Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

"Φόβος"

διήγημα της Δέσποινας Λαλά Κριστ




Η πόρτα τραντάζεται από τα άγρια κτυπήματα.
Τα πατζούρια κροταλίζουν, και τα τζάμια τρίζουν αλλά αντιστέκονται στα γρατζουνίσματα του λύκου, καθώς  προσπαθεί να χωθεί μέσα στο σπίτι. Σκαρφαλώνει το θεριό πάνω στη στέγη και πετά ένα-ένα τα κεραμίδια με πάταγο στο δρόμο και ανοίγει τρύπα να χωθεί μες στο δωμάτιο και το παιδί στην κούνια σπαράζει και θέλει να γλιστρήσει να κρυφτεί από τα μαλλιαρά του χέρια που ήδη το ’χει αδράξει.
Παίζανε ξέγνοιαστα στη γειτονιά: "Λύκε, λύκε είσαι εδώ;" "Ναι", είπε αυτός "παίρνω τη μαγκούρα μου και σας κυνηγώ". Όρμησε το παιδί μέσα στο σπίτι, έκλεισε πίσω του την πόρτα κι αυτός χτυπά, λυσσομανά και κάνει τρύπα στο ταβάνι , χώνει τα μακριά του χέρια και το θυμωμένο του ουρλιαχτό ταράζει τον κόσμο όλο.
"Ξύπνα πια και σταμάτα να κλαις", φωνάζει ο πατέρας και το παιδί ξυπνά σ' αγριεμένη ώρα.
Η σειρήνα του Μαλτσινιώτη διαπερνά τους λεπτούς τοίχους του σπιτιού, βυθίζεται βίαια στις αδύναμές τους σάρκες. Μεμιάς τους σχίζει τη ζωή στα δύο. Πρώτη στιγμή πολέμου και το παιδί κλαίει δυνατά.
Τα χέρια του πατέρα τρέμουν καθώς προσπαθεί να ντύσει το παιδί, και  του παιδιού τα άκρα δε λυγούν. Αυτός αφήνει το ντύσιμο στη μέση, τυλίγει το παιδί σ’ ένα σεντόνι και το περνά κάτω από τη μασχάλη σα σακί.
Ο δρόμος είναι πανικόβλητος. Οι γείτονες αχτένιστοι, μισοντυμένοι, κι όλοι λαχανιασμένοι ψάχνουν μέρος να κρυφτούν. Ένας τρέχει προς το βουνό κι άλλοι τυφλά ακολουθούν για να χωθούν στη ρεματιά και κάτω από τα βράχια.
Ο πατέρας τρέχει προς το υπόγειο της θείας και η μάνα με τον μεγάλο αδελφό ακολουθούν και μερικοί γείτονες ακόμα, και δυο-δυο κατεβαίνουν τα δέκα σκαλοπάτια.
Ένας στενός, υγρός χωματένιος χώρος φωτίζεται από ένα κίτρινο κερί, απομεινάρι Μεγάλης Παρασκευής.
Όλοι κάθονται γύρω γύρω και το παιδί κατάχαμα δίπλα στη μάνα, και πρώτο αυτό βλέπει τον ποντικό. Τρέμει το μικρό το ποντικάκι σαν τη χούφτα του μικρού παιδιού, και τα μάτια τους αγκιστρώνονται στο αίσθημα του τρόμου. Το δεξί πόδι του πατέρα κλεφτά κι αθόρυβα σηκώνεται και πέφτει με δύναμη η βαριά αρβύλα, κι εκείνη την στιγμή βουβάθηκε η σειρήνα.
Σείστηκε το υπόγειο από τις σπασμένες σάρκες και το παιδί ψάχνει για  την αγκιστρωμένη του ματιά στον κόκκινο λεκέ που καταπίνει λαίμαργα το ξερό χώμα του υπογείου.
Χύνεται τρομαχτική σιωπή και μόνο το τρέμουλο ψυχής ακούγεται. Το κερί τρεμοσβήνει και χάνεται το φως και το σώμα του παιδιού ταράζεται στο  βαθύ λυγμό που του ’χε απομείνει. Είναι ο τελευταίος του σπασμός καθώς στριμώχνεται στην αγκαλιά της μάνας. Νιώθει σκληρά τα δάκτυλά της σκληρά  να του ζουλούν την πλάτη. Τραβιέται κι ακουμπάει στον τοίχο μοναχό. Κλείνει τα δόντια και τα χείλη του σφιχτά, ανοίγει τα μάτια διάπλατα και ψάχνει το σκοτάδι.
Δέσποινα Λαλά Κριστ, 
«Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω», 
Σύγχρονη Εποχή, 2η έκδοση 1989





Συχνά μια γραφή που προτιμά τον συμβολισμό μπορεί να μιλήσει καθαρότερα, και έτσι να μεταδώσει όλη τη φρίκη του πολέμου, όλη την απόγνωση του ανθρώπου που νιώθει να συνθλίβεται από δυνάμεις ισχυρότερες, και το μόνο που του απομένει είναι να ατενίζει το σκοτάδι που ολοένα καλύπτει τον ορίζοντα.
(σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου) 

(οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι της Βούλας Παπαϊωάννου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου