«Υπάρχουν εποχαί, κατά τας οποίας η διανόησις
εκτελεί έργον οπισθοφύλακος. Ακολουθεί εκείνη το ρεύμα της ζωής και επηρεάζετ’
απ’ αυτό. Εκείνο που της δίδει τότε τον χαρακτήρα διανοήσεως και την ξεχωρίζει από την απλήν προβολήν επί του πεδίου των εννοιών και
των καλλιτεχνικών εικόνων της καθημερινής ζωής εις την βάρβαρον και άμορφον
υλικότητά της –και αυτό είναι δια πολλούς η σκέψις – είναι ότι υψώνεται υπέρ το
ρεύμα, δια να επισκοπήση την κατεύθυνσίν του και να το καταδικάση – τόσον
μόνον. Κατά βάθος ευρίσκεται εις το περιθώριον της ζωής, εφ’ όσον, ανίκανος να
την αλλάξη ή να την εξυψώση, αρνείται και να την υπηρετήση. Την ζωήν τότε “κατευθύνει” (εις ό,τι “πνευματικόν”
θέλει να έχη) όχι ο διανοούμενος, αλλ’ ο δημοσιογράφος, όχι ο υπεύθυνος ηγέτης
του έθνους, αλλ’ ο επιτήδειος υπηρέτης του όχλου».
(Ιωάννης Συκουτρής (γεννήθηκε στη Σμύρνη, 1/12/1901, αυτοκτόνησε στην Κόρινθο 21/9/1937), «Η ελληνική αρχαιότης και η μεταπολεμική πνευματική ζωή», 1936)
Αυτά
γράφει το μακρινό 1936 ο Ιωάννης Συκουτρής. Και επισημαίνοντας έτσι τον ιδιαίτερο
ρόλο του οπισθοφύλακα-διανοούμενου προκαλεί σε κάποιες σκέψεις, που, αν και στο
δικό του κείμενο σκιαγραφούν ένα διαφορετικό παρελθόν ως προς τις συνθήκες,
βρίσκουν το ανάλογό τους στη σημερινή εποχή:
Να
δεχθούμε κατ’ αρχάς ότι η οπισθοφυλακή δυνατόν να συνιστά κι αυτή μια θέση, να
είναι ένας σημαίνων ρόλος, αν φυσικά αποκωδικοποιήσουμε τον όρο που
χρησιμοποιεί. Οι φύλακες των καίριων σημείων δυνατόν να μην ευρίσκονται πάντοτε
στην πρώτη γραμμή. Η επαγρύπνηση έχει κι αυτή ιδιαίτερη αξία και δύναμη στην
παρατήρηση, στην επισήμανση, στην αναμονή, στο δούλεμα της σκέψης, ώστε την
κατάλληλη στιγμή να καταστεί ικανή να αναπαραγάγει το πρόσκαιρα απολεσθέν ηθικό
στίγμα ή, εν δυνάμει, να δημιουργήσει νέο ηθικό πεδίο. Η διαλεκτική σχέση
ανάμεσα στη διανόηση και την εποχή δημιουργεί ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο τοπίο,
με την αλληλεπίδραση που ασκούν η μία στην άλλη, με τα αποτελέσματα που φέρει
πότε η σύγκρουση, πότε η σύμπλευση, πότε η καθοδήγηση της μιας από την άλλη.
Άλλωστε,
η καταδίκη του ρεύματος που επικρατεί είναι κι αυτή μια θέση/άποψη. Αποκτά την
ηθική δικαίωση, αναιρώντας τον αντίλογο της «απραξίας». Αρκεί να αναλογιστούμε
όλους αυτούς που συμπλέουν, χωρίς τη δύναμη, την ικανότητα ή τη διάθεση να
αμφιβάλουν, να αμφισβητήσουν, να αρνηθούν, για να καταξιώσουμε αυτόν που έστω
μόνον καταδικάζει, θέτοντας τον εαυτό του στην αντίπερα όχθη, μακριά από τις
συναλλαγές και τις υποχωρήσεις. Μπροστά σε ένα σκηνικό που καταρρέει, ίσως να
είναι αρκετός ο καταγγελτικός λόγος ως σημείο εκκίνησης.
Άρα
υπάρχει χώρος για τον διανοούμενο, ακόμη και σε ζοφερές εποχές, να καταδεικνύει
με τον λόγο του την αλλαγή πλεύσης. Με έναν λόγο όμως που θα θέσει εξ αρχής την
απόσταση από την κυρίαρχη ιδεολογία, που θα αρθρώσει τη διαφωνία του και θα
επιπλήξει τους συνοδοιπορούντες με τη φαυλότητα. Που θα ξεσκεπάσει το
χαλκευμένο προσωπείο του κάθε επιτήδειου, που κρατώντας τη φωνή του (με τη
βοήθεια των μηχανισμών καθοδήγησης) σε πιο υψηλό τόνο από τους άλλους θα τους
παρασύρει (σαν κοινό και σαν κοπάδι) πίσω από τον σκόπιμο λόγο του.
Σε
εποχές κάπως δυσδιάκριτες ως προς την αληθινή τους εικόνα (αν δούμε τουλάχιστον
αυτή την ήπια εκδοχή της πραγματικότητας) είναι απαραίτητες οι καθαρές φωνές,
ακόμη κι αν αρκεστούν προς το παρόν σε στάση αναμονής ως προς την έμπρακτη
δράση.
[Και ένα τελευταίο σχόλιο σχετικό με την ποιότητα του
λεκτικού κώδικα που χρησιμοποιεί εδώ ο Συκουτρής, γιατί και η γλώσσα ποιεί
ήθος. Η ελληνική γλώσσα έχει τόσες δυνατότητες, ώστε (μετά από τόσα χρόνια και
από τόση κακοποίηση των λέξεων) ακόμη μπορούμε να διαβάζουμε τις παλαιότερες
μορφές της και να χαιρόμαστε την καθαρότητα των νοημάτων τους.]
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου