Σχεδόν Βιβλικά
του Δημήτρη Αγγελή
εκδόσεις Πόλις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/sxedon-vivlika/
η αρμόζουσα αποκαθήλωση
«Κάθε έργο τέχνης είναι μια μοναξιά υπό κατασκευή», είπε ο Θεός μες στο
ιδιωτικό σκοτάδι του πριν αρχίσει την εξαήμερο δημιουργία.
Έτσι αρχινά το νέο ποίημα του
Δημήτρη Αγγελή. Και το ονομάζω ποίημα, δηλαδή ένα μόνον, γιατί μέσα στις είκοσι
τέσσερις ποιητικές καταθέσεις που συμπεριλαμβάνονται στα «Σχεδόν Βιβλικά» του
διαβάζω διαφορετικές ποιητικές επεκτάσεις του ενός θέματος, εκδοχές του ενός
ποιήματος. Αυτές οι είκοσι τέσσερις εκδοχές/νοηματικές επεκτάσεις θα μπορούσαν
να είναι τα είκοσι τέσσερα γράμματα που δομούν αρχετυπικά μια γλώσσα, με τις
εντολές της οποίας ο ποιητής πορεύεται και χτίζει με τη σειρά του το δικό του
σύμπαν. Η μοναξιά της δημιουργίας μάς υποδέχεται για να μας καθοδηγήσει -με τη
σύζευξη της θεϊκής εξαήμερης κατασκευής του κόσμου- στα μικρά πεζόμορφα
στιχουργήματα του Αγγελή, με την υπενθύμιση της πρώτης ικανής ποιητικής
συνθήκης, δηλαδή της μοναχικής πορείας.
Βιβλικά, λοιπόν, εδώ τα ποιήματα,
βιβλικές οι πλείστες των αναφορών, ακόμα και η αίσθηση που σου δημιουργείται
έχει την αρχή της στους οικείους χώρους και τα οικεία πρόσωπα των βιβλικών
τόπων. Η λέξη «σχεδόν» επιβλητική και αυτή, όσο και η δεύτερη του τίτλου, δηλωτική
της ανθρώπινης παρέμβασης και της συνακόλουθης νοητικής αμφιβολίας, που
συνοδεύει την πίστη καθιστώντας την οικεία και προσβάσιμη στον άνθρωπο. Γι’
αυτό χρησιμοποιώ την έννοια της οικειότητας. Γιατί πιστεύω ότι ο ποιητής έτσι
προσεγγίζει τον χώρο του αθέατου εμβληματικού τοπίου, με την ελπίδα ότι μπορεί
να εισχωρήσει σ’ αυτό χωρίς την αίσθηση της παραβίασης του άβατου χώρου. Ίσως γι’ αυτό και
καταφέρνει να πετύχει τη συμπόρευση των δικών του λέξεων με αυτές τις παλαιές
χωρίς να διακρίνονται τα ίχνη της εμπνευσμένης συρραφής.
Όλα τα πρωινά που σηκώνομαι απ’ τον θάνατο και δεν είσαι δίπλα μου να
με παρηγορήσεις. Τότε έρχεται ο Μάρκος με το λιοντάρι του, ο Ιωάννης με τον
αετό του, ο Λουκάς με το βόδι του κι ο Ματθαίος με τον άνθρωπό του. Έρχεται ο
Ανδρέας στάζοντας λέπια, η αγία Πελαγία ντυμένη άντρας κι η αγία Αικατερίνη
κρατώντας ένα μπουκάλι γάλα.
Απ’ την πλευρά του Χειμώνα μας έπλασε ο Θεός· γι’ αυτό κρυώνουμε μόνοι
τα πρωινά, όσες φωτιές κι αν ανάψετε – εσείς οι άλλοι.
Θεωρώ ότι η προσέγγιση αυτή
απαιτεί τη συνειδητή αρωγή των λέξεων,
που έχουν επιλεγεί με πολλή προσοχή. Δεν έχουμε εδώ την τυχαία ή επιπόλαιη
σύμπραξη των είκοσι τεσσάρων γραμμάτων, αλλά ούτε και τον (ευφυή σε άλλες
περιπτώσεις) αυτοματισμό της γραφής που ανασύρει από το υποσυνείδητο τις ικανές
συνδέσεις. Ο Αγγελής (το έχουμε δει αυτό και στην προηγούμενη ποιητική του
συλλογή «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο
κρεβάτι μου») ακουμπά τον χώρο της υπερρεαλιστικής εκδοχής του λόγου κατά
ένα μέρος των στίχων του επιλέγοντας τα πιο παράξενα τοπία (συχνά δίπλα στα
ρεαλιστικά) και ανατρέποντας το σκηνικό αιφνιδιαστικά και απρόσμενα. Ωστόσο στα
τωρινά του ποιήματα, χωρίς να εγκαταλείπεται η παραπάνω αυθόρμητη εν μέρει καταγραφή, διαφαίνεται μια
πιο συνειδητή επεξεργασία των λέξεων, έτσι ώστε αυτές να δώσουν με πιο ευθύβολο
τρόπο τη σημασία τους. Κυρίως να δείξουν τον συσχετισμό των δύο χώρων: από τη
μια ο ανθρώπινος, ατελής αλλά δημιουργικός στη φαντασία και την αμφισβήτηση,
από την άλλη ο θεϊκός, τελειούμενος μέσα στις θρησκευτικές δοξασίες και στις
θεολογικές προσεγγίσεις (φυσικά πάλι των ανθρώπων).
Κάτω απ’ τη λέξη ‘ήλιος’ άπλωσα μες στο δωμάτιο τα ρούχα για να
στεγνώσουν. Τα νερά έσταζαν πάνω στις λέξεις ‘εφημερίδες’ και ‘τσιμέντο’,
σχηματίζοντας μια λίμνη. Φαντάστηκα τη λέξη ‘χρυσόψαρα’ να κολυμπάει μπροστά
στο ξύλινο τραπέζι μου. Σέρβιρα καφέ στο φλιτζάνι. Κάτω απ’ τη λέξη ‘φως’,
όμως, δεν μπόρεσα να διαβάσω.
Έξω απ’ το παράθυρο περνούσε ένα καραβάνι από πολεμικούς ελέφαντες.
Ένας λιπόσαρκος γέροντας εξόρκιζε, κραδαίνοντας έναν σταυρό, τον πειρασμό να
τρέξει κοντά τους. Αν έλεγες ‘ακρογιαλιά’ αντί ‘έρημος’, κίτρινες πεταλούδες
ξεπηδούσαν απ’ τα μισάνοιχτα συρτάρια των χεριών του.
Σκέφτηκα την πνευματική μου ζωή με τέτοιαν ένταση, που η εικόνα
απέναντί μου δάκρυσε.
Η επινόηση των λέξεων, η απολύτως
συνειδητή χρήση του λεκτικού κώδικα με σκοπό την έκφραση της σκέψης. Η
πνευματική ζωή, όπως τη δημιουργεί ο άνθρωπος,
που όμως αναμετράται με την παρουσία (ή την απουσία;) του Πνεύματος. Η
ποίηση, εν τέλει, που επινοεί τη δική της πραγματικότητα θέλοντας να ορίσει το
σύμπαν του δημιουργού της.
Σ’ αυτό το σύμπαν χωρούν πολλά
πρόσωπα. Άλλα ενδεδυμένα την αγιότητα του βιβλικού κειμένου (με δεδομένη την
οικείωση που σχολιάστηκε παραπάνω) και άλλα του εδώ κόσμου, της Τέχνης κυρίως
που δημιουργεί τα δικά της θαύματα και διεκδικεί το μερίδιο σε μια αθανασία
ανθρωπίνων διαστάσεων. Αυτά τα πρόσωπα είναι που προσδίδουν στο κείμενο τη
μαγική διαχρονικότητα των αισθημάτων μέσα από τη σύζευξη των εικόνων. Πώς
συνδιαλέγεται αίφνης ο μυθικός Νώε με τον Χένρι Γκορέτσκι; Η αθωότητα εδώ
έρχεται μέσα από τη γέννηση ενός νέου κόσμου, που μακάρι να βρίσκει την αρμονία
του στη ρυθμική λιτότητα της μουσικής.
[…] Ο κύριος Νώε ανοίγει την ομπρέλα του και φεύγει μέσα στην ατελείωτη
νεροποντή του Χένρι Γκορέτσκι.
Κι ο Χένρι Γκορέτσκι δεν είναι παρά η επίσημη φωνή του Θεού που φυτεύει
χρυσούς σπόρους ροδιού στα νερά, πριν αποδώσει τον κόσμο ξανά στην αθωότητα.
Αλλού ο μεγαλόπνοος Σικελιανός θα
έρθει να απαγγείλει το ποίημά του κρατώντας τη ρομφαία του, σαν άλλος άγγελος
της Αποκάλυψης. Η αγία Τερέζα θα δώσει την παραμυθητική αρωγή της διαβάζοντας
ποιήματα και ο Κάφκα θα δώσει το «παρών» στη
μόνη αληθινή επανάσταση: να τρέχεις
μόνος με τις σημαίες μες στη βροχή. Η Χώρα
του Ποτέ των παιδικών μας χρόνων παρέα με τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι. Ο Ιώβ του Γιόζεφ Ροτ να ψάχνει την ομοίωση
με τον άλλο Ιώβ της Βίβλου σε μια νύχτα χωρίς ξημέρωμα. Και η Ρουθ πότε να
βρίσκεται μέσα στο βιβλίο της και πότε να μεταλλάσσεται απροειδοποίητα στην
περιπλανώμενη ψυχή της Νατζά του Αντρέ Μπρετόν. Και οι πόλεις, η πάνω και η
κάτω. Και το πέρασμα για την πάνω πόλη. Και η επιστροφή σε μια πόλη που αγαπήσαμε. Όλα αυτά μέσα στα ποιήματα με
διόδους/περάσματα για τον αναγνώστη που θα εισχωρήσει και θα δει τη μείξη των
εικόνων, τη μετάλλαξη των μορφών. Ίσως το πιο φυσικό πέρασμα, η καλύτερη
είσοδος, να είναι η ζωγραφιά του Marc Chagall στο εξώφυλλο, «Η δημιουργία του ανθρώπου», πολυσήμαντη
και επιβλητική, όσο και η ποιητική δημιουργία στο βιβλίο του Αγγελή, το δικό
του Άσμα Ασμάτων, ένας ύμνος στη ζωή,
στην αγάπη, στην επινόηση της Τέχνης, στην Ποίηση. Πέρα από τον θάνατο που
καραδοκεί, κάθε που ο Λάζαρος της εδώ
ζωής θα διαψεύδει τη σκιά της θρησκευτικής του εκδοχής:
[…]
Την ώρα που ακουγόταν το “Stand by Me” και η δεξίωση προς τιμήν του ήταν
ήδη προχωρημένη, μια εσωτερική φωνή τον έκανε να σηκωθεί και να τραβήξει μόνος
για το ποτάμι. Άκουσε από μακριά να φωνάζουν τ’ όνομά του, «Λάζαρε, Λάζαρε»,
αλλά δεν γύρισε. Ύστερα νύχτωσε.
Έτσι, αναπόφευκτα συντελείται και
η αρμόζουσα αποκαθήλωση, καθόλου τελετουργική, ίσα ίσα απλή και λιτή, όπως
αναμένεται να είναι κάθε εσωτερίκευση του νοήματος μιας απαστράπτουσας εικόνας,
όταν αφαιρεθούν τα ιερά της άμφια και μείνει η ανθρώπινη ουσία. Πολύτιμη και
βοηθητική η ποίηση θα δείξει τον τρόπο σ’ αυτή την πρόσφατη ποιητική κατάθεση
του Δημήτρη Αγγελή, την ωριμότερη ως τώρα, την πληρέστερη ως συνολική πρόταση.
[…] κάποτε το απόθεμα των αγίων και των ποιητών σου τελειώνει. Όλοι
μετακομίζουν. Απομένει άδειο το διαμέρισμα, μόνο με μια γραφομηχανή για να
γράφεις.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου