Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Γιώργος Χειμωνάς

«Αγάπη σαν ακολασία»

Επιλογή αποσπασμάτων – Εισαγωγή

Αργύρης Παλούκας

Εκδόσεις Κριτική




«Η μυστική επικοινωνία των τριών»

Διαβάζω από τον Λίνο Πολίτη (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ.) την ολιγόλογη άποψή του για τον Γιώργο Χειμωνά: […]τα γραπτά του διερευνούν ψυχαναλυτικά τις εσωτερικές πτυχές της συνείδησης και διακρίνονται για τη νεωτερική τους γραφή καθώς και για πολλά δάνεια στοιχεία από το αντιμυθιστόρημα, όπως π.χ. την επίπεδη γραφή ή την έλλειψη διαλόγων. Ένας συγγραφέας που δε διαβάζεται εύκολα.

Τι ακριβώς σημαίνει αυτό το δε διαβάζεται εύκολα; Σκέφτομαι πόσο αποτρεπτικό μπορεί να είναι ένα σχόλιο τέτοιου είδους για τον αναγνώστη που θα ήθελε να προσεγγίσει τον λόγο του μέγιστου αυτού δημιουργού. Γιατί τη δυσκολία στο διάβασμα  κάποιοι θα την αντιμετώπιζαν και ως κίνητρο (φοβούμαι λίγοι αυτοί) αλλά οι περισσότεροι ως ξεκάθαρο αντικίνητρο, στον αντίποδα της ανέξοδης και επιπόλαιης ίσως ανάγνωσης βιβλίων. Μόνο που τα αναγνώσματα που ξεχωρίζουν μέσα στην πληθώρα της εκδοτικής προσφοράς είναι αυτά τα απαιτητικά που απευθύνονται στον σκεπτόμενο αναγνώστη – συμμέτοχο των κειμένων. Μέσα σ’ αυτά αναμφίβολα συγκαταλέγονται τα πολύτιμα της γραφής του Γιώργου Χειμωνά.


Προσωπικά θεωρώ τον Χειμωνά ξεκάθαρο και στα γραπτά του αλλά και στις προθέσεις του, όταν απευθύνεται μέσω της λογοτεχνίας στους αναγνώστες του. Ίσως γιατί αντιλαμβάνεται ως δημιουργός τον ιδιαίτερο ρόλο με τον οποίο έχει να παλέψει (γιατί στην ουσία αγώνας είναι), προκειμένου να επικοινωνήσει με τον άνθρωπο δίπλα του. Αυτή άλλωστε η επικοινωνία βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντός του, μια επικοινωνία με τη μορφή διαλόγου που ανοίγει κάθε φορά που κάποιος θα παρακινηθεί από τον δικό του λόγο και θα σκεφθεί, θα αναρωτηθεί, θα συμφωνήσει  με την εικόνα του κόσμου όπως του παρουσιάζεται. Θα πει άλλωστε στο Μυθιστόρημα:  Γιατί η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα και τα σώματα των ανθρώπων, με το συγκεκριμένο απόσπασμα να επιλέγεται πολύ εύστοχα ως προμετωπίδα του παρόντος βιβλίου. Δεν μπορώ, τουλάχιστον στο μέτρο που μπορούμε να εκφέρουμε απόλυτες θέσεις, να σκεφθώ κάποια διαφωνία με την οπτική του Χειμωνά, μια που αυτός τόσο βαθιά έχει σκάψει (με την αρωγή οπωσδήποτε της ιδιότητάς του ως νευρολόγου – ψυχιάτρου) αλλά και τόσο πίσω στον χρόνο έχει ταξιδέψει για να ανασύρει αρχέγονες εικόνες που υπνώττουν μέσα στη συνείδηση του σημερινού ανθρώπου. Δεν μπορείς αληθινά να μην παραδεχθείς την αλήθεια και την αυθεντικότητα των στοιχείων εκείνων που σιγά σιγά διαμόρφωσαν τον κόσμο στη σημερινή του μορφή, την
εξωτερική που μας περιβάλλει αλλά και την εσωτερική που μας κατατρώει με την ασυμφωνία της προς το εξωτερικό περίβλημα.

Όσο η Τέχνη (εν προκειμένω η Λογοτεχνία) μπορεί να σταθεί πλάι στην αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, όσο θα ανατρέχουμε σ’ αυτήν ως χώρο ανακάλυψης του εσώτερου εαυτού μας αλλά και ως εκδοχή ερμηνείας του περιβάλλοντος κόσμου, τόσο περισσότερο γραφές όπως αυτή η συγκεκριμένη θα έχει να προσφέρει διεξόδους. Σ’ αυτή τη λογική του ρόλου της Λογοτεχνίας νομίζω πως επικεντρώνεται η συγκεκριμένη ενδιαφέρουσα δουλειά του Αργύρη Παλούκα να επιλέξει αποσπάσματα του λόγου του Χειμωνά από όλα τα πεζά του και να τα παραθέσει συνοδεύοντάς τα με μια εισαγωγή – προσωπική κατάθεση στον δημιουργό που ξεχωριστά κατατάσσει στους μέγιστους της λογοτεχνικής μας παραγωγής. Διαβάζοντας την εισαγωγή αυτή βρέθηκα να συμφωνώ με κάθε μία λέξη, όχι γιατί είναι ο μόνος που έχει μιλήσει τόσο ξεκάθαρα για αυτόν τον «ποιητή» - πεζογράφο, αλλά γιατί μου μετέφερε ατόφια τη συγκίνηση που προφανώς νιώθει όταν τον διαβάζει ξανά και ξανά. Και με ένα λόγο τόσο σίγουρο για τη συνειδητή του χρήση, λέξη τη λέξη, που σε πείθει ότι αυτό το πόνημα έγινε όχι μόνο με γνώση του αντικειμένου αλλά και με αγάπη περισσή.
Έτσι, με οδηγό την επιλογή αυτή, ανοίγουμε την πόρτα στη σκέψη του Γιώργου Χειμωνά.


Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. (Πεισίστρατος)

Μας δίνουν προσωρινή ευχαρίστηση και μας δέχονται μέσα στα μεγάλα δωμάτια είναι ευπροσήγοροι και κρύβουν την φυσική αδιαφορία τους όπως κι εγώ κρύβω την πικρή οξυδέρκεια. Εξώγκωσε την αξία τους και τους έδωσε αξία μεγαλύτερη απ’ όση τους πρέπει κι αυτό δείχνει πως θεωρεί τον εαυτό του καταδικασμένο. (Εκδρομή)

[…]κι ακόμα λέξη δεν ακούστηκε κι όταν ακουστεί θ’ ανάψει μια πελώρια πυρκαγιά κι όλα τα πρόσωπα και οι τοίχοι θ’ ανάψουν πυρκαγιά και τα μάτια θ’ αντιφεγγίζουν τις θεώρατες φλόγες και τα στόματα θα ξεσφίξουν και θ’ ανοίξουν και θα γλιστρήσει το κομάτι πηγμένο αίμα ο λόγος που κρατούν και ποτέ δεν τον βγάζουν μέχρι τον θάνατο ο λόγος δεν ακούστηκε ακόμα και μακάρι ποτέ γιατί την στιγμή εκείνη θα χαθεί ο κόσμος μέσα σε μια πελώρια πυρκαγιά (Μυθιστόρημα)

Είμαι το πιο σπουδαίο γεγονός στην πρόστυχη ζωή σας και θα με αναφέρετε μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο και σ’ αυτό δεν πέφτω ποτέ έξω σίγουρα ο τρόπος θα με αναφέρετε με εντυπωσιακό τρόπο. Θα λάμπω ανάμεσα στις πληροφορίες. (Ο γιατρός Ινεότης)

Ξαφνικά είδε την ψυχή του. Στο βάθος φάνηκε η ψυχή του. Σαν ένα μικρό και θαλάσσιο εντόσθιο. Κρύο και κατακόκκινο έπαλλε και παραδίδει την βασανισμένη. Σαν φαρμακωμένο ζώο η ψυχή του ορμά προς τα έξω ξεσκίζει. Γιατί μονάχα ο φόβος ελευθερώνει ολόκληρη την ψυχή. (Ο γάμος)

Έσχατοι άνθρωποι και γυρνούσαν να πάρουν την δύναμη κι αναζωογονημένοι για τελευταία φορά. (Ο αδελφός)

Σκληρός σαν πολιούχος εμφανίστηκε στους δρόμους. Όλοι τον αναγνώρισαν αλλά κανένας δεν τον έλεγε. Η πόλη ήταν κατεστραμμένη και ισοπεδωμένη. (Οι χτίστες)

Το πυρ και ο αήρ. Η γέννηση της σχιζοφρένειας είναι η ίδια με την γέννηση της φιλοσοφίας. Είναι φιλοσοφική Σχιζοφρένεια είναι του όντος. (Τα ταξίδια μου)

Σ’ αυτόν τον ακούραστο θεατή μου χρωστάω ό,τι είμαι και δεν είμαι. Το ότι είμαι. Δεν έχει κανένα συναίσθημα για μένα κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο γιατί είναι αλήθεια. Γιατί εγώ δεν θέλω να μ’ αγαπούν δεν θέλω να με τιμάν. Θέλω να με λυπούνται με μιαν αναίσθητη. Παγωμένη λύπη που ισοδυναμεί με γνώση. Είναι δίκαιη γνώση.
[…]να λυπάσαι τους φόβους σου. Ποτέ μην τους ξεσκεπάσεις λυπήσου τους αγάπη μου. Άκουέ τους πώς κλαιν όλη την νύχτα κι ολόκληρο το όνειρο τραντάζεται από το κλάμα τους. (Ο εχθρός του ποιητή)

Ο λόγος του Χειμωνά, χειμαρρώδης, επιδεικτικά αδιάφορος για γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, μοιάζει να αναγνωρίζει μόνο πώς τροχοδρομείται η φαντασία του, προκειμένου να αγγίξει αυτόν που τον διαβάζει και συμπορεύεται για λίγο μαζί του. Σε σύγκρουση με τον κόσμο όπως τον έχει βρει, οραματίζεται την πλήρη ανατροπή, αυτός ως Ποιητής λόγου, σαν μια επιβεβαίωση ζωής πάλλουσας ακόμη εν μέσω μικρών και μεγάλων καταστροφών. Προτείνει την αντιστροφή, τη θέαση της μέσα όψης των πραγμάτων, έχοντας επίγνωση, αυτός ως εισηγητής του αθέατου ωραίου, ότι αυτό μπορεί να συμπέσει με το τέλος των πάντων, τουλάχιστον όπως τα γνωρίζουμε. Κι αν η γραφή του συνιστά μια άλλη θέαση του λογοτεχνικού σύμπαντος, μια μετα-λογοτεχνία, πόσοι είναι έτοιμοι να δεχθούν την προοπτική όλο αυτό να συνιστά και μια μετα-κοινωνία; Ο κόσμος του Χειμωνά δεν είναι μόνο θεωρητικός αλλά πασχίζει (φθείροντας ταυτόχρονα τον εισηγητή του) να δημιουργήσει μια υλική βάση, να γίνει υπαρκτός. Να μη μείνει οραματικός. Ετούτο είναι το βαθύτερο νόημα που μας καλεί να κοινωνήσουμε μαζί του. Με συνέπεια από το πρώτο του πεζό, τον Πεισίστρατο, ως την τελευταία του προσφορά, τον Εχθρό του ποιητή, προσθέτοντας στα γραπτά του κάποιο κομμάτι καινούργιας, ανανεωμένης σκέψης που συμπλήρωνε σιγά σιγά την εικόνα. Δεν πρόλαβε, ωστόσο, να βάλει τα τελευταία κομμάτια. Η εικόνα ως εδώ, όμως, διαβάζεται και κατανοείται. Ο αναγνώστης επικοινωνεί ανακαλύπτοντας τα περάσματα που ο ίδιος ο ευφυής συγγραφέας άφησε ανοιχτά.
Η ανθολόγηση του Αργύρη Παλούκα στον λόγο του Γιώργου Χειμωνά μόνο τυχαία δεν θα μπορούσε να είναι (όπως τυχαία δεν πρέπει να είναι και η επιλογή του τίτλου του βιβλίου Αγάπη σαν ακολασία (φράση από την Εκδρομή), η οποία παραπέμπει ευθέως σε μια άνευ ορίων συνένωση των ανθρώπων ενδεικτική της οραματικής σύλληψης του Χειμωνά).  Έχοντας ο ίδιος πρώτος βρει τα ίχνη βοήθησε να δούμε εν συνόψει τη σκέψη, να πατήσουμε πιο σταθερά στα νοήματα των έργων. Και αυτό είναι σπουδαίο, κυρίως γιατί το κατάφερε όχι με κάποιο πολυσέλιδο πόνημα αναλυτικό της σκέψης του αλλά με τον τρόπο που επέλεξε τα κείμενα, στην κατανόηση των οποίων μας εισήγαγε με το δικό του κείμενο στην αρχή του βιβλίου. Εμφανέστατα εδώ αναζητείται ο αναγνώστης ο διατεθειμένος να πιάσει το νήμα που του προσφέρεται και να οδηγηθεί στα ενδότερα. Με βάση τον λόγο, όπως αποσπασματικά παρατίθεται, να δέσει τα κομμάτια και να δημιουργήσει το σύμπαν του Γιώργου Χειμωνά. Σαν μια μυστική επικοινωνία των τριών: του αναγνώστη με τον συγγραφέα (που είναι και το ζητούμενο) με τη μεσολάβηση του ανθολόγου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται πολύτιμος.
Η ενδιαφέρουσα αυτή έκδοση της Κριτικής επιλέγει για το σκληρό εξώφυλλό της  ένα σκίτσο του Γιώργου Χειμωνά, τον Κήρυκα, για τον ομώνυμο ήρωα από τους Χτίστες. Κόκκινο σε λευκό φόντο, απέριττο αλλά ουσιαστικό όχι μόνο ως αισθητική πρόταση αλλά και ως εισαγωγή σε μια γραφή εντυπωσιακή μέσα στη λιτότητα των μέσων της. Αυτή η συνοπτική, ωστόσο πλήρης,  παρουσίαση της σκέψης ενός από τους σημαντικότερους διανοούμενους της λογοτεχνίας μας, λειτουργεί απολύτως ως εγχειρίδιο, πρόσφορο σε κάθε αναζήτηση στον κόσμο του Χειμωνά, και μακάρι και ως έναυσμα για μια εν συνόλω μελέτη του έργου του.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal) http://fractalart.gr/agapi-san-akolasia/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου