Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017


Σκόρπιες σκέψεις πάνω στην ελληνική γραμμή

του Φοίβου Ι. Πιομπίνου

εκδόσεις του φοίνικα






η ελληνική γραμμή ως ελληνική στάση



Ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἕνας ὁποιοσδήποτε γεωγραφικὸς χῶρος, δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ χώρα, ἕνα κράτος ἢ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ «ζῶσα ἐξελισσόμενη Ἰδέα».



Έτσι ξεκινά το πόνημά του πάνω στην ελληνική «γραμμή» ο Φοίβος Πιομπίνος θέτοντας εξ αρχής τα μεγέθη στις πραγματικές τους διαστάσεις και ονομάζοντας τις τρεις έννοιες που ορίζουν τον ελληνικό «χώρο»: ζωή, εξέλιξη, ιδέα. Η ελληνική ιδέα σε αδιάκοπη ζωή αλλά και σε διαρκή εξέλιξη. Μια σειρά από σκέψεις που περιστρέφονται γύρω από τον πυρήνα της ελληνικότητας, που είναι άρρηκτα δεμένη στη συνείδηση του συγγραφέα με το ελληνικό τοπίο. Αυτό που με τις δικές του αρχές καθορίζει -ως ιδέα- αιώνες τώρα και τη ζωή και την εξέλιξη σ’ αυτόν τον τόπο.

Το ελληνικό τοπίο απλωμένο στο σκληρό και άπλετο φως δεν συγχωρεί καμία ατέλεια, δεν εφευρίσκει σκιερά καταφύγια για να κρύψει τα ανομήματά του. Εκεί στο φως που όλα τα εξαγνίζει αλλά και όλα τα απαιτεί, προσφέρει, απαιτεί  και προσφέρεται. Γι’ αυτό οι γραμμές της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής είναι ξεκάθαρες και απόλυτες. Χωρίς περιττά στολίσματα. Η δωρικότητα, συνώνυμη της λιτότητας, της απλότητας αλλά και της πληρότητας συνάμα. Αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ελληνικό θαύμα».



Μόνο ἡ ἔρημος, ἡ Σαχάρα, μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ Αἰγαῖο. Καὶ τὰ δύο εἶναι τοπία ὕψιστης ἀλήθειας˙ δὲν ἀνέχονται τὸ ψεῦδος, τὸ παραμικρὸ ξένο πρὸς αὐτὰ στοιχεῖο, δὲν σοῦ ἐπιτρέπουν τὴν ἐλαχιστότερη ὑπεκφυγή, τὴ διαφυγὴ ἀπὸ τὴν προσωπική σου ἀλήθεια. Δὲν ἐπιδέχονται καμιὰν ἀνθρώπινη ἐπέμβαση, ἀλλ’ ὅμως ἐνσωματώνουν, ἀφομοιώνουν, τελικά, τὰ πάντα.

Ἡ ἔρημος καὶ ἡ θάλασσα κυματίζουν μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου˙ εἶναι βυθισμένες σὲ ἀπερίγραπτη σιωπή, ἀκόμα κι ὅταν ὁ λίβας σαρώνει τοὺς ἀμμόλοφους καὶ τὰ πετρώδη ὑψίπεδα, ἀκόμα κι ὅταν βουίζει τὸ μελτέμι.



Αυτή τη λιτή γραμμή τη βλέπει ο Φοίβος Πιομπίνος να διαιωνίζει την παρουσία της στον ελληνικό χώρο. Δωρικότητα στον κυκλαδίτικο τύπο σπιτιού, απλές φόρμες στα ξωκλήσια του Αιγαίου και στα πετρόκτιστα σπίτια των μαστοροκαλφάδων στην Ήπειρο, εσωτερικότητα  και αυθεντική επαφή με το θεϊκό στοιχείο στη βυζαντινή αγιογραφία, που διασώζει κάτι από την αρχαϊκή μετωπικότητα των κούρων στις αυστηρές μορφές των αγίων. Οι θεοί σε όλες τις μορφές τους συνομιλούν με τους ανθρώπους αυτού του τόπου, άλλοτε παίρνοντας τα χαρακτηριστικά τους και άλλοτε, σε αυστηρότερες εποχές, επιδιώκοντας μια εσωτερική επικοινωνία μαζί τους.

Σκέφτομαι πώς μας οδηγεί το κείμενο σε μια αίσθηση συνέχειας αυτής της ελληνικής ιδέας, έτσι όπως προσεγγίζει τις ομοιότητες μέσα στους αιώνες. Σαν να βρισκόμαστε σ’ αυτό το μικρό αλωνάκι που όλα τα ενσωματώνει, όλα τα καλοδέχεται και τα μπολιάζει με την ιδιαιτερότητά του. Μορφές, τέχνες, θρησκείες, γλώσσες, όλα διαμορφώνουν το ελληνικό τοπίο και διαμορφώνονται απ’ αυτό. Σε τούτο τον τόπο δέσαν αρμονικά ο Άδωνις και ο Χριστός, ο Επιτάφιος με την ολάνθιστη Άνοιξη. Άλλωστε ο Σεφέρης, στις Δοκιμές του, δεν είχε εντοπίσει ακριβώς σ’ αυτόν τον ελληνικό χώρο την υψηλότερη μορφή Άνοιξης, μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα;

Η όρχηση των αρχαίων, οι χοροί των λαϊκών παραδόσεων, όλα μια συνέχεια μορφής αλλά κυρίως ιδέας. Αλλά και οι  μουσικές, οι τρόποι των αρχαίων διασώσαν την ουσία τους στους ήχους τους βυζαντινούς, και από κει στα λαϊκά άσματα της προσφυγιάς, που μέχρι σήμερα συγκινούν φέροντας μέσα τους όλη την αίσθηση της συνέχειας. Δεν είναι η τέρψη που μετρά εδώ, θα τονίσει ο συγγραφέας, είναι η ψυχική ανάταση.

Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η διατήρηση της γλώσσας, η οποία και από μόνη της θα μπορούσε να αποδείξει τη συνέχεια της ελληνικότητας.



Ἡ πασιφανής συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μέ τήν  πρωτοφανή ἀντοχή της στο χρόνο ἒγινε ὁ συνδετικός κρίκος αἰώνων Ἑλληνισμοῦ ἀπό τήν ἀπώτατη Ἀρχαιότητα ἴσαμε τίς μέρες μας, καθώς ἐπιβίωσε μέσω τῆς δημοτικῆς μουσικῆς και τοῦ βυζαντινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Μέλους, διαμορφώνοντας κοινή πολιτιστική παράδοση. Αὐτή, καθώς καί ἡ κοινή πίστη, ἡ Ὀρθοδοξία, διέπλασαν μία κοινή, συλλογική συνείδηση, τή συνείδηση τῆς ἑλληνικότητας.



Το ελληνικό τοπίο καθοδηγεί και καθορίζει τον τρόπο που επεμβαίνοντας στη φύση ο κάτοικος αυτού του τόπου δημιουργεί τον πολιτισμό του, διαμορφώνοντας παράλληλα την αισθητική του. Η αισθητική, όμως, με τη σειρά της παρακινεί και σε έναν τρόπο ζωής και αντίληψης για τα πράγματα γύρω και μέσα του. Γιατί η αισθητική είναι σε τελευταία ανάλυση δηλωτική μιας ηθικής στάσης. Οπότε σωστά διατυπώνει ο Φοίβος Πιομπίνος:



Ἡ ἑλληνική στάση εἶναι κι αὐτή ἑλληνική γραμμή.



Εντυπωσιάζει στο συγκεκριμένο πόνημα ο τρόπος γραφής. Πίσω από τις λέξεις διαβάζουμε τη λατρεία για το ελληνικό στοιχείο, όπου μπορεί αυτό να εντοπιστεί, παράλληλα τη βαθιά επιθυμία να δοθεί αυτό με τον πιο απλό και κατανοητό τρόπο, όπως ταιριάζει στη φύση του. Ίσως αυτό ξεχωρίζει τη γραφή του Πιομπίνου από άλλες γραφές ανάλογου θέματος. Μπορεί να ξαφνιάζει κάπου κάπου, ιδίως στο σημείο που επιχειρεί τη σύνδεση (τη μυστικιστική) της αρχαιότητας με τον βυζαντινό πολιτισμό και από κει με το σήμερα μέσα από τον συμβολισμό του δικέφαλου αετού και τη σχέση του με τα αετώματα των αρχαίων ναών. Ο αρχαίος δίπτερος ναός αναδεικνύεται έτσι σε ύψιστο σύμβολο της πνευματικότητας, η Ιδέα ενός διπολικού όντος. Ενδιαφέρουσα οπωσδήποτε η ανάγνωση αυτή ενός  κατ’ εξοχήν βυζαντινού συμβόλου, και επιτρεπτή στα πλαίσια της αναζήτησης του νήματος της συνέχειας. Όλα στην ελληνική «τοιχογραφία» μοιάζει να δένουν μεταξύ τους.

Ολοκληρώνοντας την αγαπητική γραφή του (το βιβλίο αυτό το αγαπάς) παραθέτει επιγραμματικά σχεδόν αυτά που ξεχωρίζει στο ελληνικό τοπίο, αυτά που (όλα μαζί αλλά και ξέχωρα το καθένα) δίνουν την αίσθηση της ελληνικότητας. Ξεχωρίζω εδώ κάποια απ’ αυτά τα «στοιχεία ταυτότητας»:



– ὁ σγουρὸς βασιλικὸς σὲ ντενεκέδες φέτας ἢ ἐλαιῶν Καλαμῶν

– τὰ γεράνια σὲ πήλινες γλάστρες

– τὸ ἁγιόκλημα καὶ τὸ γιασεμὶ στοὺς θερινοὺς κινηματογράφους

– τ’ ἁπλωμένα σέ σχοινὶ χταπόδια στὸν ἥλιο

– ἕνα ποτηράκι κεχριμπαρένια ρετσίνα κι ἕνα ἄλλο μὲ γαλακτερὸ οὖζο καὶ τὸ μεζὲ ἀπὸ μαῦρες ἐλιὲς καὶ σαρδελίτσες

– τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ μὲ τὸ ἀπαραίτητο ποτήρι κρύο νερὸ

– ἕνα παραθαλάσσιο κεντράκι μὲ καλαμωτὴ γιὰ σκέπαστρο καὶ καρὼ τραπεζομάντηλα, ψάθινες καρέκλες καὶ γιρλάντες ἀπὸ λαμπιόνια

– τὸ νησιώτικο λιθόστρωτο μὲ τοὺς ἀσβεστωμένους ἁρμοὺς

– οἱ ξερολιθιὲς ποὺ αὐλακώνουν ὅλες τὶς ράχες, ἀκολουθώντας τὸ ἀνάγλυφο τοῦ τοπίου

– τὸ θυμάρι, ἡ ρίγανη, τὸ δίκταμο, τὸ φασκόμηλο, τὸ φλησκούνι, τὸ μάραθο, τὸ κρίταμο, τὸ γλυκάνισο, ὁ δυόσμος, ὁ ἄνηθος, ὁ μαϊντανός, τὸ σινάπι, ἡ κάπαρη, τ’ ἀμάραντο, κάθε ἀγριοβότανο

– τὰ βαθυπράσινα κυπαρίσσια ποὺ λογχίζουν τὸν οὐρανὸ μέσ’ ἀπὸ τοὺς ἐλαιῶνες καὶ τοὺς κάμπους μὲ τὶς λεμονιές, τὶς πορτοκαλιὲς καὶ τὶς μανταρινιὲς

– ὁ κυματισμὸς τῆς στεριᾶς μὲ τὰ λοφάκια, τοὺς λόφους, τὰ πετροβούνια καὶ τὰ ὄρη, τοὺς γήλοφους, τὰ ξεροβούνια

– οἱ ἀνεμοδαρμένοι κάβοι, τὰ ὀρθολίθια, τὰ θαλασσοβράχια, οἱ βραχοσπηλιές, οἱ σκόπελοι, οἱ πλάκες, οἱ ἀμμοῦδες, οἱ ἀποχές, τὸ ἀμμοχάλικο, τὰ βότσαλα, τὰ χοχλάκια, οἱ κροκάλες

– ὁ φλοῖσβος, ὁ ζέφυρος, τὸ μελτέμι, ἡ αὔρα




Κι όταν φτάνει να θυμηθεί εκείνο το «ώρα μας καλή», γραμμένο με κόκκινη μπογιά στην πλώρη μιας βάρκας, έρχεται στο μυαλό ετούτο το γλαυκό τοπίο να αρμενίζει μεσοπέλαα και να στροβιλίζεται από τα γυρίσματα των καιρών. Ο Φοίβος Πιομπίνος, ακολουθώντας τα ίχνη που άφησε ο Περικλής Γιαννόπουλος (που μνημονεύεται άλλωστε στο τέλος του βιβλίου η υπέροχη «καμπύλη» που είδε εκείνος σε κάθε τι ελληνικό) μας δείχνει την ελληνική γραμμή, που αναπόφευκτα οδηγεί σε  μια ελληνική στάση για να δικαιώσει τη μοναδικότητά της. Ίσως και να μη γίνεται διαφορετικά.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/skorpies-skepseis-panw-stin-elliniki-grammi/)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου