"Το μνημόσυνο"
μυθιστόρημα
του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου
εκδόσεις βακχικόν
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/to-mnimosyno/)
πώς ιστορείται το νόστιμον ήμαρ;
Πόσες ιστορίες χωρούν μέσα σε μία
αφήγηση; Και πώς δένουν η μία με την άλλη χωρίς να καταστρατηγείται η αυτονομία
της καθεμίας; Στο «Μνημόσυνο», το πρώτο βιβλίο του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου, η
κεντρική ιστορία, που κινεί τα νήματα για να εκδιπλωθούν οι υπόλοιπες, είναι
στην πραγματικότητα ένα σύντομο οδοιπορικό μνήμης (διαρκεί τέσσερις μόλις
ημέρες) με αφορμή ένα θλιβερό γεγονός. Ο ήρωας επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του
σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο του Ηλία, του παιδικού του φίλου, για το μνημόσυνο. Θα συναντήσει εκεί τους
παλιούς του φίλους, και όλο αυτό θα μπορούσε απλώς να καταγραφεί σαν ακόμα μια
απόπειρα συγγραφική, που θεματικά στρέφεται γύρω από το πανάρχαιο «νόστιμον
ήμαρ». Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πράγματα έχουν αλλιώς.
Ο ήρωας δεν θα επιχειρήσει (εκών
άκων) μόνο ένα ταξίδι μνήμης, άλλωστε αυτό θα ήταν αναπόφευκτο γι’ αυτόν που επιστρέφει
με όποια αφορμή (πολύ περισσότερο για ένα μνημόσυνο που από μόνο του καλεί σε
μνημονικές παλινδρομήσεις) στον τόπο που έζησε τα νιάτα του. Στη διάρκεια αυτών
των τεσσάρων ημερών θα ανασυνθέσει τη ζωή του ως τώρα, θα έχει πολλές αφορμές
για να σκεφθεί, θα δει τον χρόνο να γράφει πάνω στους φίλους του, θα
συνειδητοποιήσει τη δική του παράλληλη πορεία.
Στάθηκα διστακτικός έξω από ένα καφέ της πλατείας. Πίσω από τα τζάμια
του, οι πωλήτριες σέρβιραν κι έδιναν ρέστα. Μια μελαχρινούλα, φορώντας την
ποδιά του καταστήματος, χαμογέλασε σε έναν πελάτη και κάτι του είπε. Κανένας
ήχος όμως δεν εξερχόταν και ήταν σαν να παρακολουθώ βουβή ταινία ή τη ζωή ενός
ενυδρείου.
Ποιος είναι μέσα, ποιος είναι έξω; φιλοσόφησα.
Δεν είναι όμως αυτό που προσέχεις
τόσο σ’ αυτή την αφήγηση. Η έκπληξη έρχεται από αλλού.
Ο συγγραφέας έχει εγκιβωτίσει
στην κεντρική αφήγηση ιστορίες που συναντά τυχαία στο ταξίδι του, όπως αυτές
τον βρίσκουν πρόθυμο ακροατή. Έτσι θα ακούσει έναν αθέλητο δολοφόνο να μιλά για
την ενοχή που τον βαραίνει και να ζητά απ’ αυτόν να του βρει ελαφρυντικά με τη
γνώση και την πείρα που έχει αποκομίσει τόσα χρόνια ως δικηγόρος.
Μα πώς, εσύ ως δικηγόρος θα έχεις ακούσει κι άλλες εξομολογήσεις
δολοφόνων, κι ήθελα να βρεις ελαφρυντικά στη δική μου.
Αλλά θα βρεθεί και μπροστά σε συζητήσεις που θα ξεκινήσουν από μικρές
νύξεις και θα εξελιχθούν σε φιλοσοφικού χαρακτήρα αναμετρήσεις με οικείους αλλά
και με τυχαίους συνομιλητές. Έτσι, θα πάρει μέρος σε μια πολύ υψηλή σε επίπεδο
κουβέντα γύρω από την ευθύνη του συλλογικού υποκειμένου στις πολιτικές
εξελίξεις με ένα χασάπη, ο οποίος έχει μεταλλαχθεί σε λάτρη της ανάγνωσης από
ένα σημαδιακό και ανερμήνευτο γεγονός.
Ένα πρωί, πριν από δύο χρόνια, πηγαίνοντας ν’ ανοίξει το χασάπικο, κι
ενώ βάδιζε αμέριμνος στον δρόμο, του ήρθε κατακέφαλα από τον ουρανό ένα βαρύ
και ογκώδες βιβλίο – 570 σελίδων, χωρίς να υπολογίσουμε τα εξώφυλλα.
Αλλά και το κλίμα του μνημόσυνου
θα πυροδοτήσει μια σειρά τοποθετήσεων/εκ βαθέων εξομολογήσεων από τους φίλους
που μαζεύτηκαν για να θυμηθούν τον νεκρό Ηλία. Οι συγκρουόμενες πεποιθήσεις
γύρω από τη φύση της ζωής και το μυστήριο του θανάτου είναι και από τις πλέον
ενδιαφέρουσες μέσα στο βιβλίο.
Η ζωή είναι ρυθμισμένη προς την αθανασία. Διότι, αν δεν βλέπαμε πως
πεθαίνουν δίπλα μας, δεν θα σκεφτόμασταν ότι θα σταματήσει η ύπαρξή μας. Πάρτε
για παράδειγμα τις πεταλούδες: αν τους λέγαμε πως σε τρεις ημέρες θα πεθάνουν,
τι θα γινόταν; Φυσικά θα τους καταστρέφαμε τη ζωή: ούτε πετάγματα ούτε χρώματα
ούτε τίποτα, μόνον κατάθλιψη και ψυχίατροι και μεταφυσική και θεολογία.
Η διαδικασία επιστροφής δεν είναι
ποτέ απλή υπόθεση. Ίσως χρειάζεται την αρωγή πολλών και διαφορετικών υπομνήσεων
(κάποιες μπορεί να φαίνονται τυχαίες) μέσα από τις οποίες αυτός που επιχειρεί
τον νόστο θα νιώσει τα ίχνη, τις εικόνες που έχουν αποθηκευθεί στον νου, θα
αγγίξει τον δικό του πόνο μέσα από τον αλλότριο. Άλλωστε ένα πλέγμα αναμνήσεων
άμεσων και έμμεσων είναι η βιωμένη ζωή, κι έτσι όπως ξετυλίγεται το κουβάρι της
αναγνωρίζεις κομμάτια και αποσπάσματα του εαυτού σου μέσα από τη ζωή των άλλων.
Και το Μνημόσυνο διαβάζεται σαν μια διαφορετική εκδοχή «μυθιστορήματος»*, με
τις εμβόλιμες αφηγήσεις να σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τον κεντρικό ήρωα,
και τα υπόλοιπα πρόσωπα να τονίζουν το καθένα με την παρέμβασή του τη μοναχική
ουσιαστικά πορεία του ήρωα προς την επώδυνη αυτογνωσία.
Να μια αλήθεια: τα πράγματα έχουν συναισθήματα· δηλαδή αντανακλαστικά
συναισθήματα, αυτά που προκαλούν σε εμάς καθώς τα αντικρίζουμε. Αυτή είναι η
ψυχή των πραγμάτων: η χαρά τους είναι η δική μας χαρά· το ίδιο και τα δάκρυά
τους: Lacrimae rerum.
Η χρήση του πρώτου προσώπου στην
αφήγηση είναι σύμφωνη απολύτως με τη θεματική του βιβλίου, κι έτσι αυτός ο
νόστος επιτυγχάνεται με αμεσότητα. Γιατί ο καλύτερος τρόπος να αφηγηθείς την
αίσθηση που σου δίνει η επιστροφή, κυρίως το άλγος της (που κρύβεται μέσα στη
λέξη νοσταλγία), είναι να δώσεις σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση την επαφή με τα
πρόσωπα και τα πράγματα. Έτσι δείχνεις και την παρουσία των προσώπων, όπως
φθίνει και αλλάζει μέσα στον χρόνο, αλλά και τη σκληρή υπενθύμιση της απουσίας,
όπως γράφει πάνω στα πράγματα που μένουν εκεί σαν σκληρές μνημονικές παρουσίες.
Η μνεία του εμβληματικού ποιήματος του Πορφύρα Lacrimae rerum αποδίδει
ακριβώς τη θλίψη των άψυχων πραγμάτων, όταν αυτά έχουν αναπόφευκτα ενσωματώσει
τη θλίψη για την απουσία των ανθρώπων.
Διαβάζοντας το «Μνημόσυνο»
σκέφτομαι την αφορμή που γεννά ένα βιβλίο. Φυσικά και δεν μπορούμε να την
ξέρουμε, καθόσον αυτή αφορά τον δημιουργό και μόνον αυτόν. Εμείς ως αναγνώστες εικασίες κάνουμε και κάποτε τυχαίνει να
συμπέσουμε στη εκτίμησή μας για την αρχή του συγγραφικού νήματος, άλλοτε πάλι
όχι, χωρίς αυτό να έχει καμία απολύτως σημασία για το ίδιο το έργο και τον
δημιουργό του. Έτσι, ως αναγνώστρια αυθαιρετώ (κι ελπίζω να μην ασελγώ επί του
έργου) λέγοντας ότι ίσως είναι αναμενόμενο στο πρώτο του έργο ο γράφων να
επιθυμεί να ενσωματώσει ποικίλες σκέψεις και βαθείς προβληματισμούς του, που
σωρεύονται με τα χρόνια της συγγραφικής άπνοιας, δένοντας όλο αυτό το υλικό με
την ιστορία του. Απολύτως κατανοητό αυτό. Βέβαια αυτά τα εμβόλιμα κείμενα ίσως εγκυμονούν
τον κίνδυνο να χαθεί η σειρά της πλοκής, να χάσει η βασική ιστορία τη
μοναδικότητά της. Σημαντικό αυτό αν συμβεί, ιδιαίτερα σε ένα μικρής έκτασης
αφήγημα, εκεί που η κάθε λέξη έχει το βάρος της και που η οικονομία της γραφής
αποτελεί συγγραφική αρετή. Αλλά και
αξιοσημείωτο όταν δεν συμβεί, όπως εδώ στο βιβλίο του Κωνσταντόπουλου. Γιατί
εδώ ο συγγραφέας κατορθώνει να συνδέσει ομαλά αυτό το (από τη φύση του)
πρόσθετο υλικό με την πλοκή και έχοντας
την αίσθηση του «αναγνωστικού χρόνου» το σταματά την κατάλληλη στιγμή.
Οι εμβόλιμες αυτές αφηγήσεις αξιοποιούνται στο ενδιάμεσο στη σκέψη του ήρωα,
δίνοντας έτσι την αίσθηση του αφομοιωμένου στην πλοκή υλικού.
Με τα παραπάνω νομίζω πως γίνεται
φανερό ότι η γραφή του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου είναι τουλάχιστον
αξιοπρόσεκτη, αν όχι σημαντική, ιδιαίτερα ως πρώτη συγγραφική κατάθεση. Με προσεγμένη γλώσσα, αίσθηση του ρυθμού της
αφήγησης, με παράλληλη αίσθηση του χιούμορ εκεί που χρειάζεται για να
αποφορτισθεί μια βαριά λόγω γεγονότος ατμόσφαιρα, καταφέρνει να κρατά τον
αναγνώστη σε εγρήγορση. Αυτά που σε κάποιον άλλον, λιγότερο ταλαντούχο, θα ήταν
τα «βαρίδια» της γραφής, εδώ αναδεικνύονται σε προτερήματα.
* Η λέξη μυθιστόρημα μπήκε σε εισαγωγικά, γιατί θεωρώ πως
έχουμε περισσότερο στα χέρια μας μια νουβέλα, ως θέμα και ως επεξεργασία του
θέματος. Ο ένας ήρωας, η σύγχρονη ιστορία, η ψυχογράφηση του κύριου προσώπου, η
στοιχειώδης πλοκή, τα δευτερεύοντα πρόσωπα απλώς να συνεπικουρούν. Μια νουβέλα
που αποδεικνύει ότι αυτό το είδος μπορεί να ξεφύγει από τα τετριμμένα τα
σχετικά με την έκταση της αφήγησης και να υπερασπίσει τον εαυτό του ως είδος
ξεχωριστό επί της ουσίας των χαρακτηριστικών του. Το μυθιστόρημα είναι μια πιο
πολύπλοκη (αλλά και πολύπαθη συγγραφικά και εκδοτικά) ιστορία.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου