Μοναχικός είναι ο
πλανήτης των ερώτων
της Ολβίας Παπαηλίου
εκδόσεις Θράκα
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/monaxikos-einai-o-planitis-twn-erwtwn/)
ένας πλούσιος παραμυθητικός λόγος
Αν ο χειμαρρώδης
λόγος της Ολβίας Παπαηλίου ακουγόταν σε πρώτο πρόσωπο και όχι με την
παντογνωσία του αφηγητή, θα έμοιαζε συνέχεια εκείνων των παραμυθάδων που
αφηγούνται με τη χρήση του «εγώ» το ορμητικό ποτάμι της ζωής του ήρωά τους. Είναι
όμως η Ολβία που γράφει εδώ! Και έχει περισσότερη φυγή προς το άπιαστο και
υπόρρητο, έτσι όπως συνταιριάζει τον λογοτεχνικό της κόσμο με μια μαγική γραφή.
Και αυτή η απολύτως συνειδητή χρήση του τρίτου προσώπου στην αφήγησή της σε
κάνει να τη φαντάζεσαι στον ρόλο του μαέστρου, που αφού τοποθέτησε με τη δική
του οπτική τα πρόσωπα επί της λογοτεχνικής γραφής, τώρα τα παρατηρεί να
χαράζουν το καθένα τη ρότα του, και με τη γραφίδα τα σπρώχνει λίγο να μην
ξεχαστούν και ξεφύγουν από τη μαγεία του ρόλου τους. Μυθοπλαστικά δημιουργήματα είναι, κι ας μας
φαίνονται τόσο αληθινά. Κι επειδή ο λόγος έφερε τον μύθο, να πούμε ότι η
συγγραφέας αγαπά πολύ τα παραμύθια. Όχι όμως μόνον αυτά τα παιδικά, που
πλούτιζαν τη φαντασία μας και καθοδηγούσαν τη ζωή μας λίγο έξω από την αλήθεια
των καταστάσεων, που θα συναντούσαμε αναπόφευκτα αργότερα. Αγαπά να
μετασχηματίζει σε παραμυθένιο, δηλαδή παραμυθητικό, παρηγορητικό, τον κόσμο
μέσα στον οποίο ζούμε. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να αντέχεται η αδικία και
η σκληρότητα. Έτσι, και οι ήρωές της μετασχηματίζουν με τη σειρά τους τον μικρόκοσμό τους με όσα πρόσθετα φανταστικά
δημιουργήματα έχουν πρόσφορα. Θα λέγαμε πως στην ουσία υποδύονται τους ρόλους
τους, προσωπικές τους επιλογές οι περισσότεροι και όχι ψυχαναγκαστικά στερεοτυπικά
κατάλοιπα. Όπως, άλλωστε, θα πει η Ολβία παρεμβαίνοντας (ως συγγραφέας) στην
αφήγησή της:
[…] να μην ξεχνάμε και πολλαπλώς, παρακαλώ,
ότι όλοι μας είμαστε ένα μεγάλο συνονθύλευμα από ρόλους, ακόμα κι αν
σερβιριζόμαστε σαν πλάσματα που έχουνε ουσία πραγματική!
Διαβάζοντας
αυτόν τον πλανήτη των ερώτων, που η
συγγραφέας τον θέλει μοναχικό, σκέφτομαι
όλους τους χαρακτήρες να κατοικούν σε έναν πλανήτη -υπαρκτό ή ανύπαρκτο καμία
σημασία δεν έχει- βιώνοντας όχι μόνον τη μοναξιά τους (συνακόλουθη του έρωτα)
αλλά και την πλάνη τους μέσα στην περιπλάνησή τους, όπως ορίστηκαν από τη
συγγραφική πένα. Άρα, ίσως όχι τόσο μοναχικός αυτός ο ερωτικός πλανήτης/τόπος. Τους
παρακολουθούμε σε μια διαρκή κίνηση στον γύρω κόσμο, στον κόσμο τον εσώτερο
αλλά και στον χρόνο πίσω, εκεί όπου αναζητούνται τα ίχνη των καταβολών που
φέρουν μέσα τους. Γιατί, φυσικά τίποτα δεν είναι τυχαίο. Έτσι και η ταυτότητά
τους θα είναι πολυσήμαντη, με πρώτο το όνομά τους. Για παράδειγμα η κεντρική
ηρωίδα δεν θα μπορούσε να έχει μόνον ένα απλό όνομα και επίθετο. Είναι η
Σύλβια, πρώην Γκρην, και νυν Σύλβια Άλις Έμερσον, που θα τη συναντήσουμε
αργότερα με το επιθυμητό γι’ αυτήν όνομα Τζαμίλια Πετουλένγκρο. Και δίπλα της η
ιταλοφερμένη Ραμόνα Σαντιανέλλι, η μαντόνα του πόθου της, ο πρώτος της, παιδικός
και πολύπλοκος έρωτας. Και οι μεγαλύτεροι, να μπλέκονται στα πόδια τους με τα
δικά τους ειδύλλια, φανερά ή αφανή, με τις προσωπικές τους συνδέσεις και τα
δικά τους αδιέξοδα. Η Ματίλντα (πρώην Γκρην) Έμερσον, ο Τόμας ή Τομ ή Θωμάς
Έμερσον, ο Τζουζέππε Τζάκομο Μάριο Σαντιανέλλι, η Ελιζαμπέτα (Ζαμπέτα, Ζάμπω, Ζαμπετώ)
Σαντιανέλλι, η Ασούντα-Ανουντσιάτα Σαντιανέλλι η Πρεσβυτέρα, που όμως τη
φωνάζανε Σαντίνα. Και οι πρόγονοι εκεί, άλλος από την Ιρλανδία, άλλος από τη
Βόρεια Αγγλία, τη Βόρεια και τη Νότια Ιταλία (το κλέος του παρόντος έχει και μια μαγιά κλεισμένη σε πιο παλαιϊκό
ντουλάπι). Πώς δένουν όλα αυτά; Η δημιουργός των μορφών κρατά τα νήματα,
κάτι σαν μίτος της Αριάδνης στο πιο σύνθετο όμως, και πότε τους φέρνει σε επαφή
και πότε τους απομακρύνει σε ποικίλους συνδυασμούς. Σαν κάποιος να παίζει στα
ζάρια τη ζωή τους.
Υπάρχει μια στιγμή μες στη ζωή, εκεί που
στέκονται τα ζάρια στον αέρα: και όταν πια προσγειωθούνε στο τραπέζι, ή στο
θρανίο, ή στο πάτωμα, έχει κανείς αμέσως γίνει είτε ιππότης, είτε προδότης.
Η γραφή είναι
πολύμορφη. Ακόμα κι όταν φαίνεται τιθασευμένη στην αρχή μιας παραγράφου, στην
πορεία ξεφεύγει σε έναν λόγο μακροπερίοδο, με λίγη σημασία στη δόκιμη συντακτική μορφή, που απογειώνει τη σκέψη μαζί με την
πλοκή. Έτσι η γραφή αναδεικνύει μιαν εντελώς προσωπική χροιά, η γραμματική και
η σύνταξη φτιάχνουν τον δικό του κανονικό κόσμο, έτσι βρίσκεται και η μορφή του
λόγου σε απόλυτη σύμπνοια με τους χαρακτήρες που μόνο σε ταραγμένη θάλασσα
μπορείς να τους φανταστείς να πλέουν.
Είχε οριστεί για την πανσέληνο του Ιούνιου,
σωτήριο έτος χίλια εννιακόσια εβδομήντα και οχτώ: ημέρα Τρίτη, ο κολοφών της
δόξας του καλοκαιριού, μεσοκαλόκαιρο. Μετά, θα άρχιζαν οι μέρες να μικραίνουν –
αλλά εκείνη τη βραδιά όλοι οι παλαιοθεωτικοί θα έκαιγαν φωτιές προς ημιβάρβαρο
εορτασμό των πιο αρχαίων μας θεών, θεών της πέτρας, και του σίδηρου, και των
μενίρ κι όλων των μυστικών παλιών κτισμάτων: το Στόουνχετζ, ένα μνημείο πριν
από το Χρόνο, θα έμενε αφύλακτο στα πνεύματα, εκεί θα οριζοντιώνονταν αχτίδες
του ηλιοβασιλέματος, εκεί θα άρχιζε να εγκυμονείται ο χειμώνας κάθε φύσης. Μα
μέχρι τότε, έχουμε καιρό – σκεφτόταν πάντα η Ματίλντα, που από φύση της και από
τις ορμόνες της ακόμα (και πιο μέσα) πάντα θα δυσπιστούσε, σα μια γνήσια
νησιώτισσα που ήταν: σε αλλαγές καιρού, σε ξένο άνεμο, όσο μπορούσε η Ματίλντα
θα απέστρεφε βλέμμα και σκέψη από θέματα δυσάρεστα, γιατί άμα και άρχιζε
κανείς, πού θα κατέληγε; Είναι ολισθηρή η οδός της καταπτώσεως, οπότε ας
συγκεντρωθούμε στις κουρτίνες! Και ήταν μια χαρά κουρτίνες (και ας το έλεγε και
μόνη η Ματίλντα, διότι εκείνος που δεν παίνεψε το σπίτι του το βρήκε, ένα πρωί
απ’ τα πολλά, να έχει καταρρεύσει και μάλιστα τριγύρω απ’ το ίδιο του κρεβάτι,
κι αυτό δεν είναι θεμιτό, ούτε ευέλπιδο). Κουρτίνες, άψογες.
Το λογοτεχνικό
σύμπαν της Ολβία Παπαηλίου δεν είναι εύκολα προσπελάσιμο για όποιον δεν έχει την ικανότητα να ανοίγει διαρκώς τα
πολλαπλά παράθυρα, που η συγγραφέας τον προκαλεί να μοιραστεί μαζί της. Ο
εσωτερικός κόσμος των δύο κοριτσιών, με τόσα πρόσωπα αποθηκευμένα μέσα του, με
τις ορμές, τις αμφιθυμίες, τις παρορμητικές πράξεις. Ο κόσμος, από την άλλη,
των ξενόφερτων στην αγγλική κοινωνία, που διατηρούν μέσα τους το μεσογειακό
ταμπεραμέντο και σαν τη μύγα μες στο γάλα ξεχωρίζουν από τους άσαρκους ντόπιους. Και οι απρόσμενες
προσμείξεις των ανθρώπων, που πυροδοτούνται από αθέατες ίσως λεπταίσθητες
κινήσεις και απειλούν να διαλύσουν τον ασφαλή μικρόκοσμό τους. Πολλές ιστορίες
που έρχονται από το βάθος του χρόνου για να δέσουν στο σήμερα σε μια
φυσιολογική συνέχεια. Τέλος, όλα αυτά να οδηγούν σε μια φαντασμαγορική «Νέα Τζελατερία Σαντιανέλλι, Άισκρημ Πάρλορ». Μα, όλος ο κόσμος της
Ολβίας είναι θεαματικός, ένα πολυθέαμα λόγου, εικόνων, αισθήσεων που σε οδηγούν
σε μικρές εκρήξεις μέσα σου, ανυποψίαστε αναγνώστη!
Η Νέα Τζελατερία είχε αρχίσει να
κατασκευάζεται στο εργαστήριο των παθών και των λαθών, και θα μεσουρανούσε στις
μελλοντικές αναφορές και αναμνήσεις της πολίχνης, αφού μες στην αχλή του θρύλου
της θα ανασκευαζόταν εσαεί (αλλά αυτό, ακόμα τότε δεν το γνώριζε κανείς, δε θα
γινόταν να το είχε κάποιος από πριν αξιολογήσει). Πάντως, στο μέλλον θα
υπήρχανε δωμάτια για τις κυρίες περασμένης ηλικίας (τότε που τα μαλλιά θα
είχανε τις αποχρώσεις της εμμένουσας ανθηρής ηλικίας των εξήντα, άλλοτε με
βαφές απλές που έτειναν σε λευκορόζ, ή λευκοελεκτρίκ γαλάζιο, η δόξα υπερήλικης
κομψότητας). Ή, τα δωμάτια των πάρτι γενεθλίων, με τα μπαλόνια γεμισμένα με
πτητικά αέρια και ήλιο. Οι κήποι οι εξωτερικότεροι, με φοίνικες και άλλα
εξωτικά (δέντρα της Ισπανίας), ημεδαπά με σκίουρους φουντωμένους που
κλεφτοκαρυδούσαν, εν ανάγκη. Και το Κρυφό Κηπάριο, ως Δείπνο Μυστικό σε
μοναστήρι: εκείνο το κηπάκι, ως μπουρδέλο βεριτάμπλ! Ω, κι από πού να ξεκινήσω
να σας λέω! Αλλά εκεί θα πήγαιναν στο μέλλον και θα κάθονταν ο Μάριο κι ο Τομ
και θα καπνίζανε, παρατηρώντας τα πουλιά που θα κατέφθαναν να κάνουν ένα μπάνιο
στη γουρνίτσα, και με φτερά που σπαρταρούσαν και τινάζονταν θα βάφτιζαν τις
εποχές με αλλεπάλληλα ονόματα και αλλαγές, σαν καρουσέλ του λούνα παρκ, άνοιξη
καλοκαίρι και φθινόπωρο. Και το χειμώνα θα ανθίζανε εκεί κοκκινολαίμηδες (πουλάκια
τόσα δα, αλλά αιμοβόρα, ζηλιάρικα και κτητικά και εποχιακώς σημαντικά, ως
βασικές κουλτουρικές αναφορές των Χριστουγέννων).
Η αφήγηση της
πολύπλοκης και πολυπρόσωπης αυτής ιστορίας καταλήγει απολύτως ψυχοθεραπευτική
για όποιον αναγνωστικά αποφασίσει να τη διαβεί. Παραμυθιακή, παραμυθητική. Όπως
αρμόζει στις αφηγούμενες ιστορίες και στα παραμύθια. Και η αφηγήτρια, σε μια
εντελώς απομυθοποιητική συγγραφική επέμβαση, μεταλλάσσοντας τον ρόλο του
αφηγητή με αυτόν του συγγραφέα, θα απευθύνεται στον αναγνώστη της αφήνοντας
εμφανή τα σημάδια της πορείας της μέσα στην ιστορία. Σαν να συνομιλεί μαζί του,
ευφυώς επιτρέποντάς του μάλιστα στο τέλος να ολοκληρώσει την ιστορία της με τη
δική του φαντασία. Ιδανική συνθήκη η επικοινωνία του συγγραφέα με τον αναγνώστη,
βέβαια. Πολύ περισσότερο, αν αυτή επιτυγχάνεται με αυτή την ανοιχτή συνδιάλεξη στη διάρκεια της
πλοκής. Έτσι συμβαίνει, όταν η αφήγηση μιας ιστορίας κρύβει πίσω της το πάθος
για μια αληθινή ζωή, γεμάτη από εκπλήξεις. Όπως το λέει και η ίδια:
[…] όρεξη μόνο να ’χουμε και τον καλό καιρό
– ώστε να ενθυμούμαστε όλες τις ιστορίες! Και πάντοτε, το ξέρετε καλά (κι
εσείς, όπως το ξέρω και εγώ) ότι αυτό συμβαίνει την καθεμιά φορά που θέλουμε να
μοιραστούμε αυτό το πάθος της ζωής: με την καρδιά μας ανοιγμένη όπως το στρείδι
που λιαζότανε από αχτίδες που το φτάνανε σε χαμηλό βυθό, να λέμε και να λέμε
και να λέμε (σαν τις παραμυθίες της Σαντίνας που αντηχούν μες στα σοκάκια του
Σουρριέντο, μέχρι σήμερα –μου φαίνεται πως τις ακούω ακόμα τώρα, μόλις τώρα,
να– μόλις ετούτη τη στιγμή).
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου