Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

"Ο Σηλαχίμ" (ανέκδοτο αφήγημα του Μιχάλη Α. Μελετίου)

"Ο Σηλαχίμ"

(ανέκδοτο αφήγημα 
του Μιχάλη Α. Μελετίου)






«Ασφαλώς και θέλω να πληρωθώ αφού σου εργάζομαι. Πώς αλλιώς θα μπορέσεις να με εξευμενίσεις που τόσο βίαια με αποκόπτεις απ’ όλα εκείνα που αγαπώ; Και το δάκρυ που τόσο απλόχερα μου πρόσφερες, για πληρωμή δεν το υπολογίζω».

Αυτές τις σκέψεις έκανα κάποτε για την ποίηση. Τότε που πίστευα ότι τα πάντα γίνονται ως αντίδραση σ’ ένα ερέθισμα. Έστω και όταν αυτό το ερέθισμα πηγάζει από έναν χώρο αθέατο και μυστηριώδη. Έκανα όμως λάθος. Επειδή πλήρωνα την τέχνη μου με ουίσκι, ξενύχτι, θλίψη και σκοτάδι, θεωρούσα ότι μου χρωστά. Κάτι σαν το δύστροπο αφεντικό που ενώ τρώει με χρυσά κουτάλια, σου πουλάει παραμύθι για ισχνές αγελάδες και για χειμώνες παγερούς χωρίς να προβλέπεται να δώσουν σύντομα αμυγδαλιές που θα ανθίσουν. Ο αθάνατος στίχος όμως, αυτός που σπάει τα στεγανά της ύπαρξης και διακτινίζεται στα πέρατα του πνεύματος ως μουσική που πήγασε από την ίδια πηγή που γέννησε το σύμπαν, αν θα έπρεπε να τον παρομοιάσουμε με κάτι γήινο και όμορφο, τότε μοιάζει μόνο με το πρώτο ανθισμένο κλωνάρι της αμυγδαλιάς. Αυτό που χαρίζει την ελπίδα του καλοκαιριού χωρίς να έχει κοπάσει ακόμα ο χειμώνας. Και όχι φυσικά σαν κάτι τόσο ευτελές όσο τα χρήματα ή οι άλλες αμοιβές που έρχονται για να ισοσταθμίσουν μια προσφερόμενη υπηρεσία. Άλλαξα όμως τη θεώρησή μου. Τώρα πια, αισθάνομαι σαν μαθητούδι άγουρο και θαμπωμένο από τον έρωτα της απορίας. Τώρα πια, για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα μέσα σε όλον τούτο τον χαμό που μας πολιορκεί λες και πρόκειται για ένα σμήνος μελισσών που βρικολάκιασε, έχω για πυξίδα μου αυτό που έλεγε συχνά ο James Baldwin: 

«Νομίζεις ότι ο πόνος και οι στεναχώριες σου δεν έχουν προηγούμενο σ’ αυτό τον κόσμο αλλά μετά αρχίζει να διαβάζεις». 
Μακράν ό,τι πιο αισιόδοξο έχω διαβάσει…

Ωστόσο, τη μεταστροφή μου ετούτη, δεν τη χρωστώ σε δυνάμεις που ανακάλυψα μονάχος. Όλα τα οφείλω στον Σηλαχίμ. Ένα μείγμα Πυθίας, Νέρωνα, αγιορείτη καλόγερου και ερωτοχτυπημένου εφήβου. Χαοτικός κι ανάποδος με χούγια που πεισμώνουν. Η ματιά του όμως διεισδυτική σαν ιονίζουσα ακτινοβολία που έκανε τα κύτταρά μου να πάλλονται από φόβο και δέος. Σιγά – σιγά, μου έγινε απαραίτητος. Δεν μπορώ να φανταστώ τον στοχασμό μου χωρίς να τον αφουγκραστώ. Ευλογημένες να ’ναι εκείνες οι μοναχικές βόλτες που έκανα τα γκρίζα πρωινά του Φεβρουαρίου με το πνεύμα μου να βρίσκεται παγιδευμένο σε κακοτοπιές και να τήκεται σαν το κερί που έγλειψε η φλόγα. 

Ὅλα στη ζωὴ, μοῦ ἦρθαν εὐνοϊκά.
Μὲ πλάνεψαν οἱ τόσες εὐκολίες.
Οἱ ἀντοχές μου ἀτροφήσανε.
Δὲν αἱματώθηκαν ποτὲ ἀπὸ ἀνημποριὰ καὶ πόνο.
Ζάρωσαν καὶ πέθαναν.
Σὰν τὸν πλακούντα ποὺ ἀπέτυχε νὰ θρέψει.

Καὶ τώρα, ποὺ ἡ πραγματικότητα ραπίζει,
ἀπελπίστηκα.

(ἀπελπισία)

Τι έγινε όμως εκείνον τον εν λόγω Φλεβάρη; Εκτός από την αλλαγή στη διάρκεια της ημέρας, όλα ήταν το ίδιο όμοια και αποπνικτικά όπως πάντοτε. Στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα άκουγες του κόσμου την παράνοια και των σαλών τα ξόρκια. Μια απίστευτη είδηση που ήταν απαράλλαχτη με εκατομμύρια άλλες, κάμποσα πρωτοφανή που ταίριαζαν με τις καινοτόμες ιδέες των από καταβολής του κόσμου βασανιστών, σοκ, σάλος. Χίλιες φορές τα πάντα ειπωμένα και άλλες τόσες απαξιωμένα. Μπορείς πλέον να ακούσεις το πιο φρικτό, το πιο αποτρόπαιο και να μην αισθανθείς απολύτως τίποτα. Αεροπορική τραγωδία με διακόσους νεκρούς, φονικές πλημμύρες κάπου στην Κίνα, τριάντα αποκεφαλισμοί στη Συρία, ένας γέρος από τα Πατήσια αυτοκτόνησε γιατί ήρθαν να του πάρουν το σπίτι. Πού και πού, ν’ ακούγεται το εμετικό «οι σκηνές που ακολουθούν μπορεί να ενοχλήσουν. Καλό θα ήταν να απομακρύνετε τα μικρά παιδιά από τους δέκτες σας». Τα φτηνά τεχνάσματα της δήθεν έγνοιας για τον συναισθηματικό μας κόσμου και δη των παιδιών! Τεχνάσματα που έχουν γίνει σήμερα σαν το παραβάν που κρύβει όπως – όπως το έγκλημα της απιστίας που κατέληξε σε στυγερή δολοφονία. Ούτε κράχτες σε τσίρκο επαρχιώτικο δεν τολμούν να είναι τόσο επιθετικά αθώοι Πόντιοι Πιλάτοι. Ξέφτισε η ανθρώπινη ύπαρξη. Τόσο θλιβερό να το βιώνεις κάθε μέρα όλο και πιο πολύ μες στο πετσί σου. Όλα μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν. Όπως λέω όμως και στους μαθητές μου: «αμφισβητήστε και δεν θα σας σταματήσει τίποτα. Μην πέσετε στην παγίδα ωστόσο να αμφισβητήσετε τα πάντα γιατί θα μείνετε στο τίποτα».
Τότε ήταν που συνάντησα τον Σηλαχίμ. Μέσα στον ζόφο που τόσο κοντολογίς περίγραψα.

Όπως είπα και στην αρχή, τα είχα βάλει με την ποίηση. Δεν ξέρω ακόμα αν τα έχω πλήρως κατανοητά μέσα μου τα δεδομένα, αλλά μου φαίνεται ότι έγινε η ποίηση του σήμερα διεκπεραιωτική, τάχα μοντέρνα μέσα στην απουσία των οραμάτων. Όσο πιο ακαταλαβίστικη, όσο πιο άναρχη και ατημέλητη, τόσο πιο αποδεκτή. Έγινε, εν τέλει, ψυχρή και συντετμημένη λες και βγήκε μέσα από κάποιο τυφλό πρόγραμμα αναγραμματισμού των λέξεων ή μιας μετάφρασης με δίχως νόημα. Περισσότερο, ομοιάζει με τα απαίσια αρκτικόλεξα και τους βαρβαρισμούς των σλόγκαν. Και με πειράζει πολύ αυτή μου η διαπίστωση…   

Στην πολιτική, λέγεται ότι ο κάθε λαός έχει τους πολιτικούς που του αξίζουν. Ισχύει άραγε το ίδιο και για την ποίηση; Έχουμε τους ποιητές που μας αξίζουν; Τα γενεσιουργά αίτια της ποίησης είναι η ευαισθησία, η καλαισθησία και τα βιώματα. Δυστυχώς, το σήμερα υπονομεύει και τα τρία ετούτα απαραίτητα προαπαιτούμενα. Τη θέση του αληθινού σκοτωμένου, πήρε η πρόστυχη κα αδηφάγα θέαση του αίματος στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Η ανάλυση των σοβαρών κειμένων παραγκωνίστηκε χάριν της αθλιότητας της α-νόητης λήψης «εύπεπτων» πληροφοριών. Ακόμα και αυτή η ερωτοτροπία, που ανέκαθεν προκαλούσε τα συναισθήματα στα όρια της εφευρετικότητάς τους, παραδόθηκε στις ζωώδεις ορέξεις των παραταϊσμένων εφηβικών μας ενστίκτων. Ξάφνου, δεν ξέρω, νιώθω την ανάγκη να προσευχηθώ…

Η ψυχή μας γέμισε τσουκνίδες. Η καρδιά μας πάλλεται μόνο ως φυσική ανάγκη διατήρησης της ζωής. Το κλάμα και το γέλιο κρύβονται ανά περίσταση ή χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση όχι για αποφόρτιση ή ευφορία, αλλά για στρατηγικές απόκτησης πλεονεκτημάτων σε μια αλλόκοτη σκακιέρα διαπροσωπικών σχέσεων. Όλα τούτα όμως, ψυχή, καρδιά, κλάμα, γέλιο, βάλτε μαζί και τη λέξη ενσυναίσθηση, πλάθουν το ψωμί της ανθρωπιάς μας. Αυτό έχει για αλεύρι τον ρομαντισμό, νεράκι χλιαρό το σκίρτημα, αλάτι τα της ψυχής τα πάθη και για προζύμι του την ποίηση. Χωρίς την ποίηση όλα μένουν μετέωρα και βιαστικά. Σαν τον άρτο των Εβραίων κατά τα χρόνια της αιχμαλωσίας.

Είμαστε άραγε κι εμείς αιχμάλωτοι; Τίνος όμως δυνάστη; Χωρίς την ποίηση, είμαστε δούλοι του εσωτερικού μας πόνου. Αν δεν τον ακούσουμε, ως λύκος που είναι, μέσα από τις σιωπές του θα βρει τον τρόπο να λυσσάξει. Δεν χρειάζεται ο πόνος να γίνει φίλος. Παρά μόνο θέλουμε τα κατάλληλα εργαλεία για να τον ακούσουμε. Η ποίηση είναι το καλύτερο εργαλείο ενδοσκόπησης.   

Ἀξιώθηκα νὰ ζήσω
στὴν Μπέλ Ἐπόκ τῶν ποιητῶν.
Μιὰ ἐποχὴ δαιμόνων ποὺ γρύζουν αὐτοδέσποτοι.
Τῶν ἀνθρώπων οἱ μισάγαθοι πανεπόπτες.
Κι ἐγώ, ἐπιλέγω ὁ δειλὸς νὰ γράψω γιὰ τὸ τίποτα.

Μοιάζει ἡ πρᾶξίς μου ἐτούτη
σὰν μιὰ ἐπαίσχυντη φλυαρία σαβανωμένη.
Κωλυσιεργῶ χαρακτηριστικὰ
εἰς βάρος ὅλου τοῦ πλανήτη
πήζοντας μὲ τὰ ἐπουσιώδη.

Τί θὰ γίνει ὅμως μὲ τὸ σήμερα;
Φοβᾶμαι ἁπλὰ καὶ ποὺ κοιτάζω τὸ λαγούμι.
Ποῦ νὰ καταπιαστῶ μὲ σκάψιμο!
Κι ἂς ἔχω πτυοσκάπανο ἀδαμάντινο
ποὺ πύρωσε ἀπ’ τὰ σπλάχνα ποὺ σφαδάζουν.

Μὰ μ’ ἐμπειρίες ἄλλων, δὲν φτιάνεις ποίηση…
Παρ’ μόνο θρέφεις ἄνοστα τ’ ἀλάρωτο σκαρί σου.
Ρωτᾶς, ὡστόσο, μ’ ἕνα παράπονο βαρὺ τὸν ἑαυτό σου:

«Γιατὶ βιάστηκες κι ἐξίσωσες,
ἐν μέσῳ ἀπονοίας πλήρους
τὸ πρῶτό σου τὸ κῦμα τὸ θεόσταλτο
μὲ τὰ σαράντα κύματα τοῦ κόσμου»;

Βιάστηκες. Λάθεψες. Τελμάτωσες.
Ζύγιασες τὸ πρῶτό σου τὸ αἷμα
μὲ τὴν ἀτέλειωτη κλαγγὴ τοῦ ὀνείρου.
Καὶ ἀσφαλῶς, βγῆκες λειψός.
Καὶ ὡς τέτοιος ποὺ εἶσαι,
τοῦ τὸ κρατᾶς ἀκόμα τοῦ ὀνείρου…

(Μπελ Επόκ)

Μέσα σ’ αυτόν τον συρφετό των στοχασμών και των βασάνων μου φανερώθη ο Σηλαχίμ. Στην αρχή δεν ήθελα να τον αποδεχτώ. Τον απόπαιρνα χωρίς να τον αφήσω να μιλήσει. Ένα βράδυ όμως, που το σκοτάδι της νύκτας έμοιαζε με λάμψη ολόφωτη εν σχέσει με το πηκτό σκοτάδι της ψυχής μου, ο Σηλαχίμ με πλησίασε μειλίχια λέγοντάς μου λόγια παρηγοριάς και στήριξης. Όμοιος με γεωργό εκείνος, όμοιος κι εγώ με λιμασμένο λιόφυτο που βούλεται στηρίγματα για να βαστάξει στους βοριάδες και στις αίγες.

Μου αφηγήθηκε μια παραβολή ακριβώς όπως έκανε και ο Χριστός. Μου είπε για ένα γέρικο λιοντάρι που αν και ρωμαλέο κι άγριο πολύ, λόγω ηλικίας έχασε την ικανότητά του να τρέχει για να κυνηγά. Αναγκαστικά, για να επιβιώσει, έτρωγε απομεινάρια, σαύρες ή ό,τι άλλο έβρισκε μπροστά του. Μια μέρα, συναντήθηκε με τρεις σκύμνους που είχαν πρόσφατα ορφανέψει από πατέρα. Στην αρχή, τα μικρά λιονταράκια φοβήθηκαν αλλά αφού παρατήρησαν την αδυναμία του, ξεθάρρεψαν και άρχισαν να το πειράζουν και να το υποτιμούν. Το γέρικο λιοντάρι έμεινε ατάραχο και έδειχνε μάλιστα ιδιαιτέρως ανεκτικό στις προσβολές τους. Δεχόταν αυτά τα καμώματα των σκύμνων με χαμόγελο. Κάποια στιγμή ρώτησε τάχα ανήξερα τα μικρά, εάν γνώριζαν ποιο είναι το καλύτερο μονοπάτι για το βουνό πέρα από την κοιλάδα. Αυτά απάντησαν ότι ασφαλώς και γνωρίζουν και άρχισαν αμέσως να του δίνουν οδηγίες. 

«Μα τι έξυπνα και γνωστικά που είστε!» είπε το γέρικο λιοντάρι. «Ξέρετε τόσα πολλά για την ηλικία σας! Αν θέλετε, αύριο μπορείτε να με ακολουθήσετε μέχρι εκεί για να με βοηθήσετε. Για ανταμοιβή, εγώ θα σας δείξω ένα σπήλαιο που έχει μέσα κάτι το πραγματικά εκπληκτικό. Δεν θα αρνηθείτε σε έναν γέρο σακάτη όπως είμαι εγώ, ε; Μόνο, πείτε στις μητέρες σας ότι θα είμαστε κατά κει για να μην ανησυχήσουν». 

Τα λιονταράκια, πράγματι, την επόμενη μέρα συνόδευσαν τον ξένο. Όταν όμως μπήκαν μέσα στο σπήλαιο, τα πράγματα άλλαξαν. Το γέρικο λιοντάρι σκλήρυνε την όψη του και έγινε όμοιο με τον θάνατο. Έκλεισε με το σώμα του την είσοδο της σπηλιάς. Τα σκότωσε ένα – ένα χωρίς να κλείσει ούτε βλέφαρο. Έπειτα, ξάπλωσε και περίμενε. Την επομένη, κατέφθασαν έντρομες και οι μητέρες. Είδαν τα νεκρά σώματα και σπάραξαν. Το γέρικο λιοντάρι ανέλαβε να τις παρηγορήσει. Λίγες μέρες αργότερα, τα θηλυκά ήρθαν εκ νέου σε οίστρο και το γέρικο λιοντάρι ανέλαβε τα περαιτέρω. Με αυτό τον τρόπο, ξεκίνησε για μια ακόμα φορά άλλο ένα παρακλάδι της δικής του ράτσας.

«Και γιατί μου τα λες ετούτα τα λοξά;» αποκρίθηκα εγώ.
«Το γέρικο λιοντάρι» είπε ο Σηλαχίμ, «είναι ο δόλος της ζωής που είναι γανωμένος με το νύχι του θεριού και ποτισμένος με το αίμα των στιγμών που αδηφάγα καταβρόχθισε. Πολύ δύσκολο να τον ξεκάνεις. Οι σκύμνοι είναι το πνεύμα το αειθαλές που γηρασμό δεν έχει. Δυσήνιο όμως και άμυαλο ταυτόχρονα. Πάντοτε άπειρο και θαμπωμένο από τον σαματά της νιότης. Συνδυασμός θανατηφόρος άμα βρεθεί ποτέ αντιμέτωπο με τον γέρο δόλο που πιότερο απ’ όλα του αρέσει να σακατεύει την ύλη του ονείρου».
«Και οι λέαινες;» ρώτησα εγώ.
«Οι λέαινες είναι ο συναισθηματικός μας κόσμος ο πάντοτε εξαρτημένος από κάποιον άλλο για να υπάρξει. Επιζητεί τη συντροφικότητα έστω και με τον φονιά του πνεύματός του. Το συναίσθημα επιβάλλεται να είναι γένος θηλυκού γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής μας»;

Έμεινα σκεφτικός πολύ. Δεν ήμουν σίγουρος ότι καταλάβαινα. Ίσως προσπαθούσε να μου πει ότι μάθαμε να μένουμε γαντζωμένοι σε καταστάσεις που στην πραγματικότητα μας είναι δολοφονικές απλά και μόνο επειδή εκεί νιώθουμε ασφάλεια. Ίσως όμως να εννοούσε ότι συχνά παγιδευόμαστε μέσα σε τετελεσμένα δυσμενή με αποτέλεσμα να λαμβάνουμε αποφάσεις που βασίζονται περισσότερο σε μια αδιόρατη ανάγκη. Ή μήπως εννοούσε το πόσο εύκολο είναι να πάει του βρόντου μια ζωή γεμάτη μέλλον για μια στιγμή που, αντί για σύνεση, στην κακιά ώρα απάνω βασίλεψε η ελαφρότητα; Όχι, όχι! Πολύ κοινότοπα όλα… Αποκλείεται να εννοούσε κάτι από αυτά…

«Άκουσε με» συνέχισε ο Σηλαχίμ, «το όνομά μου είναι δάσκαλος. Όπως κι εσύ, είμαι ταγμένος στο να μαθαίνω πράγματα στους άλλους. Τους τα μαθαίνω όμως με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό. Προσπαθώ να τους τα κάνω βίωμα. Δεν είναι πάντοτε εύκολο. Ανάλογα τον μαθητή όμως, επιβάλλεται να αλλάζει και το μάθημα. Η προσέγγιση να τροποποιείται. Θέλω να επεξηγώ τους μηχανισμούς που διέπουν τη σκέψη του μαθητή μου, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη θέση του τη στιγμή που η μοίρα του, ή ακόμα ορθότερα η Πρόνοια, με έστειλε κοντά του, με τέτοιο τρόπο που αυτός να βλέπει τον μηχανισμό παντού. Θέλει όμως τέχνη που ελάχιστοι κατέχουν. Και υπόψη∙ δεν με λένε πάντα Σηλαχίμ. Σηλαχίμ είμαι για σένα. Για κάποιον άλλο, είμαι άλλος.
Μην λησμονείς ποτέ ότι δεν είσαι τίποτες άλλο παρά ένας άνθρωπος. Οι νόμοι που διέπουν το φθαρτό του σύμπαντος, ισχύουν και για σένα. Τα προβλήματα είναι πάντοτε ίδια, όπως ίδια είναι και η ανθρώπινή σας φύση. Όλα είναι τόσο αρχαία όσο η ίδια η ζωή∙ μα και τόσο νέα ταυτόχρονα, όπως η ανάσα που ξεμυτίζει μέσα από κάθε νεογέννητο. Μην σε ξενίζει λοιπόν που κατέληξες σε μια σκέψη που έχει ξαναγίνει. Μην σε τρομάζει το κοινότοπο. Μην το υποτιμάς ποτέ. Μην του συμπεριφέρεσαι σαν να πρόκειται για κάποιο μίασμα που πρέπει πάση θυσία να ξορκίσεις. Εξάλλου, όσο σπουδαίος κι αν είσαι, ή περνιέσαι από σε τον ίδιο ή και από άλλους ότι είσαι, στην πραγματικότητα είσαι τόσο φτωχός σε γνώσεις συγκρινόμενος με την Απόλυτη Αλήθεια, όσο φτωχή είναι και η τύχη από φιλότιμο. Φρόντιζε συνεχώς να υπενθυμίζεις εαυτόν για την πτωχότατή σου ετούτη κρίση, για να μπορέσεις να γενείς μακάριος. Να τρομάζεις μόνο αν δεν μπορείς να ορθώσεις τον δικό σου λόγο για να δώσεις στο κοινότοπο μια νέα ερμηνεία. Δόλος θα υπάρχει πάντα. Και λέαινες επίσης. Το διακύβευμα είναι να γλιτώσουν από τη σφαγή οι σκύμνοι».

Το ίδιο εκείνο βράδυ του Φλεβάρη, ο Σηλαχίμ έγινε όμοιος με την αύρα της ερήμου. Έκαιγε το σώμα του. Άρχισε να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα. Σιγομουρμούριζε βουβά κι απόκοσμα, σαν των νεκρών τα λόγια που σε σκιάζουν. Λίγο πριν χαθεί, έβγαλε φωνή καθάρια και ευθύς κελάρυσαν οι στίχοι από το στόμα:

Ποιητές

ὅλοι τους ἀντιδοξοῦντες,
διατείνονται ὅτι τὸ ποίημα
πρέπει νὰ ἔχει ἀμφισημία.
Ἔτσι μόνο εἶναι σπουδαῖο.
Ὅταν ὁ καθένας καταλάβει
ὅ,τι τοῦ φέξει ἂς καταλάβει.
Μασκαρεύουν ματαιοδοξίες
λέγοντας ἀποφθεγματικὰ
γιὰ μιλιὲς μὲς τὲς ψυχὲς καὶ ἄλλα τέτοια.

Κι ὁ Σηλαχίμ;

Αὐτὸς ποὺ ἦλθε ρακένδυτος ἐξ ἐναλίας νήσου;
Αὐτὸς ποὺ πάντα ταπεινώνεται ἀπὸ τὸ βάσανο τοῦ στίχου;
Αὐτὸς ποὺ μένει πάντα τίμιος στὶς σκέψεις;

Αὐτός, δὲν ἀποτολμᾶ ποτὲ νὰ δώσει ποίημα
ἂν δὲν ἔρθει πρῶτα ὁ ἀρσενάς του
γιὰ νὰ φωτίσει μιὰ διέξοδο.
Εἰδάλλως, ἀποθαρρύνεται καὶ κλαίει.

Μιὰ μέρα ὅμως πού ‘κλαιγα, τό εἶπα καὶ θυμᾶμαι:

«Τὴν βλέπω καὶ ἐγὼ νὰ ἔρχεται
σὰν νηστικὸ σαρκίο ἀπὸ τὸν Ἅδη.
Θὰ θελήσει νὰ μὲ πιεῖ γιὰ νὰ χορτάσει.
Νὰ κάνει κι ἐμὲ ἀντιδοξοῦντα.

Δὲν θὰ τῆς κάμω τὴ χάρη.
Θὰ κλειστῶ στὸν ἑαυτό μου.
Ἔχω μάχες νὰ δώσω ἄπειρες.
Πρέπει νὰ καταστῶ ἔγκυος.
Νὰ κυοφορήσω πρέπει.
Θέλω νὰ γεννήσω μὲ πόνο ἀβάστακτο.
Καὶ θὰ προσμένω ὅ,τι μοῦ ἀναλογεῖ
μ’ ἀγκοῦσα καὶ μὲ φόβο.
Ἴσως καὶ νὰ χαθῶ.

Ἀναμένατε σῆμά μου γραπτό.
Μόνο ΕΝΑ. Θὰ εἶναι ὅμως ἀρκετό.
Κεντημένη ἁλουργίδα μὲ τὸ αἷμά μου.
Θὰ συγκινεῖ μέχρι καὶ ποιητὲς ἀντιδοξοῦντες».

(ὁ Σηλαχίμ)

Αυτά συνέβησαν και ειπώθηκαν τότε. Κι αν φαίνονται απίστευτα, φταίει που το ίχνος μου είναι ακόμα ανεπαίσθητο. Μπορεί μονάχα να ανιχνευθεί, μέσα στα κείμενα εκείνα που σαν αιώνιες γυναίκες λάτρεψα.


Μιχάλης Α. Μελετίου

Ο Μιχάλης Α. Μελετίου γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου το 1983. Σπούδασε Βιολογία και Μοριακή Ιατρική και  εργάζεται ως βιολόγος σε Ερευνητικό κέντρο Βιοΐατρικών Επιστημών και ως καθηγητής στην ιδιωτική εκπαίδευση. Είναι συνεργάτης γνωστού εκδοτικού οίκου που εξειδικεύεται σε περιοδικές εκδόσεις εκλαϊκευμένης Επιστήμης και Ιστορίας. Άρθρα και γνώμες του δημοσιεύονται στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο της Ελλάδας και της Κύπρου. Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε σελίδες Λόγου και Πολιτισμού στο διαδίκτυο. Έργα: «Κρίση, Ακρισία και Ηθική» (εκδόσεις ΑΩ), ποιητική συλλογή «Άκαλος Άκακος» (ιδιωτική έκδοση) που κυκλοφορεί δωρεάν στο διαδίκτυο, και «Ένα κενό γεμάτο», ποιητική συλλογή (εκδόσεις ΑΩ).



(φωτογραφία: Noell Oszvald)

Ένα σχόλιο

Ο Μιχάλης Μελετίου αγαπά τον φιλοσοφικό στοχασμό, είτε γράφει πεζά αφηγήματα είτε καταθέτει τον ποιητικό του λόγο, κάτι που διαφαίνεται και από το σύνθετο αυτό αφήγημά του. Με αυτόν τον τρόπο απευθύνεται ευθύβολα στον αναγνώστη του προτείνοντάς του μια μέθοδο σκέψης, ώστε να υπερβεί την κενότητα του περιβάλλοντος χώρου και να κοινωνήσει με τις βαθύτερες αξίες της ζωής. Θεωρεί τον λόγο ένα πρόσφορο όχημα, μέσω του οποίου ο αναγνώστης συμμετέχει στη σκέψη του συγγραφέα και έτσι αποκτά την προνομιούχο θέα στον κόσμο, που η λογοτεχνία μπορεί να δώσει. Ο Σηλαχίμ μιλά με τη φωνή του συγγραφέα και μας μεταφέρει μέσω της μικρής παραβολής αλήθειες που προσεγγίζουν την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου.

(Διώνη Δημητριάδου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου