"Απολλωνία"
της Δέσποινας Καϊτατζή - Χουλιούμη
Καθόταν μόνη της στο κρεβάτι, δίπλα της οι άλλες δεχόταν τα βρέφη τα
έπαιρναν στην αγκαλιά, τα θήλαζαν. Αυτή χωρίς. Το είχαν στην θερμοκοιτίδα της
παιδιατρικής. Την πήγαιναν εκεί καθημερινά να το βλέπει, στη συνέχεια της
επιτράπηκε να του αγγίζει το χέρι και μετά να το θηλάζει με το μπιμπερό. Άρμεγε
το γάλα της με ένα μηχάνημα για να ενεργοποιηθεί ο μαστός της και να τρέφεται
από το γάλα της μόλις μπορέσει. Το βρέφος δεν μπορούσε να θηλάζει ακόμη, μάζευε
το γάλα στον καταψύκτη και αργότερα τάιζε το νεογέννητο με το μπιμπερό ή το
άφηνε στο ψυγείο για τα γεύματα που θα φρόντιζαν οι νοσηλεύτριες. Αυτές οι χαρές ήρθαν μετά ωστόσο. Οι πρώτες
μέρες πέρασαν στη μοναξιά και στην αγωνία επιβίωσης του πρόωρα νεογέννητου
βρέφους της.
Πρώτη φορά, ήταν μετά από ώριμη επιθυμία της να
κάνει παιδί, να γεννήσει. Το είχε πει στον
άνδρα της και το αποφάσισαν. Περίμεναν κι οι δυο τους με χαρά, ήρθε πρόωρα, στην 36η βδομάδα. Ξαφνικά
ενώ περπατούσε με τα τσόκαρα και γλιστρώντας στους πάγους στηριγμένη στο
μπράτσο του -είχαν πρηστεί τα πόδια της και δεν της έμπαινε παπούτσι ή μπότα- ένιωσε
υγρή στο εσώρουχο και στο παντελόνι. Στην αρχή δεν κατάλαβε, μετά όμως άρχισαν
οι οδύνες του τοκετού και ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκαν στη μαιευτική
νυχτιάτικα. Πόνοι φριχτοί στη μέση κυρίως, κράτησαν ώρες ατέλειωτες. Ενώ η
διαστολή είχε ολοκληρωθεί, το έμβρυο κατέβηκε με το πρόσωπο στο πλάι, έπρεπε να
περιμένουν να πάρει τη σωστή θέση. Το καημενούλι, τρεις ώρες με τη θύρα προς την αυτόνομη ζωή
ανοιχτή κι αυτό να περιμένει με το μουτράκι του γυρισμένο στο πλάι, δεν ήταν
έτοιμο ν’ αντιμετωπίσει τον κόσμο. Η μήτρα ανεπαρκής να το κρατήσει λίγο ακόμη.
Και οι πόνοι αφόρητοι. Μόλις που το είδε, ένα ζαρωμένο μελανιασμένο μουτράκι απορημένο
που ριγούσε. Κοριτσάκι, της το βάλανε για λίγο στο στήθος και μετά της το πήραν
το κουκούλωσαν και κατευθείαν στα επείγοντα στο τμήμα νεογνών στην παιδιατρική.
Κι αυτή μόνη ανάμεσα στις άλλες λεχώνες να χαίρονται τα μωρά τους. Μόνη
με την αγωνία αν θα ζήσει το δικό της. Ούτε μωρουδιακά δεν είχε προλάβει να αγοράσει.
Ζήτησε από τον άνδρα της
να της φέρει κάποιο βιβλίο από το σπίτι και κάτι κουβαρίστρες με ένα βελονάκι
που της είχε δώσει η μάνα της το καλοκαίρι στις διακοπές· τη μάθαινε να πλέκει. Όχι δεν
μπορούσε να διαβάσει. Αυτή που δεν άφηνε το βιβλίο απ’ τα χέρια της.
Άρχισε να πειραματίζεται να πλέκει συνταιριάζοντας τα περιορισμένα
χρώματα που διέθετε από τις κουβαρίστρες της μάνας. Έπλεκε, ξήλωνε, αγωνιούσε,
θλίβονταν, θύμωνε, έπλεκε, ξήλωνε, αγωνιούσε, θλίβονταν, θύμωνε. Στο τέλος
έδωσε μορφή στη μικρή αυτοσχέδια κουκλίτσα της. Για κάποιο λόγο την ονόμασε
Απολλωνία ακόμα δεν γνωρίζει γιατί, έτσι της ήρθε..
Έμοιαζε με Ινδιάνα. Κόκκινο σχεδόν φούξια
σώμα, πρόσωπο, κεφάλι, χέρια, πόδια. Ίσια ολόμαυρα μαλλιά σαν σκαντζοχοιράκι, όπως το μωρό. Κι αυτό γεννήθηκε με μεγάλα
κατάμαυρα μαλλιά ανασηκωμένα σαν σκαντζοχοιράκι. Γύρω από τη μέση έβαλε πλουμιστή φούστα με όλα τα υπόλοιπα χρώματα
που διέθετε, πράσινο, πορτοκαλί, θαλασσί. Έπλεκε και κρέμονταν από τα χείλη των
παιδιάτρων. Έπρεπε οπωσδήποτε να κατορθώσει να της δώσει μορφή. Να την
ολοκληρώσει. Έπλεκε λες και ξαναγεννούσε
το μωρό της. Της άρεσε η μικρή της Απολλωνία, τη γαλήνεψε. Απολλωνία, γιατί της ήρθε άραγε το Απολλωνία
ακόμη αναρωτιέται.
(ανέκδοτο)
Δέσποινα Καϊτατζή - Χουλιούμη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου