντι στον πλάνητα κατατρεγμένο κι αποδιωγμένο από τον τόπο του βάζει αντίβαρο τις πλέον γερές ρίζες, τις βαθιές των δέντρων, και μιλά γι’ αυτές σε διάσπαρτους  στίχους ή τους αφιερώνει ολόκληρα ποιήματα. Θα εξομοιώσει τους ανθρώπους με τους τόπους για να πει πως έναν κοινό ξεριζωμό κραυγάζουν, απελπισμένοι φυγάδες, οι άνθρωποι, η φύση, τα πράγματα, οι έννοιες που όλα αυτά τα συγκροτούν και τα ενώνουν σε μιαν αδιάσπαστη συνέχεια.



Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας

Πρόσφυγες οι γονείς

μετανάστες εσωτερικοί μετά

άπλωσαν μέσα τους ρίζες κομμένες

Ξεριζωμένα δέντρα δυο φορές κι εμείς

ας ριζώθηκαν στο έρμα μας πατρίδες

Και τώρα των παιδιών μας η σειρά

ξεριζωμένα δέντρα να πορεύεται

Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας



Και αλλού θα δει το δέντρο, με όλη τη σοφία και τη γνώση του, να συνομιλεί μαζί της για να μοιραστούν τη συμφορά που πλησιάζει.



Σήμερα στωικά μου μίλησε για φονικές μάσκες

πληθαίνουν ψιθύρισε κοίτα πώς έρχονται

κι έδειξε κατά πέρα



Έτσι τα δέντρα μπορεί είναι αυτά που δεν έφυγαν, δεν ξεριζώθηκαν από τους ερημωμένους πια τόπους, κι έμειναν εκεί σημάδια τραγικά να βιώνουν την απουσία των ανθρώπων προλέγοντας το τέλος τους.



Η ποίηση αυτή, λοιπόν, δεν ανοίγει πουθενά στο φως, στην ελπίδα; Η σύμπραξη των ποιητών εδώ θα δώσει το ελάχιστο φως που χρειάζεται για να συνεχίσει αυτή η μακρά πορεία. Θα θυμηθεί η ποιήτρια τον άλλον ποιητή, και θα πει κι αυτή πως αν είμαστε από καλή γενιά, θα το δείξουμε γυρνώντας προς τα πίσω τη μνήμη, να ανασύρουμε ό,τι ακόμα δεν έχει σβήσει από τις ραψωδίες του παππού, το αρχαίο νόημα των λέξεων (πάλι οι λέξεις, γιατί αυτές δεν χάνονται ποτέ, μόνο ξεχνιούνται), κι έτσι:



Σε πέντε θάλασσες σχεδίες καλοτάξιδες

ν’ αναζητήσουμε Ιθάκες να ονειρευτούμε

να τις επινοήσουμε αν χρειαστεί



Αυτή η επινόηση, η γεννημένη από την ανάγκη, είναι η πιο ουσιαστική λέξη/πρόταση ζωής. Τουλάχιστον με τον ποιητικό της τρόπο η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη άνοιξε λίγο τη χαραμάδα την αθέατη. Οι λέξεις λιγοστεύουν, ωστόσο κάποιες ακόμα μπορούν να επωμιστούν το έργο της συνέχειας.



Στο πολύ εύγλωττο εξώφυλλο της συλλογής το έργο του Κωνσταντίνου Ξενάκη Codehomme. Ο κώδικας και ο άνθρωπος σε δημιουργική συνύπαρξη. Και η Ποίηση να δίνει τη δική της πολύτιμη αρωγή.



Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου