Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017


Ιστορίες στα όρια του απρόβλεπτου





«Νυχτερινό ταξίδι»

διηγήματα του

Παύλου Ταμουρίδη

εκδόσεις Σαιξπηρικόν



«Μ»

νουβέλα του

Μιχάλη Σκολιανού

 εκδόσεις Σαιξπηρικόν



Μια από τις αρετές ενός πεζογραφήματος (φυσικά μέσα στις πολλές) είναι η κινητοποίηση του αναγνώστη, ο οποίος έχοντας εισχωρήσει στην αφήγηση νιώθει το ξάφνιασμα, την ανατροπή στην πλοκή, το ευρηματικό γύρισμα της ιστορίας. Αν ο συγγραφέας έχει την αίσθηση του απρόβλεπτου μέσα του, αν ο ίδιος ξαφνιάζεται από τον παράδρομο, στον οποίο τον οδηγεί η ιστορία του ξεφεύγοντας από τη βαρετή ευθεία, τότε ο αναγνώστης συμμετέχει και ομοίως αισθάνεται το ανατρεπόμενο τοπίο. Είναι αλήθεια πως, όταν αυτό επιχειρείται στη μεγάλη αφήγηση, το μυθιστόρημα δηλαδή, υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες για την αιφνίδια αλλαγή του σκηνικού. Τι συμβαίνει, όμως, με τη μικρότερη φόρμα, τη νουβέλα και το διήγημα;

Όσο μικρότερη η έκταση της γραφής,   τόσο λιγότερο χρόνο (ανάγνωσης) έχει ο συγγραφέας για να κερδίσει τον αναγνώστη του. και τότε το γύρισμα της πλοκής πρέπει να βρει την κατάλληλη στιγμή, γιατί αλλιώς η ευκαιρία χάνεται. Διαβάζοντας δύο βιβλία πεζογραφίας από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν εντόπισα αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα στους συγγραφείς τους. Ξεκινώ από τη συλλογή διηγημάτων:


«Νυχτερινό ταξίδι» του Παύλου Ταμουρίδη


Πρόκειται για δέκα ιστορίες, οι οποίες -να το πούμε κι αυτό γιατί δεν είναι πάντα αυτονόητο- έχουν λόγο ύπαρξης. Εννοώ μ’ αυτό το αφοριστικό πως συναντάμε συχνά πυκνά πεζογραφήματα που ο συγγραφέας τους δεν είχε εστιάσει (μέσα του αρχικά) το θέμα του. Κι όμως όλα από αυτόν τον ελάχιστο πυρήνα ξεκινούν. Εδώ, λοιπόν, η κάθε ιστορία έχει συγκεκριμένο θέμα και μάλιστα πρωτότυπο (στα περισσότερα) και ενδιαφέρον. Και σε όλες η ιστορία στρέφει κάποια στιγμή και σε κοιτάζει κατ’ ευθείαν στα μάτια. Σαν να σου λέει: σε ξάφνιασα, έτσι;

Στους «Δύο ήρωες» ένα θέμα πρωτότυπο, ο αιφνιδιασμός στην ώρα του, και παράλληλα μια προσπάθεια ψυχογράφησης του ήρωα, κάτι που σπάνια συναντάμε στη μικρή φόρμα, ίσως γιατί απαιτεί περισσότερη άνεση χώρου, ίσως πάλι γιατί κάποιοι δεν το τολμούν. 

Στο διήγημα «Ο άλλος» μια συγκλονιστική (στη συντομία της) σκιαγράφηση μιας ταραγμένης συνείδησης και ταυτόχρονα η αμηχανία στον τρόπο αντιμετώπισής της. Ανατροπή όχι μόνον της πλοκής αλλά μια ματιά σε έναν άλλο κόσμο.

Στο «Νυχτερινό ταξίδι», το διήγημα που δίνει τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, είναι η απάτη των αισθήσεων που θα δημιουργήσει την αντιστροφή του τοπίου.

Δεν ήταν η ντροπή αλλά ο φόβος που τον καταδίωκε. Ο φόβος που του προκαλούσε η βεβαιότητα ότι μπορούσε να εξαπατηθεί από τον οποιονδήποτε που θα είχε κάποιο λόγο να το κάνει. Ήταν αρκετό να χαμηλώσουν τα φώτα και να απλωθεί ένα λεπτό σκοτάδι για να γίνει ολοκληρωτικά ανίκανος να διακρίνει τη πραγματικότητα... Μια θλιμμένη και τρυφερή φωνή, μια εξομολόγηση που φαίνονταν ειλικρινής μα περισσότερο από όλα τα χέρια που τον χάιδεψαν με επιδεξιότητα και το στόμα που τον εντυπωσίασε για την αποτελεσματικότητά του, χωρίς πρώτα να υποχρεωθεί σε εκείνη την υποκριτική και ταπεινωτική ταυτόχρονα διαβεβαίωση των ανύπαρκτων μεγάλων αισθημάτων, ήταν αρκετά και για να τον παραπλανήσουν αλλά και για να αφυπνίσουν την ασυγκράτητη επιθυμία των ψευδαισθήσεων.

Τολμηρό, αληθινό, υπέροχο.

Στο «Βάφτισμα» είναι τα όνειρα οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, άλλοτε ως αποκυήματα των παραστάσεων που μέσα τους ζούμε την πραγματική ζωή, άλλοτε ως ενδείξεις των απώτερων φόβων μας. Και μια πλήρης ανατροπή του σκηνικού που τόσο αληθινό φαίνεται.

Το εξαιρετικό «Πορτρέτο», εκτός από μια διήγηση του απρόβλεπτου συνιστά και ένα πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο για τη Τέχνη, μεταμφιεσμένο πίσω από τη φόρμα ενός διηγήματος. Πολλές φορές η πεζογραφία με τη μυθοπλασία της μας προσφέρει δοκιμιακό λόγο. Απρόβλεπτο και αυτό, φυσικά.

Απολύτως ψυχαναλυτικό το διήγημα «Οι ποδηλάτες» θα μας ανοίξει πίσω από τον μυθοπλαστικό μανδύα  μιαν άλλη διάσταση του λόγου και θα απορήσουμε: μα σε τόσο μικρή έκταση πώς πρόλαβε να δείξει τόσο πολλά;

Σε μεταφυσική διάσταση κινείται η «Συνάντηση», με τον χρόνο να καταργείται και από τη μια και από την άλλη όχθη, κι  εκεί στον χώρο τον μεταιχμιακό και οριακό του ορατού και του αόρατου να συντελείται το απίθανο.

Η απίστευτη ιστορία που περικλείεται στο διήγημα «Η αμνησία» θα αγγίξει και αυτή τον χώρο της Τέχνης, τόσο όσο χρειάζεται για να δείξει το περιεχόμενο της έννοιας υποδύομαι. Πόσο αληθινός μπορεί να είναι ο χαρακτήρας ενός ρόλου; Απορροφά τη ζωή και την ψυχή του ηθοποιού; Και η μνήμη; Λειτουργεί επιλεκτικά;


Πόσο τυχεροί είναι όσοι αφοσιώνονται σε κάτι με ένα πάθος που διαγράφει οτιδήποτε άλλο από τη ζωή τους, που τους οδηγεί στην ολοκληρωτική λήθη. Τι αξία θα είχε η ζωή μας χωρίς αυτές τις στιγμές; Πόσο δυσβάστακτη και τρομακτική θα ήταν η μνήμη αν δεν υπήρχαν αυτές για να τις θυμηθεί; Να ξεχνάς τα πάντα και όταν η μνήμη επανέρχεται να θυμάσαι τις στιγμές που αυτή είχε εξαφανισθεί ολοκληρωτικά…

Στο διήγημα «Ο ανταγωνιστής» το ξάφνιασμα δεν έρχεται -ως είθισται- στο τέλος. Έχει πάρει τη θέση του στην αρχή της ιστορίας. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως στην ουσία αυτό το διήγημα δεν τελειώνει. Είναι ο αναγνώστης που καλείται να δώσει το τέλος, σε μια μετάθεση του ρόλου του δημιουργού από τον γράφοντα στον αποδέκτη της γραφής του. Ενδιαφέρον.

Στο τελευταίο διήγημα, «Η βιτρίνα», ο Ταμουρίδης θα δώσει το απρόβλεπτο γύρισμα της ιστορίας σε συνδυασμό με τα όρια στα οποία μπορεί να οδηγηθεί το marketing. Μια πρωτότυπη ιδέα που καταλήγει σε μια συμφορά. Εφιαλτική όσο και προκλητική.



Και έρχομαι στο δεύτερο βιβλίο.

«Μ» νουβέλα του  Μιχάλη Σκολιανού


Με τον ήρωά του να μας συστήνεται με μόνο το αρχικό γράμμα του ονόματός του, και με μια ιστορία με απρόσμενη κατάληξη, ο Μιχάλης Σκολιανός εισέρχεται με ιδιαίτερες αξιώσεις στον χώρο της πεζογραφίας. Ο Μ θα μπορούσε να είναι o ήρωας μιας καφκικής ιστορίας, ενσάρκωση της αλλοτρίωσης, της απομόνωσης και της μοναχικής ανωνυμίας. Είναι όμως ο Μ, ένας άνθρωπος που ως τώρα ήταν έγκλειστος και μόλις αποφυλακίστηκε, έχει κάθε λόγο να βιώνει μέσα  του τον αποσυνάγωγο εαυτό του, να φοβάται τις αντιδράσεις των άλλων, να βλέπει το μικρό διαμέρισμα που νοίκιασε σαν ένα κανονικό αστικό κελί. Ο Μ είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι, μόνο που κάτω από ακραίες συνθήκες μεταλλάσσεται σε ον φοβισμένο και φοβικό. Και η τύχη τον φέρνει στον δρόμο (και στη φιλοδοξία) ενός γνωστού συγγραφέα, του Αντρέα, που θα δει στην ιστορία του Μ την ευκαιρία να κάνει μια συγγραφική επιτυχία. Έτσι θα ακούσουμε το παρελθόν του ήρωα, όπως θα το αφηγείται, τις σχέσεις με τη μητέρα του, με τα κορίτσια, την άποψή του για τον κόσμο και τη θέση του σ’ αυτόν. Μέσα από την αφήγηση της ζωής του ο Μ ξανακερδίζει τον χαμένο του χρόνο, επανατοποθετεί τον εαυτό του στον χρόνο που κυλά με ανθρώπινα μέτρα, όχι με τα παράλογα χρονικά διαστήματα της φυλακής.

Προσωπικά ο Μ δεν έδινε σημασία στον κοινό τρόπο καταγραφής, μέτρησης και οριοθέτησης του χρόνου αλλά μπορούσε να αντιληφθεί τη αξία του. Η αξία του έγκειται στην αναγκαιότητα του ανθρώπινου είδους να διατηρηθεί και να εξελιχθεί όπως επιβιώνει μέσα από τις κοινωνικές δομές και φόρμες το οποίο το ίδιο έφτιαξε.

Θα συναρμολογήσουμε μαζί του κομμάτια της ζωής του που τον καθόρισαν. Θα δούμε τη σχέση του με το Κόμμα, η οποία  ατύχησε, γιατί μιλούσαν για ατομικά δικαιώματα την ίδια στιγμή που οι ίδιοι αναιρούσαν το βασικότερο, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα. Θα τον δούμε μετά από μια παραβατική συμπεριφορά να νιώθει οίκτο για τον εαυτό του.

Κοιτούσα το είδωλό μου και μου προκαλούσε αηδία. Δεν άντεξα. Έριξα μια δυνατή γροθιά στον καθρέφτη ραγίζοντας το είδωλό μου και ορκίστηκα βαθιά μέσα μου να μην ξανανιώσω ποτέ άσχημα και ιδιαίτερα ένοχος για τίποτα.

Παράλληλα με την αφήγηση του Μ, που αφορά το παρελθόν του, παρακολουθούμε την ιστορία του συγγραφέα και τη σχέση του με τον σύντροφό του, που έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο, ώστε να απειλείται από τη ζήλεια του εραστή του η ζωή του Αντρέα. Η αφήγηση του Μ φθάνει στην κορύφωση, όταν θα μιλήσει για τον λόγο που τον οδήγησε στη φυλακή, για το έγκλημα που διέπραξε και τη δίκη και καταδίκη του σε ισόβια.  Αυτό το σημείο της πλοκής διάλεξε ο Μιχάλης Σκολιανός για να κάνει το γύρισμα, την ανατροπή της δικής του ιστορίας, με το μυστικό που θα αποκαλύψει ο Αντρέας στον Μ. Από αυτό το σημείο και πέρα όλα είναι ανοιχτά. Ο Μ, που πριν λίγο οραματιζόταν τη φυγή του σε έναν κόσμο πιο όμορφο, πιο σωστό και πιο δίκαιο, στην ουσία πιο ανεκτό για ανθρώπους σαν  κι αυτόν, θα πάρει τη δική του στροφή. Ή καλύτερα να πούμε πως αυτό θα ήθελε να προλάβει να κάνει, όμως η ζωή του θα στρέψει από μόνη της, και ο Μ θα βρεθεί εγκλωβισμένος για μια ακόμα φορά στα γρανάζια μιας εξουσίας, που αναζητά τη δικαιολογία της ύπαρξής της στην κατασκευή ενός θύτη, ακόμα κι αν πρόκειται ξεκάθαρα για ένα θύμα.

Η δικαιοσύνη βασίζεται σε άτομα σαν και εμένα. Αν δεν υπήρχαν άτομα σαν και εμένα δεν θα υπήρχε η επίφαση της δικαιοσύνης. Φαντάζεσαι; Να ζούσαμε χωρίς αυταπάτες; Φρίκη!

[…]

Όλα ίδια. Δημόσιοι κατήγοροι χωμένοι στα γκρίζα παλτά τους, φυλακισμένοι στα τσιμεντένια κλουβιά τους, εγκλωβισμένοι στα στερεότυπα, στα πρότυπα, στις συμβάσεις, βουτηγμένοι και παραλυμένοι από την εξαπάτηση, την υποκρισία, το ψέμα.


Όπως η ζωή του Μ με απρόβλεπτες κινήσεις κάνει τη στροφή της, έτσι και η νουβέλα αιφνιδιάζει με την εξέλιξή της. Πιστεύω πως ο ήρωας της νουβέλας του Σκολιανού  δεν ήταν απαραίτητο να έχει πλήρες όνομα. Αρκούσε αυτό το Μ για να δηλώνει όχι την ανωνυμία αλλά ίσα ίσα για να δείχνει την ταυτότητα του ανθρώπου που νιώθει (και ενίοτε είναι κυριολεκτικά) φυλακισμένος σε μια κοινωνία που τον αποδιώχνει, τον αδικεί, τον καταργεί όποτε θέλει, τέλος τον καταδικάζει όταν τη συμφέρει ή όταν δεν έχει άλλο πρόσφορο θύμα για να παίξει αυτόν τον ρόλο. Η εικόνα του εξωφύλλου με ένα κεφαλαίο Μ σε αποδόμηση συνηγορεί για την ερμηνεία αυτή. 



Οι δύο πεζογράφοι, ο καθένας με την έκταση του λόγου του, (όσο του επέτρεπε η μορφή που επέλεξε) έδειξαν πως όταν η γραφή είναι καλή, έχει πρωτότυπες ιδέες, έχει τον τρόπο να χειρίζεται την πλοκή, να συμπαρασύρει τον αναγνώστη στις αιφνίδιες αλλαγές πορείας, να καταξιώνει τελικά το είδος που υπηρετεί. Τα δύο αυτά βιβλία μπορούν να διαβαστούν σαν μια συνέχεια το ένα του άλλου, όχι γιατί συγγενεύουν θεματικά αλλά γιατί συνομιλούν δημιουργικά μεταξύ τους ως προς την ιδέα, την εξέλιξη, τον χειρισμό του υλικού, τελικά την αναγνωστική πρόταση. Μια πρόταση αξιόλογη σε κάθε περίπτωση.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/istories-sta-oria-tou-aprovleptou/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου