Αγαπημένη μου Lyda
του Αποστόλη Αρτινού
εκδόσεις Κριτική
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/6-vivlioprotaseis-febrouario/
μοναχικές αναγνώσεις μιας εσωτερικής φωνής
«Αυτό το ίδιο αίσθημα πάλι μπροστά στις λέξεις του άλλου, λέξεις που
φέρουν τη χειρονομία του, την ιδιόχειρη γραφή του, το ίχνος πάντα μιας
αδυναμίας. Αυτή η εκκεντρική πλευρά της απεύθυνσης, όπου έξω απ’ τον ορίζοντά
της τίποτε πλέον δεν είναι ορατό. Ένα παιχνίδι συνεπώς χαμένο, μια θέση
ακυρωμένη από την ίδια τη συνθήκη της, βυθισμένη πάντα σ’ ένα αίσθημα μοναξιάς».
Η αμηχανία αρχικά απέναντι στην
εκμυστήρευση του άλλου, του ξένου, η ιδιότυπη ενοχή της παρείσφρησης σε τόπο
που εσύ δεν χωράς, γιατί δεν συγκαταλέγεσαι στους οικείους. Η συμμετοχή σου
(βαθμιαία αυτόν τον χαρακτήρα παίρνει η ανάγνωση) στη ζωή του άλλου, μέσα από
τη δική του γραφή, τη συχνά (υποθέτουμε) αναπάντητη. Υπάρχει, όμως, και μια
άλλη πλευρά. Να ακούσεις αυτόν τον λόγο, όπως γράφτηκε, να βρεθείς εσύ στη θέση
του αποδέκτη, να δώσεις -έστω και τόσα χρόνια μετά- την απάντηση στα ερωτήματα
ή τη σύμπλευση με τον πόνο του άλλου, το μοίρασμα του άχθους. Γιατί το ξέρουμε
πως μια επιστολή είναι στην ουσία μια προσωπική κατάθεση προς εαυτόν, αδιάφορο
αν φέρει γραμμένη πάνω της τη διεύθυνση του ιδιαίτερου αποδέκτη. Και
ψυχοθεραπευτική η λειτουργία της αποδεικνύεται, όπως γνωρίζει ο κάθε μοναχικός
συντάκτης.
Δύο αδελφές στη διάρκεια του
μεσοπολέμου αλληλογραφούν, ή μάλλον η μία γράφει και ξαναγράφει, χωρίς να
γνωρίζουμε αν η άλλη πλευρά σιωπά τις περισσότερες φορές ή απαντά σε μια χαμένη
πλευρά αλληλογραφίας. Με τη λογοτεχνική, ωστόσο, υπόδειξη εμείς διαβάζουμε μόνο
τη μία πλευρά, η οποία έτσι ακούγεται ακόμα πιο μοναχική και αδιέξοδη. Η
Αικατερίνη (η Μπεμπούλα, όπως προτιμά να υπογράφει) και η Ροζαλίνδη (η Lyda των
επιστολών). Γύρω τους ο κόσμος που βγαίνει τραυματισμένος από τον Μεγάλο Πόλεμο
χωρίς να συνειδητοποιεί ότι ακολουθεί και δεύτερος σύντομα. Η οικονομική κρίση,
η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης, η απόφαση της μεγάλης αδελφής να
βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια, η μετάθεση στην επαρχία για την Μπεμπούλα, η
Κέρκυρα, γενέθλιος τόπος και απόμακρος πλέον για τη δασκάλα που θα βρεθεί σε
ένα χωριό της Ηπείρου, το Τουρκοπάλουκο. Απομόνωση, συχνά απελπισία (όποιος είχε την
τύχη να γνωρίσει αυτή την πλευρά της ελληνικής επαρχίας κατανοεί), διάβασμα,
γραφή και όλο και πιο απόμακρη η ελπίδα μιας αλλαγής του σκηνικού.
«Δεύτερη βδομάδα για μένα εδώ πάνω σ’ αυτό το χωριό του διαβόλου. […]
Ένα σπίτι που μπάζει από παντού, ο αέρας που φυσάει παίρνει τις κουρτίνες σαν
να ’ναι ρούχα απλωμένα στο σύρμα της αυλής. […] Με τους γειτόνους δεν έχω ακόμη
και πολλά πολλά, κάποιες τυπικές καλημέρες και καλησπέρες. Είναι πολύ κλειστοί
άνθρωποι».
Η Αθήνα κατόπιν με τις
διαφορετικές ενασχολήσεις/πάρεργα. Η Μπεμπούλα κουβαλά μέσα της το πρόβλημα της
επικοινωνίας, η λιγοστή και αραιή επαφή με τους δικούς της δεν της αρκεί. «Περισσότερο παρατηρεί παρά συμμετέχει».
Στα τελευταία γράμματα (το τελευταίο στις 15-2-41) είναι πιο πολύ η σιωπή που
μιλά παρά τα λόγια. Σαν μια ζωή που πλέον φθίνει, που αφήνεται στη «βία των ημερών», που δεν ενδιαφέρεται
να πάρει μια απάντηση στα δικά της γραμμένα. Αρκείται στη μονόπλευρη
επικοινωνία. Αυτή την αίσθηση δίνει και
το απόσπασμα (Charlotte Brontë,
The Professor),
που αντέγραψε η Μπεμπούλα στο τετράδιό
της: […] κι ενώ ποτέ η θλίψη δεν θα τον
εγκαταλείψει εντελώς, βρίσκει ωστόσο το κουράγιο που χρειάζεται να την αντέξει».
Η συνειδητοποίηση της απουσίας και η συμπόρευση με τη μοναχικότητα στο εξής.
Ο Αποστόλης Αρτινός -καταργώντας
τα σύνορα της ιδιωτικότητας- φέρνει στη δημοσιότητα την αλληλογραφία αυτή. Το
όλο εγχείρημα το ονομάζει μυθιστόρημα κινητοποιώντας έτσι την υποψία: υπάρχει
διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αληθινό και το επινοημένο; Ο ίδιος βέβαια
αρχικά θα μας δείξει τον τρόπο που οι επιστολές ήρθαν και τον βρήκαν. Παράλληλα
θα υπογραμμίσει την αυθεντικότητα του κειμένου με φωτογραφικό υλικό. Θα κάνει
τις καίριες παρεμβάσεις του, όταν θέλει να σχολιάσει το περιεχόμενο των
επιστολών. Να πούμε, φυσικά, ότι δεν έχει και τόση σημασία (μιλώντας για τη
λογοτεχνία) η εύρεση της «ραφής» που υποδηλώνει τη διάκριση του αληθινού από το
μυθοπλαστικό. Συμβαίνει στις γραφές που διαβάζουμε να ανιχνεύεται η συγγραφική
εκδοχή μιας αλήθειας χωρίς να αλλοιώνεται στο ελάχιστο η αναγνωστική απόλαυση.
Έτσι κι εδώ. Διαβάζουμε το όλον μέσα από τη ματιά του συγγραφέα, μέσα από τη
δική του αλήθεια. Και αυτό είναι αρκετό. Άλλωστε, όπως γράφει στο τέλος και ο
ίδιος, αυτές τις επιστολές τις διάβασε «όπως
διαβάζει κανείς ένα βιβλίο». Σωστά, λοιπόν, το ονόμασε μυθιστόρημα, ακόμα
κι αν δεχθούμε πως ελάχιστη μπορεί να είναι η μυθοπλαστική «νόθευση» του
πρωταρχικού υλικού. Ένα μυθιστόρημα του ανεκπλήρωτου στόχου, του ανέφικτου
οράματος, του ανεπίδοτου μηνύματος. Του ενός προσώπου, του μοναχικού.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου