"Τίγρεις σε ενυδρείο"
του Δημήτρη Λεοντζάκου
εκδόσεις Σαιξπηρικόν
Μια ποιητική εκδοχή έξω από το ποίημα
Πώς δραπετεύουν οι λέξεις από το χαρτί; Ασφυκτιούν,
ξεχύνονται έξω από τον στίχο, τριγυρνούν στο δωμάτιο και μοιάζει να σου λεν: “άσε
μας να πετάξουμε”. “Μα”, απαντάς, “θα καταργηθεί το ποίημα, χωρίς εσάς ένα
λευκό χαρτί”.
Κάπως έτσι ένιωσα διαβάζοντας αυτά τα επτά ποιήματα της
λιλιπούτειας συλλογής του Δημήτρη Λεοντζάκου Τίγρεις σε ενυδρείο. Και θα μπορούσε να τελειώσει εδώ αυτό το κριτικό
σημείωμα, αφού θα έχει ήδη πει το σπουδαιότερο.
Αλλά αυτές οι τίγρεις
δύο τίγρεις που χωρούν
μέσα σε γυαλί
που ονειρεύτηκαν τον
ίδιο φόβο
ότι την άνοιξη θα
ανθίσουν κιόλας
δεν εγκαταλείπουν πριν βεβαιωθούν ότι θα πω το σωστό γι’
αυτές. Μα τι μπορώ να πω έτσι όπως πλέουν;
σαν αβαρείς
απ’ το νερό
μες στο νερό
[…]
δύο τίγρεις
αναποφάσιστες
οι οποίες θα αναδυθούν
με μεγάλα φτερά
αργά φτερά σαν
σμήνη αρπακτικές
που μεγεθύνονται
πετούν
που πλησιάζουν
απ’ τον βυθό με άνθη
σφαιρικά
Λέω, λοιπόν, πως εδώ είναι μια ποίηση που έχει ήδη σπάσει το
κέλυφος των στίχων, έχει σκορπίσει τις λέξεις της και εσύ, ο ενεός αναγνώστης,
μαζεύεις πρώτα αυτές που πέσαν δίπλα σου, τις άλλες πιο μετά και ξαναφτιάχνεις
το ποίημα από την αρχή. Μόνο που πια δεν είναι ποίημα, είναι εικόνα, ή μάλλον
εικόνες πολλές, με χρώματα με κίνηση. Είναι λόγος που φτιάχτηκε για μια φωνή
που πάλλεται επί σκηνής θεάτρου, και ιδρώνει ο υποκριτής, γιατί η τέχνη του δεν
φτάνει να ξαναστήσει τον στίχο απ’ την αρχή. Και μοιάζει να ρωτάει τον ποιητή:
αυτό που λες γιατί δεν το διαβάζω, μα το ακούω και το νιώθω, το αγγίζω με την
αφή; Κάτω απ’ τα δάχτυλά μου γίνεται σκόνη και μετά επανασύνθεση εικόνας
θαυμαστής. Όλο αυτό είναι το ποίημα; Και αυτός απαντάει:
Αν κάτι ελάχιστο μες
στο κεφάλι μου
δεν δύει.
[…]
Αν όλα ίπτανται
Κι αυτή η υπόθεση δίνει τη λύση, γιατί τα ποιήματα όπως
ξέρουμε όλοι δεν απαντούν (πόσω μάλλον οι ποιητές) παρά μονάχα ερωτήματα θέτουν
μπροστά μας. Ίσως έτσι να γράφονται τα ποιήματα, λέω λοιπόν, και κλείνω.
Και συ μάλλον δε
γράφεις
σε γράφει το ποίημα
σε γράφει συνεχώς
ενώ αλλιώς δεν ζεις.
Μπορεί το παραπάνω να απέχει πολύ από ένα κριτικό σημείωμα.
Πιστεύω, όμως, ότι αν μπορεί έτσι να σε παρασύρει ο ποιητικός λόγος και να ακολουθείς
τις πτήσεις του, ε, τότε μάλλον ας
είμαστε αισιόδοξοι για τα ποιητικά πράγματα.
Διώνη Δημητριάδου
Υ.Γ.
Παραθέτω εδώ δύο δείγματα από ανέκδοτες ποιητικές
δουλειές του Δημήτρη Λεοντζάκου. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση είναι εξόχως αποκαλυπτική της ποιητικής του αξίας αλλά και των μελλοντικών του προθέσεων η απογείωση που επιχείρησε με τις «Τίγρεις»
του. Η πτήση, που εμφανέστατα κάνει στην πρόσφατη συλλογή του, όπως φαίνεται θα συνεχιστεί.
Περισπωμένη
Αυτό το σύννεφο που βλέπεις.
Που νομίζεις ότι βλέπεις.
Που αλλάζεις επειδή το βλέπεις.
Που αλλάζει επειδή το κοιτάς.
Είναι μια λέξη ακόμη άγραφη.
Είναι μια λέξη έτοιμη να γραφεί.
Έτοιμη να την γράψεις.
Εάν δεν το γράψεις
δεν το βλέπεις.
Το βλέπεις διότι πρόκειται να
γραφεί.
Πρόκειται να το γράψεις.
Μην το γράψεις.
Ο κόσμος είναι υπερβολικά κοντά.
Και είναι άγνωστος.
Επίδεσμοι λευκοί στο σκοτάδι
οι ασπίδες της τύχης;
οποία σκεπάζουμε τα αιώνια μάτια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου