Έντεκα ιστορίες και
ένας αποχαιρετισμός
του Henry James
ανθολόγηση - μετάφραση - σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά
εκδόσεις Μεταίχμιο
(πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/8680-enteka-istories
Πόσο σημαντική μπορεί να είναι μια
ανθολόγηση διηγημάτων του Henry James
και μάλιστα σήμερα; Για το πρώτο σκέλος της ερώτησης αρκεί να επισημανθεί
η αξία μιας ανθολόγησης, που συνιστά και επί της ουσίας επιλογή, γιατί μέσω
αυτής καταδεικνύεται η πορεία του συγγραφέα, δηλαδή η διαφοροποίηση που έφερε
στο έργο του ο χρόνος και η επισωρευμένη πείρα στην παρατήρηση των ανθρώπων και
των καταστάσεων. Η προσεκτική επιλογή, που δεν ανταποκρίνεται μόνο στον
πρακτικό σκοπό να συμπληρωθεί μια έκδοση αλλά δημιουργείται για να φωτίσει το
έργο του συγγραφέα, επέχει θέση οδηγού
για τον αναγνώστη, που παρακολουθεί τη σκέψη του δημιουργού μέσα στον χρόνο με
τις ενδιαφέρουσες αλλαγές στην αισθητική και στην ιδεολογική προσέγγιση του
κόσμου. Όσο για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, η αναγνωστική στροφή προς
τους κλασικούς δημιουργούς ίσως αποδεικνύει μια πραγματική ανάγκη ανανέωσης της
σημερινής λογοτεχνικής κατάθεσης μέσα από μια επανεκτίμηση των παλαιότερων
επιλογών, που άντεξαν στον χρόνο και άνοιξαν (και ακόμα ανοίγουν) δρόμο για να
πατήσουν οι νεότεροι.
Εν προκειμένω, η ανθολόγηση που
επιμελήθηκε η Κατερίνα Σχινά ακριβώς ανταποκρίνεται στα παραπάνω κριτήρια. Αν
στις επιλογές (που μεταφράστηκαν μάλιστα από την ίδια) προσθέσουμε την έκδηλη
των προθέσεών της κατατοπιστική εισαγωγή και κυρίως τα σχολιαστικά σημειώματα
πριν από κάθε διήγημα, θα ήταν ορθότερο να πούμε πως εδώ έχουμε όχι μόνο μια
ανθολόγηση αλλά και μια ενδιαφέρουσα μελέτη πάνω στο έργο του James. Και αυτό
από μόνο του είναι σπουδαίο για τα λογοτεχνικά πράγματα.
Η ανθολόγηση περιλαμβάνει έντεκα
ιστορίες, που χρονολογούνται από το 1864 (συνιστώντας και τις πρώτες απόπειρες
του συγγραφέα να ασκηθεί στη διηγηματική
μορφή) και σταδιακά φθάνουν ως το 1910, που γράφεται το τελευταίο του αφήγημα.
Προστίθεται σ’ αυτές τις ιστορίες ένα ακόμα κείμενο, που ονομάζεται «Αποχαιρετισμός», γιατί κάτω από αυτή
την ονομασία βρίσκουμε τα τελευταία κείμενα που υπαγόρευσε τον Δεκέμβριο του
1915 ο James στη γραμματέα του όντας κατάκοιτος μετά από εγκεφαλικό
επεισόδιο. Σ’ αυτό το τελευταίο
διακρίνουμε το σπινθηροβόλο πνεύμα λίγο πριν σβήσει, μια σκέψη που διατηρεί όσο
μπορεί τη διαύγειά της, ωστόσο έχει ήδη αντικρίσει το μαύρο χρώμα της αβύσσου
και φλέγεται από την επιθυμία να το περιγράψει, εν είδει ακροτελεύτιας
κατάθεσης/μαρτυρίας. Αν ο συγγραφέας σε όλη του την πορεία καταγράφει εικόνες
κάνοντας τις παρατηρήσεις του, τότε η
θέα του σκοτεινού και άφατου -συνιστώντας γι’ αυτόν το μοναδικά εξαιρετικό
συμβάν που αξίζει αυτός να αφηγηθεί- ίσως πάρει μια μορφή, ακόμα και σε
ακατάληπτη σε πολλά σημεία γλώσσα. Το γεγονός, λοιπόν, ότι σ’ αυτό το κείμενο επικρατεί μια σύγχυση
στα πρόσωπα και στα γεγονότα θα πρέπει να θεωρηθεί απότοκο της γειτνίασής του
πλέον με αυτό που αποκάλεσε Διακεκριμένο
Συμβάν, νιώθοντας πως φθάνει προς το τέλος μιας ζωής, που αναλώθηκε στην
αναζήτηση των σημαντικών και άξιων λόγου πραγμάτων – αυτή άλλωστε είναι και η
πεμπτουσία της συγγραφής. Ταύτιση της ζωής του με τη γραφή του; Ένας
αυτοσαρκασμός αντάξιος του πνεύματός του; Η συνειδητοποίηση των ορίων και των
μεγεθών, θα λέγαμε καλύτερα.
Στις έντεκα ιστορίες θα δούμε τη
σταδιακή πορεία από τη ρεαλιστική καταγραφή προς πιο αφαιρετικές εικόνες, από
τη λεπτομερή περιγραφή των χώρων (απαραίτητο σκηνικό για να αποκτήσουν υπόσταση
και κίνηση οι ήρωες), στους ίδιους τους ήρωες, από τον εξωτερικό κόσμο (το
περίβλημα) προς τον εσωτερικό κόσμο, τον ψυχισμό των προσώπων. Μια ενδιαφέρουσα
διάβαση στον κόσμο της γραφής του James. Μια γραφή-κέντημα, ένας κήπος λέξεων
και εκφράσεων, περιγραφών και λεπτομερών παρεκβάσεων/αναλύσεων τόπων και
προσώπων, ψυχογράφηση χαρακτήρων μέσα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου,
ειρωνικές υπογραμμίσεις και υπαινιγμοί εύγλωττοι. Όλα στη θέση τους, τη στιγμή
που η αφήγηση το απαιτεί. Μια «σχολή», θα μπορούσαμε να πούμε, για να θητεύσουν
νεότεροι αποδεικνύοντας πως η ανάγνωση δόκιμων μεγάλων γραφιάδων είναι ο δρόμος
που μπορεί να τους καλλιεργήσει το εγγενές ταλέντο (αν φυσικά το διαθέτουν).
Επιλέγω κάποια σημεία της γραφής
του μάστορα (ή master, αν προτιμάτε) που δείχνουν τη
σταδιακή διαμόρφωση της μεγαλοσύνης του.
Στην πρώτη ιστορία, Ένα τραγικό λάθος (1864), θα ξεκινήσει ο
συγγραφέας με μια απομυθοποίηση της ίδιας της συγγραφικής «απάτης»
ξεκαθαρίζοντας ότι μυθοπλαστικά γράφονται όλα, με αυτόν ως σκηνοθέτη:
Η ιστορία μου αρχίζει μ’ έναν κύριο, που βγαίνει από το ταχυδρομείο…
Θα κατορθώσει ωστόσο στην πορεία
να παρασύρει τον αναγνώστη του στον μύθο της κατασκευασμένης του ιστορίας, έτσι
που στο τέλος να τον ξαφνιάσει με την ανατροπή που του επιφυλάσσει, ίδιον μιας
γραφής ενδιαφέρουσας και οπωσδήποτε ευρηματικής.
Στις «Τέσσερις συναντήσεις» (1876), ανιχνεύεται η επίμονη και
λεπτομερειακή περιγραφή προσώπων και καταστάσεων, περισσότερο με τα εξωτερικά
τους χαρακτηριστικά ακόμα.
Στο «Μια δέσμη επιστολών» (1878), παρά την εμφανή (και λόγω θέματος)
απουσία πλοκής, το αναγνωστικό ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο, παρακολουθώντας
την ιστορία μέσα από τις αδιόρατες συνδέσεις που ανακαλύπτουμε.
Στον αριστουργηματικό, κατά τη
γνώμη μου, «Μπρούκσμιθ (1886-87),
βλέπουμε την αξία μιας χαμηλόφωνης γραφής, χωρίς εξάρσεις, σε απόλυτη συμφωνία με
τον βασικό χαρακτήρα, που πέρασε όλη του τη ζωή σε δεύτερο πλάνο, όντας
περιέργως ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής. Θέμα οπτικής, υπόθεση καθαρά προσωπικής
εκτίμησης των αληθινών αξιών.
Στο «Η ιδιωτική ζωή» (1892), έχουμε ένα σχεδόν σύγχρονο σχόλιο στο θέμα
της ιδιωτικότητας και στο ουσιαστικό ανέφικτο της υπόστασής της. Αναμφίβολα η
διαχρονικότητα μιας ιδέας αποτελεί και ένα από τα πλέον σημαντικά στοιχεία που
κάνουν μια γραφή κλασική.
Στο πολύ εσωτερικό και
αναπόφευκτα τραγικό στις διαστάσεις του «Η μέση ηλικία» (1893), ο χρόνος που
γράφει πάνω στο σώμα του ίδιου του δημιουργού καταγράφεται ως αίσθηση στον
μυθοπλαστικό χαρακτήρα της ιστορίας. Ας μην ψάχνουμε, όμως, ομοιότητες
ήρωα-δημιουργού. Αυτές πάντα διαπερνούν τη γραφή είτε είναι ορατές είτε όχι.
Στην ιστορία «Ο τροχός του χρόνου» (1893), ο James κάνει, νομίζω, ένα ευφυές
παιχνίδι με την κατασταλαγμένη πλέον ενασχόλησή του με την ψυχογραφία των
χαρακτήρων. Επιμένει, στις παράλληλες ιστορίες που εμπεριέχονται στην αφήγησή
του, στο θέμα της διάστασης ανάμεσα στην εξωτερική μορφή και στον ενδότερο τόπο των ηρώων, τον
ψυχισμό τους. Και φυσικά καταξιώνει τον δεύτερο, όπως ακριβώς και στις επιλογές
της γραφής του.
Στο «Η ιστορία μέσα του» (1899-1900), αριστοτεχνικά δένει τον χώρο
(προσφιλής του συνήθεια η απεικόνιση ολοζώντανα του πλαισίου των ιστοριών του)
με τους ήρωες αλλά ακόμα και με το εξώφυλλο ενός βιβλίου, που σημαντικό ρόλο θα
παίξει στην πλοκή.
Η εντύπωση που έδινε στο μάτι το εξώφυλλο, το οποίο προφανώς περιέβαλλε
ένα από τα μόλις εκδοθέντα γαλλικά μυθιστορήματα (μυθιστόρημα αποδεδειγμένα
«καλό», αν κρίνουμε από την προσήλωση της αναγνώστριας), το έκανε να
εναρμονίζεται χαρούμενα με την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του δωματίου, που
ισορροπούσε με συνέπεια μεταξύ ελευθερίας και αυτοσυγκράτησης – την αδιάψευστα
αναγνωρίσιμη ατμόσφαιρα, δηλαδή, που χαρακτηρίζει τις πιο εκλεπτυσμένες
αισθητικές καινοτομίες.
Η εναρμόνιση ανάμεσα στα
αντικείμενα, στους ήρωες και στην ατμόσφαιρα! Η τοποθέτηση από έναν πολύ καλό
συγγραφέα, του ήρωα στο λεπτομερειακά περιγραφόμενο σκηνικό, προκειμένου να
δέσει μαζί του την ατμόσφαιρα και να μην τον αφήσει μετέωρο. Σοφή υπόδειξη προς
νεότερους, που θεωρούν τη δράση ικανή από μόνη της να αποδώσει την αληθοφάνεια
του λόγου τους.
Της ίδιας εποχής είναι και «Η χροιά του χρόνου» (1899-1900), με το
θέμα της Τέχνης και του Χρόνου να συνομιλούν μεταξύ τους αλλά και με τον εν ζωή θάνατο ή την εν θανάτω ζωή, όπως
επισημαίνει στο σχόλιό της η Κατερίνα Σχινά εισάγοντάς μας σε μια ιστορία που
αγγίζει τα αγαπημένα φανταστικά θέματα του James, εκείνα που ακροβατούν στο
λεπτό σχοινί του ορατού και του μη ορατού.
Η ιστορία της «Τζούλιας Μπράιντ» (1907), μια αυθεντική
ψυχολογική περιπέτεια, με ηρωίδα μια γυναίκα που η πορεία της ζωής της
αντιστέκεται στη σημασία του ονόματός της. Μια σοφή υπενθύμιση για το πόσο
χιούμορ έχει η ζωή τελικά.
Στο τελευταίο του αφήγημα «Ένας γύρος επισκέψεων» (1910), η
ωριμότητα είναι εμφανής, συνακόλουθη άλλωστε της ηλικίας του συγγραφέα.
Κοινωνική κριτική και σαφής στάση απέναντι στα ήθη της εποχής του.
Στις έντεκα αυτές ιστορίες ο
αναγνώστης έχει την ευκαιρία, όσα βιβλία του Henry James κι αν έχει διαβάσει, να ανακεφαλαιώσει τη
γνώση του γι’ αυτόν και σε κάθε περίπτωση να την εμπλουτίσει. Φθάνοντας στον «Αποχαιρετισμό» (1915), νιώθει πλέον πως
έχει επανασυστηθεί με τη γραφή, την προσωπικότητα, την ευφυΐα του εξαιρετικού
αυτού ανατόμου καταστάσεων και προσώπων. Έτσι, σ’ αυτά τα τελευταία αποσπάσματα
σκέψεων είναι σε θέση να αφουγκραστεί την ανάσα του ανθρώπου που αρθρώνει αυτές
τις ύστατες, αχνές, ξεθωριασμένες
παρατηρήσεις, όπως θα τις ονομάσει ο ίδιος.
πέρα από τα
σύνορα
όλα τα
κομμάτια
μοναχικές
ψυχές.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου