Σεισάχθεια
μια μικρή ιστορία
της Τίνας Κουτσουμπού
Η
Μαρίνα περπάτησε λίγο ακόμη μακριά από τον θόρυβο της κεντρικής λεωφόρου.
Αισθανόταν το κεφάλι της βαρύ σαν μολύβι κι ένα σφυροκόπημα στα μηλίγγια την
ταλαιπωρούσε από εχθές που επισκέφθηκε το νοσοκομείο. Ο πατέρας, της είπε ο
γιατρός, έχει ανάγκη από ένα περιβάλλον γαλήνιο κι ευχάριστο. Πρέπει να
ξεκουραστεί η καρδιά του από κάθε συγκίνηση και έγνοιες. Καλό φαγητό κι ανέμελη
μέρα με τη συντροφιά των δικών του ανθρώπων. Η σκέψη του στο δωμάτιο της
εντατικής δεν την άφησε δυο ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Και τα όνειρά της; Τα
σχέδια, τα θέλω της; Είχε από καιρό ξεκινήσει να πακετάρει τα πράγματά της.
Τότε που κατάφερε να έχει επιτέλους την αποδοχή των γονιών της στην ιδέα της
μετανάστευσής της στην Αμερική. Για εργασία φυσικά, όπως τόσοι άλλοι νέοι της
γενιάς της. Μήνες έκανε να βρει τη δύναμη να τους το αναγγείλει. Ευτυχώς που
τους το έφερε με το γάντι η θεία Ελπινίκη που είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική κι
επαναπατρίσθηκε το ’80, «την εποχή της ευημερίας και των παχιών αγελάδων» όπως
έλεγε για την εποχή εκείνη περιπαιχτικά η θεία.
Το
συμβόλαιο με την εταιρία που υπέγραψε φούσκωνε ακόμη τη μέσα τσέπη του παλτού
της. Το άγγιζε με χαρά τις πρώτες μέρες εκεί κάπου κοντά στο μέρος της καρδιάς.
Η ευκαιρία της ζωής της και να χαθεί έτσι τώρα; Πρώτα η υγεία του πατέρα είπε
στον εαυτό της αποφασιστικά απωθώντας οριστικά τα σχέδιά της για το ταξίδι και
τη μετακόμιση στο Σικάγο. Άνοιξε την πόρτα τινάζοντας τα μαλλιά και τους ώμους
σαν να ήθελε να ξορκίσει τις προηγούμενες σκέψεις της κι έπεσε βαριά και
κουρασμένη στον καναπέ. Το μάτι της έπεσε με περιέργεια στο τραπεζάκι του
σαλονιού. Ένας κίτρινος φάκελος με φωτογραφία από το Άγαλμα της Ελευθερίας και
τους ουρανοξύστες της Ν. Υόρκης στο βάθος της
ήταν εκεί μισάνοιχτος, λες και περίμενε να διαβαστεί. Τον πήρε και
διάβασε, ενώ τα γράμματα χοροπηδούσαν σαν ζωύφια μπροστά της. «Μαρίνα Μελίτη,
εισιτήριο για Νέα Υόρκη, πλοίο Pacific
Star II, 30 Μαΐου…
καμπίνα… » Ο πατέρας της, τής είχε δείξει
ξανά την αγάπη του διαλύοντας σαν σύννεφα τις ενοχές της κι ενθαρρύνοντας
τη φυγή-λυτρωμό της για δουλειά στην ξενιτιά, με ένα εισιτήριο. Ένα εισιτήριο
σεισάχθεια των τύψεων και των αμφιβολιών για το μέλλον της. Είχε πάρει την
απόφαση για λογαριασμό της. Με τον φάκελο στο χέρι άρπαξε το τηλέφωνο που
χτυπούσε σαν λυσσασμένο. Ήταν η θεία Ελπινίκη που την είχε αντικαταστήσει στο
προσκέφαλο του πατέρα της. «Παιδί μου, τρέχα, μόλις που τον προλαβαίνεις».
Το
ακουστικό κρεμάει στο πλάι νεκρό. Η Μαρίνα ακούει μια φωνή που δεν μοιάζει δική
της να ψιθυρίζει συντριμμένη «Όχι, πατέρα μου!»
Τίνα
Κουτσουμπού
(η
φωτογραφία από την ταινία του Δημήτρη Μπαβέλλα Runaway day)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου