Κάποια βιβλία τα προσέχεις από
την καλαισθησία της έκδοσης. Το υλικό δηλαδή κομμάτι τους, που αποπνέει την
εξαίρετη αισθητική. Όταν τα μελετάς και ανακαλύπτεις τον θησαυρό που κλείνουν
μέσα τους, τότε μπορείς να μιλήσεις για το σύνολο εκθειαστικά. Ένα τέτοιο
βιβλίο είναι και αυτό:
Τα τετράδια του Λαλή - μνήμες από τη
Λέρο [1935-1965]
του Θανάση Β. Παραπονιάρη
από τις εκδόσεις ΑΩ.
Ένα πολύτιμο τεκμήριο μνήμης, η
αληθινή, δύσκολη ζωή του ήρωα που καταγράφεται (με τον αυθορμητισμό ενός άλλου
Μακρυγιάννη) μαζί με την ιστορία του νησιού. Ιταλική κατοχή, Β' Παγκόσμιος
Πόλεμος, απελευθέρωση, ανελέητη φτώχεια, ξενιτιά. Όλα αυτά με πολλά στοιχεία
και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Μια πολυτάραχη ζωή μισού περίπου αιώνα.
[…] τα παιδικά χρόνια, ο
ανεμόμυλος του βασανισμένου πατέρα, η ηρωίδα μάνα με τα εννιά παιδιά, οι καλοί
γείτονες, οι σύντροφοι στην καθημερινή βιοπάλη, η βασανιστική πείνα, ο τρόμος
του πολέμου με τους ανελέητους βομβαρδισμούς, ο αγώνας για την επιβίωση, η φυγή
στη Μέση Ανατολή, η επικίνδυνη ζωή του σφουγγαρά-δύτη, η σκληρή εμπειρία στα
ανθρακωρυχεία του Βελγίου και τέλος η ζωή του ναυτικού σε ποντοπόρα πλοία...
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο Θανάσης Παραπονιάρης, ο Λαλής του
μυλωνά, αφηγείται την ιστορία του μέσα από 700 χειρόγραφες σελίδες που χώρεσαν
σε εννέα τετράδια, με μια γλώσσα αφρόντιστη (ο Λαλής λίγα γράμματα ήξερε), σε πρώτο πρόσωπο, με όλη την
αλήθεια ενός ανθρώπου πολύπαθου που επιτέλους θέλει όλα να τα πει.
Δε θέλω να πάρω τίποτα στον τάφο
μαζί μου. Όλα εδώ πρέπει να μείνουνε, γιατί ξεκίνησα να γράψω μια μαρτυρία, όχι
ένα μυθιστόρημα!
Και είναι άξια θαυμασμού η
επιμέλεια των χειρογράφων από τον Κώστα Ασλανίδη, που έσκυψε πάνω στον
αυθόρμητο και αφρόντιστο αυτόν λόγο και μας δίνει τώρα μια μαρτυρία μοναδική
στο είδος της. Και αξιέπαινη η πρωτοβουλία της έκδοσης ενός τέτοιου βιβλίου από
τις εκδόσεις ΑΩ.
Από ανάγκη να μιλήσει για τη ζωή
του αλλά και για τη ζωή του τόπου του γράφει αλλά και από τη μεγάλη του αγάπη
για τη Λέρο:
Το μόνο που αγάπησα: τη Λέρο! Αυτή
η αγάπη με κράτησεν στα πόδια μου!
Σκέφτομαι διαβάζοντας πόση αξία
έχουν τέτοιες καταγραφές, που αποτυπώνουν μνήμες πολύτιμες των παλαιότερων. Δεν
είναι μόνο η αξία που έχουν ως μαρτυρίες (με πάμπολλα στοιχεία εν πολλοίς
άγνωστα από την ιστορική μελέτη), πιο πολύ ακόμα αξίζουν γιατί μεταφέρουν
ατόφια την ψυχή του τόπου, όπως την κράτησαν μέσα τους απλοί άνθρωποι. Μέσα από
τις ταλαιπωρίες, που οι αδικίες επιφύλαξαν για τα χρόνια της ζωής τους (πόλεμοι,
κατοχή, πείνα, στερήσεις, ξενιτιά και τόσα άλλα), κατάφεραν να διασώσουν αυτή
την άλλη εικόνα του τόπου τους, την πιο αθώα, την ανεπηρέαστη από τον πολιτισμό
που όλα τα καλυτέρεψε αλλά και όλα τα αλλοίωσε.
Κι επειδή, όταν διαβάζουμε, δεν
αποφεύγονται οι συνειρμοί, μένω με ξεχωριστή συγκίνηση σε ένα μικρό απόσπασμα
από την επικίνδυνη ζωή των σφουγγαράδων, όπως το μεταφέρει ο Λαλής, ως
προσωπική ανάγκη μνήμης για τον σφουγγαρά παππού μου από τη Σύμη:
[...] Ό,τι τσιγάρα είχαμε στις ταμπακιέρες βαρτήκαμε να τα φουμάρουμε
γρήγορα γρήγορα. Βαστούσαμε πισινή με τα τσιγάρα. Ήμαστον δύο καίκια. Το ένα
είχεν δεμένο το άλλο για να μη χαθούμε τη νύχτα. Πράγματι, ήταν παλιόκαιρος.
Κάναμε όλοι τον σταυρό μας να φτάσουμε πιο γρήγορα στη Σύμη και θα έδινα το
δακτυλίδι του αρραβώνα μου! Και αυτό έκανα μόλις έφτασα στην Σύμη. Μου το έφαγε
ο... Κλέφτης ο Πανορμίτης, γιατί οι Συμιακοί έτσι τον φωνάζουν:
"Κλέφτη!". Μεγάλη ταλαιπωρία να φτάσεις στο σπίτι γερός.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου