«Υδράργυρος»
του Νίκου Φιλντίση
εκδόσεις Οδός Πανός
ποίηση επικίνδυνη,
άρα δυνατή
[…]
πριν να μας κάνει χώμα η λήθη
ήρωες θα ’μαστε και φως
για ένα ακόμα παραμύθι
Ο υδράργυρος επηρεάζει την ικανότητα να αισθάνεσαι, να
βλέπεις, να γεύεσαι και να κινείσαι. Γνωστό αυτό. Είναι, λοιπόν, άκρως
επικίνδυνος για τον άνθρωπο. Κάτι με παρακινεί να κάνω τον συνειρμό, και με την
άδεια την αναγνωστική να σχολιάσω τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Νίκου
Φιλντίση. Ποιητικός κίνδυνος υπέροχος. Δεν είναι η ποίηση μια απλή υπόθεση -ποτέ
δεν ήταν- όπως κάθε χώρος ανοιχτός σε θαύματα, γεμάτος εσωτερικές διαδρομές με
απρόβλεπτο τέλος. Εισχωρείς σε τόπους που καιροφυλακτούν να σε αρπάξουν και να
σε κρατήσουν στο εξής δικό τους. Χωρίς εφόδια, χωρίς καβάντζες. Μόνος σου, αφού
στην καλύτερη των περιπτώσεων (με αγαθή συγκυρία δύσκολα κατακτημένη) θα
συντροφευτείς από τον αναγνώστη, αυτόν τον άλλο μοναχικό.
Οι στίχοι του Νίκου Φιλντίση αντικρίζουν τον αναγνώστη τους
απογυμνωμένοι από κάθε τι που θα έμπαινε εμπόδιο στην απρόσκοπτη επικοινωνία.
Με το ελάχιστο δυνατό των σημείων στίξης, με την τελεία μόνο όταν είναι
απαραίτητη, με ιδιότυπη χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων. Σαν να θέλει να αφήσει
το ποίημα χωρίς να δείχνει με τον τρόπο τον γνωστό την παύση, το λαχάνιασμα,
την απορία. Έτσι, αυτός που δεν προσπέρασε, να απλώνει τα δικά του
σημάδια. Εδώ ένα επιφώνημα, εκεί μια
σιωπή, και να ακουμπά βουβά το χέρι του στο οδυνηρό τέλος. Ένα ποίημα
ακαθοδήγητο. Μου αρέσει αυτή η εκδοχή της γραφής, ιδίως επειδή προέρχεται ως
πρόταση από έναν νέο ποιητή, που έτσι δηλώνει απρόσβλητος από των παλαιότερων
τους τρόπους. Και είναι αλήθεια ότι η ποίησή του δεν θυμίζει κάτι, είναι μια
νέα γραφή πολύ ενδιαφέρουσα.
Σκέφτομαι πως, αν γινόταν από ένα και μόνον ποίημα να κριθεί
μια ποιητική συλλογή, θα έπρεπε αυτό να είναι μια ποιητική πρόταση πλήρης -
πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Και όμως, διαβάζω ξανά και ξανά το παρακάτω ποίημα
(μπαίνω στον πειρασμό να το παραθέσω ολόκληρο, μήπως και αποσπώντας ένα κομμάτι
του χαθεί η συνολική αίσθηση που δημιουργεί) και λέω πως σπανίως αυτό
επιτυγχάνεται. Ίσως τότε να μπορούμε να μιλήσουμε για μια ξεχωριστή παρουσία
στα ποιητικά πράγματα.
Ήρθε και η Παρασκευή / με τις ψυχές να σπρώχνουν μπρος στ’ αμπάρια του
Άδη / πενήντα μέρες από την Ανάσταση του Χριστού. / Κόσμος πολύς και αγαπημένος
κρεμάστηκε / την μέρα εκείνη / απάνω από τα ξεματισμένα μαρμαρόφυλλα / της
Μεγάλης Πόλης / να βλέπει. / Οι γυναίκες μαυροντυμένες / μούσκεμα στον ιδρώτα,
κράταγαν παρασόλια / κάτω από τον ανηλεή ήλιο / και οι άντρες πάλι / ’βαζαν το
λάδι / ν’ ανάψουν τα από καιρό σβησμένα καντήλια. / Βρέχανε κάπου κάπου και τις
παλάμες με κρύο νερό / από την διπλανή σκουριασμένη βρύση / κάπως να
δροσερέψουν στο μέτωπο και στα μάγουλα. / Παραπέρα παιδιά, / είχανε να κλωτσάνε
ένα αδειανό κατρούτσι, / θυμιατίζοντας αβάσταχτη κιτρινιά / κι οι γριές / μ’
ένα κρόταλο / τζάμι τετράγωνο / τα μουρμούριζαν / μη σκονίζουν τα καλά
παπούτσια. / Και όλοι μαζί / περίμεναν τον παπά να περάσει / τα τύμβια / να
’ρθει και από το δικό τους / ν’ αγιάσει. / Και όταν πια ζύγωνε, / μουρμούριζε
κάτι ευχές / λαχανιάσματα / και ένα καθαρό / «αιωνία» / και / «η μνήμη» / στο
τέλος ν’ αρκεί για κάθε ψυχή. / Τότε μια
μάνα έσκυψε να του φιλήσει το χέρι / και ένα νόμισμα σφήνωσε στη χούφτα αλλά /
κανείς δεν πρόφτασε να δει / πόσο βαθιά πάει το χρέος / στην αχόρταγη γη. /
Φαίνεται ήδη / όλοι είχαν ζωθεί την ανυπόφορη θλίψη / να τους σπαθίζει / έτσι
χαράμι που κατάντησαν. / Και λόγια πια δε βγαίνανε / μόνον νέκρα κάπνιζε στα
κούφια στόματά τους. / Θολή παρέα στο κέρμα / για λίγο που ’παιξε γύρω απ’ την
γλώσσα / και που ’γινε τόσο βαρύ / όσο που γίνηκε σκοτάδι.
(Πελοπόννησος)
Η ποίηση εδώ κατορθώνει να δώσει όχι μόνο την εικόνα (που κι
αυτό λίγο δεν είναι) αλλά την αίσθηση της επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο
κόσμους, τούτον εδώ και τον επέκεινα, που μοιάζει να τους χωρίζει μια χούφτα
γης, αλλά που όλο και κάποιοι προφταίνουν να τον γεφυρώσουν σαν πανάρχαιο
χρέος. Όλο αυτό ξαφνιάζεσαι να ξέρεις ότι ξεκινά από τη θέα που ένας νεαρός
ποιητής έχει για τα μυστικά περάσματα. Βέβαια τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ο
Φιλντίσης ήδη από το 2012 είχε προταθεί για το βραβείο «Γιάννης Βαρβέρης», που
δίνεται σε πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή. Και κάποια από τα ποιήματα του Υδράργυρου
γράφτηκαν από τότε.
Στα πιο σύντομα ποιήματα εντοπίζεται μια θέση συνοπτικά
δοσμένη, με τη λιτότητα των λέξεων και την ολιγαριθμία τους να μη στερεί τίποτα
από ένα πλήρες νόημα.
μην νουθετείτε τους νέους
Να συνετιστούν
Να σοφέψουν
αφού τι σόι νιότη θα ’χουν
ρέστα
αν την ξοδέψουν
σε γεράματα
(Θερμή παράκληση)
Πόσο δένει αρμονικά αυτή η φρέσκια γραφή με εκείνο το σοφό (και εξίσου
προκλητικό) του Ελύτη από τα «Ανοιχτά χαρτιά»:
Η αίγλη της νεότητας είναι ως ένα σημείο, αίγλη του σφάλματος.
Ζηλιάρηδες γέροι που όλα σας τα ’χετε προβλέψει. Δε θα ’ρθει ποτέ το αηδόνι να
λαλήσει πάνω στη σωφροσύνη σας. Μωρέ δε θα ’ρθει, δε θα ’ρθει.
Οι αληθινοί ποιητές είναι φτιαγμένοι από το γερό υλικό της πρόκλησης. Γεννούν το
σάστισμα, αρχή της σκέψης και της δημιουργίας. Έτσι ανακυκλώνεται η ιδέα, περνά
στον αναγνώστη και πάλι πίσω στον ποιητή. Διαρκής σχέση διαλεκτική. Ή αλλιώς,
μια ευτυχής συγκυρία.
είναι μαρτύριο
της πτώσης η υποψία
ελπίδα δε γεννάει καμία
η υποψία ενέχει αναμονή
η επιμονή παραμονή
χρόνου αορίστου
έμμονη παρακμή να ισορροπεί
κι απύθμενη χαράδρα
της αβύσσου
(άτιτλος)
Μπορεί και όλα τα παραπάνω. Περισσότερο ίσως η γνώση ότι αφήνεσαι στην
ποίηση για να πει τα πιο σπουδαία, συγχρόνως τα πιο δυνατά και τα πιο
επικίνδυνα. Η ενασχόληση με τον ποιητικό λόγο συνιστά μια καταβύθιση, που ποτέ
δεν γνωρίζεις πότε θα αγγίξει τον πυθμένα. Και από κει, τίποτα δεν μπαίνει στον
κόπο να σου πει αν θα καταφέρεις να αναδυθείς πάλι στην επιφάνεια. Άλλωστε ο Υδράργυρος
του τίτλου επιμένει για την επικινδυνότητα του εγχειρήματος. Ο Νίκος Φιλντίσης,
με τη σοβαρότητα του ποιητικού του λόγου και με τον ειλικρινή τρόπο με τον
οποίο προσεγγίζει τη γραφή, δείχνει να
έχει επίγνωση του κινδύνου. Γι’ αυτό και η ποίησή του είναι αναμφίβολα δυνατή.
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/ydrargyros/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου