«Ο ήχος της
σιωπής»
του Γιώργου Θ. Τζια
από τις εκδόσεις
«Οροπέδιο»
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Booktour http://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-stin-poiitiki-syllogi-o-ichos-tis-siopis-toy-giorgoy-th-tzia-apo-tis-ekdoseis-oropedio/
Πόσο πιο ξεκάθαρη
μπορεί ποτέ να είναι η ποιητική σκέψη; Όπως θα λέγαμε δυο λιτές, σταράτες
κουβέντες σε φίλο που θέλει ν’ ακούσει. Φυσικά αυτή είναι η απαραίτητη
προϋπόθεση, η οποία εξ αρχής τίθεται από τον ποιητή στο προλογικό του σημείωμα:
«Αποκλειστικώς και μόνο εις ώτα ακουόντων η δια του εμμέτρου
λόγου ειλικρινής κατάθεση ψυχής του γράφοντος»
Έτσι, ο τείνων το ευήκοον ους αναγνώστης του εισέρχεται
προϊδεασμένος στις ποιητικές του σελίδες. Μόνο η αλήθεια θα ειπωθεί εδώ. Γιατί
έχουν στενέψει πια οι χρονικοί ορίζοντες, και δεν χωρούν άλλα ψέματα. Κυρίως
για όποιον θήτεψε επί μακρόν σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, δοκίμασε την
ήττα, τη διάψευση, και ζητά τώρα να μιλήσει για τον ‘μέσα κόσμο’, τον αλώβητο
από κενά λόγια και ψεύτικα οράματα.
Η ‘ποιητική’ του Γιώργου Τζια, η άποψή του για τα ποιητικά
πράγματα, είναι διαυγής εικόνα. Ο ποιητής οφείλει να μιλήσει, να βγάλει την
ιδέα που δουλεύει μέσα του, προκειμένου να συμπαρασύρει και τους άλλους στην
κοινή θέα. Γιατί:
«Στασίασαν
λέει οι ποιητές
στο βασίλειο του θανάτου
Σμιλευτές της ανθρώπινης ψυχής είναι δυνατόν ν’ αντέξουν την
αιώνια απραξία;» (Ψίθυροι)
Έτσι, μας δείχνει πώς εννοεί αυτός την (πολύ παρεξηγημένη
είναι αλήθεια) ‘στράτευση’ της ποίησης. Αδύνατον να μείνει άπρακτος. Αν είναι
να μιλήσει κάποιος, αυτός ας είναι ο ποιητής.
Σε ώριμη πλέον ενατένιση της ζωής, μια συνθήκη που
καθίσταται δυνατή με την πείρα και είναι σαφώς συνακόλουθη της ηλικίας, ανοίγει
τα χαρτιά του τα ποιητικά ή αλλιώς ανοίγει μια χαραγματιά στην ψυχή του. Και
γράφει.
Ο λόγος του είναι λιτός στη μορφή χωρίς πολλά τσακίσματα εκφραστικά και
πολυδαίδαλα σχήματα, γι’ αυτό δίνει γερά
χτυπήματα στη συνείδηση του αναγνώστη που θα ανιχνεύσει το νοηματικό νήμα και
θα τον ακολουθήσει στην ποιητική του πορεία.
Πρόκειται για πολιτικό λόγο (από τους πιο ενδιαφέροντες
λογοτεχνικά) ταυτόχρονα, όμως, έχουμε και μια ευαίσθητη κατάθεση προσωπική σε
θέματα ανθρώπινης αγωνίας, όπως αυτό της συνειδητοποίησης του άφευκτου τέλους
μιας πορείας. Και το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι αυτές οι δύο παράμετροι της
ποίησής του συμπλέουν αρμονικά, συχνά στον ίδιο στίχο, με σίγουρη γνώση της
αξιωματικής πρότασης: ο άνθρωπος με την πλήρη σημασία της έννοιας, δεν μπορεί
παρά να είναι και βαθύτατα πολιτικός.
Μαζεύει μνήμες, συγκροτεί τη σκέψη του και ανοίγεται στον
αναγνώστη φέροντας αναπόφευκτα ως φορτίο τις εμμονές του, την αναγκαία υπακοή
σε δόγματα ως απότοκο πολύχρονης τριβής με τις αυταπόδεικτες αξίες και τα διαρκώς
ανανεωμένα οράματα. Ακόμη και όταν κατανοεί πως τα δόγματα εξέπνευσαν προ
πολλού:
«Από συνήθεια δεσμώτες
τις δικές μας εμμονές
δογματικά ακολουθούμε» (Ιχνηλατώντας)
«Δέσμιοι της αντίληψης άσπρο – μαύρο
…
ρακοσυλλέκτες εκούσιοι
στα συντρίμμια
των δικών μας επιλογών
αναλώνουμε το χρόνο μας» (Διαπιστώσεις)
Νιώθει την τραγικότητα
«…τολμάμε εμείς
οι εν δυνάμει αυτόχειρες
όρους νικητών να θέτουμε…»
Στέκεται κι ατενίζει την πραγματική εικόνα γύρω του
«Εικόνα ίδια με τη μοναξιά του στρατιώτη
στη βομβαρδισμένη πόλη» (Εμείς οι…)
Η τριβή του Γιώργου Τζια με την πολιτική σκέψη και πρακτική
καθιστούν μονόδρομο την αναγκαιότητα η πολιτική του άποψη να φθάσει σε όσο
γίνεται περισσότερους αποδέκτες, ως μια εμμονή ακόμη για τη συνειδητοποίηση των
μαζών.
Ωστόσο η άλλη όψη, η πιο προσωπική αυτής της ‘κατάθεσης’ του
ποιητή, μας αποκαλύπτει και μια μοναξιά, ίσως όχι εκπορευόμενη αναγκαστικά από
την ανθρώπινη απουσία όσο συνυφασμένη με την ψυχοσύνθεση του:
«…Κι εγώ
μικρός κι ασήμαντος γραφιάς
τη γλώσσα των νεκρών
με κόπο προσπαθώ να καταλάβω» (Κοντά στο δείλι)
Ανάμεσα σε ζώντες και τεθνεώτες, θα κάνει τη σωστή διάκριση:
κάποιοι αν και ζουν είναι νεκροί στη σκέψη, ενώ άλλοι με την εμμονή στο θέμα
του θανάτου γράφουν με πλήρη αίσθηση της ζωής που κυοφορείται στον ορίζοντα. Ο
ποιητής μας ανήκει ακριβώς σ’ αυτούς, που αν και ζει τη διάψευση οραμάτων:
«…κι ακόμη δεν κατάλαβες πώς κι έγινε
τα όνειρά σου να ‘ρχονται
μουντά συννεφιασμένα» (Ως είθισται)
έχει ακόμη την πίστη ότι:
«…δειλά μα σταθερά
κυοφορείται ελπίδα» (Κάπου εκεί)
Έχει την καθαρή σκέψη να αποτιμά το παρελθόν:
«…Τότε που αρετή κι αξιοπρέπεια
ηττημένες από την ανοχή
ηθελημένα εκπορνεύτηκαν» (Θυμάμαι)
Την ίδια στιγμή που ανιχνεύει το κακό που υποκρύπτεται σε
σημερινές εικόνες:
«…Το πλήθος
κατακλύζει ‘αυθορμήτως’
την έμπροσθεν της βουλής
σημαιοστολισμένη πλατεία.
Περιχαρής ο Πλούτωνας
επεκτείνει
τα όρια της επικράτειάς του.
Η δυναστεία του σκότους εδραιώνεται,
ανενόχλητος ο όφις
πολλαπλασιάζει,
καγχάζοντας, το γένος του
εις τους αιώνας των
αιώνων» (Νεκρολογία)
δίνοντάς μας έτσι μέσα από τους στίχους του ίσως την πιο
λιγόλογη, σαφή εικόνα της πραγματικότητας.
Πολιτικά και ανθρώπινα μόνος ο ποιητής ολοκληρώνει την
κατάθεσή του με το τελευταίο ποίημα της συλλογής (Εν Ελλάδι σήμερον), όπου με
απόλυτη απλότητα και ειλικρίνεια θα επαναλάβει τέσσερεις φορές τη λέξη που
κλειδώνει μέσα της όλη του τη φωνή: Φόβος.
Αν τα ποιήματα του Γιώργου Τζια είχαν χρώμα, αυτό θα ήταν
οπωσδήποτε ένας τόνος πιο πάνω, ένας τόνος πιο κάτω στην κλίμακα των γκρίζων. Η
μίξη του άσπρου και του μαύρου. Όπως συνυπάρχει στον τίτλο της συλλογής ‘ο
ήχος’ με τη ‘σιωπή’. Και ευτύχησε αυτή η εξαιρετικά φιλοτεχνημένη έκδοση του
‘Οροπέδιου’ (που αποπνέει και γνώση αλλά και μεράκι) να γειτονέψει τους στίχους
με τις εικόνες. Όλα τα ποιήματα ‘σχολιάζονται’ με τις ασπρόμαυρες υπέροχες
φωτογραφίες του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου. Σ’ αυτές μιλά η φωτοσκίαση, όπως
στους στίχους μιλά η ασπρόμαυρη οδύνη του λιτού λόγου. Μαζί εικόνα και λόγος
δένουν σε ενιαίο σύνολο και δίνουν το σκηνικό μέσα στο οποίο βρίσκει τη θέση
της η εκλεκτή ποιητική φωνή.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου