Ο αναγνώστης και τα αινίγματα της
γραφής
«Ο μαιτρ της δευτέρας παρουσίας»
του Leo Perutz
σε μετάφραση της Ρόζας Ιωαννίδου
από τις εκδόσεις Κίχλη
«Δεν είναι χρώμα γήινο
αυτό, και τα μάτια μου δεν μπορούν να το αντέξουν»
[…]
«Αυτό είναι το κόκκινο
χρώμα του αίματος, της αμαρτίας και της φωτιάς
[…]
το χρώμα που παίρνει ο
ήλιος την Ημέρα της Κρίσεως».
Ο Leo Perutz
εφευρίσκει ένα χρώμα (Drommetenrot),
αυτή την απόχρωση του κόκκινου που μπορεί να αποδώσει ταυτόχρονα το αίμα, την
αμαρτία και τη φωτιά. Και είναι αλήθεια ότι το χρειαζόταν αυτό το ιδιαίτερο
κόκκινο. Πώς αλλιώς να χρωματίσει τις απόκοσμες σκηνές που επινοεί στην ιστορία
του; Αλλά και πώς αλλιώς να συνδέσει αυτό το παράδοξο της εικόνας με τον
άνθρωπο σε απόγνωση, που βιώνει την ακραία εκδοχή των επιθυμιών του;
Η ιστορία του Perutz έχει έναν αφηγητή. Τον βαρόνο φον Γιος. Ξέρει ο αναγνώστης
ότι αυτή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κρύβει συχνά παγίδες. Ο ήρωας, που αναλαμβάνει
(για ποιον πραγματικό λόγο άραγε;) την εξιστόρηση του παράδοξου συμβάντος,
μπορεί να φανερώνει ή να κρύβει όσα επιθυμεί, όσα τον απομακρύνουν από το
κέντρο της ένοχης πράξης, όσα τον στοχοποιούν
ως υποκινητή μιας απονενοημένης πράξης αυτοχειρίας. Μπορεί να θέτει τον
εαυτό του στο κέντρο του ενδιαφέροντος ή να τον προστατεύει κρυπτόμενο πίσω από
τις πράξεις των άλλων. Αμφισβητείται έτσι η αλήθεια όσων παρουσιάζει. Κι ας
δηλώνει στην αρχή της αφήγησης:
Το έργο μου
ολοκληρώθηκε. Κατέγραψα όλα όσα συνέβησαν το φθινόπωρο του 1909, τα τραγικά
εκείνα συμβάντα, με τα οποία συνδέθηκα με τόσο περίεργο τρόπο. Έγραψα όλη την
αλήθεια. Τίποτα δεν παρέλειψα, τίποτα δεν απέκρυψα. Γιατί να το κάνω άλλωστε;
Όταν θα βρεθεί νεκρός ο ηθοποιός του Αυλικού Θεάτρου
Ευγένιος Μπίσοφ, στο περίπτερο της έπαυλής του, θα ξεκινήσει και η προσπάθεια
του αφηγητή να αποδείξει τη δική του αθωότητα βαδίζοντας ταυτόχρονα πάνω στα
ίχνη μιας μυστηριώδους αλυσίδας παρόμοιων θανάτων. Όμως δεν έχει αυτός τον ρόλο
του αυτόκλητου ντετέκτιβ, αφού αυτόν τον επωμίζονται δύο φίλοι του νεκρού
ηθοποιού, κατά το πρότυπο του Σέρλοκ Χολμς και του δόκτορα Ουώτσον. Ένα
αστυνομικό μυθιστόρημα λοιπόν; Έχει δίκιο ο Friedrich Torberg να
θεωρεί τον Perutz «αποτέλεσμα μιας παράνομης σχέσης ανάμεσα στον Φραντς Κάφκα
και την Άγκαθα Κρίστι»; Αναμφίβολα το μυστήριο και η αστυνομική πλοκή κρατούν
το ενδιαφέρον του αναγνώστη, άλλωστε η αγωνία κατά τον Theodor Adorno επισημαίνεται ως χαρακτηριστικό αυτής της
γραφής -το ονομάζει σημαντικό μυθιστόρημα αγωνίας. Κι όμως εδώ έχουμε κάτι
παραπάνω από ένα εξαίρετο αφήγημα αστυνομικής πλοκής.
Αν σε ένα πρώτο, πλέον εμφανές, επίπεδο βλέπουμε την ερασιτεχνική (γι’ αυτό και
ενδιαφέρουσα) έρευνα γύρω από τις συνθήκες του θανάτου του Ευγένιου Μπίσοφ,
αντιλαμβανόμαστε ότι πιο πίσω ανοίγονται άλλες ‘αναγνώσεις’ αυτής της ιστορίας, κάποιες πιο σκοτεινές και από το
ίδιο το μυστήριο του θανάτου. Σε ένα δεύτερο αναγνωστικό επίπεδο ψυχογραφείται
ο αφηγητής μέσα από τα ίδια του τα λόγια, και πίσω από τον χαρακτήρα αυτόν
διαφαίνεται η οξυδέρκεια του συγγραφέα να του αναθέσει τον ρόλο να μας
παρουσιάσει την ιστορία, δημιουργώντας έτσι εύλογα την αίσθηση στον αναγνώστη
ότι τα λόγια του ίσως είναι εύστοχα ειπωμένα ώστε να μας παραπλανήσουν. Έξοχη
μελέτη της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Σε ένα τρίτο επίπεδο, πρόκειται για μια
ειρωνική(;) ματιά στις δυνάμεις εκείνες που υπογείως ή όχι οδηγούν στη
δημιουργία της Τέχνης (με κεφαλαίο γράμμα), με το ανάλογο τίμημα που κάθε φορά
θα πληρώνει ο εκάστοτε θεράπων της σ’ αυτές. Σε ένα βαθύτερο ακόμη επίπεδο (το
πλέον ζοφερό και σκοτεινό) ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ίσως έχει μπροστά
του μια ιστορία που κινείται σε εξωλογικό και απόκοσμο περιβάλλον, με τους
ήρωες να αντιμετωπίζουν δυνάμεις που υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια του
ανθρώπινου μυαλού εξωθώντας σε άνισο αγώνα και μάταιο. Εκεί ακριβώς εδράζεται
και ο εμπνευσμένος τίτλος του μυθιστορήματος που μας μεταφέρει στον 16ο
αιώνα, όπου θα συναντήσουμε τον επονομαζόμενο μαιτρ της δευτέρας παρουσίας, εμμονικό ζωγράφο με την απεικόνιση
της τελικής κρίσης, να πεθαίνει σε διανοητική σύγχυση έχοντας αντικρίσει το κόκκινο χρώμα του αίματος, της αμαρτίας
και της φωτιάς.
Στο σύνολό τους αυτές οι οπτικές μιας ερμηνείας ήδη έχουν
δώσει τη μέγιστη αισθητική και νοητική απόλαυση στον αναγνώστη. Ο Leo Perutz, ωστόσο, δεν έχει
ολοκληρώσει τη θεώρηση της ιστορίας του. Ήδη φθάνοντας στο τέλος και ενώ
νομίζεις ότι κάπως έχεις τακτοποιήσει τις εκδοχές αυτής της ιστορίας, ίσως και
έχεις κατασταλάξει στο «ποιος» και στο «τι», έρχεται ένα τελευταίο επίπεδο
ανάγνωσης, εντελώς απρόσμενο. Και όλα όσα είχες ως τώρα κατανοήσει
ανατρέπονται. Ποιος ήταν τελικά αυτός ο αφηγητής; Πόσο αξιόπιστη εν τέλει ήταν
όλη η ιστορία; Αληθινή ή προϊόν ενός ταραγμένου μυαλού; Και η ενοχή; Ποιον θα
βαρύνει;
Αν θέλετε να πάμε και ακόμη πιο πέρα, ποιο παιχνίδι γραφής
επινόησε αυτός ο ευφάνταστος συγγραφέας, ο δημιουργός της παράξενης ιστορίας,
της πολυεπίπεδης; Μήπως όλο αυτό ήταν μια συγγραφική κατάθεση όχι μόνο προς τον
αναγνώστη που επιθυμεί να απολαύσει μια ιστορία αφηγημένη (έχει δρομολογηθεί η
απόλαυσή του από την αρχή, από την πρώτη κιόλας σελίδα) αλλά κυρίως προς τον
αναγνώστη που εισχωρεί στο κείμενο και όχι μόνο θέτει ερωτήματα αλλά επιχειρεί
και τις δικές του απαντήσεις, τη δική του εκδοχή για την έκβαση των πραγμάτων,
αυθαίρετη συχνά; Μοιάζει να έχει στηθεί
μια παρτίδα σκάκι, στην οποία ίσοις όροις ο αναγνώστης και ο συγγραφέας
τοποθετούν τα πιόνια τους, στοιχεία της ιστορίας και οπτικές ανάγνωσης, και
κανείς δεν γνωρίζει ποια θα είναι η έκβαση. Ή, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ο
συγγραφέας μένει έκπληκτος με τις άλλες εκδοχές που ανακύπτουν στην πορεία.
Ένα τόσο ανοιχτό σε συζήτηση κείμενο, μια τόσο προκλητική
γραφή! Και ένα βιβλίο που σέβεται τον αναγνώστη του προσφέροντάς του, εκτός από
τη σοβαρή επιμέλεια του κειμένου, την προσεκτική μετάφραση και την καλαισθησία της έκδοσης, ένα πολύ
ενδιαφέρον επίμετρο στο οποίο ενσωματώνεται και ένα σημείωμα για την πρόσληψη
του «Μαιτρ» από την κριτική, η οποία αμήχανη στεκόταν στο θέμα της κατάταξής
του σε κάποιο είδος.
Μια εποικοδομητική αμηχανία ίσως διακατέχει και τον
αναγνώστη του βιβλίου, όχι ως προς την κατάταξή του σε ένα είδος (αυτό το θέμα
ας απασχολεί τους κριτικούς και τους μελετητές της θεωρίας της Λογοτεχνίας)
αλλά ως προς την επεξεργασία του αινίγματος της ιστορίας του. Κάτι τέτοιο όμως
μόνο στα πολύ θετικά θα μπορούσε να συνυπολογιστεί.
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/o-maitre-tis-deyteras-parousias/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου