Διώνη Δημητριάδου
Μια
Δοξαριά στον άνεμο
Κριτικές επισημάνσεις και εννοιολογικές
προσεγγίσεις
στο έργο του Γιώργου Δουατζή
Εκδόσεις Στίξις
ΓΡΑΦΕΙ Η ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Διώνη Δημητριάδου: «Μια δοξαριά στον άνεμο»
Μόνο μια λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη Δοξαριά
στον άνεμο που καταθέτει η Διώνη Δημητριάδου στη μελέτη της για την ποίηση
του Γιώργου Δουατζή: προίκα. Μια προίκα για το πώς ένας κριτικός λόγος μπορεί
και ανατέμνει τον ποιητικό λόγο χωρίς να
τον τεμαχίσει, ακουμπώντας τον απαλά αλλά διεισδύοντας στα μεγάλα του βάθη. Μια
προίκα για τον τρόπο με τον οποίο το επιστημονικό υπόβαθρο του κριτικού στέκει
με το στιβαρό του εκτόπισμα κάτω από την αγαπητική προς την ποίηση προσέγγιση,
ώστε αυτή να ανοίγεται στον κάθε αναγνώστη και να επιτυγχάνεται το «τέλος» (με
την αριστοτελική σημασία της λέξης) του όλου εγχειρήματος, που αποτελεί και το
«τέλος» της ποίησης του ίδιου του Δουατζή: το μοίρασμα. Μια προίκα για τον
φιλόδοξο κριτικό κειμένων, που οφείλει να σταθεί όχι στο ύψος αλλά πίσω από το
ύψος της γραφής, να καταυγάσει το αντικείμενο της εργασίας του και όχι να
εξάρει τις δεξιότητες του υποκειμένου αυτής, σε μια αλαζονική συστροφή προς
εαυτόν.
Μέσα σε
135 σελίδες το πολυδιάστατο έργο του μεγάλου δημιουργού παρελαύνει μπροστά στα
μάτια του αναγνώστη με έναν πραγματικά επιδέξιο τρόπο. Γιατί αποτελεί
διακύβευμα για τον καθένα το να αναδείξει όχι μόνο την πνευματική κατάθεση του
Δουατζή αλλά κυρίως τον άνθρωπο πίσω από αυτήν, δηλαδή την πνευματική και
κοινωνική του υπόσταση, όπως αυτή σχηματοποιείται μέσα από τον μυθιστορηματικό,
τον ποιητικό, τον δοκιμιακό και τον θεατρικό του λόγο, αλλά και όπως επεκτείνεται μέσα από τις
φωτογραφικές και εικαστικές του προσπάθειες. Αποτελεί διακύβευμα το να μην
αδικήσεις το πλάτος και το εύρος της προσφοράς, την έγνοια που εμφωλεύει πίσω
από τις λέξεις και τα νοήματα, τη βάσανο που έχει προηγηθεί του τελικού
δημιουργήματος και, τέλος, την ηθική και κοινωνικοπολιτική αναγκαιότητα που
εξυπηρετεί ένας δημιουργός που τελεί σε αέναη εγρήγορση, σε ατέρμονη ανησυχία
για όλα τα τραύματα που οφείλει με την τέχνη του να επουλώσει.
Η
ανάγνωση λειτουργεί αποκαλυπτικά για τον αναγνώστη. Η Διώνη Δημητριάδου
μεθοδικά και στοχευμένα αγγίζει πτυχές του «πώς» και του «τι» της σκέψης και
της γραφής του Δουατζή. Διεισδύει στο περιεχόμενο μέσα από τη μορφή και
αναδεικνύει τη μορφή μέσα από το περιεχόμενο του Έλληνα δημιουργού,
επισφραγίζοντας την αδιαίρετη ενότητα των δύο αυτών παραμέτρων στην τελική
σύνθεση ενός πνευματικού προϊόντος. Μια εξαιρετική στιγμή της μελέτης συνιστά η
αναφορά στη βασανιστική επιλογή των λέξεων, στη χαλιναγώγησή τους από τον
Δουατζή, καθώς «Οι λέξεις είναι ζωντανές, έχουν ψυχή, κορμί, σάρκα και αίμα».[1]
Η τιθάσευση αυτή, η επίμοχθη προσπάθεια η λέξη να αποδειχθεί «ικανή» κι αντάξια
της ψυχής και της σκέψης συμπυκνώνεται περίφημα στις επίσης διαλεγμένες
προσεκτικά λέξεις της Δημητριάδου, η οποία ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, σε μια
προσπάθεια υποστήριξης της δικής της ιδέας με τη μορφή που της δίνει:
«Διαβάζοντας τον Δουατζή νιώθεις το “παιχνίδι” που έχει προηγηθεί με τις
λέξεις, μέχρι να σταθούν η μία δίπλα στην άλλη, σ’ αυτή τη σειρά και όχι σε
μια άλλη οποιαδήποτε, προκειμένου να
χαθεί όσο γίνεται λιγότερο από το συναίσθημα, το αρχικό βίωμα, τη σκέψη» (σελ.
20).
Μεγάλη
μέριμνα της μελετήτριας είναι η ανάδειξη της ισορροπίας που κρατά ο σχοινοβάτης
δημιουργός ανάμεσα στον μέσα και στον έξω κόσμο. Η Δημητριάδου, με αφορμή τον
τρόπο και τον κόπο του Γιώργου Δουατζή επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του
πνευματικού ταγού μακριά από τις συνήθεις κορώνες που τον θέλουν διαθέσιμο να
φωνασκεί σε κάθε διαθέσιμη ευκαιρία και τον τοποθετεί στο ενδιάμεσο της
μοναχικής είσπραξης, κάποτε της διδακτικής και διδάσκουσας σιωπής και της
κοινωνικής προσφοράς. Επιμένει στη λεπτή δεξιότητα του Δουατζή να ισορροπεί
ανάμεσα στην αυτογνωσία, την κοινωνική γνώση και την προσωπική οριοθέτηση (σελ.
25) και, κυρίως, στην επιλογή να το επιτυγχάνει αυτό μέσα από τον χαμηλόφωνο,
αυθεντικό και ειλικρινή λόγο. Στην εξομολογητική κατάθεση του Δουατζή σχετικά
με τη σπουδαιότητα και τη σοφία της μοναξιάς μπροστά στα κελεύσματα και στις
προκλήσεις των καιρών («Τέλος παρηγοριόμουν ότι οι μεγάλοι αγώνες δεν
χρειάζονται σπουδαίους αλλά επί της ουσίας μόνους και μες στη σοφία της σιωπής
ένιωθα πάντα χρήσιμος ως σκεπτόμενος ή αυτόχειρας») ο κριτικός κι εμβριθής
λόγος διαβάζει την προσωπική αλλά και την κοινωνική ανάγκη να λειτουργεί «ο
σκεπτόμενος άνθρωπος αφυπνιστικά απέναντι σε κάθε υπνώττουσα συνείδηση» όχι
τόσο με το έργο του αλλά κυρίως «με τη συνολική του υπόσταση που θέτει τη γραφή
του αλλά και τη στάση ζωής του στην ίδια ευθεία» (σελ. 27). Σε αυτό το πλαίσιο
και με αυτό το τελευταίο δεδομένο σε θέση αυστηρής προϋπόθεσης, ο Δουατζής
καταφάσκει υπέρ του τίτλου του «υπενθυμιστή», παρά του «καθοδηγητή» του λαού, μια
διάσταση του χαρακτήρα του που επιλέγεται προσεκτικά από τη μελετήτρια στην
προσπάθειά της να σκιαγραφήσει κοντά στο πορτρέτο του δημιουργού και το ηθικό του καρδιογράφημα.
Το ίδιο
συμβαίνει και με τις αναφορές στη φιλοσοφική και ζωγραφική ένδυση του ποιητικού
λόγου του Γιώργου Δουατζή. Όλα τα χαρακτηριστικά της δημιουργικής συγγραφικής
του τέχνης προεκτείνονται από τη Δημητριάδου –πέρα από
τον άμεσο, τον προφανή τους σκοπό που υπηρετεί το ίδιο το δημιούργημα και το
κοινό στο οποίο απευθύνεται– σε ηθικό επίπεδο, ώστε να φωτιστεί η ποιότητα του
ίδιου του δημιουργού. Γιατί αυτή αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και
στον λογοτέχνη έχει σημασία τόσο για τον Δουατζή όσο και για τη μελετήτρια ·
πρόκειται για μια ενότητα που τοποθετεί τον ποιητή, τον πεζογράφο, τον
δοκιμιογράφο, τον θεατρικό συγγραφέα και τον καλλιτέχνη ενώπιον της μεγαλύτερής
του ευθύνης απέναντι στο κοινό του: της ειλικρίνειας. Γιατί αυτή η απλή συνθήκη
αποτελεί τη λυδία λίθο για να επιστεγαστεί η εναγώνια εκατέρωθεν προσπάθεια του
μοιράσματος.
Γενναιόδωρη προς όλους εμάς κατάθεση αυτή η μελέτη,
προίκα για τον τρόπο με τον οποίο μια εξαιρετική ποίηση μπορεί να βρει τον
κρουνό εκείνον που θα τη μεταγγίσει στις κοινωνικές αρτηρίες, ώστε να
λειτουργήσει ζωογόνα για το κοινωνικό σώμα. Για όλους/ες όσοι/ες αγαπούν την
ποίηση και τον αγαπητικό λόγο που ξέρει να αναδεικνύει το σημαντικό,
ανασύροντάς το από τον θολό χυλό που συχνά στις μέρες μας μεταμφιέζεται σε
ποιητική δημιουργία.
Ισιδώρα Μάλαμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου