Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ένας οικείος ποιητικός λόγος (διαβάζοντας τον ποιητή Τόλη Νικηφόρου) η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σίσυφος, τεύχος 13


Ένας οικείος ποιητικός λόγος

(διαβάζοντας τον ποιητή Τόλη Νικηφόρου)
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σίσυφος, τεύχος 13




Υπάρχουν ποιητές που επιλέγουν αυτοβούλως την απόμακρη θέαση της ζωής των άλλων, αποσυρόμενοι σε μια ιδιωτική οδό μη προσπελάσιμη, και αναμένοντας (επί ματαίω ίσως) την ανταπόκριση στο έργο τους. Άλλοι πάλι αφήνονται έρμαιο στη βούληση μιας μάζας αδιαμόρφωτης, που επιμένει ωστόσο να καθορίζει τα όρια μιας  αισθητικής με αμφίβολη αξία. Κι όμως, η θέση του δημιουργού είναι μέσα στην κοινωνία που κλυδωνίζεται, δίπλα στον πάσχοντα άνθρωπο. Να παρατηρεί και να καταγράφει, να εντοπίζει και να προτείνει, να προσφέρει τη μικρή του έστω επιδιόρθωση στις μικρές ή στις μεγάλες καταστροφές και απώλειες. Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου είναι εμφανώς τοποθετημένος σ’ αυτή την οπτική της ποίησης, και με ένα λόγο σύγχρονο, επίκαιρο, ζωντανό αντιλαμβάνεται και την προσωπική ποιητική του προσφορά:





να φλέγομαι ταγμένος

να φλέγομαι και να ονειρεύομαι

με όλες τις αισθήσεις μου

με την ψυχή μου



θα ’ναι δικός μας αύριο ο κόσμος



Και είναι ίσως το σημαντικότερο να μπορείς με όχημα τον ποιητικό σου λόγο να δεις λίγο πιο έξω από το σκοτεινό και στεγανό  δωμάτιο μιας ιδιωτικής ενασχόλησης, να αγναντέψεις ανοιχτό ορίζοντα και να δώσεις το μήνυμα για ένα καλύτερο μέλλον. Το ερώτημα, βέβαια, πάντοτε θα είναι πόσοι θα σε ακούσουν. Εδώ εντοπίζεται ίσως η αξία του δημιουργού να μπορεί να κινητοποιήσει αισθήματα, να κάνει κοινωνό του τον άλλο άνθρωπο που αναζητά λόγο οικείο και ζωντανό.

Σκέφτομαι πως τα πιο καλά ποιήματα είναι αυτά που αφηγούνται μια ιστορία, η οποία μπορεί να αντλεί τη θνητή της αφορμή από τον ίδιο τον ποιητή, ωστόσο έχει τη δύναμη να ανταποκριθεί στον αναγνώστη εκείνον που αναζητά την αλήθεια των στίχων, έτσι όπως ο ίδιος τους ερμηνεύει. Και ο Τόλης Νικηφόρου  ξέρει καλά πώς να κινητοποιεί την ευαισθησία του αποδέκτη της ποίησής του, χωρίς να καταβάλει προσπάθεια. Γιατί του μιλά με ειλικρίνεια αισθημάτων, του λέει μόνο αλήθειες, όπως αβίαστα γράφονται στους στίχους του.

Θα έλεγα ότι ο Τόλης Νικηφόρου είναι πρωτίστως ποιητής, αν και πολλά είναι τα πεζά που έχει γράψει. Έτσι όπως μας δίνει τον ποιητικό του λόγο με μια αθωότητα πεζής κουβέντας σε φίλο και οικείο πρόσωπο, έτσι και διοχετεύει τον ποιητικό αέρα του εσωτερικού ρυθμού στα πεζογραφήματά του, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι γι’ αυτόν είναι ίσως ασαφή τα όρια ανάμεσα στα δύο αυτά είδη.  Άλλωστε η παρατηρητικότητα είναι μία από τις αρετές του δημιουργού είτε του ποιητή είτε του πεζογράφου. Μαζί με την ικανότητα να μεταφέρει αυτό που παρατηρεί στον αναγνώστη του με όλη την ιδιαίτερη αίσθηση που του δημιούργησε, με όλο το συναισθηματικό βάρος που εμπεριέχει η εικόνα και η στιγμή. Κομμάτια και αποσπάσματα πραγματικής ζωής είναι, που καταθέτει ο Τόλης Νικηφόρου, με τη μαγεία της αλλά και την οδύνη της. Ο ποιητής/πεζογράφος ανοίγει τον δικό του κόσμο και μας παίρνει από το χέρι. Συχνά θα πιστεύουμε πως μας τοποθετεί μέσα στις λέξεις του, μας κάνει μέρος του τοπίου που αφηγείται, είτε πρόκειται για ποιητικό είτε για πεζό.  Δεν είναι λίγο αυτό, και ενδεχομένως εκεί να εντοπίζεται και η διαφορά που ξεχωρίζει ένα σπουδαίο δημιουργό ανάμεσα στους πολλούς.



Πώς γράφεται, αλήθεια, αυτή η ποίηση; Πώς φθάνει η λέξη στο χαρτί; Νιώθεις σαν διαβάζεις τον  Τόλη Νικηφόρου ότι έχει πιάσει το νήμα του λόγου από τις πρώτες του γραφές και μέχρι σήμερα συμπληρώνει διαρκώς αυτό το ένα ποίημα που κάποτε ξεκίνησε:

το ποίημα επιλέγει τον δικό του χώρο για να γεννηθεί. είναι ένας ξένος που κατοικεί από παλιά στο σπίτι μας, κυκλοφορεί στο υπόγειο και λούζεται με φως στο υπερώο, διαβάζει ένα ένα τα χειρόγραφά μας, αποκρυπτογραφεί τις μυστικές φωνές που ταξιδεύουν μέσα μας. και πίνει για να μεγαλώσει, γι’ αυτό και είναι πάντα μεθυσμένο. το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί, όπως πριν από μας επέλεξε αυτό το σπίτι για να κατοικήσει.

Και μάλλον σκέφτομαι πως είναι το ποίημα που τον γράφει, τον καθοδηγεί, παρά αυτός που γράφει το ποίημα. Όχι, δεν εννοώ καθόλου κάποιο είδος στράτευσης, μια που η σκέψη του Νικηφόρου είναι έξω από δεδομένα σχήματα και δεν υπακούει σε κάποιες εντολές διατεταγμένης υπηρεσίας. Εννοώ περισσότερο αυτή τη βαθύτατη ανάγκη της έκφρασης που τον κάνει να δημιουργεί, που τον κατευθύνει στον δρόμο της αληθινής δημιουργίας. Αυτή την ανάγκη υπηρετεί και πάνω στα χνάρια της βαδίζει με συνέπεια εδώ και πενήντα συναπτά έτη.

Και συνεχίζει:

εκείνος που κανένας δεν γνωρίζει

θέλει κι άλλα βιβλία

θέλει από σένα κι άλλο αίμα



Απόλυτος στην άποψή του ο Τόλης Νικηφόρου θα μας δείξει πως τίποτα δεν έρχεται τυχαία αλλά και τίποτα δεν επαφίεται σε οδηγίες άλλων ή σε διδασκαλίες, όσο φιλότιμες κι αν είναι στις προθέσεις τους κάποτε. Οι προσωπικές απώλειες που σκάβουν βαθιά τη ζωή σου, τα διαβάσματα που ποτέ δεν είναι αρκετά και που πάντοτε θα σου προσδίδουν τη σπάνια και πολύτιμη ιδιότητα του αναγνώστη. Ο έρωτας που σε παίρνει από το χέρι και σε οδηγεί στα πιο αβέβαια αλλά και πιο γοητευτικά περάσματα, όσο στενά κι αν είναι. Τέλος η αδυσώπητη αλήθεια: αυτή η κορυφή δεν υπάρχει, κι εσύ θα πρέπει να νιώθεις καταξίωση μόνο μέσα στον αγώνα για το φτάσιμό της:



το πρώτο μάθημα

ονομάζεται απώλεια

που σε σφραγίζει

με πυρωμένο σίδερο

μικρό κι ανυπεράσπιστο



αν είσαι δυνατός και επιβιώσεις

θα συνεχίσεις τις σπουδές σου

διαβάζοντας βιβλία

μα πάντα ρίχνοντας κλεφτές ματιές

στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς

και στ’ ασημένια φύλλα της ελιάς

κάτω από το μπαλκόνι σου



αυτά και ο έρωτας

θα σε οδηγήσουν

και ίσως κάνουν κάποτε

τα ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίσουν



δε μένει παρά να κοιτάζεις

το θηρίο στα μάτια

καθώς σου πίνει κάθε μέρα το αίμα

στο μονοπάτι προς μια κορυφή

που δεν υπάρχει





Είναι κυρίως ερωτικός ποιητής ο Νικηφόρου; Μα, δεν θα γινόταν και αλλιώς να γραφτεί αυτή η ποίηση της απόλυτης κατάφασης στη ζωή. Ακόμα και οι κοινωνικοί βηματισμοί του έχουν υπόβαθρο μια δυνατή ερωτική ματιά, που από μόνη της είναι ικανή να δώσει πνοή στον λόγο. Δύσκολη η «μαθητεία» του έρωτα. Ένα σχολείο, από το οποίο, όμως,  δεν προσδοκά να αποφοιτήσει. Δεν έχει σημασία αν κάποτε δίπλα του ήταν κάποιο κοριτσόπουλο σε εργοστάσιο ή σε πορείες με την ορμή για τον αγώνα της ζωής, με το όνειρο για καλύτερο κόσμο και, οπωσδήποτε, με ερωτικό σπασμό όλο δύναμη και αυθάδεια που μόνο η νεότητα γεννά. Τώρα αυτή την έλξη την ερωτική τη βρίσκει με άλλη διάσταση, πιο ώριμη και κατασταλαγμένη. Συντροφικότητα, κοινή πορεία και αγάπη.

Ακούστε τον σε στίχους από τη μακρινή νεότητα:

σε μυστικές συνεδριάσεις της νύχτας

είναι γραμμένο τ’ όνομά σου

στις προκηρύξεις που μοιράσαμε



και εδώ

είμαι ένα πυρωμένο σίδερο

που ανεξίτηλο σφραγίζει στη μήτρα σου το μέλλον

κάθε σου ηδονικός σπασμός

μια οιμωγή του κόσμου που γεννιέται



Ακούστε τον και σήμερα, στην ωριμότητά του:



στο μεγάλο ταξίδι της νύχτας

στην ωκεάνια ερημιά που με περιμένει

θέλω να πάρει η ψυχή μου

κάτι από σένα


να υπερβώ το τίποτα

και κάποτε ακέραιος να ξαναγεννηθώ.



Ένας ύμνος στον άνθρωπο είναι τα ποιήματα του Τόλη Νικηφόρου. Τον άνθρωπο, που στον κύκλο της ζωής του ανακαλύπτει τα στηρίγματά του. Βυθίζεται στον έρωτα και αναδύεται στην αγάπη. Πιο δυνατός και πιο σίγουρος ότι σωστά αφέθηκε και δόθηκε ολόκληρος σε ό,τι πολύ αγάπησε. Η φωνή του είναι ξεκάθαρη, απευθύνεται σε μας χωρίς καμία ενοχή αισθημάτων, γνήσιος και αυθεντικός εκφραστής του εσώτερου εαυτού του. Αν χωράει στον ερωτικό λόγο που μας προσφέρει έτσι απλόχερα μια πρόσθετη σκέψη, αν δηλαδή κάπου εκεί στην άκρη της εικόνας, νιώθοντας παρείσακτη την παρουσία σου στο απόλυτο ετούτο σκηνικό που δίνει ο Ποιητής, θέλεις να πεις κάτι το ελάχιστο, νομίζω πως το μόνο που επιτρέπει η πληρότητα αυτού του πάθους είναι τρεις λέξεις: ο έρωτας ολόγιομος.




Και μέσα του αυτός ο έρωτας εμπεριέχει την αγάπη, μία κι αυτή για όλα όσα του δίνουν την έγερση σώματος και ψυχής. Η ρίζα του, η πόλη του η Θεσσαλονίκη, η ποιητική του τέχνη, η δημιουργία, η ζωή ολόκληρη. Γιατί, μήπως όλα αυτά δεν είναι αγάπη και έρωτας; Πώς αγαπούσε ο Καβάφης την Αλεξάνδρεια, ο Καββαδίας το θαλασσινό ταξίδι, ο Ρίτσος τον αγώνα, ο Αναγνωστάκης την πολιτική του μοναξιά, ο Σικελιανός τα ύψη της ψυχής του. Έτσι και ο ποιητής μας αγαπάει τη γυναίκα, και μέσω αυτής τη μέθεξη με τη ζωή και την ουσία των πάντων. Ακόμη και τον θάνατο. Γιατί, όπως γράφει

είναι το ρίγος της ζωής

ισόθεο με το δέος του θανάτου.



Μπορεί ένας δημιουργός, εν προκειμένω ποιητής, να συγκεράσει τη ζωή με τον θάνατο, με την ερωτική πνοή να στέκεται ακριβώς στη μέση της απόστασης, να απλοποιεί τα βήματα που οδηγούν στη φυσική αυτή αποδοχή; Ο Τόλης Νικηφόρου αυτό επιχειρεί ως απόσταγμα ζωής βιωμένης. Και επειδή είναι φτιαγμένος από τα γνήσια υλικά του  Ποιητή, δεν κρατά τη μέγιστη αυτή αλήθεια για τον εαυτό του αλλά ανοίγει διαρκώς τους δρόμους επικοινωνίας με τον κόσμο γύρω του. Μια συνεχής προσφορά είναι η παρουσία του στα γράμματα, ευτυχώς με την ανταπόκριση που κάθε δημιουργός θα επιθυμούσε για το έργο του.

Θα ήταν εύστοχο να χαρακτηρίσουμε την ποίησή του κοινωνική. Η κοινωνική διάσταση του έργου του καθορίζει την απρόσκοπτη πρόσληψή του με την αίσθηση του οικείου λόγου που δημιουργεί η έκφρασή της, με την απολύτως εμφανή πρόθεση του ποιητή να μιλήσει με τους στίχους του και να προσφέρει μια γενναιόδωρη θέα  του κόσμου, έτσι όπως είναι αλλά και έτσι όπως θα τον θέλαμε.



Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου