Πέντε μικρές αδικίες
αστυνομικό μυθιστόρημα
του Antonio Fusco
σε μετάφραση της Γιάννας Σκαρβέλη
από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/8922-5-mikres-adikies
Μιλώντας ο Πέτρος Μάρκαρης για τη
διαφορά ύφους ανάμεσα στις αστυνομικές ιστορίες του ευρωπαϊκού νότου και στις
άλλες τις πιο ψυχρές της Βόρειας Ευρώπης είχε πει ότι στις πρώτες οι φόνοι
έχουν μια πιο ήπια, σχεδόν «ανθρώπινη» μορφή, λες και οι δολοφόνοι ζητούν
συγγνώμη γιατί ωθήθηκαν στο έγκλημα. Ίσως στις πλείστες των περιπτώσεων να έχει
δίκιο, κυρίως αν έχουμε στον νου μας παλαιότερες εκδοχές γραφής. Ωστόσο πιστεύω
πως όλο και περισσότερο συναντάμε μια πιο σκληρή εικόνα αυτού του μεσογειακού
δολοφόνου. Ιστορίες που αναδεικνύουν περίτεχνο σχεδιασμό του φόνου, πολύπλοκο
μηχανισμό σκέψης, απουσία ενοχικών συνδρόμων, περισσότερη αγριότητα - συχνά μάλιστα
κινηματογραφικής αισθητικής. Έχει αλλάξει βέβαια και η εποχή, από τότε που
έκανε αυτές τις εκτιμήσεις ο Μάρκαρης. Η περίπτωση του Antonio Fusco είναι ένα
κράμα των δύο ευρωπαϊκών «σχολών» της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αλλά μας
πηγαίνει και λίγο παραπέρα για να μας θυμίσει -έστω αμυδρά- την άλλη «σχολή»,
πέραν του Ατλαντικού. Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά.
Μια ήσυχη επαρχία της Τοσκάνης
έχει επιλεγεί ως σκηνικό της ιστορίας, η επινοημένη Βαλντέντσα, η οποία κάτω
από κανονικές συνθήκες βουλιάζει στην πλήξη μαζί με το αστυνομικό τμήμα της
περιοχής. Μέχρι που θα πέσει η πέτρα και θα ταράξει τα ήρεμα νερά της λίμνης. Μια
δολοφονία που μόνον απλή δεν φαίνεται να είναι. Ο αστυνόμος Τομάζο Καζαμπόνα θα
προσέξει κάτι που χαλά το παζλ ενός συνηθισμένου φόνου. Έχει στηθεί ένα σκηνικό
ικανό να τραβήξει την προσοχή και να προβληματίσει με την ασυμμετρία των
στοιχείων του, με την αντιφατικότητα των δεδομένων του. Κάποιος (καθόλου απλός
στη λογική του και στα κίνητρά του) αποφάσισε να θέσει αινίγματα για πολύ
δυνατούς λύτες. Ήδη έχει συνδυαστεί παράξενα το χαλαρό επαρχιακό τοπίο με το
σφιχτοδεμένο σχέδιο της δολοφονίας. Και δεν θα είναι το μόνο δυσεπίλυτο
μυστήριο. Ο (ελληνικός) τίτλος του βιβλίου μάς έχει προϊδεάσει, οι «μικρές
αδικίες» είναι πέντε. Η δολοφονία της άγνωστης γυναίκας είναι μόνον η μία από
τις πέντε. Έχουμε, λοιπόν, την περίπτωση ενός σίριαλ κίλερ με τη συνακόλουθη
ψυχική διαταραχή που συνήθως συναντάμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Ή μήπως οι
δολοφονίες είναι σκόπιμα σχεδιασμένες, τα θύματα προσεκτικά επιλεγμένα, ώστε
σημειολογικά να οδηγούν στην επίλυση αλλά ταυτόχρονα και σε μια άλλη τραγωδία;
Και ποιον αφορά αυτή η τραγική εξέλιξη; Μήπως αυτόν που αναλαμβάνει την εύρεση
της άκρης του νήματος;
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το
προφίλ του αστυνόμου Καζαμπόνα. Ένας αστυνόμος στη μικρή επαρχιακή πόλη που ζει
με τη γυναίκα του σε μια σχέση σταδιακής αποξένωσης, με τον γιο του σε κέντρο
αποτοξίνωσης να δίνει τη δική του μάχη, με μια κόρη ψυχολόγο που φιλοδοξεί να
γίνει εγκληματολόγος και ειδικεύεται στην ψυχολογία της παραβατικότητας και της
εγκληματικότητας, και η οποία θα αποβεί πολύ χρήσιμη στην έρευνα για την
εξιχνίαση των εγκλημάτων ενισχύοντας έτσι την κρυφή περηφάνια που νιώθει ο
πατέρα της. Ένας πατέρας που ταυτόχρονα αγωνιά για τη ζωή της κόρης του, για
τις σχέσεις της, όπως ο κάθε μεσογειακού τύπου οικογενειάρχης. Οι προϊστάμενοί
του θα στείλουν από το Κεντρικό Επιχειρησιακό Γραφείο της Ρώμης, για ενίσχυση του ασθενούς επαρχιακού
μηχανισμού, την αστυνόμο Μπελισάριο, υποδηλώνοντας έτσι τη μειωμένη εκτίμησή
τους για την αποτελεσματικότητα της δράσης του Καζαμπόνα και των συνεργατών
του. Διαβάζοντας έχεις την αίσθηση πως κάτι
δεν δένει αρμονικά. Η επαρχιακή πόλη και ο ελλιπής μηχανισμός καταπολέμησης του
εγκλήματος από τη μία, μια σειρά εγκλημάτων με συμβολισμούς που απαιτούν πείρα
και εξειδίκευση από την άλλη. Αν, όμως, οι δολοφονίες είναι έτσι περίτεχνα
σχεδιασμένες, μήπως έχει σκόπιμα επιλεγεί
και ο χώρος, η επαρχιακή αυτή πόλη ή ίσως και ο ίδιος ο αστυνόμος ως
στόχος;
Ο τρόπος που ο Antonio Fusco
δομεί την ιστορία του τον φέρνει κοντά στη λογική των ευρωπαϊκών αστυνομικών
ιστοριών (ως μείξη των δύο σχολών, όπως είπαμε παραπάνω). Ωστόσο ο σχεδιασμός
και η χρησιμοποίηση των συμβόλων, που στόχο έχουν να οδηγήσουν τον αστυνόμο
στην αλήθεια, φέρνουν στη μνήμη την τεχνική του Αμερικανού Νταν Μπράουν και τον
ήρωά του Ρόμπερτ Λάνγκτον, που ως ειδικός επί της ερμηνείας των συμβόλων
επιλύει τα μυστήρια. Εδώ, φυσικά, ο Τομάζο Καζαμπόνα δεν είναι ειδικός, όμως θα
αποδειχθεί ανέλπιστα ικανός στην αποκρυπτογράφηση, ειδικά από τη στιγμή που θα
αρχίσει να κατανοεί την προσωπική του ανάμειξη στην υπόθεση. Μια παλαιότερη
ιστορία που τον αφορά κατά τον πλέον άμεσο τρόπο έρχεται στην επιφάνεια και
ρίχνει φως στα τωρινά εγκλήματα. Όσο, όμως, θα προχωρά η υπόθεση στη λύση της,
τόσο θα σφίγγει ο κλοιός γύρω από τον αστυνόμο και τα προσφιλή του πρόσωπα.
Μια ιστορία από τις πλέον
ενδιαφέρουσες της αστυνομικής λογοτεχνίας, που δικαίως φέρει τα λογοτεχνικά
εύσημα, καθώς σέβεται το είδος που υπηρετεί μοιράζοντας το βάρος ανάμεσα στην
αστυνομική πλοκή (βασικό χαρακτηριστικό μιας ανάλογης ιστορίας) και στην
ψυχολογική εμβάθυνση και τον στοχασμό. Ας δούμε δύο δείγματα γραφής. Ο
αστυνόμος επιθεωρεί το σκηνικό μιας δολοφονίας και θέλει για λίγο να μείνει
μόνος του.
Να συλλάβει τις αισθήσεις που ακόμα υπήρχαν στον αέρα. Να φανταστεί πώς
έγιναν τα πράγματα. Τις κινήσεις, τις ικετευτικές κραυγές του θύματος, τον
πόνο. Τη φρίκη. Να αφήσει την ατμόσφαιρα του θανάτου να τον υποβάλει. Να γίνει
μέρος της και να προσπαθήσει να ανασυνθέσει τη σκηνή σαν θεατής που ήρθε
ηθελημένα με καθυστέρηση.
Ή αλλού, θα αποκοιμηθεί με τη
σκέψη ότι:
Κάπου, όχι πολύ μακριά του, υπήρχε κάποιος που μέσα στο σκοτάδι της
νύχτας είχε μεταμορφωθεί σε άγγελο θανάτου και είχε επιτελέσει την απόλυτη
πράξη, το στιγμιαίο αγκάλιασμα με το μυστήριο της αιωνιότητας και με την πιο
τελεσίδικη συνέπεια: είχε σκοτώσει. Μόνο μια γυναίκα, την ώρα που φέρνει στον
κόσμο ένα παιδί, μπορεί να αισθανθεί κάτι παρόμοιο. Να δίνεις τη ζωή και να την
αφαιρείς. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, δυο ακραίες πράξεις αγάπης
και μίσους, όπου το καλό και το κακό γίνονται αντίθετα και αντισυμμετρικά. Για
πάντα χωρισμένα.
Ο Antonio Fusco δημιουργεί την
κατάλληλη ατμόσφαιρα για να απολαύσεις μια πλούσια σε γεγονότα και σε ανατροπές
αστυνομική πλοκή. Παράλληλα υπενθυμίζει σε πολλά σημεία την ευρωπαϊκή του
ταυτότητα. Αναφέρω εδώ δύο, που μου έκαναν εντύπωση και που καθόλου φυσικά
τυχαία δεν είναι. Το ένα μπορεί να περάσει σχεδόν απαρατήρητο, πιστεύω όμως ότι
καταδεικνύει το υπόβαθρο μιας πένας με ευρωπαϊκή συνείδηση. Περιγράφοντας τον
εισαγγελέα που είχε αναλάβει τις έρευνες θα πει:
Ήταν ένας φαινομενικά ήπιος άνθρωπος, λεπτοκαμωμένος. Φορούσε στρογγυλά
γυαλάκια που τον έκαναν ακαθόριστα να μοιάζει με τον Αντόνιο Γκράμσι.
Αναρωτιέμαι ποιος Αμερικανός
συγγραφέας θα έκανε ποτέ έναν τέτοιο συνειρμό. Για τον Ιταλό, όμως, Fusco είναι
αυτονόητη η σύνδεση όπως και η γνώση ότι οι αναγνώστες του έχουν την
προσλαμβάνουσα εικόνα στο μυαλό τους.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά κάτι
πολύ πιο σημαδιακό στη εξέλιξη της
ιστορίας. Σε μια καθοριστική στιγμή αποκάλυψης ο αστυνόμος θα δει μια
γκραβούρα. Σκηνή που σε σελίδες ευρωπαϊκής λογοτεχνίας θα συναντήσουμε μόνο.
Πάνω από το κεφαλάρι του κρεβατιού, μια μεγάλη ασπρόμαυρη γκραβούρα του
διάσημου έργου του Γερμανού ζωγράφου Άλμπρεχτ Ντύρερ, ο ιππότης, ο θάνατος και
ο διάβολος. Ο πίνακας απεικονίζει έναν ιππότη, με ασπίδα και κοντάρι, πάνω στο
άλογό του, που περνάει ατρόμητος μπροστά από τον θάνατο αδιαφορώντας για τον
διάβολο που τον ακολουθεί.
Μετά από «σιγή» αναγκαστική επτά
χρόνων οι εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα πάλι εδώ. Σημαντική είδηση για έναν
εκδοτικό οίκο που αδιαλείπτως από το 1957 ως το 2010 (και περνώντας από πατέρα
σε γιο) μας έδωσαν σημαντικά βιβλία. Ήδη για αρχή μέσα στο 2017 έδωσαν έντεκα
βιβλία. Ένα από αυτά και «Οι πέντε μικρές αδικίες». Πολύ ενδιαφέρουσα, λοιπόν,
επανεκκίνηση.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου