Μια “καλή θέα” του εαυτού μας
«Κατόπιν σύστασης γιατρού»
μια μυθιστορία
της Ολβίας Παπαηλίου
από τις εκδόσεις Θράκα
Έλεγε κάποιος που
λεγότανε πως ήτανε σοφός, ότι την κάθε μέρα (και την ίδια τη ζωή μας) ωραίο πως
θα ήταν να τη ζούμε όχι σαν το μυστήριο που πρέπει να λύσουμε, αλλά σαν ένα
θαύμα που θα χάναμε πολλά αν δεν το νιώθαμε. Και σίγουρα, βέβαια, αναμφίβολα θα
είχε αυτός ο κάποιος ένα δίκιο… Κι όμως, και όμως: πώς να αφεθεί κανείς το μέγα
αυτό θαύμα να διακρίνει, εάν του έχει συσκοτίσει τη ματιά του το μυστήριο; Και,
μερικές φορές, προτού να δεις το θαύμα, πρέπει να έρθεις σ’ επαφή με το
Μυστήριο!
Θα μπορούσα να πω ότι τα παραπάνω λόγια της Μ. Γκ. ετών πενήντα, όπως μας συστήνεται
η ηρωίδα του βιβλίου της Ολβίας Παπαηλίου, συνοψίζουν με εντυπωσιακό τρόπο όλο
το περιεχόμενο. Ενδεχομένως να ήταν πρέπον να σταματήσω εδώ δίνοντας στην ουσία
μόνο ένα σημείωμα βιβλιοπρότασης. Πώς, όμως, διαβάζοντας αυτό το πολύ ξεχωριστό
κείμενο να αρκεστώ σ’ αυτό το ελάχιστο; Ξεχωριστό τόσο για το θέμα του, δύσκολο
και ριψοκίνδυνο εν μέρει, όσο και για τον τρόπο που το έδωσε η συγγραφέας, έτσι
ώστε απολύτως να συνταιριάζει μορφή και περιεχόμενο.
Αναλυτικότερα λοιπόν. Πρόκειται για μια καταγραφή εκτεινόμενη
σε είκοσι οκτώ ημέρες με τις επικεφαλίδες δηλωτικές του μετρήματος (ημέρα
πρώτη, δεύτερη κ.λπ.). Όχι, δεν πρόκειται για ημερολόγιο, μια που το είδος αυτό
το προσφιλές σε πολλούς έχει ως προϋπόθεση -τουλάχιστον σύμφωνα με τα ειωθότα-
την οικειοθελή κράτησή του, ως μια ανάγκη συνήθως να διατηρηθούν στη μνήμη
σημαίνοντα πράγματα. Εδώ όμως, όπως μας πληροφορεί και ο εύστοχος τίτλος,
γράφεται κατόπιν σύστασης γιατρού. Μια
μέθοδος θεραπείας, θα λέγαμε, για την έγκλειστη Μ. Γκ., η οποία οικειοθελώς
επιδίωξε τον εγκλεισμό της στο σανατόριο «Η καλή θέα» (ο φάκελός της μας
πληροφορεί ότι μέσα σε δέκα χρόνια το έχει επισκεφθεί πέντε φορές). Κατά την
κρίση του γιατρού της:
[…]η ασθενής μας Μ.
έρχεται σε εμάς να καταφύγει, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει Καλή Θέα εαυτού.
Στην προσωπική αυτή καταγραφή η Μ. Γκ. θα ανατρέξει τη ζωή της ανασύροντας μνήμες,
άλλες μακρινές από τα παιδικά της χρόνια και άλλες πιο σύγχρονες. Άλλοτε
διατηρώντας μια χρονική σειρά και άλλοτε αναμειγνύοντας χρόνους, πρόσωπα και
εικόνες. Πότε με μια στρωτή γλώσσα και πότε φανερώνοντας ταραχή ψυχής με
περίεργες λεκτικές αναμείξεις και
ακροβασίες. Αναμενόμενο, θα σκεφθεί κανείς, μια που πρόκειται για μια έγκλειστη
σε σανατόριο υπό την παρακολούθηση ψυχιάτρου. Θα πρότεινα, ωστόσο, να είμαστε
κάπως πιο προσεκτικοί όταν περιχαρακώνουμε
με τις λέξεις κάποιον άνθρωπο και εύκολα και αβασάνιστα τον τοποθετούμε κάτω
από μια ταμπέλα. Γιατί, περιέργως, αυτή η κυρία Μ. μοιάζει πολύ με πολλούς από
μας, αν όχι ως προς τα βιώματά της, πάντως ως προς την εσωτερική τους επεξεργασία θυμίζει αρκετά
κάτι δικό μας, εμάς των φυσιολογικών
και μετρημένων καθημερινών ανθρώπων.
[…]είμαι μια
ξεχασμένη, που στους χάρτινους (ή τους δερμάτινους) τους γάμους της ατύχησε, με
τάσεις αυτολύπησης που εκείνον που με ορίζει εξοργίζουν, χωρίς να βλέπει (σαφώς
όχι τον έρωτα, τη μουδιασμένη μου ελπίδα
της ντροπής, αλλά καν κάποιο δίκιο στο θυμό μου, ούτε και το παράπονο, την
άγονη απόγνωση, το μάλε βράσε, και όλον τον κακό χαμό). Είμαι: κατασκευάστρια
δεινών. Μια αχόρταγη. Μία που πρέπει να γνωρίζει από τα μέσα, το κλειστό κύκλωμα
απόντος εραστή: μια πρόθυμη, μα όχι φορτική. Μια αυτάρκης, αλλά μόνο όταν
πρέπει.
Όσο για τις αποθηκευμένες μνήμες της, αυτές λες και θα
μπορούσαν να αποτελέσουν εκείνον τον ποθητό κοινό τόπο, στον οποίο θέλουμε να
επιστρέφουμε όλοι μαζί, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώνουμε ότι ακουμπάμε στο
σταθερό έδαφος των κοινών αναμνήσεων.
[…]πάντα, στις
κατοικίες τις εξοχικές – βρίσκονται τα κλειδιά για τα ντουλάπια εκείνα που
εντός τους έχουμε στοιβάξει τακτικά όλους μας τους σημαντικούς τούς εφιάλτες,
και γενεές επί των γενεών, σειρές ολόκληρες από παιδάκια πηγαίναμε και κλέβαμε
από τα ράφια της κουζίνας: μια γαλέτα, ή μια πλάκα σοκολάτα, ένα αχλάδι. Και τα
πηγαίναμε σαν είδος προσφοράς στους πεινασμένους μας θεούς μες στη ντουλάπα,
για να μπορέσουν οι εφιάλτες ν’ αποκτήσουνε μιαν εύλογη υπόσταση, και κάποτε να
τους κρατήσουμε απ’ το χέρι, και να τους βγάλουμε βόλτα ως την πλατεία:
ντυμένους και με μπριγιαντίνη χτενισμένους, και εξημερωμένους πια, μέσα απ’ τη
χάρη της ηλιόλουστης αγάπης μας – ώστε να βγαίναμε μαζί φωτογραφία.
Στο τέλος κάθε μιας από τις τέσσερις εβδομάδες που θα
κρατήσει αυτή η καταγραφή ο γιατρός θα κάνει τη δική του αποτίμηση, με μορφή σημειώσεων
χρήσιμων προς συναδέλφους, δίνοντας έτσι μια άλλη εικόνα της ασθενούς που
παρακολουθεί.
[…]είχαμε πετύχει στην
προσπάθεια του να δημιουργήσει η Μ. Γκ. έναν αρκούντως υπαρξιακό μετασεισμό και
να βγει από την εμμονική αμυντική κατάσταση
- που, όπως ήταν ξεκάθαρο σε μένα, ήταν το αποτέλεσμα μιας φύσης ειδικά
εμψυχωμένης, πιθανώς ξεπεσμένης υλικά αριστοκράτισσας, ή ίσως φύσεως
υστερικής[…]
Σ’ αυτό το ξενοδοχείο
των ψυχών, όπως θα το ονομάσει η ίδια, θα καταφύγει, λοιπόν, η Μ. φέρνοντας
μαζί της μια κοινή αλήθεια, όσο κι αν δυσκολεύεται κάποιος να συνταχθεί μαζί
της:
[…]ποιος άνθρωπος είναι εκείνος που
αντέχει να περιέχει τα σαφή αντίθετά του, και επιπλέον, εν τω μέσω ενός κόσμου
που καν δεν αποδέχεται τις πολλαπλές αλήθειες;
Διαβάζοντας τη μυθιστορία
της Ολβίας σκέφτομαι πως η λογοτεχνία θέλει κουράγιο και για να γραφτεί και για
να διαβαστεί. Εννοώ φυσικά αυτά που γράφονται με κόπο και πόνο ψυχής και όχι τα
εύκολα ευπώλητα του συρμού. Οι αληθινές και ειλικρινείς καταθέσεις σε κάθε λέξη
τους σου μιλούν και σε αφήνουν να δεις κάτι από την ψυχή του δημιουργού τους,
κάτι από τον κόσμο του – τουλάχιστον έτσι όπως εσύ τον εισπράττεις από τις
ανοιχτές του χαραμάδες, τις ρωγμές που αναπόφευκτα αφήνει. Έτσι κυκλοφορείς μέσα σ’ αυτές τις λέξεις με
τα δικά σου αποτυπώματα, ανοίγοντας τον ποθητό διάλογο μαζί τους. Πώς αλλιώς να
νοηθεί η λογοτεχνία;
[…] να ρίξει φως μες
στο σκοτάδι. Γιατί, νομίζω, αυτό κάνει ο συγγραφέας: με τρυφερότητα μας
ξεφλουδίζει, και μας ανοίγει στα μυστήρια του σύμπαντος. Κι άλλοτε, γδέρνει το
τομάρι του το ίδιο, για να μας δείξει ότι γίνεται κι αυτό, να μη φοβόμαστε.
Αυτό θα μας πει η Μ. Γκ. η ηρωίδα του βιβλίου. Αυτό μας λέει
μέσω αυτής και η Ολβία Παπαηλίου, καταθέτοντας μέσα από τη σύντομη μυθιστορία της όχι μόνο τη θέα στη Μ.Γκ. αλλά την
προνομιούχο θέα σε έναν κόσμο ταραγμένο αλλά τόσο οικείο, αν θέλουμε να δούμε
χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα την αλήθεια που φέρει μέσα του. Ακόμα και με
τις σκοτεινές του αποχρώσεις, όπως αυτές με τις οποίες μας υποδέχεται το
εξαιρετικό, ατμοσφαιρικό εξώφυλλο (Villa de Vecchi, Cortenova).
Μια άλλη θέα σ’ αυτό που ίσως
θεωρούμε κεκτημένη εικόνα και άρα αναλλοίωτη, μια άλλη οπτική σε ό, τι απαιτεί
αναθεώρηση, μια άλλη θέση για να
δούμε τη ζωή.
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/katopin-systasis-giatrou/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου