Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Μνήμες Λέσβου διαβάζοντας τα «Λεσβιακά διηγήματα» του Βασίλη Ψαριανού από τις εκδόσεις Νοών

Μνήμες Λέσβου


διαβάζοντας τα
«Λεσβιακά διηγήματα»
του Βασίλη Ψαριανού

από τις
εκδόσεις Νοών




Στη Λέσβο δεν έχω πάει, αν και πολύ θα το ήθελα. Απλώς έτυχε να μη γνωρίσω από κοντά το όμορφο νησί. Διαβάζοντας τα διηγήματα του Βασίλη Ψαριανού έχω κάπως την αίσθηση ότι άγγιξα κάτι από την ιδιότυπη ψυχή της.

Είναι κάποιες φορές που ξαναγυρνώ στο ντουρσέκι, στου Θοδωρή το πηγάδι και ψάχνω στα κατώφλια των σπιτιών να δω τις γυναίκες της γειτονιάς, τις γερόντισσες με τις βράκες και τα τσεμπέρια, να λαναρίζουν το μαλλί, να κλώθουν με το αδράχτι το μπαμπάκι, να κόβουν το μακαρονάκι και να διηγούνται τις ιστορίες των ρυτίδων τους, για βάσανα και καϋμούς και χρόνια τρομαγμένα.


Μνήμες από τα πατρογονικά χώματα, πρόσωπα που διασώζονται μέσα από τις αφηγήσεις του Βασίλη Ψαριανού, ο απόηχος των χρόνων που πέρασαν, το ήθος των ανθρώπων που καταγράφεται στις σελίδες του, μήπως και διατηρηθεί έστω η μνήμη του, μια που όλα αλλιώς μετρώνται σήμερα, άλλες αξίες, άλλες συνήθειες. Αυτή την αίσθηση σου δίνουν τα γραφόμενα εδώ. Μια αγωνία να καταγραφούν πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα (κάποτε μικρής σημασίας, κάποτε πιο σημαντικά) όλα όμως με την ταυτότητα της λεσβιακής ζωής.  


Σε κάποιες από τις αφηγήσεις διατηρείται και το τοπικό ιδίωμα, αυτό που από την αρχαιότητα (ως αιολικό) ξένιζε τους ομιλούντες τις άλλες διαλέκτους.

Όσου ίνι μέρα, βγαίνου ίσαμι τ’ ξώπουρτα μ’ να καθίσου κουμάτ’ στου σκαλουπάτ’, να μλήξου μι κανένα άθριπου. Άμα σκουτνιάζ’, κάθουμι μουναχή μ’ μεσ’ σι τέσσιρα ντουβάρια να κοιτάζου του νταβάν’ τσι ν’ ακούγου μόνου τσ’ τριξαλιές που χαρχαλεύγιν μεσ’ στ’ χαραμάδις.



Στο πιο προσωπικό από όλα τα αφηγήματα (Λιχνίζοντας τα χρόνια μας στο αλωνάκι της ζωής μας) ο συγγραφέας θα μας δώσει και μια πιο εσωτερική αιτία για την γραφή του αυτή:

Όταν κοντεύεις να συμπληρώσεις οχτώ δεκαετίες ζωής, έχεις πια σπείρει, όσα μπόρεσες να σπείρεις, έχεις θερίσει, και τώρα, αφού αλώνισες τα γεννήματά σου, αρχίζεις το λίχνισμα της ζωής σου: τι έκανα, πού πήγα, ποιους ανθρώπους αντάμωσα, τι έμαθα, πόσα ήθελα να κάνω και δεν έκανα.

Κάπου σ’ αυτό το σημείο ίσως αντιλαμβάνεσαι και τις σταθερές αξίες που κρατούν γερά μέσα σου και νιώθεις ότι θέλεις να καταθέσεις κάτι στο χαρτί για να διασώσεις στη μνήμη των υπολοίπων όσα μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα, με όση δύναμη διαθέτουν. Διηγήματα, αφηγήματα, προσωπικές σκέψεις που απηχούν εικόνες του παρελθόντος.

Μια διάθεση για ζωή διατρέχει αυτές τις εικόνες, η απλότητα, η αφέλεια ίσως σε μερικές περιπτώσεις, των ανθρώπων του χωριού, η τραχύτητα των χαρακτήρων που δοκιμάστηκαν μέσα από τις στερήσεις, η σκληρότητα στις συμπεριφορές που μοιάζει σ’ αυτούς απολύτως φυσιολογική. 
Όλα κομμάτια μιας ζωής τόσο διαφορετικής από αυτήν του ‘πολιτισμένου’ κόσμου, που αντιδρά στις ιδιομορφίες των ανθρώπων αυτών, όπως ακριβώς αυτοί σαστίζουν με τα ‘εισαγόμενα’ στη ζωή τους νέα ήθη.

«Ενικός αριθμός: ο πουτκός. Πληθυντικός αριθμός: οι πουττσιοί», της έκανε μάθημα στη Γραμματική της ντοπιολαλιάς του χωριού μας ο εξάδερφός μου ο Χαράλαμπος,για να καταλάβει τι της έλεγε η μάνα του, η θεία μου  Θιανώ, για τους ποντικούς που σκάλωναν στο τυροσάνιδο και της έτρωγαν το τυρί. (από το Οι πουττσιοί της θειας ’ιμ σ’ θιανώς που αποτελεί και τον υπότιτλο του βιβλίου).



Οι ιστορίες αυτές είναι σύντομες. Αναπόφευκτα, όταν αφηγείσαι αληθινά γεγονότα και δεν θέλεις να ανακατέψεις την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, η αφήγηση σταματά καμιά φορά αφήνοντας τη γεύση του ανολοκλήρωτου. Όπως η ζωή άλλωστε συνηθίζει να αφήνει μια χαραμάδα ανοιχτή στα συμβάντα της. Η φαντασία και η μυθοπλαστική ικανότητα του συγγραφέα ξέρει να οδηγεί σε αποκορυφώσεις, καθώς χειρίζεται κατά το δοκούν τα επινοημένα γεγονότα. Η καταγραφή όμως των πραγματικών εικόνων λειτουργεί διαφορετικά. Έτσι, θαρρώ, μπορούμε να θεωρήσουμε τα αφηγήματα της συλλογής αυτής σύντομα μεν, περιεκτικά όμως όσο επιτρέπει η αλήθεια τους.

Στο εξώφυλλο και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου δύο φωτογραφίες εποχής, που συνταιριάζουν με τις εικόνες που φαντάζεσαι καθώς διαβάζεις τις ιστορίες του Βασίλη Ψαριανού. Έτσι θα έπρεπε να λειτουργούν τα εξώφυλλα των βιβλίων, οδηγώντας υποδηλωτικά ή συνυποδηλωτικά στο περιεχόμενό τους.

Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου