«Ιδεολογικά ύποπτη»
διηγήματα
της Ελένης Γκίκα
από τις εκδόσεις Καλέντη
[…]
Άνοιξη ήταν όταν τη βρήκε το κακό και είχε πάει για Πάσχα στα Άνω
Λεχώνια. Παντού τριγύρω ανθισμένες κερασιές, τρελάθηκε από την ομορφιά, ναι,
αφού το ξέρετε πως η Μεγάλη Ομορφιά δεν αντέχεται, τρελαίνει!
(Κάκτος σε σχήμα καμέλιας)
Μέσα σ’ ένα εσωτερικό τοπίο εκπληκτικής ομορφιάς, πλούσιο σε
παραστάσεις και αποθηκευμένες εικόνες πολύτιμες, κινείται η γραφή της Ελένης
Γκίκα, ομοίως όταν ο λόγος της προτιμά τον ποιητικό χώρο ή όταν επιλέγει την
πεζή απόδοσή του. Έχω την εντύπωση πως όποιο δρόμο και αν ακολουθήσει, πάντα
αυτός θα την οδηγεί σε γραφή που αφήνει ποιητικό το ίχνος της. Τα πεζά της
-γιατί αυτή τη φορά μας προτείνει 23 κείμενα που τιτλοφορεί διηγήματα- εύκολα
θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν σε ποιητικό λόγο χωρίς να απολέσουν κανένα από
τα χαρακτηριστικά τους. Και ίσως αυτό να συνιστά την ιδιαίτερη γοητεία που αποπνέουν τα γραπτά της.
Ιστορίες, αφηγήσεις, σκέψεις αφηγημένες, κάτι από όλα αυτά ή
μήπως όλα αυτά μαζί, σαν μία και μόνη ιστορία, που ξεπερνά τα τυποποιημένα των
λογοτεχνικών μορφών; Μια προσωπική γραφή, γνώριμη και αναγνωρίσιμη μέσα σε
πολλές, σαν κουβέντα οικεία από φίλη. Σ’ αυτή τη φωνή -αληθινή και γήινη- θα πρέπει να αναζητηθεί το νήμα
που συνδέει τα κείμενα του βιβλίου. Με την πιο ρεαλιστική απόδοση της
πραγματικότητας να συνδιαλέγεται αιφνιδίως με μια απογειωτική φράση ή εικόνα.
Όπως άλλωστε συμβαίνει με την αληθινή ζωή, που περιγελά τη σταθερότητα των
αισθήσεων με την υποψία μιας άλλης οπτικής.
Μέσα από τους τάφους ξεπρόβαλε ο σκίουρος. Υπάρχει, άλλωστε ζωή ακόμα
και στον βράχο και στα πτώματα. Τα δέντρα σαλεύουν κι αφηγούνται ιστορίες. Μόνο
η εκκλησία του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Άλμπαν δεν ανοίγει σχεδόν πόρτα στους
περίεργους. Είναι, υποστηρίζουν οι ειδικοί, η είσοδος επιτρεπτή μονάχα για τους
μυημένους.
Σ’ εκείνο το καφέ παγκάκι ξημεροβραδιαζόμουν για μήνες σαν εξόριστη.
Ώσπου οι τοίχοι έγιναν διάφανοι. Οι καφετί πέτρες, άσπρα πανιά και σύννεφα που
παραμερίζουν. Κι από τους τάφους έφυγαν οι σκίουροι. Βγήκαν οι κόρες. Μ’ άσπρα
μαλλιά και φεγγαρίσια μάτια. Και σιδερόφρακτοι ιππότες. Αθάνατοι. Μετά από το
θυσιαστήριο.
Στο μεταξύ στο δάχτυλό μου η φεγγαρόπετρα που δάκρυζε έγινε κατακόκκινη.
Έβγαλε αίμα.
Διαβάζω και σημειώνω. Στο τέλος έχω ένα βιβλίο όλο
υπογραμμίσεις και σχόλια. Σε άλλα σημεία συναντώ μια δική μου σκέψη, όπως εκεί
που γράφει ότι η Μεγάλη Ομορφιά δεν αντέχεται, τρελαίνει! Έτσι δεν είναι; Άμα
γνωρίσεις το απόλυτο της ύπαρξης, πόσο μπορείς να μείνεις ταπεινός και
ψύχραιμος; Διάχυτος ερωτισμός; Ναι, άλλοτε ξεκάθαρος και άλλοτε υποκρυπτόμενος
πίσω από αλληγορικό λόγο. Αλλού πάλι, σαν να περπατώ στη δική μου παλιά
γειτονιά, στη σειρά των γνώριμων δρόμων: Αριστοτέλους, Πλατεία Βικτωρίας, 3ης
Σεπτεμβρίου, Πιπίνου, Φυλής…
Κι εκείνες οι «Ανεπίδοτες επιστολές»; Μπερδεύονται
τα γράμματα, όλο και κάτι θυμίζουν: Αγάπησα ό,τι δικό σου: Τα παιδιά σου, τ’
αμάξι σου, τους συγγενείς και τη γυναίκα σου. Τον δρόμο που περπατούσες, το
σπίτι όπου γερνούσες.
Και στο διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή Ιδεολογικά
ύποπτη, αυτά τα πρόσωπα είναι μήπως γνωστά, με αυτά ή με άλλα ονόματα; Ο
Γιώργος δεν άντεξε την Προδομένη Επανάσταση, νοικοκυρεύτηκε. Κι ο
Θύμιος που ζει τη Διαρκή του, έγινε πια τόσο γραφικός, μέχρι εξευτελισμού στο
τέλος. Προδομένη πορεία από τους άλλους ή από εμάς τους ίδιους; Ένα
ερώτημα που ίσως καταλήγει ρητορικό.
Και σ’ εκείνο το εξαιρετικό «Δικό μας είναι μόνο αυτό που
έχουμε χάσει» μάλλον βρίσκονται όλα τα προσωπικά φυλαγμένα: Ο Ρημαγμένος
Απρίλης του Κανταρέ, με τη μνήμη να είναι κολλημένη σ’ εκείνη την ανελέητη μπέσα που φθάνει ως το αίμα. Κατόπιν η
σοφία του Μπόρχες να σου θυμίζει ότι το κατάδικό σου πρέπει να το ψάξεις
μέσα από την απώλεια. Πώς αλλιώς; Και η φράση του Καμύ να ισορροπεί σε
παράλογο νήμα Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση. Ίσως αυτό
το τελευταίο να είναι το πιο αισιόδοξο μήνυμα που διασώζει μέσα στη δική της
αφήγηση η συγγραφέας, συνδέοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο τον δικό της
λογοτεχνικό κρίκο στην υπέροχη αλυσίδα της διανόησης.
Αυτό συμβαίνει με τα κείμενα της Ελένης Γκίκα. Καθώς
διαβάζεις, σε πηγαίνουν και σε άλλα αναγνώσματα, που κατά ευτυχή συγκυρία -ή
μήπως τίποτα δεν είναι τυχαίο;- είναι
κοινά. Διακειμενικότητα θα ήταν η σωστή λέξη, αλλά επειδή το κείμενο αυτό έχει
πάρει πιο προσωπικό τόνο, ας πω απλώς ότι έχουν συναντηθεί οι αναγνώσεις μας,
ίσως και οι μνήμες μας. Σκέφτομαι, ωστόσο, ότι αυτά τα είκοσι τρία αφηγήματα
βρίσκουν έτσι καλύτερα τον τρόπο να ισορροπήσουν σε μια κοινή επιφάνεια, που
δεν τη δημιουργεί μόνο η γραφή αλλά και η ανάγνωση, τα δύο αυτά απολύτως
ταιριαστά. Ευτυχής συγκυρία η συνάντηση του συγγραφέα με τον αναγνώστη του.
Ακόμα και στις ιστορίες που δεν έχεις κάτι κοινό να
ανακαλέσεις, όπως στην ολοζώντανη Ένα κοφάκι και δυο σβαρνάδες,
συναντάς στην αφήγηση για τον Τρύγο στα Μεσόγεια μια δική σου θλίψη για όσα
χάνονται ανεπιστρεπτί, και που μόνο με τη μνήμη τα διατηρείς για λίγο ακόμα
δικά σου.
Η γραφή εναλλάσσει τα πρόσωπα και η αφηγήτρια πότε παίρνει
πάνω της την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο και πότε μοιάζει να καταγράφει αλλότρια
πάθη. Όμως σε κάθε περίπτωση η ειλικρινής κατάθεση δείχνει ότι το πρόσωπο πίσω
από τις λέξεις είναι ένα, όποιο αφηγηματικό προσωπείο και αν επιλέξει.
Αυτή τη γραφή είναι να μην την αγαπάς; Κι ας παρουσιάζεται
με όποια φόρμα θέλει, κι ας παίζει με τα είδη του λόγου, κι ας τα μπερδεύει
ακόμα και μέσα στην ίδια ιστορία. Η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι, όμορφο,
επινοητικό, αιφνιδιαστικό στις επιλογές του. Όπως άλλωστε και η πραγματική ζωή,
της οποίας τα γυρίσματα αποτυπώνει.
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Cantus Firmus http://cantfirmulity.blogspot.gr/2017/02/blog-post.html?spref=fb)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου