Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017


13 ιστορίες για παλιοχαρακτήρες

του Λεόν Μπλουά

μετάφραση – επίμετρο: Αλέξανδρος Τσαντίλας

εκδόσεις βακχικόν




οι δέσμιοι του Λονγκζιμό (η ανατομία ενός διηγήματος)



Oι 13 ιστορίες για παλιοχαρακτήρες του Λεόν Μπλουά θα μπορούσαν να διαβαστούν ως δείγματα υποδειγματικής ανατομής όχι μοναχά του εσωτερικού ψυχισμού αλλά και του εξωτερικού κόσμου -ο οποίος, όπως και να το κάνουμε, συμβάλλει στη διαμόρφωση του πρώτου- μιας ανατομής έμπλεης χιούμορ, που διατηρεί τη γοητεία της και τη δύναμή της παρά την κτηνωδία του περικειμένου, εντός του οποίου και συντελείται.

Με τα παραπάνω λόγια επισημαίνει ο μεταφραστής του Μπλουά Αλέξανδρος Τσαντίλας κάποια από τα χαρακτηριστικά της γραφής αυτού του υπέροχου στυλίστα της λογοτεχνίας. Η ανατομία του εσωτερικού κόσμου σε συνδυασμό με τη βαθιά ματιά στον περιβάλλοντα χώρο, στην εποχή, και ταυτόχρονα ένα χιούμορ, μαύρο εν πολλοίς, που προσδίδει μια άλλη διάσταση στην αφήγηση. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που αυτές οι 13 ιστορίες με τους ήρωες των ακραίων συμπεριφορών καταλήγουν να είναι ιδιαίτερα αγαπητές στον αναγνώστη. Είναι και ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο Λεόν Μπλουά τους ήρωές του, χωρίς την παραμικρή αποστροφή για τις πράξεις τους, ίσα-ίσα, θα μπορούσαμε να πούμε, με μια ειλικρινή κατανόηση για τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου μυαλού, που σε τελευταία ανάλυση μπορεί να οδηγήσει τον καθένα από μας σε απονενοημένα και αποσυνάγωγα διαβήματα. Άλλωστε αποφεύγει κάθε κρίση απαξιωτική, που θα έφερνε συνακόλουθα μαζί της έναν άγονο διδακτισμό. Αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους, με τον αναγνώστη να αποφασίζει σε ποια πλευρά θα ταχθεί. Μην εκπλαγούμε αν στις περισσότερες φορές θα τον βρούμε στο πλάι αυτών των «παλιοχαρακτήρων».

Ανάμεσα σ’ αυτές τις ιστορίες με τους δολοφόνους και τους σαλούς, τους «πειραγμένους» και τους περίεργους χαρακτήρες, ξεχωρίζει μία, που δίκαια, νομίζω, θα έπαιρνε τα εύσημα της υποδειγματικής διήγησης. Τιτλοφορείται Οι δέσμιοι του Λονγκζιμό, εκτείνεται σε μόλις έξι σελίδες και προφταίνει να δείξει τις μέγιστες αρετές που μετατρέπουν ένα διήγημα σε διαμάντι αφηγηματικό.

Η αφήγηση ξεκινά ανατρεπτικά, με την κατάληξη της ιστορίας:

Ο Ντελάλης του Λονγκζιμό ανακοίνωσε χθες το λυπηρό τέλος των Φουρμί. Η φυλλάδα αυτή, η ονομασία της οποίας είναι ενδεικτική της πληθώρας των ειδήσεων που έχει στις σελίδες της, αναλωνόταν σε εικασίες σχετικά με τα μυστηριώδη αίτια της απελπισίας που οδήγησε στο απονενοημένο διάβημα το παντρεμένο αυτό ζευγάρι, που όλοι θεωρούσαν ευτυχισμένο.



Άρα, ευφυώς, το ενδιαφέρον του αναγνώστη δεν εστιάζεται στο γεγονός καθεαυτό, στο τι θα συμβεί, αλλά στο πώς και το γιατί συνέβη ό,τι συνέβη. Ταυτόχρονα εξάπτεται η περιέργεια για το ασύμπτωτο του πράγματος, πώς δηλαδή μια θεωρούμενη ευτυχία καταλήγει σε τραγωδία οικειοθελώς. 

Το ζευγάρι θα εγκατασταθεί στην πόλη του Λονγκζιμό σε ένα σπίτι, επιλεγμένο από τον συμβολαιογράφο κύριο Πιεσί, το οποίο ο αφηγητής παρουσιάζει σαν μια

[…]χλοερή φωλιά που θα τη ζήλευαν και οι πεθαμένοι – επειδή θα πρέπει να πούμε, και δικαίως, ότι ο κήπος έφερνε στον νου κάτι από εγκαταλελειμμένο κοιμητήριο.



Αρχίζει, έτσι, με την παράλληλη αυτή εικόνα, να λειτουργεί ο προϊδεασμός του αναγνώστη για τα όσα θα συμβούν, τα οποία θα είναι απολύτως ανατρεπτικά της ειδυλλιακής ατμόσφαιρας.

Οι Φουρμί δεν θα αποκτήσουν σχέσεις με κανέναν στην πόλη, όχι γιατί νιώθουν κακία ή περιφρόνηση αλλά

[…]πολύ απλά, επειδή ουδέποτε τους πέρναγε από το μυαλό.



Ο αφηγητής παρεμβάλλει ακριβώς σ’ αυτό το σημείο μια φαινομενικά άσχετη ιστορία, η οποία εγκιβωτισμένη στη βασική μιλά για κάποιον ερημίτη, που ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τις εικόνες γύρω του για αρκετό διάστημα, και άρα να θυμηθεί το οτιδήποτε. Παρόμοια φαίνεται να ήταν και η αφηρημάδα του ζευγαριού αλλά και η αδιαφορία του για τη γνώμη των άλλων. Σαν να είχαν περιχαρακωθεί στον προσωπικό τους χώρο.

Η ιστορία από δω και κάτω αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθόσον ο αφηγητής παρεμβάλλει τώρα την αφήγηση (μέσω επιστολής) του ίδιου του κυρίου Φουρμί, ιδιαιτέρως κατατοπιστική για τα όσα παράδοξα συνέβαιναν στη ζωή του ζευγαριού. Με βάση αυτή την επιστολή ο αφηγητής θα συνθέσει, όπως εύστοχα υπογραμμίζει, την ιστορία με την επαγωγική μέθοδο. Αυτό, λοιπόν, που γινόταν επί δεκαπέντε χρόνια ήταν ότι, παρά τον διακαή τους πόθο για τα ταξίδια, δεν κατάφεραν ποτέ να απομακρυνθούν από την πόλη, γιατί

[…]χάνουμε όλα τα τρένα κι όλες τις δημόσιες συγκοινωνίες, ό,τι κι αν κάνουμε. Είναι κάτι το απείρως ηλίθιο, κάτι το φρικτά γελοίο, αλλά αρχίζω να πιστεύω ότι το κακό δεν σηκώνει πλέον γιατρειά. Είμαστε θύματα ενός φαιδρού παιχνιδιού της μοίρας.[…] την τελευταία στιγμή θα ανάβουνε τα αποκαΐδια στο τζάκι ή θα κουτσαίνομαι στα μισά του δρόμου ή το φόρεμα της Ζουλιέτ θα πιάνεται στα κλαδιά τίποτε θάμνων ή θα μας παίρνει ο ύπνος στην αίθουσα αναμονής του σταθμού, χωρίς να μπορούμε να ξυπνήσουμε εγκαίρως ούτε από την άφιξη του τρένου ούτε από τα σφυρίγματα και τις φωνές του σταθμάρχη κ.λπ. Την τελευταία φορά έτυχε να ξεχάσω το πορτοφόλι μου.



Αποτέλεσμα όλων αυτών των δυσάρεστων συμπτώσεων ήταν να θεωρηθούν οι Φορμί από όλους ανάγωγοι, ανεύθυνοι, ασυνεπείς, και να δημιουργηθεί μια εχθρική ατμόσφαιρα γύρω τους. Ο αφηγητής θα εκτιμήσει τα στοιχεία και θα παρουσιάσει τη σκοτεινή του υποψία, η οποία θα απογειώσει την ιστορία τοποθετώντας την στη σφαίρα του αθέατου εφιαλτικού:

[…] το ατυχές ζεύγος ήταν στ’ αλήθεια θύμα μιας σκοτεινής πλεκτάνης του Εχθρού της ανθρωπότητας που τους οδήγησε, δια χειρός ενός πασιφανώς διαβολικού συμβολαιογράφου, σ’ εκείνη την καταχθόνια γωνιά του Λονγκζιμό, από την οποία τίποτε δεν κατέστη δυνατό να τους αποσπάσει.



Η τραγικότητα της υπόθεσης αυτής είναι εμφανής, γιατί μας πληροφορεί πως

Οι αιχμάλωτοι αυτοί ήταν φύσει και ουσία άνθρωποι των μετακινήσεων.

Έτοιμοι κάθε φορά για τα πιο μακρινά και εξωτικά ταξίδια, έπρεπε να συμβιβαστούν με την παράλογη ματαίωσή τους, θύματα μιας επίσης παράλογης «συνωμοσίας».

Στο τέλος της ιστορίας ο Μπλουά θα ξεπεράσει και τον εαυτό του σε ευρηματικότητα με τη χρήση της ειρωνείας, στη σωστή δόση και στην κατάλληλη θέση. Μια φορά μόνο, θα πει,  κατάφεραν να επιβιβαστούν στο βαγόνι που θα τους οδηγούσε στις Βερσαλλίες. Μήπως είχε έρθει η στιγμή να σπάσει ο κύκλος της ατυχίας; Κι όμως:

Το τρένο πήρε μπρος, αλλά αυτοί δεν κουνήθηκαν ούτε μέτρο. Χωρίς να το πάρουν χαμπάρι -κι όπως σίγουρα ήταν αναμενόμενο να γίνει- είχαν χωθεί σε ένα βαγόνι που προορίζονταν για απόσυρση.



Έτσι φτάνουμε στην κατάληξη που είδαμε από την αρχή του διηγήματος. Επρόκειτο μόνο ένα ταξίδι να κατορθώσουν να κάνουν, το τελευταίο τους, το οποίο και τους απεγκλώβισε οριστικά -αυτούς τους έγκλειστους- από το ιδιόμορφο κελί τους. Ο Μπλουά με τη λεπτή αίσθηση του χιούμορ θα πει, ωστόσο:

[…]ο χαρακτήρας τους, ο πολύ γνώριμός τους χαρακτήρας με κάνει να πιστεύω πως προετοιμάστηκαν γι’ αυτό με πραγματικό φόβο ψυχής.




Το διήγημα αυτό δίνει την αίσθηση της πληρότητας, με τα μέρη του σωστά κατανεμημένα, με τα πρόσωπα σκιαγραφημένα στις απαραίτητες λεπτομέρειές τους, την εναλλαγή των αφηγητών, τη λογική (ή και άλογη) νοητική διεργασία για την εξαγωγή των συμπερασμάτων. Και φανταζόμαστε εκείνον τον ερημίτη της άλλης ιστορίας, που παρεισέφρησε μέσω του συνειρμού του αφηγητή, να κουνά το κεφάλι του στο τέλος της ιστορίας. Πόσοι, αλήθεια, είναι οι κόσμοι γύρω μας και μέσα μας; Και ποια η αληθινή αντίληψη των πραγμάτων; Ποιος κινεί τα νήματα και διαμορφώνει ατυχείς  συμπτώσεις; Και, εν τέλει, η λογοτεχνία μεταφέρει ψήγματα ενός φανταστικού μόνον κόσμου; Σε κάθε περίπτωση ο Λεόν Μπλουά καταφέρνει να μαγεύει με τη γραφή του. Και  Οι δέσμιοι του Λονγκζιμό είναι μόνο μία από τις δεκατρείς ιστορίες του βιβλίου.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/13-istories-gia-palioxaraktires/)




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου