Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Τά μηνύματα
(διήγημα)
 π. Σταύρου Τρικαλιώτη



Ἕνα ἀλλόκοτο φθινοπωρινό πρωινό ξημέρωσε  σ᾽ ἕνα  μικρό ἀκριτικό νησί. Ἕνας πρώην ναυτικός ἀναμένει τό  πολύτιμο μήνυμα. Καλό ἤ κακό, οὔτε κι ὁ ἴδιος γνωρίζει. Τό καλοκαίρι τό λουσμένο στό ἄπλετο φῶς, μέ τίς ὄμορφες, ξένοιαστες καί ζεστές μέρες του, πέρασε ἀνεπιστρεπτί.
    Τά πρωτοβρόχια ἔκαναν αἰφνιδιαστικά τήν ἐμφάνισή τους. Ἀπό τά βαθιά χαράματα ἔχει ἀρχίσει νά πέφτει ἕνα μονότονο ψιλόβροχο, πού δέν λέει νά σταματήσει.  Οἱ νησιῶτες παρατηροῦν μέσα ἀπό τά παραθύρια τους μιά ἐλαφριά θαλασσοταραχή πού σηκώθηκε γύρω στό  τό μεσημεράκι. Ἴσως νά ᾽ναι τό  προμήνυμα μιᾶς ἀναμενόμενης κακοκαιρίας. Οἱ παλαιότεροι ἔχουν ἐπιστρατεύσει τήν πείρα τους καί προβαίνουν σέ μετεωρολογικές προβλέψεις. Οἱ περισσότεροι συμφωνοῦν ὅτι ὁ καιρός σταδιακά θά ἐπιδεινωθεῖ.
  Τά βουνά τά ἔκρυψε ἡ καταχνιά καί οὔτε πού τά διακρίνεις. Ἤδη ἕνα ἐλαφρό ἀεράκι ἔφερε μιά ψυχρούλα. Ἡ θερμοκρασία κατέβηκε πέντε βαθμούς Κελσίου. Ἤρθανε, λέει, κρύες μάζες ἀέρος ἀπό τήν Οὐκρανία. Γιά φαντάσου, ἀπό τήν Οὐκρανία!  Οἱ γριές ἐγκατέλειψαν  τίς αὐλές καί μπῆκαν θορυβημένες στά σπίτια. Ὅλο γιά τόν καιρό τίς ἀκοῦς νά μιλοῦν καί νά ἐκθέτουν κι ἐκεῖνες τίς βαθυστόχαστες γνῶμες τους, πού τίς ἐμπλουτίζουν μέ ὅσα ἀκοῦν στό βραδινό δελτίο καιροῦ.
  Οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἀκολουθοῦν τίς καιρικές μεταβολές. Ἔχασαν τήν καλοκαιρινή τους εὐθυμία καί μελαγχολοῦν κι αὐτές, κάνοντας παρέα στήν γενικότερη κατήφεια τοῦ φθινοπωρινοῦ τοπίου. Μαυρίζει ἡ καρδιά τους, ὅπως μαῦρο εἶναι τό σμῆνος τῶν πουλιῶν πού πετοῦν πάνω ἀπό τήν θάλασσα καί γίνονται ἕνα μέ τά γκριζόμαυρα σύννεφα πού σκέπασαν τόν οὐρανό.
    Πρόωρα ἦρθε φέτος  ὁ χειμώνας στό μικρό μας νησί. Ἡ νύχτα πλησιάζει μέ ἄγριες διαθέσεις. Οὔτε πού καταλάβαμε  τό ἡλιοβασίλεμα σήμερα. Ἕνας αἰφνιδιαστικός  δυνατός ἄνεμος  τ᾽ ἀναστατώνει ὅλα. Οἱ γυναῖκες μέσα στή νυχτιά τρέχουν σάν μαῦρες σιλουέτες νά προστατευτοῦν στά φτωχοκάλυβά τους.
  Τί μονότονη καί βαριά πού εἶναι τούτη ἡ νύχτα, Θεέ μου! Τί ἀπελπισία γεννᾶ μέσα στήν ψυχή μας! Κι αὐτό τό πυκνό σάν κατράμι σκοτάδι, δίχως τήν παρηγοριά τοῦ φεγγαρόφωτου, ἐκσφενδονίζει δυνατές σουβλιές στά σωθικά μας. Μέχρι  καί ὁ ἀέρα μυρίζει ἀπόψε ἀποπνικτικά καί μᾶς ἀπωθεῖ. Παντοῦ «Ἐρημιά» κι «Ἐγκατάλειψη».
   Κανένας δέν κυκλοφορεῖ στά σοκάκια τῆς γραφικῆς  μας πολίχνης. Μόνο τά φῶτα, πού ἄναψαν ἀπό νωρίς στά φτωχικά σπιτάκια τῶν νησιωτῶν, δίνουν ἕναν ἐλάχιστο τόνο αἰσιοδοξίας. Ἡ σκέψη τοῦτες τίς ὧρες ἀγριεύει, χωρίς νά τό καταλάβεις. Μοναδική μας παρηγορία, πού ἁπαλύνει κάπως τήν βαρυθυμία μας, εἶναι οἱ ὄμορφες ἀναμνήσεις περασμένων φθινοπωρινῶν βραδιῶν στό νησί μας. Τά γλυκά ἐκεῖνα φθινόπωρα πού ἔμοιαζαν μέ καλοκαίρι. Τότε πού τά παιδιά ἔπαιζαν μέχρι ἀργά στίς γειτονιές κ οἱ γριές καί οἱ νιές δέν σταμάταγαν τό κουβεντολόι μέχρι ἀργά τό βράδυ.
   Μιά κρυφή ἐλπίδα σιγοκαίει μέσα μας ὅτι θά ξανάρθουν τά ὄμορφα ἐκεῖνα φθινόπωρα. Μέ τό φθινόπωρο, ὅμως,  δέν μπορεῖ νά τά βάλει κανείς. Ποτέ δέν εἶσαι σίγουρος τί θά σοῦ προκύψει. Ὅπως μᾶς λέει καί ὁ Γρηγόρης Ξενόπουλος: «Τό φθινόπωρο εἶναι λιγάκι ὕπουλο. Προσποιεῖται τό καλοκαίρι, ἀλλά κατά βάθος εἶναι χειμώνας».
   Ξημέρωσε, ἐπιτέλους, ἀλλά ὁ ἥλιος δέν λέει ν᾽ἀνατείλει!  Ξύπνησε σήμερα μαχμουρλής. Τί τσιγκούνης! Μέ τό ζόρι ἴσα  ἴσα πού φαίνεται κρυμμένος πίσω ἀπό τόν κατάμαυρο οὐρανό. Πῶς νά θερμάνει τό νεκρικό τοῦτο τοπίο;  Μόνο τά πράσινα βουνά, πού φαίνονται στά δυτικά τοῦ νησιοῦ μας, δίνουν ἕνα τόνο χαρᾶς.
    Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ἐλπίζει. Πρέπει νά ἐλπίζει. Νά ἔχει τή βεβαιότητα ὅτι «θαρθοῦν μηνύματα πολλά καί ὡραῖα».  Μηνύματα πού θά μᾶς χαροποιήσουν καί θά θερμάνουν τίς κρύες μας    καρδιές. Ἤδη αὐτή ἡ πίστη σέ καλύτερες μέρες πού θάρθουν, μᾶς διασώζει ἀπό τόν ψυχικό ὄλεθρο καί μᾶς ζωογονεῖ. Ζοῦμε μέ τό βλέμμα προσηλωμένο στό ὅραμα καλύτερων ἡμερῶν, κατά πώς λέει κι ὁ ποιητής:

Μά πίσω ἀπό τόν ἐφήμερο χειμώνα
Πίσω ἀπό κάθε σύννεφο, τήν πλάση
μυρίζεται ἡ γαλήνη. Ἔρχεται ὁ ἥλιος
καί ζωογονεῖ τήν κτίση, ἐνῶ διαλύεται
κ᾽ ἡ πιό ἄγρια συννεφιά. *

    Πέρασε κι αὐτή ἡ μέρα χωρίς νά τό καταλάβουμε. Δύσκολα, ἀλλά πέρασε. Ἡ μικρή μας πολιτεία βρῆκε τούς  ρυθμούς της θέλοντας καί μή. Ὅπως καί νά τό κάνεις, ἡ ζωή ἔχει τή γλύκα της καί  στή βροχή καί στό κρύο. Ἔχει τίς χάρες της.
   Σέ ὁρισμένα σπιτάκια βιάστηκαν ν᾽ ἀνάψουν τά πρῶτα τζάκια. Οἱ οίκογένειες μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τήν ἑστία καί οἱ γιαγιάδες   ἄρχισαν μέ περίσσεια χαρά νά διηγοῦνται στά ἐγγονάκια τους τίς ὄμορφες παλιές ἱστορίες. Τά μικρά ἀρχίζουν σιγά σιγά νά χασμουριοῦνται καί πᾶνε σάν πουλάκια νά κοιμηθοῦν γλυκά.
   Ἡ μητέρα θά ἀποτελειώνει  τό τελευταῖο συγύρισμα στήν κουζίνα καί ὁ πατέρας, ἀφοῦ ζεστάνει τήν καρδιά του μέ τό τελευταῖο ποτηράκι κρασί, θά παραδοθεῖ στόν εὐεργετικό ὕπνο «εἰς ἀνάπαυσιν τῆς πολυμόχθου σαρκός του». Τελευταία θά πάει γιά ὕπνο καί ἡ μητέρα, ἀφοῦ πρῶτα σκεπάσει καλά καλά τά παιδάκια της  καί τούς δώσει τό βραδινό ἁπαλό φιλί της.
   Ἔξω ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη σιγή. Μόνο ὁ ἀγέρας ἀκούεται πού καί πού καί χτυπάει τά παραθυρόφυλλα, πού ἔχουν ξεχαστεῖ ἀνοιχτά, καθώς  καί τό τσοπανόσκυλο ἀπό τήν  ἀπέναντι στάνη στήν ἄκρια τοῦ χωριοῦ.
    θά ἔρθουν ἄραγε καλύτερες μέρες; Θά φᾶνε γλυκό ψωμί οἱ  φτωχοί φαμελίτες; Θά δώσουν τά σπαρτά τούς καρπούς τους στόν καιρό τους ἤ θά ἔρθει ἕνας βαρύς κι ἐκδικητικός χειμώνας, πού θά τά σαρώσει ὅλα;  «Ὅ,τι εἶναι νά ἔρθει, ἄς ἔρθει, καλοδεχούμενο», συλλογίστηκε ἡ μητέρα κι ἔκανε τόν σταυρό της πρίν κοιμηθεῖ. «Ἔχει ὁ Θεός! Θά τά καταφέρουμε καί πάλι» καί μέ αὐτές τίς σκέψεις παραδόθηκε σέ ἕνα γλυκό κι ἐλαφρύ ὕπνο.
    Ἔξω δέν ἀκούγεται τίποτα. Ὅλα τά φῶτα τοῦ χωριοῦ ἔχουν σβήσει. Μόνο στό σπιτάκι τοῦ κυρ- δάσκαλου, τοῦ Φώτη, ἔχει ἀκόμα φῶς. Τό συνηθίζει τά βράδια νά μένει  μέχρι ἀργά καί νά γράφει. Τί νά γράφει ἄραγε; Ἴσως γιά τούς καημούς, τίς ἐλπίδες καί γιά τά ὄνειρα τῶν ἀνθρώπων τῆς μικρῆς μας πόλης. Ἴσως νά  θυμᾶται αὐτούς πού ἔφυγαν ἀπ᾽τή ζωή ἤ τά παιδιά πού πέρασαν ἀπό τά χέρια του τόσα καί τόσα χρόνια ἤ τήν γυναίκα του, πού κοιμήθηκε νέα στήν κατοχή καί δέν πρόλαβε  νά τοῦ κάνει  παιδιά πού τόσο πολύ λαχταροῦσε.   Ἀπό τότε ἔνιωθε σάν δικά του παιδιά  τά παιδιά ὅλου τοῦ κόσμου.
   Ἄντε κυρ-δάσκαλε.
Πήγαινε κι ἐσύ νά κοιμηθεῖς. Ἄργησες πολύ ἀπόψε πάλι. Σέ παρέσυραν τά γραφτά σου. Οἱ μαθητές σου θά σέ περιμένουν αὔριο καί σέ θέλουν ξεκούραστο.

Καληνύχτα…

π.Σταύρος Τρικαλιώτης

Ἁγία Παρασκευή Ὀκτώβριος 2016

῾Υ. Γ. Τό διήγημα εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τό ποίημα: Τά μηνύματα,  τοῦ Τάκη Παπατσώνη
(Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B», Ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ Ἀθήνα 1988).

*Νικηφόρου Βρεττάκου, Τά ποιήματα, τ. Α´,  σ. 81, ἐκδ. Τρία φύλλα, 1984 , (Τό ταξίδι τοῦ  Ἀρχαγγέλου)

πίνακας: Albert Pinkham Ryder, the spirit of autumn


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου