Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017


Μια τυχαία Ιφιγένεια

της Χρυσοξένης Προκοπάκη

εκδόσεις Στίξις
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό  Fractal http://fractalart.gr/mia-tyxaia-ifigeneia/)






ένα ευφυές παιχνίδι της γραφής

Η σχέση ανάμεσα στον  δημιουργό και το έργο του είναι πάντοτε πολυσχιδής, καθόλου απλή και συνήθως απρόσμενη. Αυτό το γνωρίζουν όσοι καταγίνονται σοβαρά με τη γραφή. Η «κατασκευή» εκ του μη όντος ενός ήρωα (ακόμη και αν έχει -που συνήθως έχει- ένα αληθινό, υπαρκτό πρόσωπο ως πρότυπο) αποδεικνύεται εξαιρετικά επίπονη, φορτισμένη με γερές δόσεις αμφιβολίας για το αληθοφανές του χαρακτήρα, και τελικά δοκιμάζει τον συγγραφέα και τις δημιουργικές του αντοχές. Η «συνομιλία» του με τον ήρωά του ανιχνεύεται μέσα στο κείμενο, όσο κι αν τεχνηέντως κατορθώνει να κρύψει την εσωτερική σύνδεση μαζί του. Ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι όταν (σπανίως βέβαια) αποφασίζει ο συγγραφέας να αποκαλύψει τον δικό του ρόλο, όχι μόνο τον συγγραφικό ή σκηνοθετικό πίσω από τους χαρακτήρες του έργου του, και να εισχωρήσει ως εμβόλιμος ήρωας δίπλα τους. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε εδώ, σ’ αυτή την εξαιρετική στην πολυσημία της Τυχαία Ιφιγένεια.

Η συγγραφέας αποφασίζει να περάσει στην απέναντι όχθη, να εισχωρήσει στις σελίδες του βιβλίου της και να συνομιλήσει με τους ήρωές της. Έχει ρίσκο μια τέτοια πρωτοβουλία; Οπωσδήποτε έχει. Να βάλουμε, όμως, τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Το έργο από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του δημιουργού του (και δεν εννοείται εδώ μόνον η συγγραφή) έτσι κι αλλιώς παύει να του ανήκει.  Είναι πλέον αποδεσμευμένο και ελεύθερο να συνομιλήσει με όποιον θα επιθυμούσε τη μαγική αυτή συνάντηση. Έτσι θεωρείται ανοιχτό σε όποια ερμηνεία, σε όποια αναθεώρηση του περιεχομένου του, καθόσον ο νέος αποδέκτης βλέπει αυτά που θέλει και αυτά που μπορεί να εννοήσει. Το στοιχειώδες είναι αυτό, και θα έπρεπε να το γνωρίζουν -για να επιστρέψουμε στα της συγγραφής- όλοι όσοι συχνά απογοητεύονται, γιατί οι αναγνώστες τους δεν συνέπεσαν με τη δική τους αρχική εκδοχή. Ας πάμε όμως πιο πέρα από αυτά τα αυτονόητα, γιατί προς τα εκεί μας κατευθύνει η συγκεκριμένη συγγραφέας. Τα παραπάνω αφορούν τους εν δυνάμει αναγνώστες/αναθεωρητές του έργου. Το ίδιο το έργο, όμως, οι ήρωες της ιστορίας του μπορούν να έχουν  και αυτοί προσωπική άποψη; Το έργο και οι ήρωες έχουν μια εγγενή ικανότητα (αντλημένη από τα ανερμήνευτα με τη λογική θαυμαστά της γραφής) να προκαλούν τον δημιουργό τους, να εκπλήσσουν με τη διάθεση αυτονόμησής τους αυτόν που τους δημιούργησε με τη φαντασία του. Είναι τότε που μπορούμε να μιλάμε για την καλή λογοτεχνία, να αναγνωρίζουμε στα βιβλία τον εμπνευσμένο γραφιά, που αφήνεται να τον οδηγήσει μια σχεδόν αυτόματη γραφή σε χώρο πρωτόγνωρο. Έτσι εννοείται και η αυθεντική δημιουργία. Ο συγγραφέας δεν είναι μόνον ένας καλός τεχνίτης του λόγου, είναι και αυτός που θα ανασύρει στην  επιφάνεια  τοπία που υπομονετικά αναμένουν τη γέννησή τους.

Κι ας έρθουμε στο ρίσκο. Ένας ήρωας αφημένος ελεύθερος να δημιουργήσει ο ίδιος τον χώρο του, την πλοκή και το σκηνικό για να αποκτήσει μέσα τους σώμα και υπόσταση, να γίνει αληθοφανής ως χαρακτήρας και ζωντανός οργανισμός, έρχεται αντιμέτωπος με την αρχική ιδέα του γεννήτορά του, του συγγραφέα. Όσο περισσότερο αποκτά αληθινή υπόσταση, τόσο διεκδικεί τη δυνατότητα να φτιάξει τη ζωή του όπως θα την ήθελε, ανατρέποντας όμως έτσι  τη διανομή των ρόλων. Ο συγγραφέας έχει την πατρότητα του σεναρίου και τη σκηνοθετική μπαγκέτα στα χέρια του, ωστόσο, την ώρα της παράστασης ο υποκριτής θα διαχωρίσει τη θέση του. Θεατρικό το σκηνικό; Ναι, γιατί ίσως μόνο αυτό μπορεί να αποδώσει καλύτερα τον αυθορμητισμό της στιγμής και το θάρρος (ή και το θράσος) της πρωτοβουλίας. Με τον τρόπο αυτόν καταργείται η παντοδυναμία ενός παντογνώστη αφηγητή, κονιορτοποιείται η οποιαδήποτε θεωρία γύρω από τις επιλογές της εστίασης, στην ουσία ξαναγράφεται μια Θεωρία Λογοτεχνίας. Ενδιαφέρον.

Η Προκοπάκη έχει φτιάξει μια ιστορία γύρω από μια τυχαία, όπως την ονομάζει, Ιφιγένεια, η οποία αμφισβητεί το τυχαίο του προσώπου της. Κυρίως αρνείται να είναι τυχάρπαστη και έρμαιο στα χέρια της δημιουργού της. Είναι άλλωστε, για να ετυμολογήσουμε το όνομά της, από καλή και δυνατή γενιά. Η όποια όμως πλοκή γύρω απ’ αυτήν την ηρωίδα έρχεται κατ’ ανάγκη σε δεύτερη μοίρα, γιατί το πιο ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή είναι η… ανατροπή της. Η συγγραφέας θα επιδιώξει τη συνάντηση μαζί της. Πώς να την ονομάσουμε τώρα αυτή τη συνάντηση; Εξωκειμενική; Μα, εντάσσεται κατά περίεργο τρόπο στην πλοκή, εφόσον προκαλεί την αλλαγή της πορείας. Η Ιφιγένεια διαμαρτύρεται όχι μόνο για την πλοκή αλλά ακόμη και για τη γέννησή της ως μυθοπλαστική περσόνα.

«Ποιος σου είπε ότι εγώ ήθελα να υπάρξω; Αν δεν είχες τι να κάνεις στη ζωή σου, ας ασχολιόσουν με το κέντημα, την ορειβασία ή την κηπουρική. Μ’ έκανες πιόνι σου, μόνο και μόνο για να γράψεις το βιβλίο σου. Και δεν μου δίνεις και καμιά προοπτική, να ελπίζω έστω σε κάτι.[…]»

Με τον ίδιο τρόπο θα βγάλει η συγγραφέας και τους υπόλοιπους ήρωες από το χάρτινο περίβλημά τους και θα τους βάλει απέναντί της να διεκδικήσουν τη δική τους μερίδα στη ζωή, την αληθινή(;). Έτσι, θα διαμορφώνεται η ιστορία εν μέρει όπως θα ήθελε η συγγραφέας, εν μέρει όπως εκβιαστικά (με την επισήμανση της επαπειλούμενης συναισθηματικής τους ανισορροπίας) θα ήθελαν οι ήρωες. Ποιος θα νικήσει τελικά;

Η Προκοπάκη έχει στήσει ένα πρωτότυπο παιχνίδι γύρω από τη γραφή, ευφυές και εύστοχο. Η Ιφιγένεια, ο Ιππόλυτος, ο Μάνος, η Μυρτώ, η Νίνα, η Ιζαμπέλ, είναι πρόσωπα κάτω από την κυρίαρχη συνείδηση της συγγραφέως, που μας εξαπατά δείχνοντας πως οι ήρωες τάχα κερδίζουν το παιχνίδι. Φαίνεται να αντιπαλεύουν τη Μοίρα που τους καθόρισε ως πρόσωπα και όχι ως ήρωες μυθοπλασίας, την ίδια ώρα όμως που χαράσσουν τάχα αυτοβούλως τη ζωή τους, άλλος κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο.   Ένα παιχνίδι - παγίδα για τους ίδιους. Πώς να ξεφύγουν από την άκρη της γραφίδας που τους χαράσσει στο χαρτί; Όσο και να αυτονομηθούν, το πολύ να φθάσουν ως το περιθώριο των σελίδων. Από κει και πέρα ανοίγεται ως πιθανότητα η πτώση τους ή εναλλακτικά η επιστροφή τους στην ασφάλεια της φαντασίας του δημιουργού τους.

«Δεν είμαι πια σίγουρη αν υπήρξε και ποτέ αυτός ο άνθρωπος» μου λέει αναφερόμενη στον Ιππόλυτο. «Ναι, μάλλον δεν  υπήρξε. Κανείς δεν υπήρξε, Ιφιγένεια» της απαντώ.

Το σημαντικό, όμως, είναι ότι με το παιχνίδι αυτό η Προκοπάκη άνοιξε μια πολύ ενδιαφέρουσα χαραμάδα στο εργαστήρι της γραφής, και μας έδειξε τις διεργασίες στο μυαλό του συγγραφέα. Στο παραπάνω απόσπασμα  ας θεωρήσουμε σημαντικότερη λέξη απ’ όλες τη λέξη μάλλον. Είναι η στιγμή που η ίδια η δημιουργός αμφιβάλλει για τη σωματική υπόσταση των ηρώων της. Υπάρχουν άραγε ή είναι όλοι αποκυήματα της φαντασίας της;

Ας πάμε, όμως, και παραπέρα. Η διακειμενικότητα έχει στη γραφή αυτή σημαντική θέση, μια που υπογραμμίζει τις συναισθηματικές καταστάσεις και τις νοητικές διεργασίες των ηρώων αλλά και της συγγραφέως. Επιλέγω από αυτές τις μνείες την αναφορά στον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ. Θεωρώ πως είναι η σημαντικότερη αναφορά, περισσότερο από τις άλλες του Καβάφη (Σατραπεία, Όσο μπορείς), γιατί εκείνες αφορούν τους επινοημένους ήρωες, έστω μέσα στο δισυπόστατο της φύσης τους, να είναι δηλαδή ταυτόχρονα και μέσα στο βιβλίο και έξω απ’ αυτό. Ο Ξένος, όμως, αφορά την ίδια τη γραφή κατά άμεσο τρόπο. Στον Ξένο έχουμε εφαρμογή της θεωρίας του παραλόγου. Ο ήρωας βιώνει την παράλογη συνύπαρξη του εαυτού του και του κόσμου, με τον παραλογισμό να μην εντοπίζεται ούτε στον ίδιο τον άνθρωπο αλλά ούτε και στο σύμπαν που, φυσικά, αδιαφορεί. Ο άνθρωπος ρωτά και το σύμπαν σιωπά. Πού θα βρει τα όρια αυτής της παράλογης επικοινωνίας;  Έρμαιο, λοιπόν, στα δίχτυα ποιου; Αν ο ίδιος δεν μπορεί να κινήσει τα νήματα της ζωής του, τότε ποιος τα κινεί; Συμφιλιώνεται με τη μοίρα του, μένει απαθής;

Ο Ιππόλυτος […] φοβάται όλα τα στερημένα άλφα της ζωής του. η α-πραξία τελικά δεν παγώνει το χρόνο, όπως πίστευε, και η α-πάθειά του τον μεταμορφώνει σ’ έναν Μερσώ που δεν ζητάει οίκτο από κανέναν. Ίσα ίσα επιδιώκει τις κραυγές μίσους των θεατών την ημέρα της εκτέλεσής του. Και παραμένει αυτός που δεν συγκινείται, ο ανεπηρέαστος από πάθη, ο απαθής ήρωας μιας ιστορίας που σύντομα θα τελειώσει.  […] Τι ήταν τελικά δικό του; Ποιες στιγμές του ανήκαν; Αν σωθεί ο ήρωάς μου, έχω κι εγώ ελπίδες· αν όχι, είμαι κι εγώ καταδικασμένος, σκέφτεται.

Μέσα από την παραλληλία με το κείμενο του Καμύ διαφαίνεται η απορία: ποιος επιτέλους διαμορφώνει τη ζωή; Πόσο μπορούμε να παρέμβουμε; Το παιχνίδι, που καθοδηγεί κατά τη βούληση της η συγγραφέας, αφορά μόνον τη γραφή ή μας οδηγεί και πιο πέρα; Ένα παιχνίδι ζωής ίσως; Και τότε, ποιος παίζει μαζί μας, ποιος μας εμπαίζει; Η λογοτεχνία, ας μην το λησμονούμε, αποτελεί η ίδια ένα παιχνίδι με την αληθινή ζωή. Είναι μια άλλη όψη της, και εύκολα συγχέεται μέσα της το πρόσωπο με το προσωπείο.


Πρόκειται για ένα βιβλίο που οπωσδήποτε διαβάζεται με δύο διαφορετικές αναγνώσεις. Η μία αφορά την ιστορία, που γύρω της γράφεται μια ενδιαφέρουσα πλοκή. Όμως δεν είναι αυτό που κάνει το βιβλίο τόσο ξεχωριστό. Η δεύτερη ανάγνωση, αυτή στην οποία θαρρώ μας οδηγεί ασφαλέστατα η συγγραφέας και αφορά την ανατομία της γραφής, είναι και η πλέον αξιοπρόσεκτη. Αν σκόπιμα μας ανοίγει αυτό το παράθυρο ανάγνωσης, τότε αληθινά θα πρέπει να αισιοδοξούμε για το μέλλον της σύγχρονης πεζογραφίας. Κατορθώνει παράλληλα με την αφηγούμενη ιστορία να στρέψει το ενδιαφέρον σ’ αυτή την ίδια τη γραφή και τα μυστήρια που φέρει μέσα της. Αυτό, για να μη θεωρούμε πως η συγγραφή ενός βιβλίου μπορεί ποτέ να είναι εύκολη υπόθεση. Έχει απαιτήσεις που προχωρούν πολύ πιο πέρα από τη γνωστική αρματωσιά του γράφοντος και την ικανότητά του στη δημιουργία μια μυθοπλασίας. Εδώ, σ’ αυτό το βιβλίο η μυθοπλασία ήταν απλώς το πρόσχημα για τα άλλα, τα σπουδαιότερα, που θα ανακαλύψει ο προσεκτικός αναγνώστης μέσα του.


   Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου