Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι

της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ

από τις εκδόσεις Καστανιώτη



Ένας μονόλογος σε πόσα πρόσωπα δίνει το βήμα να μιλήσουν; Λογικά σε ένα. Αν μεταφερθούμε σε θεατρικό σκηνικό, ίσως σε περισσότερα, με την άδεια που η πένα του θεατρικού συγγραφέα δίνει στα φανταστικά πρόσωπα να παρεισφρήσουν στη μοναξιά του ενός προσώπου που μιλά. Στον ευρηματικό, ωστόσο, ποιητικό χώρο -εκεί που όλα είναι δυνητικά ανεκτά- πίσω από το πρόσωπο του ποιητή που ως κυρίαρχη παρουσία διευθετεί τα χωροχρονικά του πλαίσια, ανακαλύπτουμε τους πιθανούς συνομιλητές του ως όψεις του ενός προσώπου, και αφηνόμαστε στις σκηνοθετικές του οδηγίες.

Αυτοί οι διπρόσωποι μονόλογοι της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ έχουν ήδη πάρει τη θέση τους στη σκηνή και ακούμε τον ήχο τους. Ένα έργο σε έξι πράξεις και ανάμεσά τους τρία ιντερμέδια. Το ποιητικό υποκείμενο, το Εγώ, φέρνει τον εαυτό του πότε μπροστά από τα άλλα πρόσωπα και πότε αφήνεται να ακολουθεί. Έτσι έχουμε:

Εγώ και ο πόνος (δεύτερη πράξη)
Ο χρόνος κι εγώ (τέταρτη πράξη)
Η υποκρισία κι εγώ (πέμπτη πράξη)
Εγώ και το ποίημα (έκτη πράξη)
Η πρώτη πράξη είναι Το άναρθρο άδειο
Η τρίτη πράξη είναι μια Αθώα θλίψη
Και τα τρία ιντερμέδια στη θέση που τους αναλογεί:
Το αμίλητο μέλλον μετά την τρίτη πράξη
Μαθήματα μοναξιάς μετά την τέταρτη πράξη
Εξομολόγηση στον καθρέφτη μετά την πέμπτη πράξη

Πρόκειται στην ουσία όχι μόνο για τη θέση επί σκηνής αλλά κυρίως για μια εσωτερική γεωμετρία, μια χωροθεσία, όπου το εγώ ξεκινώντας από το άδειο, που δεν αρθρώνει λέξη, οδηγεί την ποιήτρια στην καθοριστική αφορμή του λόγου. Τα δύο πρόσωπα του πρώτου διπρόσωπου μονολόγου, το Εγώ και το Κι εγώ ψάχνουν το άδειο του εσώτερου εαυτού, για να ανακαλύψουν ότι εμπεριέχει όλα τα αβαρή πλέον. Μια αίσθηση του απελθόντος ανεπιστρεπτί. Ένα δωμάτιο άδειο.

ΚΙ ΕΓΩ   […] Αχ, μακάρι να ’ταν τόσο απλό!
ΕΓΩ       Τότε τι έχει μέσα;
ΚΙ ΕΓΩ Δεν έχει τίποτα μέσα. Έχει αδειάσει.

Η διαφορά στη χρήση του χρόνου του ρήματος. Δεν είναι άδειο. Έχει αδειάσει. Ένας Παρακείμενος, σαν παρακοιμώμενος εκεί δίπλα, να θυμίζει ότι έχει συντελεσθεί η απουσία τώρα που μιλάμε. Η απουσία είναι που θα πυροδοτήσει τη συνέχεια των ιδιότυπων αυτών διαλόγων – μονολόγων. Γιατί έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του ο παντοδύναμος φόβος. Φόβος για τον εαυτό σου, φόβος για τους αγαπημένους, φόβος για τον κόσμο ολόκληρο, σε μια οικουμενική διάσταση του εαυτού σου, όπως αυτός προβάλλεται ξεφεύγοντας από τα στενά πλαίσια της καθημερινότητας.
Είναι αναμενόμενη η αναμέτρηση με τον πόνο, με το Εγώ εδώ να προτάσσεται κάτω από μια φιλοσοφία επώδυνη,  που μετατρέπει την αναπόφευκτη υποταγή στον πόνο σε μια αυτεξούσια επιλογή.

ΠΟΝΟΣ  Ώσπου μια μέρα ένιωσα τέτοια δύναμη μέσα σου, που αναγκάστηκα να φύγω. Τι έγινε; Τι έφερε αυτή την τραγική αλλαγή και με καλείς να γυρίσω πίσω;
ΕΓΩ       Η ζωή. Αυτή η ίδια η ζωή που μου είχε μάθει να σε ξεπερνώ με δίδαξε αργότερα πως δεν είσαι το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί.

Εγκεφαλικά, με τον στέρεο κανόνα της ορθής λογικής αν δεις τα πράγματα, σου φαίνεται να μπορείς να σχεδιάσεις αυτή την απόλυτη γεωμετρία του εαυτού σου. Απαριθμείς στον προσωπικό σου απολογισμό ζωής τα μαύρα και τα λευκά πιόνια σου, και λες ότι θα ήταν δυνατή ακόμα και η χαρά. Μα, δεν είναι έτσι.

ΕΓΩ   […]Χαίρομαι που δυστυχία μεγάλη δε μου ’χει τύχει -εννοώ έξω από τους φυσικούς κανόνες της ζωής- αλλά η χαρά είναι εγκεφαλική, δε βοηθάει.

Και τότε έρχεται η αθώα θλίψη, αθώα γιατί

ΕΓΩ   […]Είναι σαν τη συννεφιά που σε προστατεύει απ’ τη βροχή
[…]ναι, για μένα η θλίψη είναι άγγελος. Ο άγγελος της μοναξιάς.

Αυτή η βιωμένη θλίψη υπερσκελίζοντας την εγκεφαλική χαρά κάνει επιτακτική την ανάγκη του πρώτου ιντερμέδιου, για να αφουγκραστεί το Εγώ τη φωνή του μέλλοντος. Θα ρωτήσει και θα απαιτήσει μια απάντηση. Μόνο που το μέλλον μόνο σαν σαρκασμός ηχεί. Λάθος είχε κάνει όταν περίμενε  μια ευοίωνη απόκριση.

Το μέλλον δεν είναι αμίλητο.

Τότε θα στραφεί προς τον χρόνο, τον βιωμένο και ασαφή στα όριά του, τον ακατανόητο ως πραγματικότητα απτή, και όμως πανταχού παρόντα να μετράει στιγμές και να αποθηκεύει μνήμες. Εδώ το Εγώ θα αφεθεί να ακολουθήσει μην μπορώντας να ηγηθεί. Ο χρόνος προηγείται ως υλική υπόσταση, ως ανθρώπινη συνθήκη συμφωνημένη (μια προσπάθεια χειραγώγησης του ασαφούς και αορίστου χρονικού σώματος), ως συνείδηση ζωής.

ΕΓΩ […]Πόσες προθεσμίες έχουν λήξει για μένα, πόσο καιρό έχω ακόμη;
ΧΡΟΝΟΣ Δεν ξέρω.
ΕΓΩ Τι; Πώς γίνεται αυτό; Αν δεν ξέρεις εσύ, ποιος ξέρει;
ΧΡΟΝΟΣ Αν ρωτήσεις το ποτάμι που κυλάει σε ποια θάλασσα θα καταλήξει, ξέρει να σου απαντήσει; Όχι, δεν ξέρει.

Δεν μας ξαφνιάζει μετά από αυτή την απάντηση η εισβολή της μοναξιάς στο δεύτερο ιντερμέδιο. Και αυτή, όμως, με τη συνακόλουθη σοφία της.

[…]Πάντα έλεγα πως το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να συνειδητοποιείς πως η απουσία σου κανέναν δεν κάνει να υποφέρει. Έμαθα τώρα ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό: εσύ να μην υποφέρεις από την απουσία κανενός.

Πόση δύναμη μπορεί να έχει λοιπόν αυτό το Εγώ; Νιώθει την ανάγκη των άλλων; Ζητάει τη βοήθειά τους; Η Υποκρισία εδώ προηγείται, και το Εγώ ακολουθεί αδύναμο από όσα βαραίνουν πάνω του, ανασταλτικά της αυτονομίας του. Όσο κι αν επιζητά την απομόνωση και την εσωτερίκευση, έρχεται ικέτης της δύναμης των άλλων.

ΕΓΩ  […]Όλη μου τη ζωή κούτσαινα, αλλά είναι η πρώτη φορά που νιώθω ανάπηρη.

Ο καθρέφτης στο τρίτο ιντερμέδιο είναι η αποτύπωση της αλήθειας. Έτσι όπως μόνο όσοι γνωρίζουν τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία (για να θυμηθούμε τον άγγελο του ποιητικού σύμπαντος, τον Σικελιανό) μπορούν να κοιτάζουν κατά πρόσωπο το πρόσωπό τους, σε καθρέφτη όχι παραμορφωτικό και γεμάτο ψεύτικα φίλτρα αλλά απολύτως ειλικρινή.

Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού που ομορφαίνει αυτό που βλέπει για να μην πονέσει γι’ αυτό που είναι. Σ’ ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ’ αφήνεις να σε μισώ.

Στην έκτη και τελευταία πράξη αυτού του προσωπικού πλέον δράματος είναι φυσικό το Εγώ να προηγείται. Γιατί αυτό που ακολουθεί είναι αυτό που από την αρχή πάσχιζε να δημιουργηθεί, και τώρα που αχνοφαίνεται το πρόσωπό του παραχωρεί την πρώτη θέση στον δημιουργό για να αποφασίσει την οριστική του γέννηση. Το Ποίημα.

ΕΓΩ  […]Νομίζω πως ο συνδυασμός αυτός ανάμεσα στον πόνο της απώλειας και την υποσυνείδητη ελπίδα μιας καινούργιας ζωής δημιουργεί το ποίημα.
[…]
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ Και γιατί όλη αυτή η σκοτεινιά δε γεννάει ποίημα; Γιατί δε με γεννάει;

Αυτό το τελικό ερώτημα έχει μια αμφίρροπη απάντηση. Ή καλύτερα, θα έλεγα, η ποιήτρια εδώ -αυτό το πάσχον Εγώ των διπρόσωπων μονολόγων- αφήνει την απάντηση στον αναγνώστη. Δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία η συναρίθμηση ενός έργου μαζί με τα ομοειδή. Έτσι ίσως καμία αξία να μην έχει η απόφαση του αναγνώστη  να ονομάσει ποιήματα αυτά που μόλις διάβασε. Η ουσία του πράγματος αν μας ενδιαφέρει, είναι ότι πρόκειται για μια προσωπική κατάθεση / εξομολόγηση της ποιήτριας προς τον εαυτό της αλλά και προς το ευήκοον ους εκείνου που θα σκύψει πάνω από τις λέξεις της και θα αφουγκραστεί τον ποιητικό παλμό. Ίσως να ισχύει και αυτό που λένε ότι ο ποιητής ό,τι και να γράψει πάλι ποίηση θα προκύψει, με το ένα ή το άλλο πρόσωπο από τα από πολλά που αυτή διαθέτει. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφει η ίδια η ποιήτρια άλλωστε:

Ήταν μια μέρα παράξενη. Μια μοναξιά με είχε τυλίξει σαν σύννεφο βαρύ. Στράφηκα στην ποίηση, όπως πάντα όταν δυσκολεύομαι στη ζωή. Αλλά κι εκείνη απουσίαζε. Αυτό το καταλαβαίνω, σκέφτηκα, αφού η νιότη είναι η κύρια πηγή της ποίησης κι ακολουθεί η έμπνευση που γεννιέται από το σμίξιμο πόνου και νιότης. Και τότε μου ήρθε η ιδέα ν’ αποκτήσω έναν καινούργιο συνομιλητή: τον εαυτό μου. Ήταν ξαφνικά πολλά που ήθελα να τον ρωτήσω, πάντα το ’θελα, αλλά όλο κάτι άλλο συνέβαινε, πιο σημαντικό, και τον ξεχνούσα.

Θα μπορούσε, λοιπόν, όλο αυτό να ήταν η αναζήτηση της αφορμής για το ποίημα. Ένα ποίημα που ίσως γράφτηκε ίσως όχι. Αλλά και η αφορμή ενός ποιήματος  από την ίδια ψυχή πάλλεται με το ίδιο το ποιητικό έργο.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό frear.gr http://frear.gr/?p=16998)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου