Με οδηγό επτά ποιήματα της Ελευθερίας Θάνογλου
από την ποιητική της συλλογή "Οι πέντε εποχές του κόκκινου"
μια απόπειρα
ποιητικής απεικόνισης του κόκκινου χρώματος
μαζί με τρεις ζωγραφιές του Πάμπλο Πικάσο
της απουσίας
Αφού έκαναν έρωτα, αυτή
φόρεσε τη λευκή φανέλα του. Της ερχόταν σχεδόν ως τα γόνατα. Με αυτήν κοιμήθηκε
όλο το βράδυ δίπλα του. Το πρωί πήρε το πρώτο τρένο και επέστρεψε στη δική της
πόλη. Αυτός, αργά το απόγευμα την βρήκε πρόχειρα κρεμασμένη σε μια καρέκλα όπως
την είχε αφήσει εκείνη. Την φόρεσε. Μύριζε το άρωμά της. Την πήγε στο θέατρο. Την
πήγε στην όπερα. Την πήγε σινεμά. Την πήγε βόλτα μέχρι την προκυμαία. Κάθε βράδυ
την κουβαλούσε πάνω του. Μέχρι που εξατμίστηκε τελείως το άρωμά της. Όταν σταμάτησε
να αναδίδει η λευκή φανέλα το άρωμά της, έγραψε ένα ποίημα για εκείνο το βράδυ
που έκαναν έρωτα.
της μετανοίας
Φόρεσε το σακάκι
κοιτώντας το είδωλό του
στον καθρέφτη,
Πίστεψε πως μπορούσε να
κατακτήσει τον κόσμο μ’
ένα σακάκι.
Και η γυμνή κρεμάστρα;
Έμεινε γυμνή
κατακτώντας το κενό
της καλά κλειστής
ντουλάπας.
Το κόκκινο παλτό
Το κρύο μού παγώνει το
σώμα
μια σιωπή εκκωφαντική
στο σπίτι.
Ρίχνω επάνω μου το
κόκκινο παλτό να με ζεστάνει.
Μεγαλώνει το δράμα μέσα
μου μ’ αυτό το παλτό.
Βουλιάζει πάλι σιγά
σιγά σε περασμένα λόγια.
Λείπεις μαζί με τις υποσχέσεις
σου.
Όταν θα έρθεις
θα πατάς πάνω σε
κόκκινους λεκέδες.
Θα δεις να φοράω το
κόκκινο παλτό
στη ραχοκοκαλιά της απουσίας.
Όταν θα έρθεις θα βγάλω
απ’ τις τσέπες
σκισμένους σαρκασμούς
χρωματιστές κορδέλες
για να δέσω τα μαλλιά μου.
Όταν θα έρθεις τις παρουσίες
σου
θα μετράει ένας πολύχρωμος
κλόουν.
της παράθλασης
Στο παράθυρο του
σπιτιού μου το παραέξω ορθό
και στης ψυχής μου την
μικρή ρωγμή
το παραλίγο πλάγιο
πάντα·
μια παράθλαση την
διαπερνά
σχηματίζοντας κύκλους
πάνω στα θέλω.
της αλμύρας
Εμείς που μένουμε
στις πίσω «παρατάξεις»
φυτεύουμε βασιλικούς
στα σκαλοπάτια μας
αφήνουμε κληματαριές να
πέφτουν στις αυλές μας
κι ένα ολόγιομο φεγγάρι
να τριγυρνάει
στον ύπνο μας.
Δημιουργίες εντυπώσεων
Ήταν ένας άνθρωπος
που ενώ ήξερε να
κολυμπάει μεσοπέλαγα
όταν έφτανε στα ρηχά
ζητούσε βοήθεια γιατί
πνιγόταν.
Στο τέλος του έφτιαξαν
ένα νησί με φοινικιές
να ναυαγήσει εκεί
γιατί είχαν βαρεθεί τους
ψεύτικους πνιγμούς του.
Από τότε αυτός σκαρφίζεται
κρεμάλες πάνω στα δέντρα.
των πτήσεων
Αυτός πάντα ψάρευε
με δόλωμα την ψυχή του
στ’ αγκίστρι του
καθότανε πάντα ένα φεγγάρι
και με τους καπνούς απ’
τα τσιγάρα του
φυσούσε γαλαξίες.
Τώρα τ’ αστέρια θα ’χει
δόλωμα
και πετονιά τα ρούχα
θα κάθεται σε σύννεφο
που γράφει τ’ όνομά του
και ατενίζοντας την
θάλασσα που τόσο αγαπούσε
γυμνός απ’ όλα
θα βλέπει τα φτερά
που έβγαλε στους ώμους
με ένστολη σιωπή
κάποια Δευτέρα βράδυ.
Ελευθερία Θάνογλου, "Οι πέντε εποχές του κόκκινου", εκδόσεις Πικραμένος

Επιμέλεια και σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου