Γιώργης Παυλόπουλος
Ποιήματα
1943-2008
εκδόσεις Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση
στο περιοδικό Fractal
http://fractalart.gr/giorgis-paylopoulos-poiimata-1943-2008/
το μείζον και το έλασσον
Πώς να μιλήσεις για έναν ποιητή
του μείζονος μεγέθους, που όμως κατέτασσε εαυτόν στους ελάσσονες ομοτέχνους
του; Η πολύχρονη επαφή με το έργο του ποιητή, η συγκίνηση που προκαλεί η ποίησή
του, με τις ποικίλες μικρές αφορμές των λέξεών του, είναι ένας προσωπικός οδηγός
για την προσέγγισή του. Η οδύνη της ποιητικής του φωνής, ωστόσο, και η πικρή
ματιά που έριξε ο Παυλόπουλος στον κόσμο γύρω του -από όπου πηγάζει η ποιητική
του έμπνευση- είναι ο αντικειμενικά υπαρκτός λόγος που οδηγεί τον μελετητή του
ή τον απλό αναγνώστη του να ανατρέχει στα ποιήματά του. Κι εδώ επιτέλους σε
έναν τόμο όλο το έργο του, πολύτιμη έκδοση για όποιον αναζητά τον χαμηλόφωνο
και περιεκτικό νοήματος, οδυνηρό συχνά, λόγο του ποιητή.
Αρκετά χρόνια πριν, όταν η
Λογοτεχνία είχε ακόμα τη θέση που της ταιριάζει στη ελληνική εκπαίδευση,
συμπεριλαμβανόταν στην ύλη της τελευταίας τάξης του Λυκείου ένα ποίημα του
Γιώργη Παυλόπουλου, τα εμβληματικά «Αντικλείδια». Θυμάμαι το ενδιαφέρον των μαθητών
για μια ποίηση που μιλά για την ποίηση
με τον μοναδικό τρόπο που ο ποιητής προσεγγίζει το θέμα του: αποκαλυπτικός, όσο
επιτρέπει η μεταφορικότητα της ποίησης, αλλά και κρυπτικός, όσο επιβάλλει η
επικοινωνία με τον πλέον συνεπτυγμένο και φειδωλό σε λέξεις ποιητικό λόγο. Θυμάμαι
όμως και την άγνοια όλων για έναν
ποιητή, που θα μπορούσε να λογίζεται από τους σημαντικότερους της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς, όχι τόσο για τις εγκωμιαστικές αναφορές που είδαν το φως
σε μελέτες για το έργο του (αυτές είναι πράγματι λίγες), όσο για τα ίχνη του
λόγου του που ανακαλύπτουμε στις γραφές των μεταγενέστερων. Η επίδραση που
ασκεί στους επόμενους διαχρονικά η αφηγηματική προσέγγιση των τόπων, των
προσώπων και των καταστάσεων στην ποίηση του Παυλόπουλου θα ήταν από μόνη της
ικανή να τον ξεχωρίσει ανάμεσα στους πολλούς ικανούς εργάτες της ποίησης. Αρκεί, φυσικά, να έχουμε
το σωστό μέτρο για να αποδίδουμε την τιμή εκεί που πρέπει. Έρχεται, λοιπόν,
αυτή η έκδοση με το corpus
του έργου του Γιώργη Παυλόπουλου. Έτσι, μπορεί κάποιος να ανατρέξει στις πρώτες
γραφές του ποιητή και να προχωρήσει στην εξελικτική του πορεία ως τα τελευταία
του γραπτά. Πιστεύω ότι η ενασχόληση με τα γραπτά του Παυλόπουλου αφορά εκτός
από τους ειδικούς μελετητές της ποίησης επιπροσθέτως ένα ευρύτερο κοινό, καθώς
προσφέρει με αυθορμητισμό και απλότητα έναν απροσχημάτιστο λόγο που οδηγεί
στο βάθος του ποιητικού τοπίου (με τα
πλέον εύστοχα αυτοαναφορικά ποιήματα) αλλά και στους πλέον κοινούς τόπους των
ελπίδων και των διαψεύσεων των απλών ανθρώπων.
Στο Επίμετρο του Γιάννη Ξουριά με
τα Εργοβιογραφικά για τον ποιητή διαβάζουμε:
Σε μια από τις επισκέψεις μου, όταν νοσηλευόταν στο ΚΑΤ, μου ζήτησε να
μείνω μαζί του ως αργά, όσο πιο αργά μπορούσα. Ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε
την δύσκολη κατάσταση της υγείας του ήταν ο γνωστός: να συζητάμε για ποιήματα.
Η ποίηση, λοιπόν, με τον πιο
ανθρώπινο ρόλο που θα της επιφυλάσσαμε όσοι κατά καιρούς πασχίζαμε να βρούμε
στόχους και κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο μέσα στα ποιήματα που φτιάχνανε οι
ποιητάδες όλου του κόσμου. Κι όμως εδώ με την απλή φυσικότητα του αυτονόητου η
ποίηση (προσέξτε: η συζήτηση για την ποίηση) έρχεται σαν μια (έστω πρόσκαιρη) σωστική λέμβος, που θα
μας πάρει μακριά από την οδύνη όχι όμως μιλώντας μας για ανούσια και ψεύτικα
ίσως ουτοπικά πράγματα, αλλά για τη δική της οδυνηρή κατάθεση του λόγου. Καθώς
έχω μπροστά μου όλη την ποιητική παρουσία του Παυλόπουλου, απομονώνω φράσεις
του/ποιητικά αποκόμματα, που δίνουν μια ξεχωριστή, προνομιούχο θέα στον κόσμο
του έτσι όπως τον μοιραζόταν με τον αποδέκτη του λόγου του. Γιατί την ποίηση
του Γιώργη Παυλόπουλου την εκτιμούσαν όσοι τη γνώριζαν, αν και χαμηλόφωνη και
αποσυνάγωγη των μεγάλων ποιητικών συνάξεων.
Ο ποιητής στη φυσική του συνέχεια, σημείο στον
ποιητικό χάρτη κι αυτός, τραγουδά τον πόνο εκείνου του άλλου, του μακρινού
ταξιδευτή:
Και το καράβι
μου στον κήπο της
δεμένο κι
άγρυπνο
σαν ένα
μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε
κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις
παράξενες αφορμές της αγάπης.
(Στης Κίρκης)
Κι εδώ θυμάται τον αθέλητο πολεμιστή που πάλευε με
το δίκιο του και την αγραμματοσύνη του τραγουδώντας κι εκείνος τα αθάνατα της
λευτεριάς τραγούδια:
Έτσι με
πήρανε τα κλάματα καθώς ξημέρωνε
και βγήκα κι
ακούμπησα στον τοίχο του περιβολιού.
Γύρω μου κανείς.
Μήτε ο Ποιητής μήτε το άσπρο άλογο.
Χάραζε η μέρα
σκοτεινή. Μονάχα πίσω από τα κυπαρίσσια
το φως ενός
σπαθιού κρεμόταν στον αγέρα.
(Το Κατώγι)
Μα νιώθει πως απ’ τους παλιούς απόντες πιο πολύ
πονάνε οι νέες αναχωρήσεις, καθώς γύριζαν
τα χρόνια και χάνονταν οι άνθρωποι. Το ποίημα τότε έρχεται απρόσκλητο και
ονειρικά χαμένο, και θα τα χωρέσει μέσα του όλα, και τα ορατά και τα αθέατα. Έτσι
θα πει χαιρετίζοντας τον Μπόρχες:
[…]Είναι το
αναπότρεπτο:
Η τελευταία
φορά που θα ιδείς το φεγγάρι χωρίς να το ξέρεις.
Και βέβαια
δεν είναι τίποτε απ’ όλα τούτα.
Είναι μονάχα
το ποίημα που πέρασε στον ύπνο του
και μάταια θα
παλεύει να το θυμηθεί μετά
κι όταν ακόμη
θα το έχει φτάσει σε τούτη τη γραφή.
(Ο Ποιητής και το Φεγγάρι)
Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί
κι οι νεκροί
σ’ ένα
ποίημα.
(33, Τριαντατρία χαϊκού)
Μα τι διάβολο
σημαίνουν όλα αυτά; τη ρώτησε.
Όλα σημαίνουν
μέσα στο ποίημα και το ξέρεις
του είπε
καθώς τον αγκάλιαζε
για να του
δείξει ότι δεν ήταν όνειρο.
(Το Δωμάτιο η Γυναίκα και το Ποίημα)
Και θα μείνει με τη μνήμη όλης της παρουσίας και
απουσίας που μπορεί να χωρέσει ένα σώμα. Με τις εικόνες να τον ακολουθούν όσο
κι αν εκείνος θέλει να βρει αποκούμπι στη λήθη την ευεργετική. Πώς να
αποκοπείς, όμως, από το νήμα που σε κρατά σταθερά στη ρότα της συνέχειας;
Ας με
ξεχνάνε, είπε.
Εγώ θα
έρχομαι να τους βλέπω
θέλω να τους
βλέπω συχνά.
Δεν μπορώ να
συνηθίσω
το σκοτάδι
εκεί κάτω.
(Θα έρχομαι)
Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η ποίηση, που μπαινοβγαίνει στο όνειρο, που
στεγάζει μέσα της ζώντες και τεθνεώτες αδιακρίτως, που χλευάζει την απιστία των
ανθρώπων στα θαύματα των λέξεων και των επινοήσεων; Η Ποίηση με το γράμμα
κεφαλαίο και την ολάνοιχτη πόρτα που μόλις αφήνει κάποιον να κοιτάξει φευγαλέα
το μαύρο της σκοτάδι;
[…] Όμως
μερικοί
κάτι βλέπουν,
το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι
πηγαίνουνε να μπουν.
(Τα Αντικλείδια)
Μα, όλο αυτό είναι μια αυταπάτη; Το άσαρκο σώμα της
ποίησης είναι μια καλειδοσκοπική εικόνα που αλλάζει διαρκώς μορφή
ενσωματώνοντας τις προηγούμενες.
Ένας ταξιδιώτης
αποκοιμιέται
πάνω στ’ άλογό του
και βλέπει
στ’ όνειρό του
πως τάχα το
ταξίδι του
είναι ένα
όνειρο
που το βλέπει
κοιμισμένος
πάνω στ’
άλογό του.
(Ο Ταξιδιώτης)
Κι έτσι σ’ αυτήν την ποίηση δένουν όλα σε μια
αδιάσπαστη συνέχεια. Το τώρα με το πριν, το εδώ και το εκεί, το γήινο και το
αθέατο, τα πρόσωπα, τα πράγματα και η
ποίηση που τα ιστορεί. Και όλο αυτό είναι ένα ταξίδι θεραπευτικό της ψυχής αλλά
και του σώματος, με τον ποιητή να το εισηγείται δοκιμάζοντάς το πρώτα πάνω του και
μέσα του. Γι’ αυτό λέω πως τα ποιήματα που έγραψε ο Γιώργης Παυλόπουλος έχουν
αποδέκτη. Αυτόν που εισχωρεί μέσα στα αφηγημένα του, αντικρίζει το δικό του
πρόσωπο στις ποιητικές επισημάνσεις και αφήνεται να οδηγηθεί μαζί με τον ποιητή
στον τόπο και τον χρόνο, όσο μπορεί πίσω, να δει το νήμα της συνέχειας. Άλλωστε,
ποιος θα το διατύπωνε με μεγαλύτερη ευκρίνεια;
Αυτός που
γράφει το ποίημα
κι εκείνος
που θα το διαβάσει
μπορεί να
είναι το ίδιο πρόσωπο
με κάποιον
άλλο που το ονειρεύτηκε.
Μέσα στο
ποίημα βέβαια
έχουν χαθεί
κι οι τρεις.
(Οι τρεις)
Η έκδοση της Κίχλης, με τη γνώση και το μεράκι των
καλών εκδόσεων, όπως πάντα. Επιμελημένη και προσεγμένη σε όλα της. Χωρίς πολλά
επιπρόσθετα κείμενα, μόνο με τα απαραίτητα στο σύντομο Επίμετρο, αφήνει την
ποίηση, τον καθαρό λόγο του Παυλόπουλου να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη, στου
οποίου την κρίση αφήνεται το ποιητικό μέγεθος του ποιητή. Φυσικά μείζων ποιητής
ο Γιώργης Παυλόπουλος, κι ας εξέφραζε με ταπεινότητα την αντίρρησή του ο ίδιος
για τον εαυτό του.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου