"Μια ανάσα πριν"
μυθιστόρημα της Όλγας Μπακοπούλου
εκδόσεις Momentum
παιχνίδια του φακού
Η Όλγα Μπακοπούλου είναι ξεκάθαρη, όταν μιλά γι’ αυτά που
πολύ αγαπά:
Λάτρεψα την λογοτεχνία,
ερωτεύτηκα τον κινηματογράφο, εθίστηκα με τις φωτογραφίες.
Και διαβάζοντας
το βιβλίο της όλο αυτό το αντιλαμβάνεσαι. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο από μία
φωτογράφο, που αισθάνεσαι σε κάθε σχεδόν σελίδα τον εθισμό της για τον φακό που αιχμαλωτίζει σκηνές. Τον έρωτά της για
την μεγάλη οθόνη τον εισπράττεις, καθώς όσα εκτυλίσσονται στις σελίδες του
βιβλίου της νιώθεις ότι τα βλέπεις σε κίνηση μπροστά στα μάτια σου. Φυσικά η
λογοτεχνία είναι που δίνει το πλαίσιο έκφρασης για να συμβούν αυτά τα μαγικά
του λόγου, κι έτσι να δέσουν μεταξύ τους, λέξεις, σκηνές, κινήσεις.
Η ηρωίδα δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά μια
φωτογράφος – ανταποκρίτρια. Η συγγραφέας την έβαλε στην αιχμή των γεγονότων,
καθορίζοντας έτσι και τη θέση που θα έπρεπε να έχει ένας δημοσιογράφος που
αντιλαμβάνεται το επάγγελμά του μέσα στο ρίσκο των ανατροπών, μια ανάσα πριν τη
σύλληψη της σημαντικής στιγμής με τον φακό του και με το σχόλιό του.
Οι ανταποκρίσεις είναι
κάτι παραπάνω. Ό,τι ονειρεύεσαι σαν δημοσιογράφος. Να βρίσκεσαι στην καρδιά των
γεγονότων. Μπορείς να διαμορφώσεις συνειδήσεις. Συμμετέχεις στο ιστορικό
γίγνεσθαι. Γίνεσαι μάρτυρας και ταυτόχρονα κοινωνός μιας πραγματικότητας.
Ως εδώ τα πράγματα φαίνονται απλά, ως προς τη συγγραφική τους
απόδοση. Ωστόσο η συγκεκριμένη ιστορία που επινοεί η Όλγα Μπακοπούλου δεν θα
αρκεστεί σ’ αυτή τη σκιαγράφηση της ζωής μιας φωτορεπόρτερ. Η έννοια της συμμετοχής,
ακόμη περισσότερο αυτή της συνειδητοποίησης
της πραγματικότητας, θα τεθούν εντελώς απροσδόκητα σε μια κινούμενη άμμο, που
απειλεί να καταπιεί όσα η ηρωίδα θεωρούσε δεδομένα στη ζωή της. Σαν μια φωτογραφία
που ενώ απαθανάτισε τα γεγονότα, τώρα κανένα εμφανιστήριο δεν μπορεί να αποδώσει
την αλήθεια της. Παραμένει σκοτεινή στο μυαλό της, μέσα στην ταραγμένη της συνείδηση,
διχασμένη εικόνα ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες ζωής, που επιμένουν η κάθε μία
στην αλήθεια της. Ποια, όμως, είναι η αληθινή από τις δύο;
Η ζωή της μοιάζει να καθορίστηκε από εκρήξεις (αληθινές ή
μήπως κατασκευασμένες;) που μοίρασαν τη συνείδησή της στα δύο μέρη,
παρουσιάζοντας διαφορετικές εκδοχές ζωής. Τη μία τη θυμάται, την άλλη την
ανακαλύπτει λίγο λίγο με τη βοήθεια των γύρω προσώπων, σαν φάρσα στην αρχή, σαν
οδυνηρή αλήθεια κατόπιν.
Πότε; Πού; Γιατί; Γιατί
δεν θυμόταν; Άνοιξε ξανά το άλμπουμ τυχαία στη μέση. Τόσες εικόνες. Όμορφες. Άσκημες.
Δικές της. Πρόσωπα άγνωστα, που όμως είχε γνωρίσει. Πόλεις που δεν είχε πάει
ποτέ, κι όμως είχε περπατήσει στους δρόμους τους. Χαρά. Λύπη. Συναισθήματα με
κάθε πάτημα του κλείστρου. Μία ιστορία που θα έπρεπε να είναι σε θέση να αφηγηθεί.
Και όμως αυτό της είναι αδύνατον. Κι εκεί ανάμεσα στα
συγκεχυμένα τοπία, μια εικόνα να έρχεται και να τη στοιχειώνει.
Η θολή φιγούρα της γυναίκας
που τρέκλιζε απέναντί της καθάρισε. Εστίασε στο βρόμικο πρόσωπό της. Έψαξε τα
έντρομα μάτια της. Άνοιξε το κάδρο και την κεντράρισε με το μωρό στην αγκαλιά.[…]
Η γυναίκα έσφιξε το μωρό στις χούφτες της και το σήκωσε σαν να της το πρόσφερε.
Άγγιξε το κλείστρο. Ένα κλικ τη χώριζε από την πιο εντυπωσιακή φωτογραφία της καριέρας
της.
Μια φωτογραφία που μπορεί να μην τραβήχτηκε ποτέ. Μπορεί να απαθανατίστηκε μόνο
στα βάθη της συνείδησής της, εκεί που το υποσυνείδητο τώρα δημιουργεί το δικό
του παιχνίδι με ανύπαρκτο φακό. Κι έπειτα είναι και η έκρηξη, που παραλίγο να της
στοιχίσει τη ζωή, μια ζωή που νόμιζε ότι την κέρδισε, αλλά που τώρα τη θεωρεί
χαμένη.
Η Όλγα Μπακοπούλου θαρρώ πως γράφοντας καταγίνεται και η ίδια
με το παιχνίδι του φακού, προσφέροντάς μας τη δυνατή συγκίνηση μιας αφήγησης
που ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και στην ψευδαίσθηση. Όπως ακριβώς μπορεί
να μας ξεγελάσει η εικόνα, και να μας δείχνει κάτι τόσο αληθοφανές, που καθόλου
να μην υποψιαζόμαστε την απάτη του φακού, που δημιουργεί με περισσή τέχνη τη
δική του πραγματικότητα.
«Είναι σαν να ζεις δύο
παράλληλες ζωές, έτσι;»
«Μόνο που η μία μπορεί
να μπει στην άλλη και… και να σε αφανίσει».
Με λιτό λόγο, συχνά με φράσεις κοφτές και με σκηνές που διαρκούν όσο ένα κλικ της μηχανής, μας τοποθετεί
στο επινοημένο σκηνικό και μας θέτει ερωτήματα. Ποια η αλήθεια και ποιο το
ψεύτικο προσωπείο; Πότε ήταν η τελευταία φορά που μια φωτογραφία μας έπεισε για
το αδιάψευστο του ντοκουμέντου της; Και η ζωή; Πόσα παιχνίδια παίζει; Και ποιος
τα αντέχει;
Ερωτήματα που ο κάθε αναγνώστης καλείται να τα αντιμετωπίσει
προσωπικά δίνοντας τη δική του ερμηνεία στην παράξενη αυτή ιστορία που δικαίως
θα τη χαρακτηρίζαμε θρίλερ.
Το τραγικότερο, ωστόσο, ερώτημα το θέτει η ίδια η ηρωίδα:
Μήπως τελικά, ήταν αιχμάλωτη
σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία;
Αυτό είναι που μένει και στον αναγνώστη αυτού του συναρπαστικού
βιβλίου. Η παντοδυναμία του φακού, να απαθανατίζει, να αιχμαλωτίζει στη γοητεία
του αλλά και στην αμφίβολη αλήθεια του τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Το τι θέλει
να πιστέψει ο καθένας από μας από όσα επιδεικτικά μας παρουσιάζονται με το
άνοιγμα και το κλείσιμο του κλείστρου της μηχανής, είναι απολύτως προσωπική
υπόθεση του κάθε αναγνώστη. Άλλωστε εδώ εντοπίζεται και η γοητεία της άλλης αποπλάνησης,
της λογοτεχνικής.
Διώνη Δημητριάδου
(Η Όλγα Μπακοπούλου παρουσιάζει τον εαυτό της και το έργο της:
Γεννήθηκα στο Johannesburg της Νοτίου Αφρικής και μεγάλωσα
στην Αθήνα. Λάτρεψα την λογοτεχνία, ερωτεύτηκα τον κινηματογράφο, εθίστηκα με
τις φωτογραφίες. Τελικά σπούδασα Κοινωνιολογία και Αγγλική Φιλολογία και έκανα
μεταπτυχιακό στην Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο του Surrey.
Παρακολούθησα σεμινάρια σεναρίου με τον Γιάννη Σκοπετέα και τον Στάθη Βαλούκο,
σκηνοθεσίας με την Ειρήνη Βαχλιώτη και
τον Χρήστο Καρακάση, και δημιουργικής γραφής με την Αργυρώ Μαντόγλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου